«Μέγα και παράδοξον θαύμα τετέλεσται σήμερον! Παρθένος τίκτει και μήτρα ου φθείρεται. Ο Λόγος σαρκούται, και του Πατρός ου κεχώρισται. Άγγελοι μετά ποιμένων δοξάζουσι, και ημείς, συν αυτοίς εκβοώμεν· Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη» (Α΄ ιδιόμελον του μεγάλου εσπερινού της εορτής).
Όντως μέγα και παράδοξον θαύμα ενεργείται σήμερον! Γιατί σήμερον η Παρθένος γεννά «εν σαρκί» τον Υιόν του Θεού, «τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων», χωρίς να φθαρή η πάναγνος Θεοκυοφορήσασα παρθενική μήτρα της!... Σήμερον «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω. Α:14). Σήμερον «το απ’ αιώνος απόκρυφον και αγγέλοις (και ανθρώποις), άγνωστον μυστήριον δια σου Θεοτόκε τοις επί γης πεφανέρωται» και οι «άγγελοι μετά ποιμένων δοξάζουσι και ημείς συν αυτοίς εκβοώμεν· Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
«Πως εξείπω το μέγα Μυστήριον; Ο άσαρκος σαρκούται· ο Λόγος παχύνεται· ο αόρατος οράται και ο αναφής ψηλαφάται· ο άναρχος άρχεται· ο Υιός του Θεού υιός ανθρώπου γίνεται…» (δ΄ ιδιόμελον εις απόστιχα του Εσπερινού της Συνάξεως της Θεοτόκου). Πάντες οι άνθρωποι, οι άγγελοι και Αρχάγγελοι, απορούν και θαυμάζουν για το μέγα αυτό Θεανθρώπινον Μυστήριον! Και γι’ αυτό κι’ αυτός ακόμη ο πνευματέμφορος και Θεοφθόγγος υμνογράφος της εορτής, απορεί, θαυμάζει και εκθαμβείται, προ του ασυλλήπτου θεολογικού ύψους και του δυσθεωρήτου μυστηριακού βάθους του παμμεγίστου και ακαταλήπτου Μυστηρίου της σαρκώσεως του Θείου Λόγου! Και γι’ αυτό ο κτιστός ανθρώπινος λόγος του, μένει άφωνος και εξαπορών, γιατί αδυνατεί να εκφράση το ασύλληπτο, απερινόητο, άρρητο και ανέκφραστο αυτό μυστήριο της ευσεβείας! Γιατί αληθώς και «ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον· Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (Α΄ Τιμ. γ: 16). Ο ακατάληπτος δηλαδή Τριαδικός Θεός, εφανερώθη εν σαρκί δια της Θεοτόκου. «Το μυστήριον το αποκρυμμένον από των αιώνων και από των γενεών, νυνί δε εφανερώθη τοις αγίοις αυτού, οις ηθέλησεν ο Θεός γνωρίσαι τις ο πλούτος της δόξης του μυστηρίου τούτου εν τοις έθνεσιν, ος εστι Χριστός εν υμίν, η ελπίς της δόξης» (Κολασ. α: 26-27). Αυτό σημαίνει ότι το μέγα Μυστήριον της σαρκώσεως του Θείου Λόγου, που ήταν κρύφιον και κεκρυμμένον από την αρχήν των αιώνων και των γενεών, σήμερον εφανερώθη στους πιστεύοντας, στους οποίους ηθέλησεν ο Θεός να γνωρίση πόσον μεγάλος είναι ο πλούτος της απείρου δόξης του Μυστηρίου αυτού εις όλα τα έθνη, που είναι ο σαρκωμένος Λόγος του Πατρός, ο Χριστός, ο Σωτήρ μας και ελπίς της αιωνίου δόξης όλων μας. Αλλά πως η Παρθενος συνέλαβεν «εν γαστρί» και εγέννησεν «εν σαρκί» τον ενυπόστατον Λόγον του Πατρός, την ενυπόστατον Αλήθεια και Ζωή και έγινεν η ουράνιος παστάς του Λόγου, που μέσα της ετελεσιουργήθη το μέγα Μυστήριο της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως; Πως ο άκτιστος, κτίζεται, ο άϋλος Λόγος του Πατρός παχύνεται, ο αόρατος οράται, ο αψηλάφητος ψηλαφάται, ο άναρχος άρχεται και ο Υιός του Θεού υιός ανθρώπου γίνεται; Μυστήριον απόκρυφον και ακατάληπτον, μυστήριον θείον, αλλά και ανθρώπινον, μυστήριον Θεανθρώπινον… «Εννόησαν το μυστήριον και φρίξαι έχεις. Και μυστήριον εστί και μέγα και ευσεβείας μυστήριον, και ομολογουμένως ου ζητουμένως, αναμφίβολον εστίν», αναφωνεί ο θείος Χρυσόστομος. Προσπάθησε, λέγει ο μέγας αυτός κήρυκας της ευσεβείας, να κατανοήσης το δυσθεώρητο θεολογικό ύψος και βάθος της θείας συγκαταβάσεως και τότε θα φρίξης και θα αισθανθής, ότι τα πάντα σ’ αυτό το μυστήριο, στο «παμμυστήριο του όντος και παντός του υπάρχοντος», κατά την έκφρασιν του οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς, «είναι υπέρ λόγον και έννοιαν, υπέρ φύσιν και υπέρ κτίσιν», για να φανερωθή μέσα στην κρυφιότητα του μυστηρίου της ησυχίας και της σιωπής, το άπειρο θεολογικό μεγαλείο της θείας αγάπης και της θείας συγκαταβάσεως!... Και είναι «ομολογουμένως και ου ζητουμένως αναμφίβολον» το μυστήριον της σαρκώσεως του Θείου Λόγου, γιατί, όπως θεολογεί ο ίδιος Πατερικός Θεολόγος, ο όσιος Ιουστίνος, μέσα στη φάτνη των αλόγων ζώων του σπηλαίου της Βηθλεάμ, ευρίσκεται εσπαργανωμένον «το πλήρωμα παντός του θείου και του ανθρωπίνου, παντός του θεοειδούς και του θεοκτίστου, το πλήρωμα της Θείας Αληθείας και της Θείας Δικαιοσύνης, της Θείας Αγάπης και της Θείας Ζωής· διότι ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος, δηλαδή δυενικόν πλήρωμα του Θείου και του ανθρωπίνου. Επομένως πρόκειται περί Θεανθρωπίνης πανενότητος και πληρώματος, το οποίον είναι και παραμένει αιώνιον, διότι η κεφαλή του είναι ο Αιώνιος Θεάνθρωπος, η Δευτέρα Υπόστασις της Παναγίας Τριάδος…» (Ιουστίνου Πόποβιτς: «Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, σελ. 21). Και ευρίσκεται πράγματι «το πλήρωμα παντός του Θείου και του ανθρωπίνου, παντός του θεοειδούς και του θεοκτίστου, γιατί στο σαρκωμένο Λόγο του Θεού, πραγματοποιείται «πάσα θεανθρωπίνη πανενότης», γιατί ενούται υποστατικώς η άπειρος θεία φύσις με την πεπερασμένη ανθρωπίνη φύση, για να γεννηθή στον κόσμο, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, ο κεχρισμένος παρά Θεού Πάτρός, εν Πνεύματι Αγίω, για να λυτρώση και να ελευθερώση τον πεσόντα άνθρωπον από τα δεσμά, που του εχάλκευσεν η αμαρτία και ο διάβολος. Έτσι σταματά πλέον η διάσπασις και η αλογία, που επέφερε στην ανθρώπινη φύση η αμαρτία της παρακοής και της παραβάσεως της θείας εντολής και επανέρχεται πάλι στην διασπασμένη ανθρωπότητα, μία έλλογος πανενότης και μία έλλογος Θεία Λειτουργία αναφοράς, κατά την θεολογικήν έκφρασιν του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, προς τον άκτιστον Θείον Λόγον… Αυτό σημαίνει ότι ο μόνος αληθινός Τριαδικός Θεός, εμεγάλυνε τόσο πολύ τον άνθρωπο, ώστε, με την υποστατική ένωση μαζί του, όχι μόνο τον ελύτρωσε από το σκοτάδι της αμαρτίας και του θανάτου αλλά, κατά την θεολογική έκφραση του Οσίου Ιουστίνου, «τον ανύψωσε υπεράνω όλων των Αγγέλων και των Αρχαγγέλων, υπέρ άνω όλων των υπερανθρωπίνων όντων!... Γιατί ο Θεός Λόγος, δεν έγινε ούτε Θεάγγελος, ούτε Θεοχερουβείμ, ούτε Θεοσεραφείμ, αλλά Θεάνθρωπος!..» (Ιουστίνου Πόποβιτς «Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός» σελ. 15, έκδοσις 1974). Μπροστά σ’ αυτό το υπέρλογο Μυστήριο της σαρκώσεως του Θείου Λόγου, που εμεγάλυνε τόσο πολύ τον άνθρωπο, ώστε να τον ανυψώση πάνω από όλα τα όντα και τα κτίσματα και πάνω ακόμη και από τις ασώματες ουράνιες δυνάμεις, ιλιγγιά ο ανθρώπινος νους και ο ανθρώπινος λόγος σταματά και μένει άφωνος, γιατί αδυνατεί να κατανοήση, να ερμηνεύση και να εκφράση «της ευσεβείας το μέγα Μυστήριον!...». Γιατί, κατά την έκφραση του υμνογράφου της εορτής, «ου φέρει το μυστήριον έρευναν, αλλά πίστει τούτο πάντες δοξάζομεν». Γι’ αυτό ο ιερός Χρυσόστομος, έκθαμβος αναφωνεί: «ότι έτεκεν η Παρθένος σήμερον οίδα, και ότι εγέννησεν ο Θεός αχρόνως πιστεύω· τον δε τρόπον της γεννήσεως σιωπή τιμάν μεμάθηκα και ου δια λόγων πολυπραγμονείν παρέλαβον… αλλά τι είπω και τι λαλήσω; Εκπλήττει γαρ με το θαύμα!... (Ιωάννου του Χρυσοστόμου «λόγος των Χριστουγέννων»). Γι’ αυτό ο Ορθόδοξος Πατερικός θεολογικός λόγος προσεγγίζει «αποφατικά» και λειτουργικά την πρόσβαση στο ανερμήνευτο και υπέρλογο αυτό μυστήριο της Σαρκωμένης Αληθείας και Ζωής, και αυτή η πρόσβασις δεν είναι λογική, ούτε απρόσωπος, αλλά μία υπέρλογος μετοχική και μυσταγωγική σχέσις με το Θεανθρώπινο σώμα, του σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού μία μυστηριακή, κοινωνία, που προσφέρεται μέσα μυσταγωγικά, μέσα στην Ορθόδοξη λειτουργικότητα, ως αποκάλυψις λόγου, αλλά και ως έκφρασις ησυχίας. Γιατί το Θεανθρώπινον Μυστήριο δεν είναι μόνον μυστήριον φανερώσεως, αλλά και μυστήριον αποκρύψεως, δεν είναι μόνον αποκάλυψις λόγου, αλλά και έκφρασις ησυχίας!... Γιατί ο σαρκωμένος Λόγος του Πατρός, δεν φανερούται μόνον με το άκουσμα των λόγων του, αλλά και αποκαλύπτεται μυστικά μέσα στην κρυφιότητα της σιωπής!... Γιατί, κατά την έκφασιν του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, ο Ιησούς «κρύφιος εστι και μετά την έκφανσιν και εν τη εκφάνσει και εν ουδενί λόγω ή νω το κατ’ αυτόν εξήκται μυστήριον. Ώστε και νοούμενον άγνωστον μένει και λεγόμενον άρρητον μένει» (Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, προς Γάϊον επιστολή). Αυτό σημαίνει ότι το ακατάληπτον και ανερμήνευτον μυστήριον της σαρκώσεως του Θείου Λόγου, αποκαλύπτεται μυστικά στο βάθος της υπάρξεώς μας, μέσα στην κρυφιότητα της σιωπής «και αεί γεννάται και γίνεται βρέφος, κατά την έκφρασιν του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, εαυτόν εν εκείνοις διαπλάττων ταις αρεταίς». Ας προσπαθήσουμε και ημείς, ώστε να γεννηθή μέσα μας το Θείον Βρέφος σπαργανώνοντάς το με την πίστιν και την αγάπην μας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου