Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, ο Ιμπραήμ αποχωρεί κατά μήνα Μάϊο για την Πελοπόννησο, όπου κατά μήνα Ιούνιο του 1826 οργανώνει επίθεση κατά της Μάνης, της τελευταίας περιοχής της Ελλάδος που παραμένει ανεξάρτητη και ελεύθερη. Όμως το πνεύμα της αντίστασης είναι παντού ισχυρό, πολύ δε περισσότερο στη Μάνη, που ουδέποτε έζησε κατοχή από ξένο δυνάστη.
Η περίπτωση της Μάνης είναι ιδιάζουσα καθότι όχι μόνον παρέμεινε ελεύθερη καθόλην την διάρκεια της τουρκοκρατίας (1453-1821), αλλά απετέλεσε το επίκεντρο τόσο του διεθνούς όσο και του εθνικού ενδιαφέροντος. Η Μάνη συντήρησε την πολιτική έννοια της ελεύθερης Ελλάδος μέσα από μια σειρά διαπραγματεύσεων, επαφών και συμφωνιών με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής (Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Ρωσία) δραστηριότητες που την καθιστούσαν διεθνή παράγοντα με de facto πολιτειακή αναγνώριση. Παράλληλα προσέφερε το εφαλτήριο εκκίνησης πολλών εθνικών δραστηριοτήτων, με κορυφαία παραδείγματα την πρόθεση τόσο του Ρήγα, όσο και της Φιλικής Εταιρείας, πριν και μετά την ανάληψη της αρχηγίας από τον Υψηλάντη, να αρχίσουν από εκεί την ελληνική εξέγερση. Η παράδοξη αυτή ιστορική πραγματικότητα της Μάνης είναι πολλές φορές αντίθετη με την κοινή πεποίθηση που πρεσβεύει ότι επρόκειτο περί απομωνομένης περιοχής ευρισκόμενης υπό συνθήκες άγριας ανεξαρτησίας.
Η σύγχυση προέρχεται από την εμμονή των κατοίκων της στα πάτρια και την διατήρηση των ηθών και εθίμων τους, αλλά αυτό ουδεμία σχέση έχει με απομόνωση από τον άλλο κόσμο, δεδομένης της ιστορικής αλήθειας ότι η μικρή αυτή περιοχή της Ελλάδος υπήρξε το επίκεντρο όχι μόνο του ελληνικού αλλά και του διεθνούς ενδιαφέροντος κατά την μακρά περίοδο της τουρκοκρατίας.
Η εμπόλεμη κατάσταση της Μάνης με τους Τούρκους, αρχίζει αμέσως μετά την πτώση
της Πόλης, με την εξέγερση των Μανιατών δύο φορές υπό τον Ηπειρώτη Κροκόδειλο
(Κορκόδειλο) Κλαδά, πρώτα το 1463 και μετά την περίοδο 1479-1481. Η μεγάλη
εκστρατευτική προσπάθεια των Τούρκων να παραβιάσουν τα σύνορα της Μάνης υπό τον
μπεηλέρμπεη της Ρούμελης Αλή Μπούμικο τον Ιανουάριο του 1480 απέτυχε οικτρά στο
Οίτυλο, όπου το τουρκικό σώμα αποδεκατίστηκε από τον Κλαδά. Έκτοτε οι Τούρκοι
ουδέποτε επεχείρησαν να κατακτήσουν την Μάνη και διοργάνωναν μόνο επιδρομικές
εκστρατείες με πρόθεση να διεισδύουν ταχέως, να δηώνουν και να λεηλατούν τον
τόπο και μετά να αποχωρούν.
Λόγω της δεξιότητός τους στις πολεμικές τέχνες, πολλοί Μανιάτες εκείνης της
εποχής κατατάσσονται και διαπρέπουν στον ενετικό στρατό ως stradioti
(περιπλανώμενοι στρατιώτες, από το ιταλικό strada=οδός , μισθοφόροι πολεμιστές)
ενώ ο Κάρολος Ε΄ της Ισπανίας (1520-1566) έχει στη υπηρεσία του το επίλεκτο
σώμα των Mainoti (Μανιατών).
Το 1603 οι Μανιάτες έρχονται σε επαφή με τον Μέγα Δούκα της Φλωρεντίας
Φερδινάνδο Α΄, τον Πάπα Κλήμη Η΄ και τον Φίλιππο Γ΄ της Ισπανίας, προς τον
οποίον αποστέλουν επιστολή ως «ρήγα της Σπάνιας και πάσης Ινδίας [Αμερικής]
παλαιάς τε και νέας», ενώ από το 1611 έως το 1618 έρχονται σε επαφή με τον
Δούκα του Νεβέρ, απόγονο των Παλαιολόγων, και τον Λουδοβίκο ΙΓ΄της Γαλλίας.
Σημειωτέον ότι τις επιστολές των Μανιατών υπογράφουν όλες οι μεγάλες
οικογένειες της Μάνης οι οποίες στην πλειονότητά τους είναι βυζαντινές που
βρήκαν καταφύγιο στην περιοχή (Φωκάδες, Κοντόσταυλοι, Νίκλοι, Ταβουλάριοι,
Κοσμάδες, Στεφανόπουλοι, Μέδικοι-Γιατριάνοι). Κατά την περίοδο αυτή ξεσπούν δύο
εξεγέρσεις με την υποκίνηση των Ισπανών (1614 και 1615). Προσπάθειες ισχυρών
τουρκικών εκστρατευτικών σωμάτων υπό τον Τουρκο πειρατή Μουσολίν Ραϊς το 1614
και υπό τον Ασλάν πασά των Ιωαννίνων το 1615, να εισχωρήσουν εις το εσωτερικό
της Μάνης και να την καθυποτάξουν, έχουν άδοξο τέλος. Η σκληρότητα πάντως που
επέδειξε, και οι καταστροφές που προκάλεσε ο τελευταίος επιδρομέας Ασλάν ή
Σιλάν πασάς, έμειναν στη μνήμη των Μανιατών, οι οποίοι έκτοτε ονόμαζαν τον
καταστροφικό βόρειο άνεμο που μαστίζει την περιοχή, Σιλαμπασιά (από το Σιλάν
πασάς).
Το 1659 ο Ενετός Φραγκίσκος Μοροζίνης αποβιβάζεται στη Μάνη (στις Κιτριές)
και την παροτρύνει να εξεγερθεί. Έκτοτε «οι Μανιάτες διεγερθέντες υπό των
Βενετών πειρατικώς διέτρεχον τας θαλάσσας διαρπάζοντες και φονεύοντες τα
τουρκικά πλοία και πληρώματα» (Κ. Σάθας). Οι Μανιάτες πειρατές το 1667 φθάνουν
μέχρι την ενετοκρατούμενη Κρήτη και καταληστεύουν τον τουρκικό στόλο που την
πολιορκούσε. Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669, ο μεγάλος
βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλή, για να τους τιμωρήσει, στέλνει τον διαβόητο κουρσάρο
Χασάν Μπαμπά, ο οποίος αποτυγχάνει να αποβιβασθεί στις ακτές της Μάνης, λόγω
των πειρατικών επιδρομών των Μανιατών κατά την διάρκεια της νύχτας, με
αποτέλεσμα να χάσει τα πλοία του εκτός ενός με το οποίο διέφυγε. Ο Αχμέτ
Κιοπρουλή απελευθερώνει τότε τον διαβόητο Μανιάτη αρχιπειρατή Λυμπεράκη
Γερακάρη, ο οποίος ήταν έγκλειστος στις φυλακές του Μπάνιου στην
Κωνσταντινούπολη, και τον διορίζει διοικητή (μπέη) της Μάνης (Μανιάτμπεη),
χορηγώντας παράλληλα γενική αμνηστεία στους Μανιάτες και επίσημη απαλλαγή από
την φορολογία (που ποτέ δεν πλήρωναν). Οι Μανιάτες ηρεμούν έχοντας Μανιάτη
ηγεμόνα και επιτρέπουν στον Καζέ Αλή πασά που μπαίνει στην Μάνη με 6.000
Τούρκους, ως φίλος πλέον, να επιδιορθώσει ενετικά κάστρα (Πόρτο Κάγιο) και να
χτίσει καινούργια τουρκικά κάστρα (Κελεφά και Ζαρνάτα), με σκοπό να διασφαλίσει
τον έλεγχο των τριών λιμένων της Μάνης (του Πόρτο Κάγιο, του Οιτύλου και των
Κιτριών αντίστοιχα) από τους Ενετούς. Όμως το 1685 οι Μανιάτες σε νέα
συνεργασία με τους Ενετούς του Μοροζίνι ανακαταλαμβάνουν τα κάστρα του Πόρτο
Κάγιο, της Ζαρνάτας, της Κελεφάς αλλά και του Πασσαβά (που κατείχαν οι Τούρκοι,
χτισμένο στο μοναδικό χερσαίο πέρασμα από Βορρά προς τη Μάνη, κοντά στο
Γύθειο), και έκτοτε παραμένουν στα χέρια τους. Το 1699 με την συνθήκη του
Κάρλοβιτς (την οποία από μεριάς Τουρκίας υπογράφουν ο Μεχμέτ Ραμί και ο
Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο «Εξ΄Απορρήτων») η Πελοπόννησος εκχωρείται
στους Ενετούς. Η Μάνη τυπικά ανήκει στο «Βασίλειο του Μορέως», ενώ ουσιαστικά
παραμένει ελεύθερη, ακόμα και μετά την συνθήκη του Πασάροβιτς το 1718, δια της
οποίας η Τουρκία ανακτά επισήμως την Πελοπόννησο από τους Ενετούς.
Η συμβολή της Μάνης στις προεπαναστατικές εξεγέρσεις των Ελλήνων κορυφώνεται με
τα γνωστά πλέον Ορλωφικά (1770) για τα οποία πληρώνει βαρύ τίμημα αίματος. Μετά
το 1776 αναγνωρίζεται από τους Τούρκους ως αυτόνομο «μπας
(=κορυφαίο)-μπεηλίκι», κατόπιν ενεργειών του Μεγάλου Διερμηνέα του Στόλου
Νικολάου Μαυρογένη που επιδιώκει κατ΄ αυτόν τον τρόπο να εξευμενίσει τους
Μανιάτες και να εκτονώσει την συνεχή επαναστατική τους προδιάθεση. Έκτοτε
διοικείται από «Μανιατόμπεη» ή «Μανιάτμπεη», τίτλο που για πρώτη φορά και για
μικρό χρονικό διάστημα έφερε ο Λυμπεράκης Γερακάρης, και αναφέρονταν στον
ηγεμόνα της Μάνης, τον ουσιαστικά εκλεγμένο από τους καπετάνιους της. Η Μάνη
ανήκει έκτοτε και τυπικά στην δικαιοδοσία του «Καπουδάν πασά», αν και πάντοτε
θεωρείτο ουσιαστικά νησιώτικη περιοχή.
Το 1797 έρχονται στη Μάνη απεσταλμένοι του Ναπολέοντος, ο Κορσικανός
βοτανολόγος Δήμος Στεφανόπουλος και ο ανηψιός του Νικολός, μανιάτικης
καταγωγής, από τους Στεφανόπουλους που μετανάστευσαν από το Οίτυλο στην Κορσική
το 1671, λόγω της βεντέτας που είχαν με τους Γερακάρηδες. Φέρνουν γράμμα του
Ναπολέοντα στον ηγεμόνα της Μάνης Τζανέτμπεη Γρηγοράκη το οποίο μεταξύ άλλων
έλεγε: «Οι Γάλλοι εκτιμούν τον μικρό αλλά γενναίο λαό της Μάνης, τον μόνο από
την Αρχαία Ελλάδα που μπόρεσε να διατηρήσει την ελευθερία του». Τα αισθήματα
των Μανιατών για τον Ναπολέοντα ήταν αμοιβαία, πολλά δε μανιάτικα σπίτια είχαν
στο εικονοστάσι τους το πορτρέτο του Κορσικανού τον οποίον λάτρευαν ως Άγιο
(Saint Napoléon).
Ο Ναπολέων Βοναπάρτης, περί της μανιάτικης καταγωγής του οποίου έχουν
γραφεί πολλά (από την μανιάτικη οικογένεια των Καλόμερων ή Καλομοίρηδων=Buona
parte, που μετανάστευσε στην Κορσική), μελετούσε εκείνο τον καιρό εξέγερση στην
Πελοπόννησο με σημείο εκκίνησης την Μάνη, αλλά η καλπάζουσα ανέλιξή του στην
Γαλλία και τα γεγονότα που ακολούθησαν στην Ευρώπη ματαίωσαν τα σχέδιά του.
Από το 1814 η Μάνη βρίσκεται υπό την σόφρωνα ηγεμονία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη
υπό την οποία διαδραμάτισε τον ήδη γνωστό πρωτεύοντα ρόλο της στην έναρξη και
επιτυχία της πρώτης φάσεως της Ελληνικής Επανάστασης (Καλαμάτα-Βαλτέτσι,
Πετρόμπεης, Κυριακούλης και Ηλίας Μαυρομιχάλης) και για τον οποίο έπρεπε, κατά
τον Ιμπραήμ, να πληρώσει. Ο Αιγύπτιος στέλνει τελεσίγραφο στους Μανιάτες, που
τον περιμένουν οχυρωμένοι έξω από την Καλαμάτα, στην Βέργα του Αλμυρού. Το στενό
αυτό, το οποίο αποτελεί την δυτική πύλη εισόδου προς τη Μάνη, το οχυρώνουν οι
Μανιάτες, όσο έλειπε ο Ιμπραήμ στο Μεσολόγγι, με ένα ασβεστόκτιστο τείχος ύψους
δύο μέτρων που εκτείνεται για ένα περίπου χιλιόμετρο από ένα απροσπέλαστο
ορεινό σημείο μέχρι την θάλασσα. Ο Ιμπραήμ ζητάει από τους Μανιάτες να
παραδοθούν αμαχητί διαφορετικά τους απειλεί γράφοντάς τους επί λέξει: «θα
εισβάλω εις την χώραν σας, θα καταστρέψω αυτήν, θα περάσω εν στόματι μαχαίρας
τους άνδρας και τα παιδιά σας και δεν θα αφήσω λίθον επί λίθου». Από τους
Μανιάτες λαμβάνει την ακόλουθη απαντητική επιστολή:
«Από ημάς τους ολίγους Έλληνας της Μάνης,
προς τον Ιμπραχήμ πασάν της Αιγύπτου.
Ελάβομεν το γράμμα σου, εις το οποίον είδομεν να μας φοβερίζεις ότι, αν δεν
σου προσφέρωμεν την υποταγήν μας, θέλεις εξωλοθρεύσει τους Μανιάτας και την
Μάνην. Σε περιμένομεν με όσας δυνάμεις θελήσης. Οι κάτοικοι της Μάνης γράφομεν
και σε περιμένομεν».
Στις 22 Ιουνίου του 1826, ο Ιμπραήμ επιτίθεται λυσσαλέα εναντίον τους,
επικεφαλής ενός σώματος από 8.000 άνδρες, για να υποστεί δεινή και ταπεινωτική
ήττα, παρά την υπεροπλία του και την αριθμητική του κυριαρχία,. Στην δεκάωρη
μάχη της Βέργας ο Ιμπραήμ υποχωρεί νικημένος από τους 1500 Μανιάτες των
Μαυρομιχαλαίων, του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη (αδελφού του Πετρόμπεη), του
Γεωργάκη Μαυρομιχάλη (γιου του Πετρόμπεη), του Ιωάννου Κατσή Μαυρομιχάλη
(αδελφού του Πετρόμπεη) και του γιού του Ηλία Κατσάκου Μαυρομιχάλη, αφήνοντας
πίσω του 500 Αιγύπτιους νεκρούς. Και ενώ όλοι οι Μανιάτες παραμένουν οχυρωμένοι
στη Βέργα, ο Ιμπραήμ επιχειρεί αυτοπροσώπως μετά από τρεις μέρες, στις 25
Ιουνίου 1826, αιφνιδιαστική ναυτική απόβαση με 2.000 άνδρες στον κόλπο του
Διρού (εκεί που βρίσκονται τα γνωστά σπήλαια), στην καρδιά δηλαδή της Μάνης,
την οποία ανέμενε να βρεί αφύλακτη. Όμως και από εκεί αναγκάζεται σε άτακτη
υποχώρηση μετά από επίθεση που δέχεται από τις Μανιάτισσες που θέριζαν στα
χωράφια, και που μαινόμενες και ατρόμητες επετέθησαν και κατέσφαξαν τους
Αιγύπτιους με τα δρεπάνια, μέχρι να έρθει ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης και να
τους αποτελειώσει.
Μετά από δυό μήνες, στις 28 Αυγούστου 1826, ο Ιμπραήμ επιχειρεί με νέο
αιφνιδιασμό να μπεί στη Μάνη διασχίζοντας, ως άλλος Αννίβας, τον Ταϋγετο από τα
ανατολικά. Ηγούμενος αιγυπτιακού στρατού εκ 12.000 ανδρών, κατορθώνει να φθάσει
στα σύνορά της, στον Πολυτσάραβο (τόπο με πολλά «τσάρα», δηλαδή φρύγανα ή
αφάνες), όπου όμως, μετά από τριήμερες σκληρές μάχες, υφίσταται εκ νέου δεινή
ήττα από 2.000 Μανιάτες υπό τους Γεωργάκη Μαυρομιχάλη (γιο του Πετρόμπεη),
Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη (αδελφό του Πετρόμπεη), Παναγιώτη Γιατράκο, Ηλία
Κατσάκο Μαυρομιχάλη, και Ηλία Τσαλαφατίνο. Οι απώλειες των Αιγυπτίων ανήλθαν σε
1.100 νεκρούς και 1.400 τραυματίες, ενώ των Μανιατών, λόγω και του οχυρού της
θέσεώς τους, ήταν μόνο 28 νεκροί και 75 τραυματίες, μεταξύ των οποίων και 5
γυναίκες. Ο Πολυτσάραβος, λόγω των μεγάλων απωλειών των «Αράβων» του Ιμπραήμ,
και της φωνητικής συγγένειας της λέξεως, αποκλήθηκε έκτοτε Πολυάραβος, ονομασία
που διατηρεί μέχρι των ημερών μας.
Μετά την αδυναμία του να εισχωρήσει στη Μάνη, ο Ιμπραήμ αναγκάζεται τον
Σεπτέμβριο του 1826 να αποσυρθεί στην Τρίπολη, αναμένοντας νέες ενισχύσεις από
την Αίγυπτο. Ο στρατός του που αρχικά ανήρχετο σε 24.000 άνδρες, είχε πλέον
συρρικνωθεί σε 8.000 εκ των οποίων οι 1.500 ήταν ασθενείς σε νοσοκομεία. Παρόλα
αυτά συνεχίζει απτόητος το καταστροφικό του έργο στην Πελοπόννησο, δηώνοντας
και ερημώνοντας την χώρα («Είμαι αποφασισμένος να τους υποτάξω. Τα πάντα θα
καταστραφούν και οι κάτοικοι στα χωριά πρέπει να πεθάνουν από πείνα ή από
κρύο»). Μόνο στην περιοχή της Μεσσηνίας δενδροτομήθηκαν 85.000 δέντρα. Οι
Έλληνες όμως είναι ανυποχώρητοι. Ο Κολοκοτρώνης ψυχή της αντίστασης στην
Πελοπόννησο, γράφει στον Μπραϊμη (Ιμπραήμ): «Όχι τα κλαριά να μας κόψεις,
όχι τα δέντρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνο πέτρα απάνω στην πέτρα να μη
μείνει, ημείς δεν προσκυνούμε. Τι τα δέντρα μας αν τα κόψεις και τα κάψεις, την
γην δεν θέλει την σηκώσεις, και η ίδια γη που τα έθρεψε, αυτή η ίδια γης μένει
δική μας και τα ματακάνει. Μόνον ένας Έλληνας να μείνει πάντα θα πολεμούμεν και
μη νομίζεις πως την γην μας θα την κάμεις δική σου. Βγάλτο απ΄ το νου
σου».
Όμως ο Ιμπραήμ, παράλληλα με τις λεηλασίες, αλλάζει τακτική και προσεγγίζει
τον πληθυσμό, υποσχόμενος σε όσους δηλώσουν υποταγή ότι θα τους βοηθήσει,
χορηγώντας μάλιστα στους «προσκυνημένους» το λεγόμενο «προσκυνοχάρτι» (ράϊ
μπουγιουρντί), ένα είδος «ταυτότητας υποτέλειας» με το οποίο όσοι προσκυνούσαν
εύρισκαν όχι μόνο την ησυχία τους από τους κατακτητές αλλά επιπρόσθετα είχαν
και σημαντικά οφέλη (πεντάχρονη φορολογική απαλλαγή, δωρεάν ξαναφτιάξιμο των
σπιτιών τους, δωρεάν άλογα, βόδια, και σπόρο για να καλλιεργούν τη γη). Η
κίνηση άρχισε να βρίσκει απήχηση στα αρβανιτοχώρια της Αχαϊας μετά το
προσκήνυμα του Δημήτρη Νενέκου (οπλαρχηγού του κοτσάμπαση της Αχαϊας Μπενιζέλου
Ρούφου), τον οποίον δεν άργησαν να ακολουθήσουν όλοι οι αλβανόφωνοι καπεταναίοι
και προεστοί των χωριών της Πάτρας. Το προσκήνυμα του Ιμπραήμ άρχισε σιγά-σιγά,
μετά το 1826, να παίρνει διαστάσεις και εκτός Αχαϊας (Γαστούνη, Πύργος Ηλείας,
Ολυμπία) καθώς ο Νενέκος συγκρότησε «στρατιωτικό σώμα προσκυνημένων» με 2.000
από δαύτους, και συνεργάζονταν με τον κατακτητή.
Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβάνεται αμέσως τον κίνδυνο που περιέκλειε μια τέτοια
ανεξέλεγκτη εξάπλωση του προσκυνήματος στην Πελοπόννησο, όπως το εξομολογείται
αργότερα; «Εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα μόνον δια την πατρίδα
μου, όχι άλλην φοράν, ούτε εις τας αρχάς, ούτε εις τον καιρόν του Δράμαλη που
ήρθε με 30.000 στράτευμα εκλεκτό, ούτε ποτέ, μόνον εις το προσκύνημα
εφοβήθηκα». Γνωρίζει καλά ότι δεν είναι ώρα για ηπιότητες αλλά για σκληρές
αποφάσεις. Γι΄αυτό «αδυσώπητος ηγέρθη κατά της προδοσίας» (Γερβίνος). Κρεμάει
έναν προδότη για παραδειγματισμό, καρφώνοντας στο στήθος του ένα χαρτί με
μήνυμα για πολλούς αποδέκτες:
Τέτοιον καταφρονημένον θάνατον θα έχουν από τους Έλληνας όσοι επροσκύνησαν
εις τον Ιμπραχίμην. Τοιούτον θάνατον θα λάβουν και όσοι έχουν αυτό το άτιμο
φρόνημα και δεν το αποβάλλουν.
Ο Γενικός Αρχηγός της Πελοποννήσου
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Ρίχνει το σύνθημα: «Όποιο χωριό δεν ακολουθήσει την φωνή της πατρίδος,
φωτιά και τζεκούρι», και το κάνει πράξη. Στέλνει τους οπλαρχηγούς του
(Πετμεζαίους) στα προσκυνημένα χωριά να αναγνώσουν τη διαταγή του: «Όποιο χωριό
δεν γυρίσει πίσω είναι τα σπίτια του καμμένα, τ΄ αμπέλια του καμένα, θα τους αφανίσω
από το πρόσωπο της γης». Τον δε Νενέκο καταδικάζει εις θάνατον «χάριν της
πατρίδος» και στέλνει Έλληνες πατριώτες να τον βρουν και να τον εξοντώσουν «ως
Τούρκο και όχι ως Χριστιανό». Ο Νενέκος εκτελείται και το προσκύνημα στην
Πελοπόννησο σβήνει σταδιακά.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είναι αναμφίβολα η δεσπόζουσα στρατιωτική
φυσιογνωμία της Ελληνικής Επαναστάσεως. Πέραν της στρατηγικής του ιδιοφυίας,
και παρά το ότι ήταν αγράμματος και ακαλλιέργητος κατά τα ευρωπαϊκά μέτρα, είχε
σαφή πολιτική αντίληψη των τεκταινομένων κατά την διάρκειαν της Επαναστάσεως.
Ήταν πανούργος, οξύνους, κοινωνικά μορφωμένος, και ιδιαίτερα πνευματώδης, όπως
φαίνεται από το σχόλιο που έκανε, όταν γέρος πια στην Αθήνα του Όθωνα,
βλέποντας τα νεόκτιστα τότε κτίρια του Πανεπιστημίου και των Ανακτόρων (της
σημερινής Βουλής) και δείχνοντας με το χέρι του το Πανεπιστήμιο είπε: «Αυτό το
σπίτι κάποτε θα φάει το άλλο σπίτι». Φλογερός πατριώτης με ανεπτυγμένη την
εθνική του αυτοσυνειδησία, εξέφραζε όσο κανείς άλλος το «ομόψυχο πνεύμα της Επανάστασης»,
όπως φαίνεται και από τα λεγόμενά του μετά από πολλά χρόνια στους φοιτητές του
Πανεπιστημίου των Αθηνών, στην Πνύκα:
«Όταν αποφασίσαμεν να κάμωμεν την Επανάσταση, δεν συλλογισθήκαμε ούτε πόσοι
είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και
τας πόλεις, αλλά ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας
μας, και όλοι και οι κληρικοί και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι
πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό
τον σκοπό, και εκάμαμε την Επανάσταση».
Η μνήμη του παραμένει ισχυρή στις καρδιές των Νεοελλήνων ενώ στο βάθρο τού
ανδριάντος του, που τον αναπαριστά καβαλλάρη, σε κεντρικό σημείο των Αθηνών,
είναι βαθιά χαραγμένη η διαχρονική του πορεία στην Ελληνική Ιστορία («Έφιππος
χώρει γενναίε στρατηγέ ανά τους αιώνας, διδάσκων τους λαούς πως οι δούλοι
γίνονται ελεύθεροι»).
Η παταγώδης αποτυχία του Ιμπραήμ στη Μάνη, και το πνεύμα αντίστασης που
εμφυσά στον ελληνικό πληθυσμό ο Κολοκοτρώνης, καθορίζουν και τις εκτιμήσεις του
Άγγλικού Ναυτικού για την κατάσταση στην Πελοπόννησο το 1826, όπως προκύπτει
από εκθέσεις των Βρετανών παρατηρητών του ναυτικού: «Οι γραμμές επικοινωνίας σε
ολόκληρο τον Μοριά είναι σε ελληνικά χέρια. Ο πασάς (Ιμπραήμ) είναι κύριος μόνο
του σημείου που κατέχει ο στρατός του». Για μία ακόμη φορά απεδείχθη σωστό το
«Les Grecs sont étonnants dans l’ adversité». Οι Έλληνες είναι καταπληκτικοί
στη συμφορά!!!
Χρίστος Γούδης
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
(Από την Πτώση στην Ανεξαρτησία),
Αθήνα, 2007, Εκδόσεις Κάκτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου