Τη αγία και μεγάλη Δευτέρα μνείαν ποιούμεθα του μακαρίου Ιωσήφ του Παγκάλου και της υπό του Κυρίου καταρασθείσης και ξηρανθείσης συκής.
Από της σήμερον άρχονται τα άγια Πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χρισρού. Και πρώτον πάντων λαμβάνεται εις τύπον αυτού ο Πάγκαλος Ιωσήφ, ενδέκατος υιός του πατριάρχου Ιακώβ εκ της Ραχήλ. Ούτος φθονηθείς υπό των ιδίων αυτού αδελφών διά τινα όνειρα, τα οποία είδε, πρώτον μεν εβλήθη εις λάκκον, είτα δε και επωλήθη εις αλλοφύλους αντί τριάκοντα αργυρίων. Ο δε πατήρ αυτού ηπατήθη παρά των άλλων παίδων του, ότι δήθεν ο Ιωσήφ εφαγώθη υπό των θηρίων· επέδειξαν δε μάλιστα εις αυτόν τα ενδύματά του, τα οποία είχον αιματωμένα δια του αίματος εριφίου τινός.
Οι αλλόφυλοι δε εκείνοι οι αγοράσαντες τον Ιωσήφ επώλησαν αυτόν εις τον Πετεφρήν, αρχιευνούχον του βασιλέως των Αιγυπτίων Φαραώ. Του αρχιευνούχου τούτου η γυνή, επιθυμούσα του κάλλους του Ιωσήφ, προσεπάθησε να παρασύρη τον δίκαιον και σώφρονα παίδα εις την παράνομον πράξιν της αμαρτίας. Αυτός όμως όχι μόνον δεν συγκατετέθη να πράξη το κακόν, αλλά και αφήκεν εις χείρας της κυρίας του τον χιτώνα αυτού και έφυγεν. Τότε εκμανείσα αύτη τον διέβαλεν εις τον κύριον αυτού, όστις και τον ενέκλεισεν εις την φυλακήν. Εκεί ευρισκόμενος εξήγησε τα όνειρα του βασιλέως Φαραώ. Όθεν και αγαπηθείς υπ’ αυτού απεφυλακίσθη και κύριος πάσης της Αιγύπτου καθίσταται. Γενομένης δε ποτε δυστυχίας μεγάλης και των αδελφών αυτού ελθόντων δια να προμηθευθούν σίτον, εγνωρίσθη εις αυτούς. Τότε τους απέστειλε να φέρουν εκεί και τον πατέρα των και ελθόντες πάντες παρέμειναν εις Αίγυπτον. Ζήσας δε ο μακάριος Ιωσήφ άπαντα τον βίον αυτού εναρέτως απέθανεν εν Αιγύπτω, μέγας επί σωφροσύνη και ταις λοιπαίς αρεταίς γνωριζόμενος. Ο Πάγκαλος και δίκαιος ούτος Ιωσήφ εικών είναι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διότι και ο Χριστός παρά των ομοφύλων Ιουδαίων φθονείται και υπό του μαθητού Αυτού αντί τριάκοντα αργυρίων επωλήθη και εις ζοφώδη και σκοτεινόν λάκκον, ήτοι τον τάφον, ενεκλείσθη. Εκείθεν αυτεξουσίως αναστηθείς βασιλεύει πάσης της Αιγύπτου, δηλαδή κατά πάσης της αμαρτίας και κατά κράτος ταύτην νικά και εις όλον τον κόσμον βασιλεύει. Φιλανθρώπως δε εξαγοράζει ημάς δια της μυστικής σιτοδοσίας, ήτοι δια της ιδικής Του θυσίας εν τω Σταυρώ και διότι τρέφει ημάς δια του ουρανίου Άρτου, ήτοι της ζωηφόρου Αυτού Σαρκός. Όθεν δια τούτο και η μνήμη αυτού επιτελείται κατά την σήμερον. Μνείαν επίσης ποιούμεθα κατά την σήμερον της ξηρανθείσης συκής. Διότι οι θείοι Ευαγγελισταί, ο Ματθαίος δηλαδή και ο Μάρκος, μετά την διήγησιν των Βαΐων, επιφέρουσιν αμέσως την περί ταύτης διήγησιν. Και ο μεν Ματθαίος λέγει περί αυτής· «Πρωΐας δε επανάγων εις την πόλιν επείνασε· και ιδών συκήν μίαν επί της οδού, ήλθεν επ’ αυτήν, και ουδέν εύρεν εν αυτή ει μη φύλλα μόνον, και λέγει αυτή· μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα. Και εξηράνθη παραχρήμα η συκή» (Ματθ. κα: 18 – 19). Ο δε Μάρκος λέγει· «Και τη επαύριον εξελθόντων αυτών από Βηθανίας επείνασε· και ιδών συκήν από μακρόθεν έχουσαν φύλλα, ήλθε ει άρα τι ευρήσει εν αυτή· και ελθών επ’ αυτήν, ουδέν εύρεν ει μη φύλλα· ου γαρ ην καιρός σύκων. Και αποκριθείς (ο Ιησούς) είπεν αυτή· Μηκέτι εκ σου εις τον αιώνα μηδείς καρπόν φάγει» (Μάρκ. ια: 12 – 14). Συκή ενταύθα εννοείται η συναγωγή των Ιουδαίων, εις την οποίαν ελθών ο Σωτήρ και μη ευρών εν αυτή τον πρέποντα καρπόν, ειμή μόνον την σκιάν του νόμου, απέσυρε και ταύτην την σκιάν απ’ αυτής και παντάπασιν αργήν την κατέστησεν. Εάν δε τις ήθελεν ερωτήσει, διατί το άψυχον ξύλον, όπερ δεν έπταισεν εις τίποτε, έλαβε την κατάραν και εξηράνθη; Ας μάθη ο τοιούτος, ότι οι Εβραίοι, βλέποντες ότι ο Χριστός πάντοτε ευεργεσίας έκαμνε και εις κανένα δεν έκαμεν ουδέ το παραμικρόν λυπηρόν, ενόμιζον ότι μόνον ευεργετικήν δύναμιν έχει, ουχί δε και τιμωρητικήν· ων δε φιλάνθρωπος ο Δεσπότης, δεν ηθέλησε να δείξη με το έργον επάνω εις άνθρωπον, ότι δύναται και να τιμωρήση. Όθεν δια να δείξη εις τον αχάριστον λαόν, ότι και δύναμιν έχει αρκετήν εις τιμωρίαν, δια τούτο εις άψυχον και αναίσθητον φύσιν την τιμωρίαν εργάζεται. Εν ταυτώ δε και έτερος απόκρυφος λόγος υπάρχει, υπό σοφών γερόντων παραδοθείς εις ημάς, καθώς λέγει ο Πηλουσιώτης Ισίδωρος· ότι δηλαδή το ξύλον εκείνο της παραβάσεως ήτο η συκή, της οποίας τα φύλλα οι παραβάντες την εντολήν εις σκέπην μετεχειρίσθησαν. Όθεν επειδή τότε δεν την είχε καταρασθή, την κατηράσθη τώρα φιλανθρώπως ο Κύριος, ίνα μηδέποτε πλέον αποφέρη καρπόν, αίτιον της αμαρτίας. Ότι δε η αμαρτία έχει ομοιότητα τινά με την συκήν, τούτο είναι φανερόν· διότι και το γλυκύ της ηδονής έχει και το κολλητικόν της αμαρτίας· και το τραχύ και κεντητικόν της συνειδήσεως, μετά την πράξιν της αμαρτίας. Έταξαν δε ενταύθα οι θείοι Πατέρες την ιστορίαν της συκής δια κατάνυξιν, καθώς έταξαν και την μνήμην του Ιωσήφ, διότι έχει τον τύπον του Χριστού. Αλλά και πάσα ψυχή, ήτις είναι άμοιρος και έρημος από κάθε πνευματικόν αγαθόν συκή λέγεται, εις την οποίαν, πρωΐας, ήτοι εις την παρούσαν ζωήν, μη ευρίσκων ο Κύριος ανάπαυσιν εις αυτήν, την καταράται και την ξηραίνει και την καταδικάζει εις το πυρ το αιώνιον. Εγένετο δε η της συκής ιστορία κατά την ιθ΄ (19ην) Μαρτίου, ήτοι την επομένην της ενδόξου Αυτού εισόδου εις Ιεροσόλυμα, την οποίαν εωρτάσαμεν χθες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου