Οι πλημμέλειες της κυβερνήσεως ως προς την χειρισμό της πανδημίας και η αστοχία εμπεριστατωμένης δικαιολόγησης της βραχείας παρέκκλισης εκ των Συνταγματικών επιταγών, ένεκα της εκτάκτου ανάγκης, της πανδημίας, ήγαγε την κοινωνία προς «παρά φύσιν» διασάλευση της ευταξίας της.
Ειδικότερον, η περιαγωγή της κοινωνίας, προς μία επαχθή κατάσταση επί μακρόν, αναστολής των θεμελιωδών ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ήτοι η περιέλευση της, εις καθεστώς οιονεί πολιορκίας, δίκην του προκρίματος εξυπηρετήσεως της δημόσιας υγείας ως μείζονα έκφανση του καθήκοντος της κοινωνικής αλληλεγγύης, κρίνεται εκ του αποτελέσματος ανεπαρκής και προσχηματική.
Η κυβέρνηση, σκοπεί ως
αυτοσκοπό την επιβολή των εμβολιασμών «ξύλοις και ροπάλοις», καθοιονδήποτε τρόπο, υπό την επίφαση
προάσπισης της υγείας των πολιτών, αδιαφορώντας την τυχόν αιτιώδη πρόκληση,
παρενεργειών εξαιτίας των εμβολιασμών.
Περαιτέρω, το κράτος δικαίου
καταλύθηκε καθότι εκδικείται απηνώς, όσους διατηρούν επιφύλαξη να συναινέσουν
προς την ιατρική τοιαύτη πράξη, επιβάλλοντας τους επαχθώς την ποινή της
αναστολής εκ της εργασίας τους, άνευ μισθοδοσίας και κοινωνικοασφαλιστικών
εισφορών, αποστερώντας τους κατ’ ουσία το ελάχιστο όριο της αξιοπρεπούς
διαβιώσεως και τιτρώσκοντας εν ταυτώ το τυπικά ισοδύναμο και ισόκυρο
Συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, κατά αυτόχρημα κατάφωρη παράβαση της
θεμελιώδους αρχής της αναλογικότητας του
άρθρου 25 του Συντάγματος παρ. 3 καθώς και του άρθρου 281 του Α.Κ, περί
καταχρηστικής συμπεριφοράς.
Ο εξόχως, τιμωρητικός αυτός
χαρακτήρας της κυβερνήσεως, ο κοινωνικός δηλαδή, αποκλεισμός, μέσω του
νεοπαγούς «Απαρτχάιντ», η αντιμετώπιση των πολιτών ως υγειονομικά μιάσματα και
η καταφανής, υπό ρατσιστικά ελατήρια, διακριτική μεταχείριση συνιστά πλήγμα εις
το βάθρο του στέρεου Νομικού μας Πολιτισμού καθότι δεσπόζει μία ιδιότυπη
κοινοβουλευτική δικτατορία, όπου ο πολίτης, οφείλει πάση δυνάμει, να
υποτάσσεται εκών άκων, εις την αλάθητη βούληση της παντοδύναμης εξουσίας επί
ποινή εξοστρακισμού με το στίγμα, τον ψόγο και την ηθικοκοινωνική απαξία του
ανυπάκουού «ψεκασμένου»
Η
έλλειψη επιστημονικής πολυφωνίας, και η ποινικοποίηση της ελεύθερης διατύπωσης
διαφορετικής επιστημονικής απόψεως παραπέμπει στην προκρούστεια λογική της
Ιεράς Εξετάσεως του Μεσαίωνα.
Η νεοπαγής αυτή πραγματικότητα
εξοβέλισε τις παραδοσιακές δικαϊκές αρχές όπως την υπερημερία παράνομης
απόκρουσης της αυτοπρόσωπης και προσήκουσας προσφερόμενης εργασίας του
εργαζομένου, εξ αποκλειστικής υπαιτιότητάς του εργοδότη, κατ’ άρθρο 657 και 657
του Α.Κ, άλλως η επί αδικαιολόγητη επί
μακρόν άρνηση αποδοχής της προσήκουσας παρεχόμενης της εργασίας του η οποία,
υπό κανονικές συνθήκες, εξομοιώνεται με μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων
εργασίας του και συνιστά σιωπηρή απόλυση, η εγκυρότητάς της οποίας εξαρτάται εκ
της προσήκουσας καταβολής της νομίμου αποζημιώσεώς του.
Πλην
όμως σήμερον, υπάρχουν εγκλωβισμένοι επί μακρόν, πάμπολλοι εργαζόμενοι, οι
οποίοι είτε τελούν εις αναστολή λόγω ότι αρνούνται να υποβληθούν εις
αυτοδιαγνωστικούς ελέγχους δια λόγους συνειδήσεως (δεν αξιολογώ την ορθότητα ή
μη εν προκειμένω), ή άλλως έχουν απολυθεί, μολονότι η φύση της εργασίας του,
δεν επιβάλλει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, παρά ταύτα όμως η εργοδοτική πλευρά
(ασκώντας καταχρηστικά το δικαίωμα εις την επιχειρηματική οικονομική ελευθερία
τους κατ’ άρθρο 5 παρ. 1 και 106 παρ. 2
του Συντάγματος) προβαίνουν ανέλεγκτα και ανενδοίαστα, εις την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του
εργαζομένου, με την δικαιολογία ότι επιβάλλουν καθολικά και ανεξαιρέτως τον
υποχρεωτικό εμβολιασμό εις την επιχείρησή τους, καίπερ τούτο δεν καθίσταται
νομοθετικώς επιβλητέο, θίγοντας όμως εις τον αντίποδα, αυτόχρημα κατάφωρα, το
δικαίωμα αυτοκαθορισμού εις την υγεία του εργαζομένου (κατά το άρθρο, 5 παράγραφος
2 του Συντάγματος) το δικαίωμα εις την σωματική τους ακεραιότητα (άρθρο 7 παρ.
2), και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του (άρθρο 5 παράγραφος 1) ως
προς την ρητή συναίνεση προς μία ιατρική πράξη.
Επί τη πράξη, το μείζον ζήτημα
καθίσταται ότι αφενός, ένα μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας, εκόντες άκοντες,
ευρίσκεται επί μακρόν εις ένα μετέωρο εργασιακό καθεστώς, ήτοι εις έναν
μακροχρόνιο εγκλωβισμό αναστολής της εργασίας τους, άνευ αποδοχών-ασφάλισης και
ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, συνάμα δε, αδυνατούν να αναζητήσουν αλλαχού
εργασία ένεκεν του καθεστώτος αναστολής και εξ ετέρου οι εργοδότες,
απολαμβάνουν προνομιακά και αζημίως αυτήν την νομοθετικά αλυσιτελή κατάσταση
εις βάρος των εργαζομένων, διότι έχουν προβεί προς νέες προσλήψεις και συνεχίζουν
απρόσκοπτα και αδιατάρακτα την επιχειρηματικής του δράση.
Φρονώ ότι άπαντες οφείλουμε,
με την θεσμική μας ιδιότητα, να εγκύψουμε προς το καινοφανές τούτο κοινωνικό
ζήτημα, εκδηλώνοντας ευαισθησία και αλληλεγγύη προς τους συμπολίτες μας
προκειμένου να διαρρηχθεί ο γόρδιος αυτός δεσμός, ως προς την εργασία τους,
τόσο νομικά ή ίσως με την επιδίωξη νομοθετικής παρέμβασης.
Συνελόντι ειπείν, τούτο δε,
επιβάλλεται αμελλητί, αυθωρεί και παραχρήμα και άνευ χρονοτριβής ίνα αρθεί η
αδράνεια του Κράτους περί ενός τοσούτον, καίριο, έμπυο, ακανθώδες, και μείζον
ζήτημα.
Χαράλαμπος B. Κατσιβαρδάς
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου