«Απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς και είπεν· η εμή διδαχή ουκ έστιν εμή, αλλά του πέμψαντός με. Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ: 16 – 17)
Υπομονή, εάν αμφιβάλλη ο άνθρωπος και απιστή δια πράγματα τα οποία ούτε ακούει συχνά ούτε βλέπει. Αλλά να ακούη καθ’ εκάστην από εν θεϊκόν στόμα ουράνιον διδασκαλίαν, να βλέπη έργα παράδοξα και πάλιν να απιστή; Τούτο δεν είναι ίδιον της ανθρωπίνης φύσεως, αλλ’ ίδιον ενός αναισθήτου και αψύχου λίθου, όστις ούτε βλέπει ούτε ακούει. Τοιούτοι δε είναι οι λιθοκάρδιοι Ιουδαίοι, οι οποίοι βλέποντες τον ουράνιον Διδάσκαλον εν τω μέσω του Ιερού διδάσκοντα και λέγοντα· «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ: 37), σχίζονται όλοι οι όχλοι από τον φθόνον, από την τύφλωσιν και ερχόμενοι προς τους αρχιερείς και Φαρισαίους, διαβάλλουσι τον Χριστόν ως παραβάτην του Νόμου. Σχίσμα λοιπόν εν τω όχλω εγένετο δι’ Αυτόν. Αυτή, Χριστιανοί μου ορθοδοξότατοι, είναι μία μεγάλη απιστία των παρανόμων Ιουδαίων, αλλ’ ημείς βλέποντες σήμερον τους μακαρίους Αποστόλους να κάθηνται εν τω υπερώω της Ιερουσαλήμ και να πιστεύουν αναμφιβόλως εις την επαγγελίαν, την οποίαν τους υπεσχέθη ο Δεσπότης Χριστός, ότι θα τους πέμψη έτερον Παράκλητον, την Χάριν του Παναγίου και Ζωοποιού Πνεύματος, καταλαμβάνομεν τους ακενώτους ποταμούς των χαρίτων, οίτινες ρέουσιν εκ της κοιλίας αυτών, ύδατος ζώντος και ποτίζουσι τας ψυχάς μας, πυρπολημένας ούσας το πρώτον από την φλόγα της ασεβείας. «Ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν ο Κύριος, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (Ιωάν. ζ: 38).
Αυτήν την δρόσον, την οποίαν μας επότισε σήμερον η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος, την θείαν και ουράνιον, υπόσχεται να σας αποδείξη συντόμως, διδασκομένη το πρώτον η αγύμναστος και αμαρτωλή γλώσσα μου απ’ αυτήν την μεταδοτικήν και φωτιστικήν Χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Δια να γνωρίσωμεν την ουράνιον δρόσον της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, με την οποίαν εποτίσαμεν την πεφλογισμένην ψυχήν μας, και επεστρέψαμεν από της αθεϊας εις την θεοσέβειαν, ας ανοίξωμεν πρώτον την Βίβλον της Γ΄ των Βασιλειών (ιη: 30 – 39) και ας θεωρήσωμεν εκεί τον καθρέπτην της ασεβείας, την οποίαν ελατρεύαμεν και κατεκαίαμεν την ψυχήν μας. Διότι οι πεπλανημένοι άνθρωποι του καιρού εκείνου προσεκύνουν εν μεγάλον είδωλον του Βάαλ. Μη υποφέρων δε την απιστίαν αυτών ο Προφήτης Ηλίας, ήλεγξε τον βασιλέα αυτών Αχαάβ και τον ηνάγκασε να συγκεντρώση όλους τους αντιπροσώπους του Ισραηλιτικού λαού εις το Καρμήλιον όρος. Ομού δε με αυτούς και τους τετρακοσίους πεντήκοντα ιερείς της αισχύνης και τους τετρακοσίους ιερείς των δασών της Αστάρτης, οι οποίοι έτρωγον εις την τράπεζαν της Ιεζάβελ. Αφού δε συνεκεντρώθησαν όλοι, είπε προς αυτούς· «Έως πότε υμείς χωλανείτε επ’ αμφοτέραις ταις ιγνύαις; Ει έστι Κύριος ο Θεός, πορεύεσθε οπίσω Αυτού· ει δε ο Βάαλ, πορεύεσθε οπίσω Αυτού· και ουκ απεκρίθη ο λαός λόγον» (Γ΄ Βασιλειών ιη: 21). Τότε ο Προφήτης Ηλίας, αφού τους ήλεγξε δριμύτατα, εζήτησε να φέρουν δύο βόας και τον μεν ένα να θυσιάσωσιν εκείνοι τον δε άλλον μόνος ο Ηλίας, να επιθέσωσι δε τα τεμάχια αυτών εις ιδιαίτερα θυσιαστήρια, χωρίς να ανάψωσι πυρ, να παρακαλέσωσι δε εκείνοι όλοι ομού τον θεόν των τον Βάαλ και ο Ηλίας μόνος τον ιδικόν του Θεόν και όστις επακούση τας δεήσεις αυτών και εξαποστείλη το πυρ, αυτός θα είναι ο αληθής Θεός. Προσηύχοντο τότε οι ιερείς της αισχύνης και οι ιερείς των δασών και όλος ο λαός όλην την ημέραν, αλλ’ ουδεμίαν απάντησιν ελάμβανον εκ του ουρανού. Είπε τότε ο Προφήτης Ηλίας προς αυτούς· «Φύγετε τώρα να ετοιμάσω και εγώ το ολοκαύτωμά μου» (αυτ. 29). Αποσυρθέντων δε εκείνων, λέγει προς τον λαόν ο Ηλίας: πλησιάσατε προς εμέ. Και επλησίασαν όλοι οι αντιπρόσωποι του λαού προς αυτόν. Έλαβε τότε ο Ηλίας δώδεκα λίθους ισαρίθμους των δώδεκα φυλών του Ισραήλ και έκτισε με τους λίθους αυτούς θυσιαστήριον επ’ ονόματι του Κυρίου επισκευάσας προηγούμενον θυσιαστήριον, το οποίον είχε καταστραφή. Έκαμεν επίσης γύρω τού θυσιαστηρίου τούτου αυλάκιον μέγα, το οποίον εχώρει είκοσι πέντε περίπου κιλά ύδατος. Έπειτα εστοίβαξε τεμάχια ξύλων επί του θυσιαστηρίου τούτου, το οποίον επιδιώρθωσε, και αφού ετεμάχισε τον προς ολοκαύτωσιν μόσχον, έθεσε τα τεμάχια του ζώου επάνω εις τα ξύλα. Αφού δε ετακτοποίησε τα τεμάχια των ξύλων και του μόσχου επί του θυσιαστηρίου είπε: Λάβετε τέσσαρας υδρίας πλήρεις ύδατος και χύσατε το ύδωρ αυτών επί του μόσχου, ο οποίος κείται προς ολοκαύτωσιν και εις τα τεμάχια των ξύλων. Έκαμαν δε εκείνοι, όπως είπεν εις αυτούς. Λέγει δε προς αυτούς πάλιν ο Ηλίας: Κάμετε το ίδιον δια δευτέραν φοράν. Εκείνοι επανέλαβον τούτο. Ο δε Ηλίας προσέθεσε: Χύσατε ύδωρ δια τρίτην φοράν. Έχυσαν λοιπόν εκείνοι ύδωρ και δια τρίτην φοράν. Τότε το ύδωρ έτρεχε γύρω του θυσιαστηρίου, το δε μέγα εκείνο αυλάκιον εγέμισεν ύδατος. Τότε ο Προφήτης Ηλίας προσηυχήθη και είπε: «Κύριε, ο Θεός του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, επάκουσόν μου, Κύριε, επάκουσόν μου σήμερον και στείλε πυρ επί του θυσιαστηρίου τούτου, ίνα μάθη όλος ο Ισραηλιτικός ούτος λαός, ότι συ είσαι ο πραγματικός Κύριος, ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, και εγώ είμαι ο δούλος σου και ότι κατόπιν εντολής Σου έκαμα τα έργα ταύτα. Επάκουσόν μου, Κύριε, επάκουσόν μου και στείλε πυρ επί του θυσιαστηρίου, ίνα μάθη όλος ούτος ο λαός, ότι Συ είσαι ο πραγματικός Κύριος ο Θεός, ο οποίος δύνασαι να στρέψης την καρδίαν του λαού τούτου και πάλιν, ίνα ακολουθή Σε». Τότε έπεσε πυρ παρά Κυρίου εκ του ουρανού και κατέφαγε τα τεμάχια του προς ολοκαύτωσιν ζώου, καθώς και τα ξύλα και αυτό το ύδωρ, το οποίον ευρίσκετο εις το μεγάλο αυλάκιον. Ακόμη και τους λίθους κατέφαγε το πυρ, έγλειψε δε και αυτό το χώμα! Τότε όλος ο εκεί ευρισκόμενος λαός έπεσε και προσεκύνησαν εδαφιαίως και είπεν· «Αληθώς Κύριος ο Θεός, αυτός ο Θεός» (Γ΄ Βασ. ιη: 39). Ναι αυτός είναι ο πραγματικός Θεός! Ω πλάνη του Ισραήλ, να προσκυνώσι τον Βάαλ δια θεόν. Ω παράδοξος φλοξ και ύδωρ του Ηλιού! Διότι ημείς ως ειδωλολάτραι επροσκυνούσαμεν τα μιαρά και ακάθαρτα είδωλα του Βάαλ, της Αρτέμιδος, της Αφροδίτης, του Κρόνου, του Διός και άλλων μυρίων, ως θεούς. Μη υποφέρων δε ο μονογενής Υιός του Θεού την απιστίαν μας και κλίνων τους ουρανούς και σαρκωθείς δι’ ημάς μας φωνάζει να έλθωμεν από τα μιαρά θυσιαστήρια των βοών και ολοκαυτωμάτων, από την δίψαν και φλόγωσιν της αθεϊας, λέγων· «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ: 37). Προσέλθετε προς με, και προσήλθομεν πας ο λαός των Χριστανών προς Αυτόν. Έλαβον, λέγει ο ουράνιος οικοδόμος, δώδεκα λίθους, τους δώδεκα Αποστόλους μου και ιδού όπου οικοδομώ με αυτούς εν ονόματι του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος το θυσιαστήριον, την Αγίαν Μου Εκκλησίαν και κατασκευάζω κύκλωθεν αυτής την θάλασσαν, την κολυμβήθραν του αγίου Βαπτίσματος και χύνω επί τας πεφλογισμένας ψυχάς σας τας τέσσαρας υδρίας του σωτηρίου ύδατος, αίτινες τρέχουσιν από τας τέσσαρας πηγάς των Ευαγγελιστών μου. Πρώτη δρόσος και ουράνιος και θεία, να πιστεύητε εις μίαν θεότητα, εις μίαν ουσίαν, εις μίαν θέλησιν, εις μίαν ενέργειαν, εις μίαν δύναμιν, εις μίαν αρχήν, εις μίαν εξουσίαν, εις μίαν κυριότητα, εις μίαν Βασιλείαν, εν τρισί τελείαις υποστάσεσι γνωριζομένην τε και προσκυνουμένην εν μια προσκυνήσει. Εις ένα Πατέρα μου άναρχον, την των απάντων αρχήν και αιτίαν ουχί εκ τινος γεννηθέντα, αναίτιον δε και αγέννητον μόνον υπάρχοντα· πάντων μεν ποιητήν, εμού δε μόνου Πατέρα φύσει, του μονογενούς Υιού Αυτού και Προβολέα του Αγίου Πνεύματος· «Εάν τις διψά ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ: 37). Δευτέρα χύσις των σωτηρίων υδριών, ήτοι Δευτέρα δρόσος και ουράνιος και θεία, να πιστεύητε και εις εμέ τον Υιόν του Θεού, τον μονογενή, τον εκ Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, ως δι’ εμού και τα πάντα εγένετο· το απαύγασμα της δόξης, τον χαρακτήρα της του Πατρός μου υποστάσεως, την ζώσαν Σοφίαν και Δύναμιν, τον ενυπόστατον Λόγον, την ουσιώδη και τελείαν και ζώσαν Εικόνα του αοράτου Θεού, τον άναρχον κατά την θεότητα του Πατρός και τον χρονικόν κατά την ανθρωπότητα της μητρός, τον μίαν έχοντα υπόστασιν εν δυσί φύσεσι και ενεργείαις· «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ: 37). Τρίτη χύσις των τεσσάρων υδριών ήτοι δρόσος ουράνιος και θεία, να πιστεύητε και εις εν Πνεύμα Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, και εν Υιώ αναπαυόμενον και συνδοξαζόμενον, ως ομοούσιον τε και συναϊδιον· το του Θεού Πνεύμα, το ευθές, το ηγεμονικόν, την της σοφίας πηγήν και της ζωής και του αγιασμού, το άκτιστον, το πλήρες, το δημιουργόν, το παντοκρατορικόν, το παντουργόν, το παντοδύναμον, το δεσπόζον πάσης της κτίσεως, ου δεσποζόμενον· το πληρούν ου πληρούμενον· το θεούν, ου θεούμενον· το αγιάζον, ουχ αγιαζόμενον· το παράκλητον, ως τας των όλων παρακλήσεις δεχόμενον· το κατά πάντα ομοούσιον τω Πατρί και τω Υιώ, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, και δι’ εμού μεταδιδόμενον και μεταλαμβανόμενον υπό πάσης της κτίσεως. Ο Πατήρ αγέννητος, ο Υιός γεννητός, το Πνεύμα το Άγιον εκ μόνου του Πατρός εκπορευτόν· «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ: 37). Αύται εισίν αι τρεις δρόσοι αι ουράνιοι, των τριών εκχύσεων από τας υδρίας των τεσσάρων Ευαγγελιστών, με τας οποίας επότισεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός τας καταφλογισμένας από την αθεϊαν ψυχάς μας. Αν λοιπόν και ημείς, Χριστιανοί Ορθοδοξότατοι, υπάρχοντες εξ αρχής εις μίαν μεγάλην πλάνην προσκυνούντες τα είδωλα τα κωφά και αναίσθητα δια θεούς, αν και κατεπυρπολούμεν την πεφλογισμένην ψυχήν μας εις τοιαύτην άσβεστον φλόγα της αθεϊας, και αν ύστερον εδροσίσαμεν την αθλίαν ψυχήν μας με τοιούτον σωτήριον ύδωρ της ευσεβείας, αν τέλος πάντων και εφωταγωγήθημεν εις τοιούτον τρισάκτινον φως της Αγίας Τριάδος, δυνάμεθα να μη είπωμεν ότι εφωταγωγήθημεν εις τοιαύτην ψυχικήν λάμψιν από την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, το οποίον έλαβον σήμερον οι Απόστολοι από τον Χριστόν; Ίδετε ποίους και πόσους μεγάλους και σωτηριώδεις ποταμούς ηρδεύθημεν σήμερον εκ της διδασκαλίας και χάριτας των Αγίων Αποστόλων, διότι επιστεύσαμεν εις το κήρυγμα το οποίον τους εφώτισεν η θεία Χάρις του Παναγίου Πνεύματος να μας διδάξουν. «Ο πιστεύων εις εμέ, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (Ιωάν. ζ: 38). Αλλ’ ω τρισάκτινε νοητέ Ήλιε, υπέρφωτε Θεέ, η υπερούσιος Ουσία, η υπέρθεος Θεότης, η υπεράρχιος Αρχή· προάναρχε και αναίτιε Πάτερ, πηγή αγαθότητος, άβυσσος ουσίας, λόγου, σοφίας, δυνάμεως, φωτός, πηγή γεννητική και προβλητική του κρυφίου αγαθού, ο του μονογενούς Υιού αϊδιος Γεννήτωρ και ο του Αγίου Πνεύματος δια λόγου εκφαντορικού Προβολεύς· Υιέ γεννητέ και ομοούσιε και σύνθρονε και ομόχρονε και ομόδοξε· η μόνη δύναμις του προανάρχου Πατρός, η προκαταρκτική της των πάντων ποιήσεως· η ζώσα σοφία και ισχύς και θέλησις, η απαράλλακτος Εικών του Θεού και Πατρός· Πνεύμα Άγιον εκ μόνου του Πατρός υποστατικώς εκπορευόμενον και δι’ Υιού τη κτίσει γνωριζόμενον· η εκφαντορική της μακαρίας Θεότητος δύναμις, η τελεσιουργική, η παρακλητική, η φωτιστική, η αγιαστική, η χορηγητική θεία Χάρις της ενιαίας και αμερούς και απλής θείας φύσεως· η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα· η εκ του πολυχρονίου σκότους της ασεβείας ημάς επιστρέψασα και προς το τρισάκτινον φως Σού της Αγίας Τριάδος οδηγήσασα, η την πεφλογισμένην ημών ψυχήν από την πυρκαϊάν της αθεϊας την σήμερον τη επιφοιτήσει της θείας Χάριτος καταδροσίσασα και προς την λάμψιν της υπερφώτου Ορθοδοξίας φωταγωγήσασα· επίβλεψον ουρανόθεν επί τον περιεστώτα λαόν Σου, το πλάσμα των χειρών Σου, τον βαπτισθέντα και πιστεύσαντα εν τη επικλήσει Σου της μακαρίας και αδιαιρέτου Τριάδος, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός τη φύσει Θεού, κατάπεμψον την Χάριν Σου εφ’ ημάς, καθώς ποτε επί των Αγίων Σου Αποστόλων και καταξίωσον πάντας ημάς καθώς εδώ εις την γην με την Χάριν Σου εφωταγώγησας την εσκοτισμένην ψυχήν μας και Σε εγνωρίσαμεν και Σε επιστεύσαμεν τρισυπόστατον αληθινόν Θεόν, πλάστην και δημιουργόν μας, ούτω και μετά θάνατον να αξιωθώμεν οι αμαρτωλοί να ίδωμεν το τρισάκτιστον φως της ανεκλαλήτου δόξης Σου, δια να προσκυνώμεν και να λατρεύωμεν Σε την μακαρίαν Τριάδα, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, τα αδιαίρετα και θεία πρόσωπα της μιάς φύσεως, εις α και βεβαπτίσμεθα και ελπίζομεν την σωτηρίαν ημών. Αμήν. Ταις των Αγίων Αποστόλων Σου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου