Η εμορφιά των τοπίων και των πραγμάτων.
Τι είναι άραγε αυτό που κάνει ώστε κάποιο πράγμα να είναι συμπαθητικό ή αντιπαθητικό στην ψυχή μας; Με την πρώτη φορά που θα δούμε είτε πολιτεία, είτε σπίτι, είτε τοποθεσία, είτε ό,τι άλλο είναι, μας φαίνεται συμπαθητικό ή αντιπαθητικό. Χωρίς να ξέρουμε γιατί, το αγαπάμε ή το σιχαινόμαστε, ή μας είναι αδιάφορο. Ίσαμε ένα σημείο, βρίσκουμε κάποια πράγματα που θαρρούμε πως συντείνουνε στο να μας φαίνεται ευχάριστο ή δυσάρεστο, ζεστό ή κρύο. Μα πέρα απ’ αυτό, δεν μπορούμε να πούμε γιατί είναι έτσι που μας φαίνεται. Η λογική δεν βοηθά σ’ αυτά τα ανεξιχνίαστα μυστήρια. Συμπαθούμε ένα πράγμα που δεν έχει καμιά εξωτερική χάρη. Κι αντιπαθούμε κάτι που έχει πολλές τέτοιες χάρες.
Πολλές φορές αγαπούμε ένα δρόμο μιας πολιτείας, ένα σπίτι, έναν μαντρότοιχο, μια τοποθεσία, που όχι μοναχά δεν έχει τίποτα που να ευχαριστά τον άνθρωπο, αλλά που είναι, ίσια-ίσια, άσχημο, ακάθαρτο, ακατάστατο, υγρό, ανήλιο, μ’ έναν λόγο, που έχει όλα τα κακά. Και πάλι, μπορεί να αντιπαθήσουμε κάποιο παρόμοιο πράγμα, που είναι εμορφότερο από τ’ άλλο, καθαρό, νοικοκυρεμένο. Κανένα από τα χεροπιαστά, καλά ή κακά, δεν συντείνει στο να νιώσεις μέσα σου τούτο ή εκείνο το αίσθημα. Πολλές φορές ένα τιποτένιο πράγμα σού ξεσκεπάζει κάποια μυστηριώδη όψη του κόσμου. Εκεί που περπατάς, σταματάς μπροστά σ’ ένα σπίτι, που βρίσκεται σ’ ένα μέρος απόκεντρο. Δεν έχει απάνω του τίποτα ιδιαίτερο, είναι ένα απλό σπίτι. Η πόρτα του, τα παράθυρα, το μπαλκόνι, τα κάγκελά του, όλα είναι συνηθισμένα, και μάλιστα, πολύ συνηθισμένα. Και μ’ όλα ταύτα, σταματάς μπροστά του, σα να σου μιλά, σα να είναι γνώριμό σου, σα να έχεις κάποιον δεσμό μαζί του. Μα ούτε ξαναπέρασες από εκεί, ούτε γνωρίζεις τους ανθρώπους που κατοικούνε σ’ αυτό το σπίτι. Ψάχνεις μέσα σου να βρεις τίποτα που να σου φανερώνει την αιτία που σ’ έκανε να σταματήσεις μα δεν βρίσκεις τίποτα! Κοιτάζεις κακά-καλά όλα τα καθέκαστά του, τα τζάμια της πόρτας, τα σκαλοπάτια, τα σίδερα του μπαλκονιού, ακόμα και τον χαλασμένον σουβά πουέχει πέσει σε κάποια μεριά. Όλα είναι βουβά, μα ωστόσο κάποια μυστηριώδης φωνή βγαίνει απ’ αυτά κι έρχεται προς εσένα! Λες: «μήπως είναι η ώρα τέτοια, μήπως είναι η τοποθεσία του, μήπως είναι η κατάσταση που βρίσκεται τούτη τη στιγμή η ψυχή μου; Αλλά, γιατί για κανένα από τις χιλιάδες τ’ άλλα σπίτια δεν νιώθω ένα τέτοιο πράγμα; Κι είμαι σίγουρος πως αυτό που αισθάνομαι εγώ, δεν το νιώθει κανένας άλλος, ούτε κι εκείνοι που κάθουνται μέσα στο σπίτι, ούτε εκείνοι που το χτίσανε, ούτε οι ποιητές που έτυχε να περάσουνε από ΄δω, ούτε οι ονειροπόλοι, ούτε τέλος πάντων καμιά άλλη ψυχή…». Υπάρχουνε συνοικίες που έχουνε κάτι που τραβά τον άνθρωπο, υπάρχουνε κι άλλες που τον διώχνουνε, μ’ όλο που οι πρώτες είναι πιο κατώτερες σε όλα από τις δεύτερες. Αυτό το αίσθημα δεν είναι ολότελα από εκείνα τα απόκρυφα που είπα, γιατί, μ’ όλο που οι πολλοί δεν παίρνουνε είδηση απ’ αυτά τα άπιαστα πράγματα, και εκτιμάνε τις συνοικίες και τα σπίτια από τα χεροπιαστά, δηλ. αν έχει καλούς δρόμους, αν δεν έχει υγρασία, αν έχει καλή συγκοινωνία, αν κατοικούνε άνθρωποι καλής τάξεως, ωστόσο παρατήρησα πως κάμποσοι συμπαθούνε ή αντιπαθούνε χωρίς κι αυτοί να ξέρουνε γιατί. Φαίνεται πως υπάρχει μέσα μας κάποια αίσθηση πιο βαθιά από τις αισθήσεις, και πως έχουμε κάποιες κεραίες που πιάνουνε κάτι απηχήματα, που δεν ξέρουμε τι είναι κι από που έρχονται. Υπάρχουνε πολιτείες που είναι συμπαθητικές, κι άλλες που είναι ασυμπάθιστες. Αυτό το νιώθει κανένας με την πρώτη φορά που τις είδε, κι όσες φορές να τις δει, νιώθει τι ίδιο πράγμα. Μπορεί, όπως είπα, πρωτύτερα, ως ένα σημείο να εξηγηθεί ετούτο το αίσθημα. Παραδείγματος χάριν, όσες πολιτείες ή σπίτια ή αυλές ή σταθμοί ή λιμάνια ή ό,τι άλλο βρίσκουνται γυρισμένα κατά το βασίλεμα του ήλιου και σε ψηλότερο μέρος, αυτά είναι πιο χαρούμενα και πιο αισιόδοξα, γιατί κατά το βράδυ που γέρνει η μέρα και γίνεται ο κόσμος πιο μελαγχολικός, απ’ όποιο μέρος φαίνεται ο ήλιος που βασιλεύει, ας είναι και συννεφιά, το βραδινό φως είναι πιο γλυκό και πιο ελαφρό, η ματιά ταξιδεύει πέρα μακριά, κατά το βασίλεμα, μέσα στο χρυσό φως ή στα σύννεφα που κολυμπάνε στον σιντεφένιον ουρανό, σαν τα χρυσόψαρα μέσα στο καθαρό νερό. Η ψυχή αλαφρώνει. Κείνη την ώρα όλα μεταμορφώνουνται. Παίρνουνε μια δόξα κι αθανασία. Τα πιο τιποτένια και τα πιο βάρβαρα πράγματα αλλάζουνε σα να βρίσκουνται μέσα σε κάποιο όνειρο. Οι φάμπρικες με τις καπνισμένες καμινάδες γίνουνται παλάτια, οι αποθήκες των λιμανιών παίρνουνε μια ποιητική όψη σα να ΄ναι εκκλησιές, τα παλιοσίδερα γίνουνται χρυσαφικά, οι σκονισμένοι δρόμοι γεμίζουνε χρυσαφένια φωτοχυσία, οι ίσκιοι που ρίχνουνε τα τηλεγραφόξυλα είναι γεμάτοι παράξενο μυστήριο. Αυτά γίνονται την ίδια ώρα, που όσα κοιτάζουνε από την άλλη μεριά, κατά τον βοριά και κατά την ανατολή, είναι βουτημένα σ’ έναν μολυβήν ίσκιο, μονότονον, βαρύν και μελαγχολικόν, ως που ν’ ανάψουνε τα φώτα των φαναριών. Μα ανεξάρτητα απ’ αυτά, η όψη μιας πολιτείας είναι πολλές φορές ανεξιχνίαστο μυστήριο. Δεν γνωρίζεις γιατί σε τραβά τούτη και γιατί σε αποδιώχνει η άλλη, ενώ δεν έχει αυτή που σε μαγεύει κανένα εξωτερικό χάρισμα. Ωστόσο, σε όλα της, βρίσκεις κάτι που χαϊδεύει τη φαντασία σου, στα πιο ασήμαντα πράγματα. Ενώ η άλλη δεν σε ευχαριστά, με όλα τα φανταχτερά κάλλη της, που μπορώ να πω σου την κάνουνε και πιο αντιπαθητική. Μια τοποθεσία σκονισμένη, άσχημη, ξέρακας, μπορεί να σου εγγίξει κάποιες μυστικές κόρδες, που δεν τις εγγίζει κάποιο άλλο μέρος με πρασινάδες, με νερά, με ξεκούραση. Μπαίνεις σ’ ένα δωμάτιο, και το συμπαθείς, με όλο που δεν έχει τίποτα που να είναι σύμφωνο με το αίσθημά σου, ενώ ένα άλλο που είναι στολισμένο με κάποια πράγματα του γούστου σου σού είναι ξένο, κρύο κι αποκρουστικό. Γιατί; Κανένας δεν μπορεί να νιώσει την αιτία. Μπαίνεις σ’ έναν κήπο και νιώθεις πάλι το ίδιο. Λες: «Είναι έμορφος, γιατί απ’ εδώ τα δέντρα είναι έτσι, εκεί στρίβει ο δρόμος, από την άλλη μεριά φαίνεται εκείνο το βουνό, σε τούτο το μέρος που στέκουμαι βρίσκεται αυτό το σιντριβάνι». Μα καταλαβαίνεις πως, κι αν λείπανε όλα αυτά, ή ήτανε αλλιώτικα, πάλι θα το συμπαθούσες. Μια μυστική ανταπόκριση υπάρχει ανάμεσα σε κάτι μέσα σου και σ’ αυτή την τοποθεσία. Καταλαβαίνεις πως αν όλα αυτά που βλέπεις, τα ΄παιρνες και τα τοποθετούσες σ’ ένα άλλο μέρος όπως είναι, χωρίς ν’ αλλάξεις τίποτα, ούτε στα ίδια ούτε στη θέση που έχουνε μεταξύ τους, καταλαβαίνεις πως δεν θα ΄τανε το ίδιο. Θα γινότανε ολότελα αλλιώτικο. Χτίζεται ένα σπίτι. Το χτίζουνε με καλαισθησία. Το χωρίζουνε μέσα με αίσθημα, με λεπτότητα. Με μεγάλη φροντίδα γίνουνται όλα. Το στολίζουνε με διαλεχτά έπιπλα, με έμορφα πράγματα. Και μ’ όλα ταύτα μπορεί να έχει κάποιον αέρα πουτο κάνει αντιπαθητικό, ύστερα από τόση δουλειά, που έγινε με γνώση. Ενώ ένα άλλο που δεν έγινε με τόση φροντίδα, είναι πιο συμπαθητικό. Αυτός ο αέρας δεν πιάνεται από κανέναν, κι ούτε βγαίνει από τα καθέκαστα που θα σκηνοθετούνε, έστω και με την πιο μεγάλη γνώση. Βρίσκεσαι σ’ ένα χωριό και σταματάς έξω από μια μάντρα με ξερολιθιά. Μέσα έχει αγριοχόρταρα, ξεράγκαθα και δυό-τρία ψωρόδεντρα. Για μια στιγμή περνά ένα φύσημα τ’ αγεριού, φωνάζει ένας κόρακας, μυρίζουνε τα στυφά αγκάθια, ένας γάιδαρος κοιμάται όρθιος παραπέρα μέσα στον ξέρακα, ολομόναχος. Νιώθεις πως όλος ο κόσμος είναι μακάριος, κι εσύ μαζί μ’ αυτόν, ενώ σε ζεματά ο ήλιος κι ο ιδρώτας τρέχει από πάνω σου. Γιατί; Κανένας δεν ξέρει. Ανεξιχνίαστα μυστήρια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου