Επισκόπου Κερνίκης και Καλαβρύτων Ηλιού Μηνιάτη,
«Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιωάν. ιβ: 13).
Ανέστησε τον τετραήμερον Λάζαρον ο καθαιρέτης του άδου, ο νικητής του θανάτου, ο αρχηγός της ζωής, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός· και τη επαύριον, όταν εισήλθεν εις Ιεροσόλυμα, εις την παρουσίαν τοιούτου θαυματουργού και εις την είδησιν του παραδόξου θαύματος, εσείσθη πάσα η πόλις· «Τις εστιν ούτος»; (ερωτά ο εις τον άλλον) και ως τόσον όλος ο πολυάριθμος λαός εκεί συνηγμένος δια την εορτήν του Πάσχα, θείω νεύματι κινούμενος, τον δέχεται με μίαν ένδοξον δορυφορίαν ως Βασιλέα του Ισραήλ. Άλλοι προπορεύονται, άλλοι κόπτουσι κλάδους, άλλοι σείουσι βαΐα, άλλοι στρώνουσι τα ενδύματά των εις την οδόν, όλοι συμφώνως, ως και τα μικρά παιδία κράζουσιν· «Ωσαννά· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» (Ματθ. κα: 9, Μάρκ. ια: 9, Ιωάν. ιβ: 13).
Τρία περιστατικά σημειώνω εγώ εις την σημερινήν βαϊοφόρον πανήγυριν· πρώτον, τα ενδύματα τα οποία ρίπτονται εις την γην· δεύτερον, τα βαΐα των φοινίκων, σύμβολα νίκης· και τρίτον, το χαροποιόν εκείνο: «Ωσαννά· ευλογημένος ο ερχόμενος». Τρία αναγκαιότατα πράγματα, τα οποία πρέπει να κάμνωμεν ημείς οι Χριστιανοί, όταν δεχώμεθα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις την ιεράν Μετάληψιν των αχράντων Μυστηρίων. Πρώτον, με μίαν αληθινήν εξομολόγησιν, να ρίπτωμεν τα ενδύματα των αμαρτιών, τα οποία τόσον καιρόν εφορέσαμεν· να αφίνωμεν δηλαδή την παλαιάν κακήν συνήθειαν και να εκδυώμεθα τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού (Γαλ. ε: 24). Δεύτερον με μίαν τελείαν επιστροφήν, να σηκώνωμεν τα βαΐα της νίκης καταπατούντες τους τρεις μεγάλους μας εχθρούς, σάρκα, κόσμον και διάβολον. Και τρίτον με χαράν και αγαλλίασιν πνευματικήν καρδίας συντετριμμένης να πλησιάζωμεν εις την αγίαν Τράπεζαν του Άρτου της ζωής λέγοντες· «Ωσαννά· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Όθεν εγώ σήμερον θέλω ομιλήσει περί της ιεράς Μεταλήψεως, νομίζων ότι είναι κατά πολύ αναγκαίος ο λόγος ούτος δι’ εκείνους, όπου ετοιμάζονται κατά τας αγίας ταύτας ημέρας να μεταλάβωσι το πανάχραντον Σώμα και Αίμα του Κυρίου ημών. Και πρώτον μεν θέλω αποδείξει, ότι τούτο το Μυστήριον είναι το μεγαλύτερον έργον της θείας δυνάμεως, της θείας σοφίας, της θείας αγαθότητος. Δεύτερον δε θέλω είπει, ποίαν προετοιμασίαν πρέπει να κάμη εκείνος όστις θέλει να μεταλάβη δια να είναι η ιερά αύτη Μετάληψις όχι εις κρίμα ή εις κατάκριμα, αλλ’ εις άφεσιν αμαρτιών και σωτηρίαν. Όλα ταύτα θέλω δείξει με βραχυλογίαν δια το επίσημον της σημερινής εορτής.Μέρος Πρώτον
Ο Θεός, όστις κατά φύσιν και ουσίαν είναι ακατάληπτος και αθεώρητος, εν μέρει καταλαμβάνεται και θεωρείται από τρεις ενεργείας, τας οποίας οι Θεολόγοι δια τούτο ονομάζουσιν εξωτερικάς, από την δύναμιν, από την σοφίαν, από την αγαθότητα. Της δυνάμεως είναι τα θαύματα, της σοφίας τα μυστήρια, της αγαθότητος τα χαρίσματα. Τώρα λέγω εγώ, ότι η θεία Ευχαριστία είναι το μεγαλύτερον θαύμα, το οποίον έκαμεν η δύναμις του Θεού· το υψηλότερον Μυστήριον, όπου εφεύρεν η σοφία του Θεού και το τιμιώτερον χάρισμα, όπου μας έδωκεν η αγαθότης του Θεού· ας έλθωμεν εις την απόδειξιν και ας αρχίσωμεν από το πρώτον. Αν και όλα τα θαύματα, καθ’ ο θαύματα, είναι ίσα, διότι όλα εξίσου υπερβαίνουν τους όρους της φύσεως, μ’ όλον τούτο κάθε θαύμα, αναλόγως προς τους όρους της φύσεως, τους οποίους υπερβαίνει, περισσοτέρους ή ολιγωτέρους, λέγεται μεγαλύτερον ή μικρότερον θαύμα. Είναι δε οι όροι της φύσεως, ήτοι οι τρόποι της υπάρξεως των πραγμάτων των φυσικών, δέκα, τους οποίους δέκα κατηγορίας ωνόμασεν ο Αριστοτέλης· ήτοι ουσία, ποσόν, ποιόν, προς τι, ενεργείν, πάσχειν, που, πότε, κείσθαι, έχειν. Τώρα ανάμεσα εις όλα τα θαύματα της δυνάμεως του Θεού, τούτο μόνον το θαύμα της θείας Ευχαριστίας υπερβαίνει όλους τους όρους της φύσεως και είναι θαύμα κατά πάσας τας κατηγορίας. Θαύμα κατά την ουσίαν· προ του αγιασμού, ουσία άρτου και ουσία οίνου τα προκείμενα· μετά δε τον αγιασμόν ο άρτος και ο οίνος ουσία Σώματος και Αίματος του Χριστού. Τελεία δηλαδή μεταβολή ουσίας εις ουσίαν ή μάλλον ειπείν μετουσίωσις. Θαύμα κατά το ποσόν· το αγιώτατον εκείνο Σώμα έχει εσωτερικήν έκτασιν των ιδίων μελών, αλλά δεν έχει έκτασιν εξωτερικήν προς τον τόπον· όπερ θέλει να είπη: έχει όλα τα μέλη, κεφαλήν, χείρας και πόδας εκτεταμένα κατάτάξιν, ασύγχυτα και αδιαπέραντα, αλλ’ όχι από τόσον διωρισμένα· έχει όλα του οργανικού σώματος αληθώς, αλλ’ όλα θεοπρεπώς· δεν περιγράφεται εις τόπον, αλλά εις τόπον ορίζεται. Όθεν όλον το Σώμα του Χριστού εις όλον τον άγιον Άρτον και όλον το Σώμα εις κάθε μερίδα του αγίου Άρτου· καθώς όλος ο ήλιος φαίνεται εις όλον τον καθρέπτην· και αν ο καθρέπτης κοπή εις πολλά τεμάχια, πάλιν εις έκαστον από τα πολλά εκείνα τεμάχια φαίνεται όλος ο ήλιος. Θαύμα κατά το ποιόν· εκεί ουσία Σώματος και Αίματος του Χριστού· όχι ουσία άρτου και οίνου, πλην άρτου και οίνου είδη, συμβεβηκότα και ποιότητες· είδη χωρίς ιδίαν ύλην, συμβεβηκότα χωρίς ιδίαν ουσίαν· ποιότητες χωρίς ίδιον υποκείμενον. Ημείς χρώμα άρτου και οίνου βλέπομεν, γεύσιν άρτου και οίνου αισθανόμεθα· αλλ’ ημείς τρώγομεν και πίνομεν Σώμα και Αίμα Χριστού. Θαύμα κατά το προς τι· εις την θείαν Ευχαριστίαν είναι Εκείνος ο θείος Υιός, τον οποίον γεννά αμήτορα αϊδίως ο Θεός και Πατήρ και τον οποίον γεννά απάτορα εν χρόνω η παρθένος Μαρία· είναι, λέγω, ο αυτός Υιός· αλλ’ εκεί τούτον τον Υιόν δεν γεννά ούτε Πατήρ ούτε μήτηρ· διότι ο Χριστός εις τα άχραντα Μυστήρια δεν γεννάται κυρίως, αλλά τελεσιουργείται μυστηριωδώς. Αυτός είναι ένας τρίτος τρόπος υπάρξεως. Όθεν αν κατά τον πρώτον της αϊδίου γεννήσεως είναι Υιός, όστις αναφέρεται προς τον Πατέρα και κατά τον δεύτερον, της χρονικής, είναι ο αυτός Υιός, όστις αναφέρεται προς την Μητέρα, κατά τον τρίτον της μετουσιώσεως είναι πάλιν ο Υιός, αλλά δεν αναφέρεται ούτε εις Πατέρα ούτε εις Μητέρα και μένει άσχετος. Θαύμα κατά το ενεργείν· το Μυστήριον της θείας Ευχαριστίας ενεργεί υλικώς, αλλά και θαυματουργεί πνευματικώς· είναι βρώσις του στόματος, αλλ’ είναι και τροφή της ψυχής· εγγίζει την αίσθησιν, αλλ’ αγιάζει και το πνεύμα. Θαύμα κατά το πάσχειν· ο θείος Άρτος μελίζεται, αλλά δεν χωρίζεται· διαμερίζεται, αλλά δεν διαιρείται· τρώγεται, αλλά δεν δαπανάται· κοινωνείται από όλους και πάντα, αλλά δεν λείπει ποτέ. Θαύμα κατά το που· ο αυτός Ιησούς Χριστός εις την γην και εις τον ουρανόν· ο αυτός εις την ιεράν Τράπεζαν και εκ δεξιών του Θεού και Πατρός· ο αυτός εις τούτο το ιερόν θυσιαστήριον και εις όλα τα θυσιαστήρια των Ορθοδόξων. Θαύμα κατά το πότε· αυτό είναι Σώμα άφθαρτον και αθάνατον, αυτό είναι Αίμα πηγή ζωής αιωνίου, αλλά δεν διαμένει, παρά με την διαμονήν των ειδών. Θαύμα κατά το κείσθαι· αν το νοήσης όπως εις την Γέννησιν, κείται εν τη φάτνη· όπως εις το Πάθος κρέμαται εις τον Σταυρόν· όπως εις την Ανάστασιν, στέκει τροπαιοφόρος· όπως εις την Ανάληψιν, πετά εις τους ουρανούς· όπως εις τον Παράδεισον, κάθεται εκ δεξιών του Πατρός. Θαύμα τέλος πάντων κατά το έχειν· αυτό είναι αληθινόν και Σώμα Χριστού και Αίμα· αλλ’ έχει ωσάν εξωτερικόν αμφίασμα τα είδη του άρτου και οίνου. Και λοιπόν, αν η θεία Ευχαριστία υπερβαίνει όλους τους όρους της φύσεως, όλους τους τρόπους της υπάρξεως των φυσικών πραγμάτων, είναι το μεγαλύτερον θαύμα της θείας δυνάμεως. Αλλά διότι υπερβαίνει όλους τους όρους της φυσικής γνώσεως, αυτό είναι το υψηλότερον από όσα μυστήρια εφεύρεν η θεία σοφία. Όσα άλλα έκαμεν ο θεάνθρωπος Λόγος εις την ένσαρκόν Του οικονομίαν, αληθινά, πάντα εν σοφία εποίησεν (Ψαλμ. ργ: 24), όλα είναι μυστηριώδη. Πλην εις εκείνα, αυτός κατά τι είναι εντελώς απόκρυφος, αλλά και κατά τι είναι καθ’ ολοκληρίαν φανερός· ήτοι, αν είναι εξ ολοκλήρου απόκρυφος ως Θεός, είναι καθ’ ολοκληρίαν φανερός ως άνθρωπος. Όθεν μέρος δεν καταλαμβάνει, μέρος πάλιν καταλαμβάνει ο νους. Δια τούτο αυτά είναι μυστήρια, όχι κατά πάντα τρόπον απόκρυφα. Εις την χρονικήν εκ Παρθένου Γέννησιν δεν καταλαμβάνομεν ποίω τρόπω γεννάται εκ γυναικός και εν χρόνω ο αΐδιος Θεός· καταλαμβάνομεν όμως ότι γεννάται, διότι Τον βλέπομεν τέλειον άνθρωπον. Εις το εκούσιον πάθος και το εκούσιον θάνατον, δεν καταλαμβάνομεν πως πάσχει και αποθνήσκει ο απαθής και αθάνατος Θεός· καταλαμβάνομεν όμως ότι πάσχει και αποθνήσκει, διότι Τον βλέπομεν άνθρωπον ομοιοπαθή, ενδεδυμένον την ασθένειαν της φύσεώς μας· «εκ μέρους δε γινώσκομεν», κατά τον Απόστολον (Α΄ Κορ. ιγ: 9). Εις το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, υπό τα είδη του άρτου και οίνου, ο Θεάνθρωπος Λόγος κρύπτει την Θεότητα, διότι δεν φαίνεται Θεός, κρύπτει και την ανθρωπότητα, διότι δεν φαίνεται ούτε άνθρωπος· φαίνεται μόνον άρτος και οίνος. Όθεν κανέν μέρος του Θεανθρώπου Λόγου, ούτε Θεότητα δηλαδή, ούτε ανθρωπότητα καταλαμβάνει ο νους, τόσον ώστε το Μυστήριον τούτο κατά πάντα τρόπον είναι απόκρυφον. Έλθετε, σοφοί του κόσμου, οίτινες με το οξυδερκές του νοός απεκαλύψατε τα απόκρυφα της φύσεως. Θεολόγοι της Εκκλησίας, οίτινες με την οδηγίαν του Αγίου Πνεύματος εξιχνιάσατε τα βάθη των θείων Γραφών· μάλιστα έλθετε, ουράνια Χερουβίμ, οι πολυόμματοι Μύσται των θείων απορρήτων, έλθετε εδώ γύρω από την ιεράν Τράπεζαν του φρικτού Μυστηρίου. Εκείνο, όπου βλέπετε, είναι άρτος και οίνος, αλλ’ εκεί μέσα είναι όλος ο Θεάνθρωπος Ιησούς. Εκεί σημείον δεν είναι Θεότητος, να καταλάβετε ότι είναι Θεός· άραγε είναι σημείον ανθρωπότητος, να καταλάβετε ότι είναι καν άνθρωπος; Όχι. Απόκρυφος και ως Θεός, απόκρυφος και ως άνθρωπος, απόκρυφος όλος. Εις την Γέννησιν εκένωσεν εαυτόν αληθινά, αλλά κατά την Θεότητα, διότι ο Θεός έγινεν εν δούλου μορφή και υπήκοος έως θανάτου (Φιλιπ. β: 7 – 8). Εις το πάθος, κατά την ανθρωπότητα, διότι έπαθε μέχρι θανάτου· εκεί ο άνθρωπος εφαίνετο, έστω και αν εκρύπτετο ο Θεός, αλλ’ εδώ εις την θείαν Ευχαριστίαν εκένωσεν εαυτόν με μίαν κένωσιν τελειοτάτην. Διότι εδώ δεν φαίνεται ούτε ως Θεός, ούτε ως άνθρωπος, και τούτο είναι το Μυστήριον των Μυστηρίων, το κατ’ εξοχήν Μυστήριον από όλα τα άλλα, το πλέον απόκρυφον και κατά πάντα τρόπον απόκρυφον, όπου υπερβαίνει όλους τους όρους της φυσικής γνώσεως· και είναι δια τούτο το υψηλότερον εφεύρημα της θείας σοφίας. Και πάλιν αυτό είναι το τιμιώτερον χάρισμα της θείας αγαθότητος, διότι είναι το πλέον εξαίρετον σημείον της θείας αγάπης· και δια τούτο μαρτυρεί ο Ιωάννης· «αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν αυτούς» (Ιωάν. ιγ: 1), όπερ εστίν (εξηγεί ο Θεοφύλακτος) «τελείαν αγάπην εις αυτούς ενεδείξατο»· όλην δηλαδή την αγάπην, με την οποίαν δύναται να αγαπήση τον άνθρωπον ο Θεός. Και όταν εσαρκώθη, μεγάλη αγάπη, και όταν απέθανε, μεγάλη αγάπη· αλλά τέλος πάντων, αυτή δεν εστάθη όλη η αγάπη. Εκείνο έγινε δια μίαν μόνην φοράν, ενώ καθ’ εκάστην ημέραν τελεσιουργείται εις την Ιεράν Λειτουργίαν, καθ’ εκάστην ημέραν θυσιάζεται. Μάλιστα εις τον άγιον Άρτον παθαίνει εκείνο, όπου δεν έπαθεν εις τον Σταυρόν, σημειώνει ο θείος Χρυσόστομος (Λόγ. κδ΄). Ήτοι εις τον Σταυρόν δεν έγινε κλάσις των αγίων του μελών· «ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη» (Ιωάν. ιθ: 33), κατά την προφητείαν, «οστούν ου συντριβήσεται αυτού» (Ιωάν. ιθ: 36, Ψαλμ. λγ: 20)· αλλ’ εις τον άγιον Άρτον ευρίσκεται εις πολλάς μερίδας δια να εμπλήση πολλούς. «Όπερ ουκ έπαθεν επί του Σταυρού, τούτο πάσχει δια της προσφοράς και ανέρχεται διακλώμενος, ίνα πάντας εμπλήση». Αυτό είναι όλη η αγάπη, με την οποίαν εις τέλος ηγάπησεν ημάς. Ηδύνατο ποτέ να καυχάται εν αληθεία ο αχάριστος λαός του Ισραήλ δια τας μεγάλας ευεργεσίας, όπου του έκαμεν ο Θεός και να λέγη: «Ουκ έστιν ως ο λαός σου Ισραήλ έθνος έτι επί της γης» (Α΄ Παραλ. ιζ: 21), όπως όταν έσχισε την Ερυθράν θάλασσαν, δια να περάσωσιν εις την γην της Επαγγελίας· όταν τους έθρεψε με το μάννα εις την έρημον· όταν τους επότησε με ύδωρ, παραδόξως εκβληθέν από πέτρας· όλα όμως ταύτα δεν είναι δυνατόν να συγκριθώσι με την άκραν των ευεργεσιών, όπου έκαμεν ο Θεός προς ημάς εις τούτο το θείον Μυστήριον. Τι είναι η Ερυθρά θάλασσα εμπρός εις το ζωήρυτον εκείνο Αίμα, δια του οποίου διαβαίνομεν εις την επαγγελίαν της νέας Χάριτος; Τι το μάννα, το οποίον εκείνοι έφαγον και απέθανον, εμπρός εις τον θείον τούτον Άρτον, ο οποίος κατήλθεν από τον ουρανόν, τον οποίον όστις φάγη ζήσεται εις τον αιώνα; Τι η πέτρα εκ της οποίας ερρύησαν ύδατα, εμπρός εις την μυστικήν ταύτην Πέτραν; «Πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. δ: 14). Ημείς πρέπει να είπωμεν, και το λέγομεν αρμοδιώτερον: «Ουκ έστιν ως ο λαός σου (ο νέος) Ισραήλ έθνος έτι επί της γης». Και τι πλέον εξαίρετον σημείον της αγάπης Του προς ημάς είχε να μας δώση ο Σωτήρ του κόσμου, παρά να κάμη τον άρτον και τον οίνον Σώμα και Αίμα Του και τούτο να μας χαρίση να το τρώγωμεν και να το πίνωμεν, όταν θέλωμεν, δια να είναι πάντα, έως της συντελείας του αιώνος, αχώριστος από ημάς; Αύτη είναι μία αγάπη, την οποίαν δεν δυνάμεθα να εξηγήσωμεν, είναι ακατάληπτος· δεν δυνάμεθα να την μετρήσωμεν, είναι άμετρος. Αγάπη θεία, Αγάπη τελεία, όλη αγάπη, όλος ο θησαυρός της θείας αγαθότητος. Εις τούτο έδειξεν ο Θεός ως δυνατός, το έσχατον κράτος της παντοδυναμίας Του, ως σοφός έκαμε το Μυστήριον των Μυστηρίων και ως αγαθός την άκραν των δωρεών. Τώρα ποίαν προετοιμασίαν πρέπει να έχωμεν ημείς, όταν θέλωμεν να μεταλάβωμεν το φρικτόν τούτο και μέγα Μυστήριον; «Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν (λέγει ο μακάριος Παύλος) και ούτως εκ του Άρτου εσθιέτω και εκ του Ποτηρίου πινέτω» (Α΄ Κορ. ια: 28). Ας δοκιμάση πρώτα πας τις καλώς τον εαυτόν του, ας εξετάση πρώτα την ιδίαν του συνείδησιν· αν έχη κανένα εμπόδιον, ας το σηκώση, αν έχη κανένα δεσμόν, ας τον λύση. Πέριξ εις το όρος Χωρήβ έβοσκε τα πρόβατα του πενθερού του Ιοθόρ, ιερέως Μαδιάμ, ο Μωυσής, όταν βλέπη εξαίφνης ένα παράδοξον θέαμα· τούτο ήτο μία βάτος, ήτις εκαίετο, αλλά δεν κατεκαίετο· «Ορά ότι ο βάτος καίεται πυρί, ο δε βάτος ου κατεκαίετο» (Εξ. γ: 2). Έμεινεν εκστατικός εις το όραμα τούτο ο Μωϋσής, και περιεργεία φερόμενος, θέλω, είπε, να υπάγω να ίδω, τι είναι τούτο το μέγα θαύμα· «Παρελθών όψομαι το όραμα το μέγα τούτο, τι ότι ου κατακαίεται ο βάτος». Επήγεν, επλησίασεν, αλλά ακούει φωνήν να τον καλή. Όθεν σταματά, δεν προβαίνει πλησιέστερα. Το πυρ εκείνο, το οποίον έβλεπεν ο Μωϋσής μέσα εις την βάτον, ήτο ο Θεός και η φωνή την οποίαν ήκουσεν, ήτο φωνή του Θεού, όστις του λέγει· Μωϋσή, μη τολμήσης να πλησιάσης εδώ· πρώτα λύσε το υπόδημα από τους πόδας, διότι αυτή η γη είναι αγία και πρέπει να έλθης με προσοχήν και ευλάβειαν· «μη εγγίσης ώδε· λύσον το υπόδημα εκ των ποδών σου· ο γαρ τόπος, εν ω συ έστηκας, γη αγία εστί». Χριστιανέ, όπου θέλεις να μεταλάβης· βλέπεις εκείνον τον άγιον Άρτον; Βλέπεις εκείνο το άγιον Ποτήριον, όπου είναι επάνω εις την ιεράν Τράπεζαν; Εκεί είναι το Σώμα και Αίμα του Χριστού· εκεί είναι ο ίδιος ο Θεός σωματικώς· εκεί είναι το πυρ της Θεότητος, όπου φωτίζει και καθαρίζει τους αξίους, όπου κατακαίει και κατεφλέγει τους αναξίους· «Μη εγγίσης ώδε», μη πλησιάσης, πρώτα λύσον το υπόδημα των ποδών σου, με μίαν αληθινήν εξομολόγησιν λύσε τους δεσμούς των αμαρτιών σου, αι οποίαι σου δένουν την ψυχήν. Είσαι εχθρευμένος μετά τονος; Λύσε πρώτον τον δεσμόν της έχθρας και κάμε καταλλαγήν με τον πλησίον σου. Ηδίκησας τινά; Έκλεψες, άρπαξες, κρατείς ξένον πράγμα; Λύσον τον δεσμόν της αδικίας και κάμε την δικαίαν επιστροφήν. Εδέθης με την πόρνην ή με την μοιχαλίδα και έζησες εις αμαρτίαν τόσον καιρόν με κοινόν σκάνδαλον; Λύσον τον δεσμόν της σαρκός και ελευθέρωσε την σκλαβωμένην ψυχήν από τα χέρια του διαβόλου· «λύσον το υπόδημα των ποδών σου· ο γαρ τόπος, εν ω συ έστηκας, γη αγία εστί». Διότι εκείνο το θυσιαστήριον, εις το οποίον εμβαίνεις, εκείνη η αγία Τράπεζα όπου πλησιάζεις, εκείνος ο τόπος, όπου στέκεις και μεταλαμβάνεις, είναι τα Άγια των Αγίων· «γη αγία εστί». Εκεί παραστέκουσιν αοράτως Άγιοι Άγγελοι και καλύπτουσι τα πρόσωπα από τον φόβον, τον τρόμον και την ευλάβειαν. Εκεί έστεκεν ένας Βασίλειος και ένας Χρυσόστομος, άνθρωποι εξ ολοκλήρου απολελυμένοι από κάθε επίγειον δεσμόν, Άγιοι κατεξηραμμένοι από σκληραγωγίαν, επίγειοι Άγγελοι εις την καθαρότητα της ψυχής. Και μ’ όλον τούτο ωμολογούσαν, ότι ήσαν ανάξιοι· και ο εις έλεγεν· «Οίδα, Κύριε, ότι αναξίως μεταλαμβάνω»· ο άλλος· «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμι άξιος». Και συ, όστις ίσως κατεμόλυνες με χιλίας αμαρτίας την ψυχήν, συ, όστις δια αμαρτίας τόσων χρόνων ίσως δεν έκαμες μιας ώρας κανόνα, μη εγγίσης ώδε· πρώτα λύσον το υπόδημα των ποδών σου· πρώτα λύσε κάθε δεσμόν, σήκωσε κάθε εμπόδιον, ελευθερώσου, εξομολογήσου, διορθώσου, μετανόησον· και ούτω λελυμένος, συγκεχωρημένος, ελαφρωμένος, ελθέ, πλησίασε· αλλά πάλιν και τότε με ευλάβειαν και προσοχήν. Ο Μωϋσής, δια να πλησιάση εκεί, όπου ήτο ο Θεός εις την καιομένην βάτον, έλυσε το υπόδημά του. Και λοιπόν με πόσον φόβον και τρόμον πρέπει να επάτει εκεί, όπου ήσαν άκανθαι και πυρ; Τον αυτόν φόβον και τρόμον πρέπει να έχης, όταν απλώνης τας χείρας και ανοίγης το στόμα, δια να δεχθής την αγίαν Μετάληψιν. «Πιστεύω, Κύριε, πρέπει να λέγης, ότι είσαι Θεός· ομολογώ, ότι εγώ είμαι αμαρτωλός· πιστεύω, ότι Συ είσαι πυρ καταναλίσκον· ομολογώ, ότι είμαι χόρτος κατάξηρος· δεν είμαι άξιος να πλησιάσω ο αμαρτωλός προς τον Θεόν, μη κολασθώ· ο χόρτος προς το πυρ μη κατακαώ, αλλ’ επειδή συ με κράζεις και με προσκαλείς, έρχομαι ακάθαρτος, να καθαρισθώ από Σε, την πηγήν του αγιασμού· άρρωστος, να ιατρευθώ από Σε τον ιατρόν των ψυχών· νεκρός, να αναστηθώ από Σε τον άρτον της ζωής. Έρχομαι να φωτισθώ, να αγιασθώ, δια τούτο μάλιστα, διότι είμαι αμαρτωλός και ανάξιος· έρχομαι δια να μη μακρύνω πάρα πολύ από Σε, και με κυριεύση ο εχθρός της ψυχής μου. Πάλιν ομολογώ, ότι είμαι αμαρτωλός, αλλά Συ ήλθες δια να σώσης αμαρτωλούς· «Ω Κύριε σώσον δη!» (Ψαλμ. ριζ: 25), «Ωσαννά· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
Μέρος Δεύτερον
Εδώ είναι και μία μεγάλη πλάνη των Χριστιανών. Ούτοι όταν κατ’ αυτάς τας αγίας ημέρας εξομολογηθώσι και μεταλάβωσι, νομίζουν ότι επλήρωσαν πλέον το χρέος και ότι είναι πάλιν εις ελευθερίαν να κάμωσι τα πρώτα και άλλα χειρότερα. Μεγάλη πλάνη, διότι μάλιστα αφ’ ου εξομολογηθώσι και μεταλάβωσι, τότε πρέπει να πολιτεύωνται με περισσοτέραν ευλάβειαν και προσοχήν. Τούτο προέρχεται από το ότι δεν γνωρίζουσι τι θέλει να είπη αγία Μετάληψις και τι γίνεται μία ψυχή, αφ’ ου μεταλάβη. Κατήρχετο ο Μωϋσής από το Σίναιον όρος, βαστάζων εις τας χείρας του τας δύο πλάκας της Διαθήκης, εις τας οποίας ήτο γεγραμμένος ο Δεκάλογος και το πρόσωπόν του ήστραπτεν από τόσον φως, ώστε ο αδελφός του ο Ααρών και ο λοιπός λαός των Εβραίων δεν ηδύναντο να τον ίδωσιν, εκθαμβούμενοι από την υπερβολικήν λάμψιν. Όθεν αυτός, δια να ημπορούν εκείνοι να τον πλησιάσωσιν, εσκέπασε το πρόσωπόν του με ένα κάλυμμα· «είδον οι υιοί Ισραήλ το πρόσωπον Μωϋσέως ότι δεδόξασται (και εφοβήθησαν εγγίσαι αυτώ), και περιέθηκε Μωϋσής κάλυμμα επί το πρόσωπον εαυτού» (Εξ. λδ: 30, 35). Αλλά πόθεν τόσον φως εις το πρόσωπον του Μωϋσέως, ώστε καθείς βλέπων αυτό εθαμβώνετο; Ο Μωϋσής επάνω εις το Σίναιον όρος εστάθη πολλάς ημέρας συνομιλών με τον Θεόν, πρόσωπον προς πρόσωπον και από την πολλήν συνομιλίαν μετά του Θεού επήρεν εκείνην την λάμψιν, με την οποίαν εφαίνετο τόσον δοξασμένη η όψις του. Μεγάλη διαφορά υπάρχει μεταξύ του να συνομιλή τις με τον Θεόν κατά τύπον και εν αινίγματι, όπως ο Μωϋσής, και του να δέχεταί τις εις το στόμα του και εις το στήθος του αληθώς και πραγματικώς αυτόν τον Θεόν, όπως εκείνος, ο οποίος μεταλαμβάνει. Τόσον έλαμπε το πρόσωπον του Μωϋσέως, όστις μόνον συνωμίλησε με τον Θεόν· πόσον όμως πρέπει να λάμπη η ψυχή εκείνου, όστις μετέλαβε το Σώμα και Αίμα του Χριστού εις τα άχραντα Μυστήρια; Η θεία Γραφή λέγει, ότι οι Εβραίοι εθαμβούντο να βλέπωσι το πρόσωπον του Μωϋσέως, διότι έλαμπεν ως ο ήλιος και ο θείος Χρυσόστομος βεβαιώνει, ότι οι δαίμονες εκθαμβούνται, τρέμουν και φεύγουν, δια να μη αντικρύσωσι το πρόσωπον εκείνου, όστις μετέλαβε. Διότι εκείνην την ώραν φαίνεται να πνέη από το στόμα αυτού πυρ θεϊκόν· θέαμα θαυμαστόν εις τους Αγγέλους, φοβερόν εις τον διάβολον. «Καθάπερ λέοντες φλόγα πνέοντες, ούτω της ιεράς Τραπέζης εξερχόμεθα, φοβεροί γενόμενοι τω διαβόλω». Δεν υπάρχει αστήρ να λάμπη τόσον εις τον ουρανόν, όσον λάμπει μία ψυχή από το φως της θείας Χάριτος κατά την ώραν όπου μεταλαμβάνει. Και αιτία είναι, διότι η θεία Μετάληψις δεν είναι άλλο, λέγει ο Συμεών Θεσσαλονίκης, παρά ένωσις του Θεού μεθ’ ημών. «Θέωσις ημών, Θεού σύγκρασις και κοινωνία». Ημείς, όταν μεταλαμβάνωμεν (μαρτυρεί ο Θεολόγος), μετέχομεν της Χάριτος, την οποίαν έχει ο Χριστός και ως Θεός και ως άνθρωπος. «Δια της αναιμάκτου θυσίας κοινωνούμεν ημείς τω Χριστώ και μετέχομεν Αυτού των παθημάτων και της Θεότητος». Με τόσην χάριν ημείς αναβαίνομεν εις τόσον ύψος αγιότητος, ώστε αν αποθνήσκαμεν εκείνην την ώραν, η ψυχή μας ήθελε έχει τόπον μέσα εις τους χορούς των Μαρτύρων, των Παρθένων, των Ασκητών· και ηθέλαμεν φθάσει εις μίαν στιγμήν εκεί, όπου αυτοί έφθασαν μετά τόσον καιρόν και τόσον αγώνα. Θεέ μου, λυτρωτά μου! Ας αποθάνω, όταν είναι το θέλημά Σου το άγιον, εις τόπον έρημον, εις ένα δάσος, εις ένα βουνόν, δεν με μέλει όπου και αν είναι· μόνον πριν αποθάνω, ας αξιωθώ πρώτα να μεταλάβω το άχραντον Σώμα και Αίμα Σου. Αν εκείνην την ώραν Σε έχω μετ’ εμού, δεν φοβούμαι να χαθώ· με τοιούτον εφόδιον είμαι βέβαιος να φθάσω εις τον λιμένα της ουρανίου Σου Βασιλείας. Και λοιπόν, Χριστιανέ, αφού μεταλάβης, πρόσεχε μη χάσης εκείνο, όπου εκέρδισας. Κράτει καλά, μη σου πέση ο πολύτιμος μαργαρίτης. Φυλάξου από όλα τα μέρη, μη τον αρπάση ο πονηρός από την ψυχήν σου. Ηγιάσθης με τα Άγια! Ζήσε ως Άγιος· εξήλθες καθαρός από το λουτρόν της θείας Χάριτος; Μη πέσης εις τον βόρβορον της πρώτης σου αμαρτίας. Ιατρεύθης εις την ψυχήν; Μη ξανακυλίσης εις την προτέραν σου ασθένειαν. Ηνώθης με τον Χριστόν; Μείνε με τον Χριστόν και λέγε· «Ωσαννά· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου»· Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου