Νικήτας ο νέος Μάρτυς του Χριστού ήτο από την Νίσυρον, η οποία είναι μικρά νήσος, μεταξύ της Κω και της Ρόδου, χριστιανώνγονέων υιός. Ο πατήρ αυτού, ως επισημότερος των άλλων, ήτο προεστώς της νήσου, αλλ’ όμως δια τινα εγκλήματά του τον ενήγαγον εις το κριτήριον και εκεί κρινόμενος και εξεταζόμενος εφοβήθη και επροτίμησεν ο άφρων την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, από την αιώνιον· όθεν αρνηθείς την εις Χριστόν πίστιν, ετούρκευσεν ο άθλιος και ούτως απέφυγε την κρίσιν. Αφού δε ετούρκευσεν αυτός, συνέλαβον οι Αγαρηνοί τα τέκνα του, κατά την συνήθειάν των, και τα ετούρκευσαν· μετά δε των άλλων ετούρκευσαν και τούτον τον Νικήταν, περί του οποίου είναι ενταύθα ο λόγος· ομοίως και η μήτηρ του (δια να μη χωρισθή ίσως από τα τέκνα της) αρνηθείσα τον Χριστόν, εδέχθη τον μωαμεθανισμόν η παναθλία, και όλη η οικογένεια εκείνη παρεδόθη τω Σατανά.
Ο δε Νικήτας τόσον πολύ νέος ήτο εις την ηλικίαν τότε, ώστε δεν έλαβε τελείως ιδέαν χριστιανισμού, αλλά τούρκος εγνώρισε τον κόσμον και με τουρκικά φρονήματα ανετρέφετο και προέκοπτε μάλιστα εν τω Μωαμεθανισμώ, καθώς ο Παύλος εν τω Ιουδαϊσμώ, προτού να φωτισθή ουρανόθεν και να έλθη εις επίγνωσιν της αληθείας. Επρόκοπτε, λέγω, και πολύν ζήλον εδείκνυε δια την πλάνην, εις την οποίαν ευρέθη· όθεν και ο φιλάνθρωπος Θεός, ο θέλων πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν, από τον ζήλον εκείνον, τον ου κατ’ επίγνωσιν, τον έφερεν εις επίγνωσιν της αληθείας και θεοσεβείας, καθώς και τον θείον Παύλον· πως δε και με ποίον τρόπον, ακούσατε συντόμως την περί τούτου διήγησιν, δια να θαυμάσετε τους τρόπους όπου μεταχειρίζεται η πάνσοφος του Θεού πρόνοια δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Συνέβη εν μια των ημερών να μαλώση με ένα τουρκόπουλον, με το οποίον συνανεστρέφετο· η δε μήτηρ εκείνου του άλλου παιδίου, γνωρίζουσα τα περί του Νικήτα, τον ύβρισε και πολλούς λόγους σκληρούς του ελάλησεν, ονομάζουσα αυτόν μουρντάρην και άπιστον και άλλα παρόμοια, όσα συνηθίζουν αυτοί να λέγουν εις τους από χριστιανών εις την πλάνην αυτών μεταπίπτοντας. Ο δε Νικήτας, αν και παιδίον, πλην ζηλωτής, καθώς είρηται, δεν υπέφερε τας ύβρεις και τους ονειδισμούς εκείνους· όθεν τρέχει με πολλήν λύπην και αγανάκτησιν και φανερώνει τα γενόμενα εις την μητέρα του, ζητεί δε απαραιτήτως απ’ αυτήν, να του είπη δια ποίαν αιτίαν τον ωνείδισεν ως άπιστον· αυτή όμως του υπέδειξε να μη δώση προσοχήν εις αυτά, λέγουσα, μη σε μέλλει, ας το είπε, τίποτε δεν είναι, ο θυμός την παρεκίνησε να το ειπή. Ο Νικήτας όμως δεν επείθετο, αλλ’ εζήτει με μεγάλην έρευναν, ως να τον εβίαζε τις να μάθη· τέλος, μετά πολλήν ώραν και από την πολλην εξέτασιν βιασθείσα, του εδιηγήθη την αρχήν των, τι ήσαν και που κατήντησαν. Ταύτα παρά της μητρός του ακούσας, την ηρώτησε λέγων: Και πως με ωνόμαζον, όταν ήμην χριστιανός; Αυτή δε απεκρίθη: Νικήταν. Εσιώπησε λοιπόν και ησύχασε πλέον, μαθών ότι δικαίως, τρόπον τινά, τον ωνείδισε, διότι δεν ήτο εκ των προγόνων του Τούρκος· όμως κατά άλλον τρόπον εσυγχίσθη και ελυπήθη λύπην μεγάλην, διατί να χάση την προγονικήν του πίστιν και να ευρίσκεται εις την τουρκικήν, την ξένην, υβριζόμενος και ονειδιζόμενος ως άπιστος· τοιούτοι θεϊκοί και σωτήριοι λογισμοί ανέβησαν εις τον νουν του ευλογημένου Νικήτα· όθεν εσυλλογίζετο μόνος, χωρίς να φανερώση τους λογισμούς του εις τινα, με ποίον τρόπον να επιστρέψη και να έλθη πάλιν εις την προγονικήν του χριστιανικήν πίστιν. Καθ’ ον καιρόν εσυλλογίζετο κατά νουν τους τοιούτους λογισμούς και εζήτει ευκαιρίαν να αναχωρήση κρυφίως από τους γονείς του, δια να υπάγη εις άλλον χριστιανικόν τόπον και ημποδίζετο από πλοίον και από έξοδα του ταξιδίου, ηυδόκησεν ο Θεός και ευρέθη πλοίον. Επεβιβάσθη λοιπόν εις το πλοίον αυτό και εξήλθεν εις εν από τα Μαστιχόχωρα της Χίου, Λιθί λεγόμενον· εξελθών δε εκεί, ξένος και άγνωστος, ηκολούθησε μίαν οδόν, χωρίς να ηξεύρη που πορεύεται, με καλάς ελπίδας όμως, ότι ο Θεός θέλει τον οδηγήσει εις το θέλημά Του το άγιον. Αληθώς δε ούτως και έγινεν, διότι ο Θεός ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν, τον ωδήγησε και τον έφερεν ασφαλώς, ως εις λιμένα σωτήριον, εις την Νέαν Μονήν· ελθών δε εκεί, εφανέρωσεν εις τον Ηγούμενον, τι άνθρωπος ήτο και ποίον σκοπόν είχε και εζήτει παρ’ αυτού συμβουλήν τι να κάμη. Ο Ηγούμενος αμέσως τον έστειλε και εξωμολογήθη εις ενάρετον αρχιερέα, όστις ησύχαζε τότε εκεί, τον πρώην Κορίνθου Μακάριον· έπειτα τον εκατήχησαν, τον εμύρωσαν και μετά ταύτα διέτριβεν εντός του Μοναστηρίου, αγνώριστος εις πολλούς. Διατρίβων δε εκεί, έκαμνε τινά καλά με τρόπον παιδαριώδη· ήτοι έπαιρνε κηρία και επήγαινε μόνος εις τον νάρθηκα της Εκκλησίας και τα ήναπτεν εις το μανουάλιον, όπου ήτο εκεί, άλλα εις άλλους Αγίους, όπου είναι γύρωθεν εις τους τοίχους ζωγραφισμένοι· έπειτα προσηύχετο ει τι ήξευρεν, εποίει μετανοίας και ούτω διήρχετο μέσα εις την Εκκλησίαν με νηστείαν και εγκράτειαν· εζήτησε δε και αγιασμόν και τον εβάσταζε πάντοτε επάνω του, μέσα εις εν υάλινον δοχείον και εις κάθε ολίγην ώραν έπινεν απ’ αυτόν. Δι’ αυτά λοιπόν και άλλα παρόμοια, όπου τον έβλεπαν να κάμη, άλλοι τον ενόμιζαν σαλόν, και άλλοι πολύ ευλαβή· με αυτά όμως τόσον εθερμάνθη από την αγάπην της ευσεβείας, τόσον ήναψεν η καρδία του από τον έρωτα του Χριστού, ώστε αφού ήκουσεν ότι οι εξομόσαντες είναι ανάγκη να κηρύξουν παρρησία την πίστιν, την οποίαν ηρνήθησαν, να ομολογήσουν τον Χριστόν και να χύσουν το αίμα των δια την αγάπην Του, εδέχθη τούτο με άρρητον χαράν και αγαλλίασιν της ψυχής του και εδόθη όλος εις αυτόν τον λογισμόν, να αποθάνη δηλαδή υπέρ πίστεως, να μαρτυρήση υπέρ Χριστού. Μετά ταύτα ανέβη εις το σπήλαιον των Αγίων Πατέρων, (είναι δε αυτό το σπήλαιον επάνω εις εν όρος και μέσα εις αυτό ησκήτευον οι Όσιοι Πατέρες οι κτίτορες της Μονής, οι δε μεταγενέστεροι το έκαμαν Εκκλησίαν), έκαμνε δε και εκεί πάλιν τα αυτά, ήναπτε κηρία, προσηύχετο, έκαμνε γονυκλισίας· προς τούτοις αποφασισμένος ων εις τον υπέρ Χριστού θάνατον, έκαμε και άλλο, από το οποίον μάλιστα ενόμισαν εκείνοι όπου τον είδον, ότι δεν είχε σώας τας φρένας του· εκάθησε, λέγω, μόνος του και εξέσχισεν εν αρκετόν μέρος από το ένδυμά του και το έδωκεν εις τους εκεί ησυχάζοντας, λέγων εις αυτούς να σφογγίζουν τας χείρας των όταν ανάπτουν τας κανδήλας, έπειτα έρραψε και ήνωσε πάλιν το υπόλοιπον ένδυμα. Μετά ταύτα εξερχόμενος να αναχωρήση εκείθεν, είπε προς τους Μοναχούς· εύχεσθε να τελειώσω τον πόθον μου και τον σκοπόν μου· οι δε ερωτήσαντες αυτόν, τις και πόθεν ήτο και ποίος ήτο ο σκοπός του, έμαθον απ’ αυτόν τον ίδιον ακριβώς τα πάντα και εθαύμασαν εις την ανδρείαν του. Τότε εγνώρισαν, ότι και το να δώση τις εις υπηρεσίαν του ναού, όχι το περίσσευμά του, αλλά το αναγκαίον και απαραίτητον σκέπασμα του σώματός του, ήτο σημείον της προς Θεόν αγάπης του, ανώτερον και από το έργον της ευαγγελικής εκείνης χήρας, η οποία έβαλε τα δύο λεπτά εις τα δώρα του Θεού. Αυτά ηκούσαμεν, αδελφοί, με τα ίδια μας ώτα και εμάθομεν αυτοπροσώπως από τον πανοσιώτατον παπά Άνθιμον, τον επικληθέντα Αγιοπατερίτην, όστις ησύχαζεν εκεί εις το ησυχαστήριον των Οσίων Πατέρων, από άνθρωπον δηλονότι φιλαληθέστατον και μεγάλης υπολήψεως δια την αρετήν του· ταύτα δε άλλα μεν ήκουσεν ο ίδιος από τον μάρτυρα Νικήταν, άλλα δε από τους Μοναχούς της Μονής. Αναχωρήσας έπειτα από εκεί, κατέβη πάλιν εις την Μονήν και εζήτει άδειαν από τους Πατέρας να παρρησιασθή, δια να μαρτυρήση. Τότε λοιπόν συνελθόντες όλοι ομού οι προεστώτες συνωμίλησαν τι να κάμνουν περί αυτού· τινές δε έλεγον να μη τον αφήσουν να παρρησιασθή, διότι ήτο πολύ νέος (έως δέκα πέντε ή δέκα εξ ετών), φοβούμενοι μήπως δεν ήθελε δυνηθή να βαστάση τας βασάνους του μαρτυρίου και μείνη πάλιν εις την ασέβειαν, ως και πρότερον, εφ’ όσον ήτο δυνατόν να διέλθη την ζωήν του εν κρυπτώ χριστιανικά και να σωθή. Άλλοι πάλιν έλεγον ότι αφού αυτός θεληματικώς αφ’ εαυτού του, χωρίς να του ειπή τις, εζήτει το μαρτύριον με προθυμίαν πολλήν, δεν πρέπει να τον εμποδίσουν. Τέλος απεφάσισαν να κάμουν παράκλησιν εις την Παναγίαν πρότερον και έπειτα να τον εξαποστείλουν εις την ποθουμένην του οδόν· ούτως δε και έγινε. Μετά την παράκλησιν εκείνην λοιπόν, λαβών ευλογίαν και συγχώρησιν και οδηγόν της οδού, κατέβη εις την χώραν· ελθών δε εις τι μέρος το οποίον λέγεται Μόλος, συνελήφθη δια το χαράτσι, (ήτο δε τότε άνθρωπος του χαρατσή ένας κακότροπος άνθρωπος Κρημλής το γένος), αλλ’ επειδή αποδεικτικόν δεν είχε, ούτε χρήματα να πληρώση, προφασιζόμενος ότι ήτο ναυαγός, τον έσυρεν εις την φυλακήν, τον έφερε δε έξω εις τόπον λεγόμενον Βουνάκι, τον έστησεν έξω από ένα καφενείον και επερίμενε να συλλάβη και άλλους δια το χαράτσι, να τους υπάγη όλους ομού εις την φυλακήν. Την ώραν όμως εκείνην διήλθεν απ’ εκεί εις γνωστός του, παπά Δανιήλ το όνομα· βλέπων δε τον Νικήταν τον εχαιρέτησεν, καλέσας αυτόν με το τουρκικόν όνομα Μεϊμέτην, ως ήξευρεν. Ακολούθως εξήταζε δια ποίαν αιτίαν ήτο κρατημένος εκεί. Ακούσας δε ότι εκρατείτο δια το χαράτσι και αγνοών τον σκοπόν του Νικήτα, έλεγε· «τώρα νέον έγινε τούτο, να δίδουν και οι Τούρκοι χαράτσι»; Ταύτα ο νέος ακούσας, εφώναξε· «τι λέγεις, άνθρωπε; Λάθος έχεις, εγώ είμαι Χριστιανός, ονομάζομαι Νικήτας». Ο δε προειρημένος Κρημλής, ων εκεί πλησίον, ήκουσε τους λόγους τούτους, όθεν ηρώτα και εξήταζεν· επειδή δε ο Νικήτας έλεγεν ότι ήτο Χριστιανός, ο δε άνθρωπος εκείνος ήτο λανθασμένος, δια τούτο τον επήγεν εις το οίκημα της φρουράς, τον ανέβασεν εις τον Αγάν και εκεί ηρωτήθη και εξητάσθη έμπροσθεν εις πολλούς. Αυτός δε απεκρίθη, καθώς το Πνεύμα το Άγιον τον εφώτισε την ώραν εκείνην· «το γαρ Άγιον Πνεύμα (λέγει η Κυριακή υπόσχεσις) διδάξει υμάς εν αυτή τη ώρα, α δει ειπείν». Αφού όμως περιεργότερον ερευνήσαντες, εύρον την μυσαράν σφραγίδα της θρησκείας των, ήρχισαν να φωνάζουν και να τον υβρίζουν, διατί ετόλμησε να αρνηθή την πίστιν των και να γίνη Χριστιανός. Έπειτα με μυρίας τιμωρίας τον απειλούσαν και με κάθε τρόπον τον ηνάγκαζον να μένη Τούρκος και να μη ατιμάση την θρησκείαν των επιστρέφων πάλιν εις την Χριστιανικήν πίστιν. Ο θείος Νικήτας όμως ούτε δια τας ύβρεις, τας οποίας δια τον Χριστόν ήκουσεν εντράπη, ούτε δια τας απειλάς εφοβήθη, αλλ’ έμενε στερεός και ακλόνητος εις την ομολογίαν της πίστεώς του, την δε θρησκείαν εκείνων ήλεγχε και ηρνείτο και με τέλειον μίσος την απεστρέφετο. Τι δε οι Αγαρηνοί έπραξαν; Αφού πλέον τον εγνώρισαν, ότι δεν είχεν ως παιδίον παιδαριώδη φόβον και δειλίαν, αλλ’ είχεν ανδρικόν και γενναίον φρόνημα, εδοκίμασαν με άλλον τρόπον να μεταβάλουν την γνώμην του· με κολακείας πολλάς, με υποσχέσεις διαφόρων αγαθών, πλούτου, δόξης και των ομοίων! Ταύτα μεν εκείνοι οι ματαιόφρονες υπέσχοντο· τι δε έπραττεν ο ουρανόφρων και γενναίος του Χριστού αθλητής; Καθώς από τας πρότερον απειλάς δεν επτοήθη, ούτω και τας κολακείας δεν εδέχθη ύστερον· όχι δε μόνον δεν μετεβλήθη απ’ αυτά η γνώμη του, καθώς εκείνοι ήλπιζον, αλλά μάλιστα το εναντίον εγένετο· όσον εβιάζετο από αυτούς να προδώση την ευσέβειαν, τόσον ήναπτεν όλος από την φλόγα της του Χριστού αγάπης· όθεν χωρίς να συλλογισθή την ώραν εκείνην, ότι ήτο ως πρόβατον εν μέσω πολλών αιμοβόρων λύκων, χωρίς να έχη κατά νουν, ότι έμελλε να παραδώση το τρυφερώτατον και απαλώτατον σώμα του εις χείρας ανθρώπων σκληρών και ασπλάγχνων, χωρίς να συλλογισθή κανέν απ’ αυτά και να δειλιάση, με γνώμην βεβαίαν και με ψυχής γενναιότητα εστάθη εν μέσω των Αγαρηνών εκείνων και εκήρυξε την ευσέβειαν, ωμολόγησε λαμπρώς και μεγαλοφώνως τον μεν Χριστόν Θεόν αληθινόν, τον δε αρχηγόν της θρησκείας των ήλεγξε πολλά και εθεάτρισε. Βλέποντες λοιπόν εκείνοι το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου και μάλιστα μη υποφέροντες το γενναίον φρόνημα και την μεγάλην παρρησίαν αυτού, ηγανάκτησαν, ήναψαν από τον θυμόν και με ύβρεις και δαρμούς πολλούς τον εφυλάκισαν και με διαφόρους βασάνους τον εβασάνισαν. Ο δε μακάριος μάρτυς του Χριστού με νηστείαν και προσευχήν εζήτει την εξ ύψους βοήθειαν και δύναμιν. Έλεγον δε ύστερον οι ευρεθέντες χριστιανοί μέσα εις την φυλακήν, ότι τον παρεκίνησαν πολλά να φάγη, αυτός όμως απεκρίνετο προς αυτούς· «εγώ τρέφομαι με τροφήν, την οποίαν υμείς δεν έχετε και ευφραίνομαι με ευφροσύνην, την οποίαν υμείς δεν δύνασθε να αισθανθήτε». Έπειτα και εις τους πόδας των ίππων τον έρριψαν δέσμιον χείρας και πόδας, δια να τον καταπατήσουν και να τον θανατώσουν κρυφίως εντός του σταύλου, δια να μη ακούεται έξω εις τους χριστιανούς η παρρησία και η ανδρεία του. Αφού όμως, θεία βοηθεία, έμεινεν αβλαβής και από τους ίππους, τον έσυραν έξω από εκεί και τον έβαλαν εις σκοτεινήν φυλακήν, εντός του φρουρίου, εκεί δε του έκαμαν πολλά και δεινά κολαστήρια, καθώς ήκουον τότε, (όμως ποία και τι είδους ήσαν εκείνα τα μαρτύρια, δεν ηδυνήθησαν να τα μάθουν και να μας τα παραδώσουν ακριβώς· τόσον μόνον εφανέρωσαν τινές τούρκοι θαυμάζοντες, ότι είχε πολύ φως την νύκτα η σκοτεινή φυλακή), τον εβασάνισαν δε εις φυλακάς και δεσμά δέκα ημερονύκτια, τα οποία αυτός ο αοίδιμος υπέφερε με μεγάλην καρτερίαν και γενναιότητα. Τέλος τον εξήγαγον εκ της φυλακής· τότε δε ώρμησε κατ’ αυτού πλήθος πολύ Αγαρηνών, οίτινες κυκλώσαντες τον γενναίον αθλητήν του Χριστού άλλοι τον έσυραν εδώ, άλλοι τον έσπρωχναν εκεί, εκείνοι τον έδερον απανθρώπως με τα χείρας των, ούτοι ασπλάγχνως με τας μαχαίρας των, και άλλοι άλλως, καθώς επαρακινούσεν έκαστον ο διάβολος. Ο δε του Χριστού στρατιώτης συρόμενος ως πρόβατον επί σφαγήν, ούτω βασανιζόμενος έλεγε· «δια ποίον έργον θέλετε να με φονεύσετε, παράνομοι; Διότι εκήρυξα τον Χριστόν Θεόν αληθινόν; Διότι ήλεγξα και εφανέρωσα το ψεύδος και την πλάνην της θρησκείας σας; Πλην τώρα με φονεύετε, εγώ δε μετά χαράς μεγάλης δέχομαι τον θάνατον· αλλά θα έλθη καιρός να με ιδήτε λαμπρόν και δεδοξασμένον εις δόξαν του Χριστού μου, δια τον οποίον αποθνήσκω». Αφού δε έφθασαν εις μίαν άκραν της πόλεως, ήτις λέγεται ο κάτω αιγιαλός, τον έστησαν κάτωθεν του Ιβηρίτικου Μετοχίου, από το βόρειον μέρος και του έλεγον να τουρκεύση δια να αποφύγη τον θάνατον· αλλ’ αυτός έμεινε στερεός εις την πίστιν του Χριστού, λέγων· «Χριστιανός είμαι, Νικήτας ονομάζομαι, και Νικήτας μέλλω να αποθάνω». Όθεν τον εγονάτισαν πολλάς φοράς, καθώς μαρτυρούν οι αυτόπται μέχρι και των ημερών μας, δια να φοβηθή την σφαγήν και ούτω να αρνηθή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Βλέποντες οι χριστιανοί τα γενόμενα και φοβούμενοι μήπως και δειλιάση ο νέος τον θάνατον, εδέοντο του Θεού έκαστος νοερώς να τον ενδυναμώση να τελειώση την οδόν του μαρτυρίου· εξαιρέτως δε ο ιεροδιδάσκαλος Ιωακείμ, ο Καβάκος επιλεγόμενος, ταύτα βλέπων άνωθεν από το Αγιοταφίτικον Μετόχι, ίστατο προσευχόμενος υπέρ αυτού ασκεπής. Εκείνος όμως ο γενναίος και μεγαλόψυχος, όχι μόνον δεν εφοβήθη τον θάνατον, αλλά και τον επεθύμει, λέγων εις τους Αγαρηνούς· «διατί βραδύνετε και δεν με θανατώνετε το συντομώτερον, να υπάγω εις την αιώνιον ζωήν, να απολαύσω την μακαριότητα του Παραδείσου»; Ταύτα ακούσας ο άγριος και θηριώδης εκείνος Κρημλής, και βλέπων τους άλλους ότι εδίσταζον και εφοβούντο να τον αποκεφαλίσουν, διότι ήσαν ασυνήθιστοι εις ανθρώπου σφαγήν, ώρμησε με πολλήν μανίαν και του απέκοψε την τιμίαν κεφαλήν με πολλά κτυπήματα μαχαίρας, δια να του αυξήση την τιμωρίαν και τους πόνους. Ούτως δε έλαβε το μακάριον τέλος ο θείος Νικήτας κατά τους χιλίους επτακοσίους τριάκοντα δύο χρόνους (1732) μετά Χριστόν κατά την εικοστήν πρώτην του Ιουνίου μηνός. Τυφλοί δε τινές αλείψαντες τότε τους οφθαλμούς των με το θείον αίμα του μάρτυρος ανέβλεψαν και είδον το φως, δοξάζοντες τον Θεόν και τον μάρτυρα Νικήταν, κατά την μαρτυρίαν του πανοσιολογιωτάτου κυρ Αθανασίου του Ιβηρίτου, όστις, παρών ων, έβλεπε τα γενόμενα. Μετά ταύτα δε συνέθεσε την ακολουθίαν του. Δεν ευχαριστήθησαν όμως έως εδώ οι θηριώδεις εκείνοι Αγαρηνοί, αλλά και μετά την αποτομήν της τιμίας κεφαλής του γενναίου Μάρτυρος έδειξαν εις αυτόν την υπερβολήν της κακίας των· όθεν επειδή οι Χριστιανοί έπαιρναν δια αγιασμόν και βοήθειάν των ό,τι ηδύνατο έκαστος από το μαρτυρικόν σώμα, άλλος από το ένδυμά του, άλλος από το εκχυθέν αίμα του, δια τούτο φθονήσαντες έπαιρνον με τον κουβάν από τας ακαθαρσίας που ήσαν εκεί πλησίον εις ένα βόρβορον και έχυναν επάνω εις το άγιόν του λείψανον, δια να το μολύνουν οι ρυπαρώτατοι. Ο Θεός όμως εδόξασε τον μάρτυρα και παντάπασι δεν εμολύνθη, αλλά παρευθύς ότε εκείνοι έχυνον επ’ αυτού τας ακαθαρσίας, αύται έπιπτον εις την γην, το δε τιμιώτατον λείψανον έμενε καθαρώτατον και λευκότατον ως το κρίνον. Τότε και ένας Χριστιανός, το όνομα Αλέξανδρος Στουπής, ετόλμησε και απέκοψε με τους οδόντας του τον δάκτυλον του Μάρτυρος, τον οποίον έδωσεν εις τον ναόν του Αγίου Βίκτωρος. Τέλος μη δυνάμενοι οι Αγαρηνοί να υποφέρουν την τοιαύτην τιμήν του αγίου λειψάνου έρριψαν αυτό εις την θάλασσαν και άλλο τι δεν έμενε παρά μέλη τινά, τα οποία επεμελήθησαν και έλαβον τινές ευλαβείς Χριστιανοί. Ο δε προειρημένος Κρημλής, όστις απεκεφάλισεν τον Μάρτυρα, έσυρεν εις τον εαυτόν του την θείαν οργήν, διότι τότε παρευθύς όπου έδειξε την πολλήν εκείνην σκληρότητα και απανθρωπίαν, την οποίαν άλλος δεν ετόλμησε να δείξη, καθώς είρηται, τότε παρευθύς ήρχισε να τρέμη ως τάχα από δειλίαν· αυτός δε ο τρόμος και ο κλόνος του σώματός του δεν έπαυσε πλέον, αλλά μάλλον ηύξησε και έμεινε τρέμων ως άλλος Κάϊν εις όλην του την ζωήν. Το δε παραδοξότερον και θαυμασιώτερον είναι, ότι και την νύκτα παρουσιάζετο ο μάρτυς Νικήτας και πολλάκις ετιμώρει με σκληράς τιμωρίας τον ασεβή τόσον, ώστε από τον πολύν φόβον έπαθε παροξυσμόν· οι δε φόβοι του και ο παροξυσμός δεν έπαυσαν έως ότου εζωγράφισε, (πράγμα αστείον και θαύμα μέγα!), την εικόνα του Αγίου Νικήτα την οποίαν και είχεν εις τόπον κατάλληλον εντός του δωματίου του, δια να μη την βλέπουν άλλοι Τούρκοι. Αφού δε ταύτα έκαμε (από συμβουλήν ίσως της γυναικός του, η οποία ήτο Χριστιανή και άλλων τινών, οι οποίοι είχον το θάρρος) έπαυσεν εις το εξής ο παροξυσμός και οι νυκτερινοί φόβοι και οι δαρμοί, δεν έπαυσε όμως και να τρέμη το σώμα του τόσον, ώστε παρέλυσε τελείως και κακώς διήλθε τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής του. Η δε φονική εκείνη δεξιά του παλάμη, ολίγον χρόνον μετά τον θάνατον του Μάρτυρος, απεκόπη από άλλους Τούρκους πάλιν και έμεινε κρεμασμένη εις την άρθρωσιν νεκρά και ακίνητος. Τούτο δε το θαύμα της εικόνος θέλων να φανερώση εις πολλούς ο θείος Νικήτας, τι έκαμε; Πολλάκις, όταν ευρίσκωντο και άλλοι Τούρκοι εις το δωμάτιον του Κρημλή, εγίνετο κτύπος εντός της θυρίδος, όπου είχε κρεμασμένην την εικόνα· όθεν απορούντες εκείνοι ηρώτων δια τον ακουόμενον κτύπον· όθεν αναγκασθείς έστειλε την εικόνα εις την οικίαν, εις την οποίαν είχε την γυναίκα του και την ετίμα με κανδήλαν ακοίμητον· τότε δε βλέποντες αυτήν οι γείτονες ηρώτησαν και έμαθον το θαύμα και όλοι εδόξαζον τον Θεόν και τον Μάρτυρα Αυτού Νικήταν. Αλλά και γυνή τις τον καιρόν εκείνον είχε άσθμα και τόσον πολύ την ηνώχλει αυτό το πάθος, ώστε επροτίμα τον θάνατον από την τοιαύτην ζωήν. Αυτή, λέγω, η γυνή, ακούσασα τα περί του Αγίου Νικήτα, τον επεκαλέσθη εις βοήθειαν λέγουσα· «Άγιε Νικήτα, συ όστις έχυσες το αίμα σου υπέρ πίστεως, εάν αληθώς είσαι Άγιος του Θεού και Μάρτυς, καθώς πιστεύω, εάν έχης παρρησίαν εις τον Θεόν, ένα εκ των δύο ποίησον εις εμέ την αθλίαν· ή δος μοι την υγείαν μου, ή δος μοι τον θάνατον, δια να ελευθερωθώ από το ανυπόφορον τούτο πάθος». Αυτά είπεν αφ’ εσπέρας, το δε πρωΐ, ω του θαύματος, εξύπνησεν υγιής. Καθ’ όλον δε τον υπόλοιπον καιρόν της ζωής της διήλθε εν υγεία δοξάζουσα αυτόν, ως όντως Άγιον και Μάρτυρα δεδοξασμένον, με αργίαν κατά την ημέραν της μνήμης του, με λειτουργίας εις τας Εκκλησίας και με άλλας αγαθοεργίας. Ταύτα και τα τοιαύτα λεγόμενα και διηγούμενα έφθασαν και εις τας ακοάς του μεγαλυτέρου αδελφού του Αγίου Νικήτα. Όθεν ήλθε και αυτός με την αυτήν προθυμίαν, κηρύττων παρρησία εις τους Αγαρηνούς, ότι αρνείται την θρησκείαν των και ότι είναι Χριστιανός, ηρέθιζεν δε αυτούς και εζήτει με όλην του την ψυχήν και την καρδίαν να μαρτυρήση και αυτός υπέρ Χριστού. Οι Αγαρηνοί όμως τον απεδίωξαν αμέσως από την Χίον φοβούμενοι και από τα κακά, τα οποία έκαμεν εις τον Κρημλήν ο θείος Νικήτας και αισχυνόμενοι δια τα θαύματα, με τα οποία τον εδόξασεν ο Θεός, ο θαυμαστός εν τοις Αγίοις Αυτού· Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου