Οἴμοι ἀθλία μου ψυχή! πῶς οὐκ ἔγνως τὸν δόλον; πῶς οὐκ ᾔσθου τῆς πλάνης, καὶ τοῦ φθόνου τοῦ ἐχθροῦ; ἀλλ' ἐσκοτίσθης, τὸν νοῦν, καὶ παρέβης, ἐντολὴν τοῦ Κτίστου σου;
Ἐκάθισεν Ἀδάμ, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν
ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο. Οἴμοι, τὸν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καὶ κλαπέντα,
καὶ δόξης μακρυνθέντα! οἴμοι, τὸν ἁπλότητι γυμνόν, νῦν δὲ ἠπορημένον! Ἀλλ᾽ ὦ
Παράδεισε, οὐκέτι σου τῆς τρυφῆς ἀπολαύσω, οὐκέτι ὄψομαι τὸν Κύριον καὶ Θεόν
μου καὶ Πλάστην· εἰς γῆν γάρ ἀπελεύσομαι, ἐξ ἧς καὶ προσελήφθην. Ἐλεῆμον, Οἰκτίρμον,
βοῶ σοι· Ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.
Ἐξεβλήθη ὁ Ἀδάμ, τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς, διὰ βρώσεως πικρᾶς, ἐν ἀκρασίᾳ ἐντολήν, μὴ φυλάξας τὴν τοῦ Δεσπότου, καὶ κατεκρίθη, ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη αὐτός, ἱδρῶτι δὲ πολλῷ, ἐσθίειν ἄρτον αὐτοῦ. Διὸ ἡμεῖς ποθήσωμεν ἐγκράτειαν, ἵνα μὴ ἔξω θρηνήσωμεν, τοῦ Παραδείσου, ὥσπερ ἐκεῖνος, ἀλλ' εἰς αὐτόν ἐλευσώμεθα.
Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες. Εἶναι καλὸν πράγμα ἡ μετάνοια καὶ ἡ ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτήν. Αὐτὸ γνωρίζοντας καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων, εἶπε:
«Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».
Θέλετε δὲ νὰ μάθετε ὅτι χωρὶς μετάνοια, καὶ μάλιστα μετάνοιαν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς
ψυχῆς καὶ τοιαύτην ὅπως ὁ Λόγος τὴν ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς, εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθοῦμε;
Ἀκοῦστε τὸν ἴδιον τὸν Ἀπόστολο ποὺ λέγει
«… πᾶσα ἁμαρτία ἐκτός τοῦ σώματος ἐστίν… Ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει…».
Καὶ πάλιν. «Παραστῆναι δεῖ ἡμᾶς ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα ἀπολήψεται
ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς εἰ ἔπραξε, εἴτε ἀγαθὰ εἴτε φαῦλα». Ἠμπορεῖ λοιπὸν
πολλὲς φορὲς λαμβάνοντας κάποιος ἀφορμὴν ἀπὸ αὐτὰ νὰ εἰπῆ: «εὐχαριστῶ τὸν Θεόν,
διότι δὲν ἐμόλυνα κανένα μέλος τοῦ σώματός μου μὲ κάποιαν πονηρὰ πράξη», καὶ ἔχει
δῆθεν παρηγορία ἀπὸ αὐτό, ἐπειδὴ εἶναι ξένος ἀπὸ σωματικὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ ἀποκρίνεται
ὁ Δεσπότης λέγοντας τὴν παραβολὴν περὶ τῶν δέκα παρθένων, καὶ δεικνύει σὲ ὅλους
μας καὶ μᾶς βεβαιώνει ὅτι καθόλου δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὴν καθαρότητα τοῦ
σώματος, ἐὰν δὲν συνυπάρχουν σ’ ἐμᾶς καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές.
Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος πάλιν ὁ
Παῦλος μαζὶ μὲ τὸν Δεσπότην φωνάζει: «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων καὶ τόν ἁγιασμόν,
οὐ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τόν Κύριον». Γιατί ὅμως εἶπε «διώκετε»; Διότι δὲν εἶναι
δυνατὸν σὲ μίαν ὥρα νὰ γίνωμε καὶ νὰ εἴμεθα ἅγιοι, ἀλλὰ πρέπει ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ
μικρά, νὰ φθάσωμε προοδευτικῶς στὸν ἁγιασμὸν καὶ τὴν καθαρότητα, καὶ διότι ἀκόμη
καὶ χίλια χρόνια ἐὰν ζήσωμε στὴν ζωὴν αὐτήν, οὐδέποτε θὰ ἠμπορέσωμε νὰ τὰ ἀποκτήσωμε
αὐτὰ σὲ τέλειον βαθμό, ἀλλὰ βάζοντας ἀρχὴν καθημερινῶς, ὀφείλουμε νὰ ἀγωνιζώμεθα
συνεχῶς.
Αὐτὸ ἐφανέρωσε πάλιν ὁ ἴδιος λέγοντας,
«Διώκω δὲ εἰ καὶ καταλάβω (μήπως κατορθώσω δηλαδὴ) ἐφ’ ὧ καὶ κατελήφθην (ἐκεῖνο
δηλαδὴ γιὰ τὸ ὁποῖον καὶ ὁ Χριστὸς μὲ ἔφερε κοντά του)». Διότι κάθε ἄνθρωπος ποὺ
ἔχει ἁμαρτήσει, ὅπως ἐγὼ ὁ κατακεκριμένος, καὶ ἔκλεισε μὲ τόν βόρβορο τῶν ἡδονῶν
τὶς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς του, ἀκόμη καὶ ἂν ὅλην τὴν περιουσία του τὴν διεμοίρασε
στοὺς πτωχούς, καὶ ἐγκατέλειψε ὅλην τὴν δόξα καὶ λαμπρότητα τῶν ἀξιωμάτων καὶ
πολυτέλειαν οἴκου καὶ ἵππων, ποιμνίων καὶ δούλων, καὶ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους φίλους
του καὶ τοὺς συγγενεῖς του ὅλους, καὶ ἦλθε πτωχὸς καὶ ἀκτήμων καὶ ἔγινε
μοναχός, παρ’ ὅλα αὐτὰ χρειάζεται τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ὡς ἀναγκαῖα γιὰ τὴν
ζωήν του.
Καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ ἀποπλύνη τὸν βόρβορο τῶν ἁμαρτημάτων
του, καὶ ἀκόμη περισσότερον ἐὰν εἶναι καλυμμένος, ὅπως ἐγώ, μὲ τὴν αἰθάλη καὶ τὸν
βόρβορο τῶν πολλῶν του κακῶν, ὄχι μόνον στὸ πρόσωπο καὶ στὰ χέρια, ἀλλὰ σὲ ὅλον
γενικῶς τὸ σῶμα του. Πράγματι, δὲν ἀρκεῖ γιὰ τὴν κάθαρσιν τῆς ψυχῆς μας ἡ
διανομὴ τῶν ὑπαρχόντων, ἀδελφοί, ἐὰν παραλλήλως δὲν κλαύσωμε καὶ δὲν θρηνήσωμε ἀπὸ
τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας. Διότι νομίζω ὅτι ἐὰν δὲν καθαρίσω ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν μου
μὲ κάθε δυνατὴν προσπάθεια καὶ μὲ τὰ δάκρυα ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῶν ἁμαρτημάτων
μου, ἀλλὰ ἐξέλθω ἀπὸ τόν βίον μολυσμένος, δικαίως θὰ γελάση καὶ ὁ Θεὸς εἰς
βάρος μου καὶ οἱ ἄγγελοί του, καὶ θὰ ἐκβληθῶ στὸ πῦρ τὸ αἰώνιον μὲ τοὺς
δαίμονες. Ναί, πράγματι, ἔτσι εἶναι ἀδελφοί. Διότι τίποτε δὲν ἐφέραμε μαζί μας
στὸν κόσμο, γιὰ νὰ τὸ δώσωμε στόν Θεὸν ὡς ἀντίλυτρον γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.
Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἀδελφοί, σὲ ὅλους, ὄχι
μόνον στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ στοὺς λαϊκούς, τὸ νὰ μετανοοῦν πάντοτε καὶ διαρκῶς,
καὶ νὰ κλαίουν καὶ νὰ παρακαλοῦν τὸν Θεόν, καὶ δι’ αὐτῶν τῶν πράξεων νὰ ἀποκτήσουν
καὶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες ἀρετές.
Ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθὲς τὸ ἐπιβεβαιώνει
μαζί μου καὶ ὁ Χρυσόστομος Ἰωάννης, ὁ μέγας στύλος καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας,
στοὺς λόγους του περὶ τοῦ Δαυίδ, ἐξηγώντας ἐκεῖ τὸν πεντηκοστὸν ψαλμό. Λέγει ὅτι
εἶναι δυνατὸν κάποιος ποὺ ἔχει γυναίκα καὶ δούλους καὶ δοῦλες καὶ πλῆθος ὑπηρετῶν
καὶ περιουσίαν πολλήν, καὶ διαπρέπει στὰ κοσμικὰ πράγματα, νὰ ἠμπορῆ ὄχι μόνον
αὐτό, τὸ νὰ κλαίη δηλαδὴ καθημερινῶς καὶ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ μετανοῆ, ἀλλὰ καὶ
νὰ φθάση στὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς ἐὰν θέλη, καὶ νὰ λάβη Πνεῦμα Ἅγιον καὶ νὰ
γίνη φίλος του Θεοῦ καὶ νὰ ἀπολαμβάνη τὴν θέαν του, ὅπως ὑπῆρξαν πρὶν ἀπὸ τὴν
παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακὼβ καὶ στὰ Σόδομα ὁ Λὼτ καί, γιὰ
νὰ ἀφήσω τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ εἶναι πολλοί, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Δαυίδ. Στὴν δὲ νέαν
χάρη καὶ ἐπιφάνειαν τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας, ὁ ἁλιεὺς καὶ ἀγράμματος Πέτρος, ὁ
ὁποῖος μαζὶ μὲ τὴν πενθερά του καὶ τοὺς ἄλλους ἐκήρυττε τὸν Θεὸν ποὺ τότε ἐφανερώθη.
Τοὺς δὲ ἄλλους ποῖος θὰ τοὺς ἀπαριθμήση, ποὺ εἶναι περισσότεροι ἀπὸ τὶς
σταγόνες τῆς βροχῆς καὶ ἀπὸ τοὺς ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ; Βασιλεῖς, ἀρχιερεῖς, ἐξουσιαστάς,
γιὰ νὰ μὴν εἰπῶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ὅσους ἔζησαν μόνο μὲ τὰ ἀπαραίτητα, τῶν ὁποίων
οἱ πόλεις καὶ οἱ οἰκίες καὶ οἱ ναοὶ ποὺ ἐκεῖνοι φιλοτίμως ἀνήγειραν, τὰ
γηροκομεῖα καὶ τὰ ξενοδοχεῖα, σώζονται καὶ ὑπάρχουν μέχρι τώρα;
Ὅλα αὐτὰ καὶ ὅταν ἦσαν ἀκόμη ἐκεῖνοι στὴν
ζωὴ τὰ κατεῖχαν καὶ τὰ χρησιμοποιοῦσαν εὐσεβῶς, ὄχι ὡς κύριοι των, ἀλλὰ ὡς δοῦλοι
τοῦ Δεσπότου μετεχειρίζοντο αὐτὰ τὰ ὁποῖα τοὺς ἔδωσε ὁ Κύριος, ὅπως ἦταν ἀρεστὸν
σ’ Ἐκεῖνον, «χρησιμοποιώντας μὲν τῷ κόσμω, οὐ καταχρώμενοι δέ», σύμφωνα μὲ τὸν
Παῦλον. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα, στὴν παροῦσα ζωή, ἔγιναν ἔνδοξοι καὶ λαμπροί, καὶ
στοὺς ἀτελευτήτους αἰώνας, στὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, θὰ γίνουν ἐνδοξότεροι καὶ
λαμπρότεροι. Καὶ μάλιστα ἐὰν δὲν ἤμασταν ὀκνηροὶ καὶ ράθυμοι καὶ καταφρονηταὶ τῶν
ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πρόθυμοι καὶ ἄγρυπνοι καὶ προσέχαμε τὸν ἑαυτόν μας, οὐδεμίαν
ἀνάγκη θὰ εἴχαμε ἀποταγῆς ἢ κουρᾶς ἢ τῆς φυγῆς ἀπὸ τὸν κόσμο. Καὶ γιὰ νὰ σὲ
βεβαιώσω γι’ αὐτὸ ἄκουσε!
Ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἔκαμε τὸν ἄνθρωπο
βασιλέα ὅλων ὅσων ὑπάρχουν ἐπάνω στὴν γῆν, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν ποὺ εὑρίσκονται κάτω ἀπὸ
τόν θόλον τοῦ οὐρανοῦ. Διότι
βέβαια ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα, γιὰ τόν ἄνθρωπον ἐδημιουργήθησαν. Τί
λοιπόν; Ἄραγε ἐπειδὴ ἦταν βασιλεὺς ὅλων αὐτῶν τῶν ὁρατῶν, ἐβλάπτετο ἀπὸ αὐτὰ στὴν
ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς; Ὄχι, καθόλου, ἀλλὰ ἐὰν ἐζοῦσε εὐχαριστώντας τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
τὰ ἐδημιούργησε καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε ὅλα, ἀκόμη περισσότερο θὰ εὐδοκιμοῦσε. Διότι ἐὰν
δὲν παρέβαινε τὴν ἐντολὴν τοῦ Δεσπότου, δὲν θὰ ἔχανε αὐτὴν τὴν Βασιλεία, δὲν θὰ
στεροῦσε τoν ἑαυτόν
του ἀπὸ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ ἔκαμε αὐτό, δικαίως ἐξεδιώχθη, ἐξωρίσθη,
ἔζησε καὶ ἀπέθανε. Καὶ θὰ σᾶς εἰπῶ ἕνα πράγμα τὸ ὁποῖον, νομίζω, κανεὶς δὲν τὸ ἀπεκάλυψε
σαφῶς, ἀλλὰ ἔχει λεχθεῖ σκιωδῶς. Ποῖον; Ἄκου τὴν Θείαν Γραφὴ ποὺ λέγει: «Καὶ εἶπεν
ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ (μετὰ τὴν παράβασιν ἐννοῶ). Ἀδὰμ ποῦ εἶ;». Γιατί τὸ εἶπεν αὐτὸ ὁ
ποιητὴς τοῦ παντός; Ὁπωσδήποτε θέλοντας νὰ τὸν φέρη σὲ συναίσθηση, καὶ καλώντας
τὸν σὲ μετάνοια, λέγει «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;». Ἐξέτασε τὸν ἑαυτόν σου, διαπίστωσε τὴν
γύμνωσή σου! Κοίτα ποῖον ἔνδυμα, ποίαν δόξαν ἐστερήθης. «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;». Σὰν νὰ
τὸν παρακαλῆ καὶ νὰ τοῦ λέγη: «Ναί, σύνελθε, ταπεινέ, ναί, ἄφησε τὸν τόπον ὅπου
εἶσαι κρυμμένος. Ἀπὸ ἐμένα νομίζεις ὅτι κρύβεσαι; Εἰπὲ «Ἥμαρτον!».
Ἀλλὰ δὲν τὸ λέγει αὐτό, ἢ μᾶλλον ἐγὼ ὁ ἄθλιος δὲν τὸ
λέγω, διότι ἰδικό μου εἶναι τὸ πάθος! Ἀλλὰ τί λέγει; «Τῆς φωνῆς σου ἤκουσα
περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσω, καὶ ἔγνων ὅτι γυμνὸς εἰμὶ καὶ ἐκρύβην». Καὶ τί
τοῦ ἀπήντησε ὁ Θεός; «Καὶ τὶς ἀνήγγειλέ σοι ὅτι γυμνὸς εἶ, εἰ μὴ ἐκ τοῦ ξύλου,
οὐ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνον μὴ φαγεῖν, ἀπ’ αὐτοῦ ἔφαγες;». Βλέπεις, ἀγαπητέ,
μακροθυμίαν Θεοῦ; Διότι ὅταν εἶπε: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ:», καὶ ἐκεῖνος δὲν ὡμολόγησε εὐθὺς
τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ εἶπε «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα, Κύριε καὶ ἔγνων ὅτι γυμνὸς εἰμὶ
καὶ ἐκρύβην», ὁ Θεὸς δὲν ὠργίσθη, δὲν τὸν ἀπεστράφη ἀμέσως καὶ ὁριστικῶς, ἀλλὰ
τοῦ δίδει εὐκαιρίαν νὰ ἀποκριθῆ καὶ δευτέραν φορά, καὶ λέγει: «τὶς ἀνήγγειλέ σοὶι
ὅτι γυμνὸς εἶ; Εἰ μὴ ἐκ τοῦ ξύλου οὐ ἐνετειλάμην σοὶ τούτου μόνον μὴ φαγεῖν, ἀπ’
αὐτοῦ ἔφαγες;». Πρόσεξε βάθος λόγων τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ: «Τί λέγεις, ὅτι εἶσαι
γυμνός, τοῦ λέγει, κρύβεις ὅμως τὴν ἁμαρτίαν σου; Μήπως νομίζεις ὅτι μόνον τὸ σῶμα
σου βλέπω καὶ δὲν βλέπω τὴν καρδίαν καὶ τοὺς λογισμούς σου;». Διότι ὁ Ἀδάμ, ἐπειδὴ
ἀπατήθη, ἤλπιζεν ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐγνώριζε τὴν ἁμαρτίαν του, καὶ ἔλεγε μέσα του
κάπως ἔτσι: «ἐὰν εἰπῶ ὅτι εἶμαι γυμνός, τότε ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν γνωρίζει, θὰ μοῦ
εἰπῆ: καὶ γιατί εἶσαι γυμνός; Τότε ἐγὼ θὰ τοῦ ἀπαντήσω ἀρνητικὰ καὶ θὰ τοῦ εἰπῶ:
δὲν γνωρίζω, καὶ ἔτσι θὰ τοῦ διαφύγω, καὶ θὰ ἀπολαύσω πάλι τὴν πρώτην μου
στολή. Τουλάχιστον δὲν θὰ μὲ ἐκδιώξη, τουλάχιστον δὲν θὰ μὲ ἐξορίση!».
Ἐνῶ συλλογίζετο αὐτά, ὅπως καὶ τώρα
κάμουν πολλοὶ καὶ πρῶτος ἐγὼ ὁ ἴδιος, καὶ κρύπτουν τὰ ἁμαρτήματά τους, ὁ Θεός, ἐπειδὴ
δὲν ἤθελε νὰ πολλαπλασιάση τὸ κρίμα του, λέγει: «Καὶ πόθεν ἔγνως ὅτι γυμνὸς εἶ,
εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου οὐ ἐνετειλάμην σοι μὴ φαγεῖν, ἀπ’ αὐτοῦ ἔφαγες;». Σὰν νὰ
λέγη. «Πράγματι, νομίζεις ὅτι κρύπτεσαι ἀπὸ ἐμέ; Δὲν γνωρίζω ἐγὼ τί ἔπραξες; Δὲν
λέγεις τὸ «Ἥμαρτον»; Εἰπέ, πτωχέ: Ναί, ἀλήθεια, Κύριε, παρέβην τὴν ἐντολήν σου,
ἔπταισα ἀκούοντας τὴν συμβουλὴ τῆς γυναικός, ἔσφαλα πολὺ ἀκολουθώντας τὸν λόγο
της καὶ παρακούοντας τὸν ἰδικόν σου, ἐλέησόν με! Ἀλλὰ δὲν λέγει τοῦτο, δὲν
ταπεινώνεται. Νεῦρον ἀπὸ σίδερον ὁ αὐχένας τῆς καρδίας του, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι
καὶ ὁ ἰδικός μου. Διότι ἐὰν ἔλεγε αὐτό, θὰ ἔμενε στὸν Παράδεισο, καὶ ὅλον ἐκεῖνον
τὸν κύκλο τῶν μυρίων κακῶν, τὸν ὁποῖον ὑπέστη ὅταν ἐξωρίσθη καὶ ἔμεινε κάτω στὸν
Ἅδη τόσους πολλοὺς αἰῶνες, θὰ τὸν εἶχε ἀποφύγει τότε μὲ ἕναν μόνον λόγο.
Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχω
ὑποσχεθῆ νὰ ὁμιλήσω. Καὶ ἄκου τὴν συνέχεια, γιὰ νὰ γνωρίσης ὅτι τὰ λόγιά μου εἶναι
ἀληθινά, καὶ τίποτε δὲν εἶναι ψεῦδος ἀπὸ ὅλα αὐτά. Εἶπεν ὁ Θεὸς στὸν Ἀδάμ. «Ἥν ὥραν
φάγεσθε ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὐ ἐνετειλάμην ὑμῖν τούτου μόνον μὴ φαγεῖν, θανάτω ἀποθανεῖσθε»,
δηλαδὴ τὸν ψυχικὸν θάνατο, πράγμα ποὺ καὶ ἔγινε τὴν ἰδίαν ὥρα, γι’ αὐτὸ καὶ ἐγυμνώθη
ἀπὸ τὴν ἀθάνατον στολήν του. Τίποτε
περισσότερον δὲν εἶπεν ὁ Θεὸς καὶ τίποτε περισσότερον δὲν ἔγινε. Διότι
προγνωρίζοντας ὁ Θεὸς ὅτι ὁ Ἀδὰμ πρόκειται νὰ ἁμαρτήση, καὶ θέλοντας νὰ τὸν
συγχωρήση, ὅταν αὐτὸς μετανοοῦσε, μὲ τίποτε περισσότερον, ὅπως εἴπαμε, δὲν τὸν ἀπείλησε.
Ἐπειδὴ ὅμως ἠρνήθη τὴν ἁμαρτίαν του, καὶ δὲν μετενόησε οὔτε ὅταν ἠλέγχθη ἀπὸ τὸν
Θεὸν (διότι εἶπε: «Ἡ γυνή, ἥν δέδωκάς μοι, αὔτη μὲ ἠπάτησεν», σὰν δηλαδὴ νὰ
λέγη στὸν Θεόν. «Σὺ ἔπταισες. Ἡ γυναίκα, τὴν ὁποία σύ μοῦ ἔδωσες, αὐτή μὲ ἐξηπάτησε»),
γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ λέγει: «Ἐν κόπῳ καὶ ἰδρῶτι φαγῆ τὸν ἄρτον σου, καὶ ἀκάνθας
καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι ἡ γῆ» καὶ τελευταῖα ὅτι, «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύση».
Ἤθελα νὰ μετανοήσης, λέγει, καὶ νὰ ἐπανέλθης στὴν προηγουμένην σου διαγωγή. Ἐπειδὴ
ὅμως εἶσαι τόσο σκληρός, φύγε λοιπὸν ἀπὸ κοντά μου, καὶ ἡ ἀπομακρυνσή σου θὰ σοῦ
εἶναι ἀρκετὴ γιὰ παιδαγωγία, ἐπειδὴ εἶσαι χῶμα, καὶ στὸ χῶμα θὰ ἐπιστρέψης.
Γνωρίζεις λοιπὸν τώρα ὅτι, ἐπειδὴ μετὰ τὴν
παράβαση δὲν μετενόησε νὰ εἰπῆ «Ἥμαρτον», ἐξορίζεται καὶ προστάσσεται νὰ ζῆ μὲ
κόπο καὶ ἱδρώτα. Γι’ αὐτὸ καὶ κατεδικάσθη νὰ ἐπιστρέψη στὴν γῆν ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐλήφθη.
Καὶ αὐτὸ γίνεται φανερὸν ἀπὸ τὴν συνέχεια. Ἀφήνοντας λοιπὸν αὐτόν, ἔρχεται στὴν
Εὔα, θέλοντας νὰ δείξη ὅτι δικαίως καὶ αὐτὴ θὰ ἐξορισθῆ, ἀφοῦ δὲν θέλει νὰ
μετανοήση, καὶ τῆς λέγει: «Τί τοῦτο ἐποίησας;» γιὰ νὰ εἰπῆ τουλάχιστον αὐτὴ τὸ
«Ἥμαρτον». Διότι ποία ἄλλη ἀνάγκη ἔκαμε τὸν Θεὸν νὰ τῆς ἀπευθύνη αὐτὰ τὰ λόγια,
παρὰ μόνον γιὰ νὰ εἰπῆ: «Ἀπὸ τὴν ἀφροσύνη μου, Δέσποτα, τὸ ἔπραξα αὐτό, ἡ
ταπεινὴ καὶ ἀθλία, καὶ παρήκουσα ἐσὲ τὸν Κυριόν μου. Ἐλέησόν με!». Ἀλλὰ δὲν εἶπε
αὐτό. Καὶ τί εἶπε; «Ὁ ὄφις ἐξηπάτησέ με».
Ὢ τί ἀναισθησία! Καὶ συνωμίλησες μὲ τὸν ὄφιν,
ὁ ὁποῖος σοῦ ὡμιλοῦσε κατὰ τοῦ Δεσπότου, καὶ προτίμησες αὐτὸν ἀντὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ
σὲ ἔπλασε, καὶ ἐθεώρησες προτιμοτέραν καὶ ἀληθεστέραν τὴν συμβουλὴν ἐκείνου ἀπὸ
τὴν ἐντολὴν τοῦ Δεσπότου; Καὶ ἐπειδὴ οὔτε αὐτὴ ἠμπόρεσε νὰ εἰπῆ τὸ «Ἥμαρτον», ἐκβάλλονται
ἀπὸ τὴν τρυφήν, ἐξορίζονται ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἀλλὰ πρόσεχε,
παρακαλῶ, τὸ βάθος τοῦ μυστηρίου τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, καὶ μάθε καὶ διδάξου ἀπὸ
αὐτὰ ὅτι, ἐὰν μετανοοῦσαν, δὲν θὰ εἶχαν ἐκδιωχθῆ, δὲν θὰ εἶχαν κατακριθῆ, δὲν θὰ
εἶχαν καταδικασθῆ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν γῆν ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθαν. Καὶ τί ἔγινε ἔπειτα;
Ἄκουσε!
Ὅταν ἐξεδιώχθησαν καὶ ἔπεσαν ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ
μέσα στοὺς ἱδρῶτες καὶ τοὺς σωματικοὺς κόπους, ἤρχισαν δὲ νὰ πεινοῦν καὶ νὰ
διψοῦν, καὶ συγχρόνως νὰ ριγοῦν καὶ νὰ τρέμουν καὶ νὰ πάσχουν αὐτὰ τὰ ὁποῖα καὶ
ἐμεῖς πάσχουμε σήμερα, αἰσθάνθησαν περισσότερο τὴν δυστυχία καὶ τὸ κατάντημά
τους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἰδίαν τὴν κακοφροσύνη τους, καὶ τὴν ἀνέκφραστον φιλανθρωπία
τοῦ Θεοῦ. Περιπατώντας λοιπὸν καὶ καθήμενοι ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο, μετανοοῦσαν,
ἔκλαιαν, ἐθρηνοῦσαν, ἐκτυποῦσαν τὸ πρόσωπο, ἐξερρίζωναν τὰ μαλλιά τους,
καταδικάζοντας μὲ ὀδυρμοὺς τὴν σκληροκαρδία τους, καὶ αὐτὸ ὄχι μόνον μίαν ἡμέραν
οὔτε δύο ἢ δέκα, ἀλλά, πιστέψετε το, σὲ ὅλην τους τὴν ζωή. Καὶ πῶς δὲν θὰ ἔκλαιαν
πάντοτε καὶ διαρκῶς, ἐνθυμούμενοι ἐκεῖνον τὸν πρᾶον καὶ ἤρεμον Δεσπότην, ἐκείνην
τὴν τρυφὴν τὴν ἀνέκφραστο, τὰ ἀπερίγραπτα κάλλη τῶν ἀνθέων ἐκείνων, τὴν ἀμέριμνον
ἐκείνην καὶ ἀκοπίαστον ζωή, τὶς ἀνόδους καὶ τὶς καθόδους τῶν ἀγγέλων πρὸς αὐτούς;
Διότι ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν ἐκλεγῆ ἀπὸ κάποιον ἄρχοντα τοῦ παρόντος κόσμου ὡς
προσωπικοί του ὑπηρέτες, ὅσον μὲν διατηροῦν ἀνόθευτον τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν τιμὴ
καὶ τὴν δουλεία πρὸς τὸν κύριόν τους καὶ ἀγαποῦν αὐτὸν καὶ τοὺς ὁμοδούλους των,
ἀπολαμβάνουν καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν παρρησία καὶ τὴν εὔνοια καὶ τὴν ἀγάπη του,
ζώντας μέσα σὲ πολλὴν ἄνεση καὶ τρυφὴ καὶ σπατάλη. Ἐὰν ὅμως ἀλαζονευθοῦν κατὰ
τοῦ κυρίου τους, καὶ ἀποθρασυνθοῦν καὶ αὐθαδιάσουν ἐναντίον τῶν συνδούλων τους,
τότε ἐκπίπτουν ἀπὸ τὴν πρὸς αὐτὸν παρρησία καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὔνοιάν του, ἐξορίζονται
σὲ χώρα μακρινήν, καὶ ὑποβάλλονται κατόπιν διαταγῆς του σὲ μυρίους πειρασμούς,
μέσα σὲ κόπους καὶ σὲ μεγάλες ταλαιπωρίες. Ἔτσι ὅλο καὶ περισσότερον
συνειδητοποιοῦν τὴν ἄνεση τὴν ὁποίαν ἀπελάμβαναν, καὶ πόσον ἐζημιώθησαν ἀπὸ τὴν
στέρησιν τόσων ἀγαθῶν.
Τὸ ἴδιο ἔπαθαν καὶ οἱ πρωτόπλαστοι, οἱ ὁποῖοι
ὅσον ἦσαν στὸν Παράδεισον, ἀπελάμβαναν ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, ἔπειτα ὅμως ἐξέπεσαν
ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἐξωρίσθησαν. Ὅταν αἰσθάνθησαν ἀπὸ ποῦ ἔπεσαν, πάντοτε θρηνοῦσαν,
πάντοτε ἔκλαιαν, ἐπικαλούμενοι τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Κυρίου τους. Ἀλλὰ Αὐτὸς τί
κάνει, ὁ πλούσιος σὲ ἔλεος καὶ βραδὺς σὲ τιμωρίες; Ἐπειδὴ εἶδε ὅτι ἐταπεινώθησαν,
τὴν μὲν ἀπόφαση ποὺ εἶχε λάβει δὲν τὴν ματαιώνει ἐντελῶς −αὐτὸ τὸ ἔκαμε πρὸς
σωφρονισμὸν ἰδικόν μας, καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται κανεὶς κατὰ τοῦ ποιητοῦ τῶν
ὄλων− προγνωρίζοντας δὲ ὡς Θεὸς καὶ τὴν πτώση τους καὶ τὴν μετάνοιαν, εἶχε ὁρίσει
ἀπὸ τὴν ἀρχήν, ὁπωσδήποτε πρὶν νὰ δημιουργήση τὰ πάντα, καὶ τὸν καιρὸν καὶ τὸν
χρόνον καὶ πῶς καὶ πότε θὰ τοὺς ἀνακαλέση ἀπὸ τὴν ἐξορία, μὲ τρόπο μυστικὸν καὶ
ἀπὸ κάθε κτίσμα ἀνεξιχνίαστο. Πράγματι, ἀκόμη καὶ ἂν ὅλα τὰ μυστήρια τῆς Θείας
αὐτῆς οἰκονομίας ἀποκαλυφθοῦν σὲ κάποιους, καὶ θελήσουν νὰ τὰ γράψουν, δὲν θὰ
φθάση οὔτε ὁ χρόνος οὔτε τὸ χαρτὶ οὔτε τὸ μελάνι, οὔτε ὁ κόσμος ὅλος θὰ χωρέση
τὰ βιβλία αὐτὰ ποὺ θὰ γραφοῦν. Ὅπως λοιπὸν ἀπὸ εὐσπλαγχνίαν εἶχεν εἰπεῖ καὶ
προορίσει ἀπὸ πρίν, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἔπραξε. Καὶ αὐτοὺς τοὺς ὁποίους γιὰ τὴν ἀναίδειάν
τους καὶ γιὰ τὴν ἀμετανόητο καρδία καὶ γνώμην ἐξεδίωξε ἀπὸ τὸν Παράδεισον, ὅταν
μετενόησαν ὅπως ἔπρεπε, καὶ ἐταπεινώθησαν ἀξίως, καὶ ἔκλαυσαν, καὶ ἐθρήνησαν, Αὐτὸς
ὁ ἴδιος, ὁ μόνος Μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος, ἀπὸ μόνον τὸν προάναρχον Πατέρα, κατῆλθεν,
ὅπως ὅλοι γνωρίζετε, καὶ ὄχι μόνον ἔγινε ἄνθρωπος ὅμοιος μὲ ἐκείνους, ἀλλὰ καὶ
νὰ ἀποθάνη ὅπως αὐτοὶ κατεδέχθη, προτιμώντας βίαιον καὶ ἐπονείδιστον θάνατο.
Κατῆλθε δὲ καὶ στὸν Ἅδη, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τούς ἀνέστησε. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ὁποῖος τόσα
ἔπαθε γι’ αὐτούς, γιὰ νὰ τοὺς ἀνακαλέση ἀπὸ τὴν μακρὰν ἐκείνην ἐξορίαν, ἐὰν
μετανοοῦσαν στὸν Παράδεισο, δὲν θὰ τοὺς συμπαθοῦσε; Καὶ πῶς ὄχι, ἀφοῦ εἶναι ἀπὸ
τὴν φύση του φιλάνθρωπος, καὶ τοὺς ἐδημιούργησε ἀκριβῶς γι’ αὐτό, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουν
δηλαδή τὰ ἀγαθὰ του μέσα στόν Παράδεισο καὶ νὰ δοξάζουν τόν εὐεργέτην τους;
Ναί, πράγματι ἀδελφοί, αὐτό, ὅπως φρονῶ, θὰ ἐγίνετο. Γιὰ
νὰ μάθης δὲ καὶ τὰ ὑπόλοιπα, καὶ νὰ πιστεύσης περισσότερο στόν λόγον, ἄκου καὶ
τὰ ἑξῆς: Ἐὰν εἶχαν μετανοήσει ὅταν ἀκόμη ἦσαν μέσα στόν Παράδεισον, ἐκεῖνον τὸν
ἴδιον Παράδεισο θὰ ἀπελάμβαναν καὶ τίποτε περισσότερο. Ἐπειδὴ δὲ γιὰ τὴν ἀμετανοησία
τους ἐξεβλήθησαν, μετὰ ταῦτα ζώντας μέσα στὶς θλίψεις, μετενόησαν καὶ ἔκλαυσαν
πολύ. Αὐτά, ὅπως εἶπα, δὲν θὰ τὰ ἐπάθαιναν, ἐὰν εἶχαν μετανοήσει μέσα στόν
Παράδεισον. Γιὰ τοὺς πόνους λοιπὸν αὐτοὺς καὶ τοὺς ἱδρῶτες καὶ τοὺς κόπους, καὶ
γιὰ τὴν καλήν τους μετάνοια, θέλοντας ὁ Δεσπότης Θεὸς νὰ τοὺς τιμήση καὶ νὰ τοὺς
δοξάση, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς κάνη νὰ λησμονήσουν ὅλα ἐκεῖνα τὰ δεινά, τί κάνει;
Πρόσεξε, παρακαλῶ, τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας! Ὅταν κατῆλθε στὸν Ἅδη καὶ τοὺς ἀνέστησε,
δὲν τοὺς ἀποκατέστησε πάλι στὸν Παράδεισον ἀπὸ ὅπου ἐξέπεσαν, ἀλλὰ τοὺς ἀνέβασε
σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιον τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐκάθισε ἐκ δεξιῶν
τοῦ προανάρχου Πατρός του καὶ Θεοῦ, τί λέγεις ὅτι τὸν ἔκαμε αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἦταν
κατὰ φύσιν δοῦλος του; Τὸν ἔκαμε κατὰ χάριν πατέρα του! (ἀφοῦ ὁ ἴδιος αὐτοαποκαλεῖται
Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου). Εἶδες σὲ ποῖον ὕψος τὸν ἀνέβασε ὁ Δεσπότης, γιὰ τὴν
μετάνοια καὶ τὴν ταπείνωση καὶ τοὺς θρήνους καὶ τὰ δάκρυά του;
Ὢ δύναμις τῆς μετανοίας καὶ τῶν δακρύων! Ὢ πέλαγος ἀνεκφράστου
φιλανθρωπίας καὶ ἀνεξιχνιάστου ἐλέους, ἀδελφοί! Διότι ὄχι μόνον ἐκεῖνον, ἀλλὰ
καὶ ὅλους τούς ἀπογόνους του, ἐμᾶς δηλαδὴ τὰ τέκνα του, οἱ ὁποῖοι μιμούμεθα τὴν
ἐξομολόγησιν ἐκείνου, τὴν μετάνοια, τὸν θρῆνο, τὰ δάκρυα καὶ τὰ ἄλλα τὰ ὁποῖα
προείπαμε, τοὺς ἐτίμησε καὶ τοὺς ἐδόξασε, τόσον ὅσον καὶ ἐκεῖνον, ὅσους μέχρι
σήμερα κάνουν ὅπως ἔκανε ἐκεῖνος, καὶ ὅσους θὰ τὸν μιμηθοῦν ἀπὸ σήμερα, εἴτε
κοσμικοὶ εἶναι εἴτε μοναχοί. «Ἀμήν», εἶπεν ὁ ἀψευδὴς Θεός, «οὐκ ἐγκαταλείψω αὐτοὺς
ποτέ, ἀλλ’ ὡς ἀδελφούς μου καὶ φίλους καὶ πατέρας καὶ μητέρας καὶ συγγενεῖς καὶ
συγκληρονόμους μου ἀναδείξω αὐτούς, καὶ ἐδόξασα καὶ δοξάσω. Καὶ ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω
καὶ ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, καὶ τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ εὐφροσύνης καὶ δόξης οὐκ ἔσται
τέλος ποτέ».
Τί ὠφέλησε, εἰπέ μου ἀδελφέ, τοὺς
πρωτοπλάστους ἡ ἀκοπίαστος καὶ ἀμέριμνος ζωὴ μέσα στὸν Παράδεισον, ἀφοῦ ἐραθύμησαν,
καὶ ἀπὸ ἀπιστίαν πρὸς τὸν Θεὸν κατεφρόνησαν καὶ παρέβησαν τὴν ἐντολή του; Διότι
ἐὰν τὸν εἶχαν πιστεύσει, δὲν θὰ ἐθεωροῦσε ἡ Εὔα τὸν ὄφι πλέον ἀξιόπιστον, ὁ δὲ Ἀδὰμ
τὴν Εὔα πλέον ἀξιόπιστον ἀπὸ Ἐκεῖνον, ἀλλὰ θὰ εἶχαν φυλαχθῆ νὰ μὴ φάγουν ἀπὸ τὸ
φυτόν. Ἐπειδὴ ὅμως ἔφαγαν καὶ δὲν μετενόησαν, ἐξεβλήθησαν. Ἀπὸ τὴν ἐξορίαν πάλι
καθόλου δὲν ἐβλάβησαν, ἀλλὰ καὶ πάρα πολὺ ὠφελήθησαν, καὶ αὐτὸ συνετέλεσε στὴν
σωτηρίαν ὅλων μας. Διότι ἀφοῦ κατῆλθεν ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ὁ Κύριός μας,
κατετρόπωσε τὸν ἐχθρό μας, τὸν θάνατον, παραδίδοντας ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν Του, καὶ
ἔτσι ἐματαίωσεν ἐντελῶς τὴν καταδίκην ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν παράβαση τοῦ
προπάτορος. Καὶ ἀναγεννώντας καὶ ἀναπλάττοντας καὶ ἀπαλλάσσοντάς μας τελείως ἀπὸ
αὐτὴν μὲ τὸ ἅγιον βάπτισμα, μᾶς καθιστᾶ ἐντελῶς ἐλευθέρους στὸν κόσμον αὐτόν,
καὶ μὴ ἐνεργουμένους τυραννικῶς ἀπὸ τὸν ἐχθρόν. Ἀλλὰ τιμώντας μας μὲ τὸ αὐτεξούσιον
μὲ τὸ ὁποῖον μᾶς εἶχε προικίσει ἀπ’ ἀρχῆς, μᾶς δίδει περισσοτέραν δύναμιν ἐναντίον
του, ὥστε ὅποιοι θέλουν νὰ τὸν νικοῦν μὲ εὐχέρειαν μεγαλυτέραν ἀπὸ ὅλους τούς
πρὸ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἁγίους. Καὶ μετὰ τὸν θάνατόν τους νὰ μὴν ὁδηγοῦνται
καὶ αὐτοὶ ὅπως ἐκεῖνοι κάτω στὸν Ἅδη, ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν τρυφὴ καὶ τὴν ἀπόλαυση
ποὺ ἐπικρατεῖ ἐκεῖ, καὶ νὰ ἀξιώνωνται: νὰ ἀπολαμβάνουν τώρα μὲν σὲ μέτριον
βαθμό, μετὰ δὲ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση, πλήρως ὅλην τὴν αἰωνίαν χαρά.
Νὰ μὴ προφασίζωνται λοιπὸν αὐτοὶ ποὺ ἐπιζητοῦν
προφάσεις, οὔτε νὰ λέγουν ὅτι εἶναι πλήρης ἡ ἐπιρροὴ τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδὰμ ἐπάνω
μας, καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς ἑλκύει πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὴν ἁμαρτία. Διότι ὅποιοι
τὸ σκέπτονται καὶ τὸ λέγουν αὐτό, νομίζουν ὅτι ἀνωφελῶς καὶ ματαίως ἔγινε ἡ
παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, πράγμα ποὺ μόνον οἱ αἱρετικοὶ λέγουν, ὄχι οἱ
πιστοί. Πράγματι, γιὰ ποῖον ἄλλον λόγο κατῆλθε καὶ ἐγεύθη τὸν θάνατο, παρὰ
μόνον βεβαίως γιὰ νὰ καταργήση τὴν καταδίκη ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ νὰ
ἐλευθερώση τὸ γένος μας ἀπὸ τὴν δουλεία καὶ ἐνέργειαν τοῦ ἐχθροῦ πού τὸ πολεμεῖ;
Διότι αὐτὸ εἶναι ἡ πραγματικὴ αὐτεξουσιότης, δηλαδὴ τὸ νὰ μὴν ἐξουσιαζώμεθα μὲ ὁποιονδήποτε
τρόπον ἀπὸ κάποιον ἄλλον. Ἐπειδὴ ἐμεῖς μὲν ὡς τέκνα ἐκείνου ποὺ ἡμάρτησε εἴμεθα
μέχρι τότε ἁμαρτωλοί, ὡς τέκνα ἐκείνου ποὺ παρέβη τὴν ἐντολὴν παραβάτες, ὡς
τέκνα ἐκείνου ποὺ ἔγινε δοῦλος τῆς ἁμαρτίας δοῦλοι κι ἐμεῖς τῆς ἁμαρτίας, ὡς
τέκνα ἐκείνου ποὺ ἐδέχθη τὴν κατάραν καὶ ἐνεκρώθη ἐπικατάρατοι καὶ ἐμεῖς καὶ
νεκροί, ὡς τέκνα ἐκείνου ποὺ ἐπηρεάσθη ἀπὸ τὴν συμβουλὴν τοῦ πονηροῦ καὶ ὑπεδουλώθη
σ’ αὐτόν, καὶ ἔχασε τὸ αὐτεξούσιον, εἴχαμε κι ἐμεῖς δεχθεῖ τὴν ἐπήρειαν αὐτοῦ,
καὶ εἴχαμε καταδυναστευθῆ ἀπὸ τὴν τυραννικήν του ἐξουσίαν. Ὁ Θεὸς ὅμως κατῆλθε
καὶ ἐσαρκώθη, ἔγινε ἄνθρωπος ὅπως ἐμεῖς χωρὶς ὅμως τὴν ἁμαρτία, καὶ ἔλυσε τὴν ἁμαρτίαν,
ἡγίασε δὲ τὴν σύλληψη καὶ τὴν γέννηση, καὶ ἐπειδὴ ἀνετράφη ὀλίγον κατ’ ὀλίγον,
εὐλόγησε κάθε ἡλικίαν. Καὶ ὅταν ἔγινε τέλειος ἄνδρας, τότε ἤρχισε τὸ κήρυγμα,
διδάσκοντάς μας νὰ μὴ προτρέχωμε σὲ ὀ,τιδήποτε, καὶ νὰ μὴ προλαμβάνωμε ἐκείνους
ποὺ ἐλευκάνθησαν στὴν σύνεση καὶ στὴν ἀρετήν, ὅσοι μάλιστα εἴμεθα νέοι στὴν
φρόνηση καὶ δὲν ἔχουμε ἀνδρωθῆ. Ἐδέχθη ἐπάνω του ὅσα ἦσαν πρὸς τὸ συμφέρον μας,
καὶ ἀφοῦ ἐφύλαξε ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς αὐτοῦ, ἔλυσε τὴν
παράβαση, καὶ ἐλευθέρωσε τοὺς παραβάτες ἀπὸ τὴν καταδίκην. Ἔγινε δοῦλος ἀναλαμβάνοντας μορφὴν δούλου, καὶ ἐπανέφερε ἐμᾶς
τοὺς δούλους στὸ δεσποτικὸν ἀξίωμα, ἀναδεικνύοντάς μας δεσπότες τοῦ πρώην
τυράννου.
Καὶ τὸ μαρτυροῦν αὐτὸ οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι
καὶ μετὰ θάνατον ἀποδιώκουν ὡς ἀδυνάμους καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς ὑπασπιστάς του. Μὲ τὴν σταύρωσίν του ὁ ἴδιος ἔγινε κατάρα, καὶ ἔλυσε ὅλην
τὴν κατάρα τοῦ Ἀδάμ. Ἀπέθανε, καὶ μὲ τὸν θάνατόν του κατετρόπωσε τὸν θάνατον. Ἀνέστη,
καὶ ἐξηφάνισε τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐνέργειαν τοῦ ἐχθροῦ, ὁ ὁποῖος διὰ μέσου τοῦ
θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας ἔχει τὴν ἐξουσίαν ἐναντίον μας. Διότι βάζοντας μέσα στὸ
θανατηφόρο δηλητήριο καὶ στὸ φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας τὴν ἀνέκφραστον ἐνέργειαν τῆς
Θεότητος καὶ τὴν ζωοποιὸν ἐνέργεια τοῦ σώματός του, ἐλύτρωσε τελείως ὅλον τὸ
γένος μας ἀπὸ τὴν ἐνέργειαν τοῦ ἐχθροῦ. Καθαίροντας δὲ καὶ ζωοποιώντας μας μὲ τὸ
ἅγιον βάπτισμα καὶ μὲ τὴν κοινωνίαν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, τοῦ τιμίου σώματος
καὶ τοῦ αἵματός του, μᾶς ἀποκαθιστᾶ ἁγίους καὶ ἀναμαρτήτους. Ἀλλὰ καὶ μᾶς ἀφήνει
τὴν τιμὴν τοῦ αὐτεξουσίου, γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε ὅτι ὑπηρετοῦμε τὸν Δεσπότην μὲ τὴν
βία, ἀλλὰ μὲ τὴν προαίρεση. Καὶ ὅπως ὁ Ἀδὰμ ἦταν στὸν Παράδεισον ἐξ ἀρχῆς ἐλεύθερος,
ξένος πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν βία, ὑπήκουσε δὲ στόν ἐχθρὸν μὲ τὸ αὐτεξούσιον
θέλημά του, ἐξηπατήθη καὶ παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἀναγεννώμενοι
μὲ τὸ ἅγιον βάπτισμα, ἁπαλλασσόμεθα ἀπὸ τὴν δουλεία καὶ γινόμεθα αὐτεξούσιοι,
καὶ ἐὰν δὲν ὑπακούσωμε στόν ἐχθρὸν μὲ τὴν ἰδικὴν μας θέληση, δὲν ἠμπορεῖ μὲ ἄλλον
τρόπο νὰ ἐνεργήση κάτι ἐναντίον μας.
Πράγματι, ἐὰν πρὶν ἀπὸ τὸν νόμο καὶ τὴν
παρουσία τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς ὅλα αὐτὰ τὰ βοηθήματα, πολλοὶ καὶ ἀναρίθμητοι εὐηρέστησαν
τὸν Θεὸν καὶ ἀνεδείχθησαν ἄμεμπτοι, ὅπως ὁ δίκαιος Ἐνώχ, τὸν ὁποῖον μετέθεσε
τιμώντας τὸν μὲ τὸν τρόπον αὐτό, καὶ ὁ Ἠλίας τὸν ὁποῖον παρέλαβε στόν οὐρανὸν μὲ
ἅρμα πύρινον, τί θὰ ἀπολογηθοῦμε ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν χάρη καὶ τὴν τοιαύτη
καὶ τόσο μεγάλην εὐεργεσίαν, οὔτε ἴσοι μὲ τοὺς πρὸ τῆς χάριτος εὑρισκόμεθα, ἀλλὰ
ζοῦμε μέσα στὴν ραθυμία, καὶ καταφρονοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς παραβαίνουμε;
Καὶ αὐτὸ μετὰ τὴν κατάργηση τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας, μετὰ τὴν ἀναγέννηση
τοῦ βαπτίσματος καὶ τὴν προστασία τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ τὴν ἐπισκίαση καὶ ἐπέλευση
τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅτι θὰ τιμωρηθοῦμε, ἐὰν ἐπιμένωμε στὸ κακόν,
περισσότερον ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἡμάρτησαν ὅταν ἐπικρατοῦσε ὁ νόμος, τὸ ἐδήλωσε ὁ
Παῦλος λέγοντας. «Εἰ γὰρ ὁ δι’ ἀγγέλων λαληθείς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα
παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα
τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας;».
Ἂς μὴ ἀποδίδη λοιπὸν τὴν εὐθύνην καὶ ἂς μὴ
κατηγορῆ τὸν Ἀδάμ, ἀλλὰ τόν ἑαυτὸν του καθένας ἀπὸ ἐμᾶς, ὁ ὁποῖος περιπίπτει σὲ
ὁποιαδήποτε ἁμαρτίαν, καὶ ἂς ἐπιδεικνύη ἀξίαν μετάνοια ὅπως ἐκεῖνος, ἐὰν
βεβαίως θέλη νὰ ἐπιτύχη τὴν αἰωνίαν ἐν Χριστῷ ζωήν…
Ἐκεῖνος ποὺ συλλογίζεται πάντοτε τὶς ἁμαρτίες
του, καὶ συνεχῶς βλέπει ἐμπρός του τὴν μέλλουσαν κρίσιν, καὶ μετανοεῖ, καὶ
κλαίει θερμῶς, αὐτὸς ὑπερβαίνει ὅλα μαζὶ τὰ πάθη καὶ τὰ ἁμαρτήματα, καὶ τὰ ὑπερνικᾶ
ἀνυψούμενος ἀπὸ τὴν μετάνοιαν, ὥστε νὰ μὴν ἠμπορῆ οὔτε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ νὰ φθάση καὶ
νὰ προσεγγίση τὴν ψυχή του στὸ ὕψος ἐκεῖνο ποὺ πετᾶ. Ἐὰν δὲ ὁ νοῦς μας,
πτερωμένος ἀπὸ τὴν μετάνοια καὶ τὰ δάκρυα, καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴν ταπείνωση ποὺ
γεννᾶται ἀπὸ αὐτά, δὲν ἀνυψωθῆ στὸ ὕψος τῆς ἀπαθείας, δὲν θὰ ἠμπορέσωμε νὰ ἐλευθερωθοῦμε,
δὲν θὰ παύσουν νὰ μᾶς κεντοῦν πότε τὸ ἕνα, πότε τὸ ἄλλο πάθος, καὶ νὰ μᾶς
κατασπαράσσουν σὰν ἄγρια θηρία.
Μετὰ δὲ τόν θάνατον, ἐξ αἰτίας αὐτῶν, θὰ
χάσωμε τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, καὶ ἀπὸ αὐτὰ πάλι θὰ τιμωρηθοῦμε αἰωνίως. Γι’
αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ ὅλους, πνευματικοί μου πατέρες καὶ ἀδελφοί, καὶ ποτὲ δὲν θὰ
παύσω νὰ παρακαλῶ τὴν ἀγάπη σας, νὰ μὴν ἀμελήσετε τὴν σωτηρία σας, ἀλλὰ μὲ κάθε
τρόπο νὰ προσπαθήσετε νὰ ἀνυψωθῆτε ὀλίγον ἀπὸ τὴν γῆ. Καὶ ὅταν γίνη αὐτὸ τὸ θαῦμα,
τὸ ὁποῖο θὰ σᾶς καταπλήξη, τὸ νὰ ἀνυψωθῆτε δηλαδὴ ἀπὸ τὴν γῆ καὶ νὰ ὑπερίπτασθε
στὸν ἀέρα, δὲν θὰ θελήσετε πλέον νὰ κατέλθετε οὔτε κἄν γιὰ λίγο καὶ νὰ σταθῆτε
στὴν γῆν. Λέγοντας δὲ «γῆν» ἐννοῶ τὸ σαρκικόν, καὶ «ἀέρα» τὸ πνευματικὸν
φρόνημα. Διότι ἐὰν ὁ νοῦς ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ τὰ πάθη,
καὶ δι’ αὐτοῦ ἀντικρύσωμε τὴν ἐλευθερίαν τὴν ὁποία μᾶς ἐχάρισεν ὁ Χριστός, δὲν
θὰ καταδεχθοῦμε πλέον νὰ κατέλθωμε στὴν προηγουμένην δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ
τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, ἀλλὰ συμφώνως μὲ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, δὲν θὰ παύσωμε
νὰ γρηγοροῦμε καὶ νὰ προσευχώμεθα, ἕως ὅτου μεταβοῦμε πρὸς τὴν ἐκεῖθεν
μακαριότητα καὶ τύχωμε τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, «χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Ἅγ. Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου,
Αναρτήθηκε από xristianorthodoxipisti.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου