Στέφανος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ο Νέος, ο δια πασών των αρετών πεπλουτισμένος, ήτο από την Κωνσταντινούπολιν, εις την οποίαν εγεννήθη κατά τας ημέρας του Βασιλέως Αναστασίου Β΄ του και Αρτεμίου καλουμένου, του βασιλεύσαντος εν έτει ψιγ΄ - ψιε΄ (713 – 715). Είναι δε πράγματι μέγας πλούτος και θείον πράγμα η αρετή και πολλών εγκωμίων αξία αληθώς, όχι μόνον διότι ανταμείβει τους φίλους της φιλοτίμως, αλλά και διότι μόνον δι’ αυτών των εγκωμίων δύναται να σύρη προς το μέρος της τους φίλους της εξάπτουσα τον ζήλον εις τας ψυχάς και τας καρδίας αυτών. Επαινούντες δε τους φιλαρέτους και διηγούμενοι προθύμως τον βίον αυτών, δεικνύομεν προς αυτούς ευγνωμοσύνην και ευλάβειαν και παρακινούμεν και άλλους να μιμώνται αυτούς.
Επειδή λοιπόν εις εκ τούτων είναι και ο μακάριος Στέφανος, άριστος εις όλα και της αρετής εραστής περιφανής, ας διηγηθώμεν λεπτομερώς την γέννησιν και ανατροφήν αυτού, τα ασκητικά παλαίσματα και τα μαρτυρικά τρόπαιά του ως και τα διαπρεπή αριστεύματα αυτού. Ούτος λοιπόν ο σπουδαίος και επίσημος βλαστός εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει, ως είπομεν, από γονείς φιλοθέους και Ορθοδοξοτάτους, πλουσίους κατά την περιουσίαν, κατά δε την ψυχήν πλουσιωτέρους. Ούτοι δίδοντες ελεημοσύνας εις πένητας και φοιτώντες εις την Εκκλησίαν, ήκουαν την ιεράν Λειτουργίαν, παρεκάλουν δε τον Θεόν ίνα τους χαρίση παιδίον άρρεν, διότι είχον δύο θυγατέρας πριν ή γεννήσωσι τον Στέφανον. Η μήτηρ αυτού εκαλείτο Άννα και μετέβαινεν εις τον Ναόν των Βλαχερνών πολλάκις και παρεκάλει την Παναγίαν Θεοτόκον να της χαρίση υιόν κατά την επιθυμίαν της. Μίαν λοιπόν Παρασκευήν, κατά την οποίαν είχον παννυχίδα, ηύξησεν η Άννα την δέησιν εις τον ρηθέντα Ναόν, και παρεκάλει την Παναγίαν με δάκρυα, ίνα γεννήση άρρεν τέκνον και να το αφιερώση εις τον Ναόν της· εις το τέλος δε της προσευχής απεκοιμήθη ολίγον και βλέπει καθ’ ύπνον γυναίκα τινά ωραίαν και πάγκαλον, ήτις ήγγισε τους πόδας αυτής και της λέγει· «Ύπαγε εις ειρήνην και θέλεις συλλάβει υιόν, ως εζήτησας». Τότε η Άννα εξύπνησε και ανεχώρησε χαίρουσα δια το ποθούμενον άγγελμα. Μετ’ ολίγας ημέρας εψήφισαν Πατριάρχην τον Άγιον Γερμανόν και συνηθροίσθη άπειρον πλήθος δια να τον ίδωσιν, επειδή ήτο άνθρωπος περιφανής και ενάρετος· μετέβησαν λοιπόν και οι γονείς του Στεφάνου, ότε ήτο έγκυος η μήτηρ του, ήτις εστάθη εις τι μέρος εκ του οποίου έμελλε να διέλθη ο Πατριάρχης και του λέγει μετά πίστεως· «Ευλόγησον, Δέσποτα, το παιδίον το οποίον έχω εις την κοιλίαν μου». Ο δε είπε προς αυτήν ως προορατικός και Άγιος· «Ο Θεός να το ευλογήση δια πρεσβειών Στεφάνου του Πρωτομάρτυρος». Και την στιγμήν, κατά την οποίαν είπε ταύτα, είδεν η Άννα φλόγα πυρός εξελθούσαν εκ του στόματος του Πατριάρχου. Αφού δε εγεννήθη το παιδίον, το ωνόμασαν, κατά την πρόρρησιν, Στέφανον, λαβόντες δε αυτό οι γονείς του το έφεραν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν και λέγει η Άννα προς την Πανύμνητον· «Υποδέχθητι, Δέσποινα, τον παίδα τον οποίον μοι έδωκες· διότι εις σε και τον μονογενή σου Υιόν τον αφιερώ, ως προ της συλλήψεως έταξα». Ούτως ειπούσα προς την Εικόνα, λέγει ταύτα προς τον σύζυγόν της· «Αύτη η Δέσποινα, αγαπητέ μου σύζυγε, υπήρξεν η αιτία και εγέννησα τον Στέφανον». Τελέσαντες λοιπόν την ευχαριστίαν προς την Θεοτόκον αμφότεροι επέστρεψαν εις τον οίκον των. Όταν δε ήθελον να βαπτίσωσι το παιδίον, το έφεραν εις την Αγίαν Σοφίαν και το εβάπτισεν ο Άγιος Γερμανός το Μέγα Σάββατον. Μετά ταύτα, αφού εμεγάλωσε, το έδωσαν να μάθη γράμματα· και επειδή ήτο ευφυής και οξύτατος, έμαθεν εις ολίγον καιρόν πολλά μαθήματα και είχεν ευλάβειαν εις τους ιερούς λόγους, κατά την ανάγνωσιν των οποίων ίστατο όρθιος και δεν ενύσταζε ποτέ, προ πάντων δε όταν ήκουε λόγον τινά του θείου Χρυσοστόμου έχαιρε, διότι ηγάπα τα συγγράμματά του περισσότερον των άλλων και εξ αυτών εξεπαίδευσε τον βίον και την συμπεριφοράν του, διάγων εναρέτως· ποτέ δεν ωρκίσθη ούτε λόγον περιττόν ωμίλησεν, ούτε άλλον ήθελε να ακούση κατακρίνοντα τινα ή να λέγη απρεπείς λόγους. Ενίκησε την φιλαργυρίαν τελείως και δεν ήθελε να ίδη νομίσματα, κατεφρόνησε την τιμήν και την δόξαν και όλας τας ηδονάς του σώματος και απλώς ειπείν είχε τόσην ακτημοσύνην και ταπείνωσιν, ώστε έχαιρεν εις την λιτότητα της τραπέζης και την ευτέλειαν του ενδύματος περισσότερον ή όσον χαίρουσιν οι πλούσιοι εις τα πολύτιμα πράγματα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ανέβη εις τον θρόνον Λέων ο Ίσαυρος, όστις και Κόνων εκαλείτο, εν έτει ψιζ΄ (717), και πρώτον μεν υπεκρίνετο την πανουργίαν της αλώπεκος, ότι ετίμα την Ορθοδοξίαν ο αλιτήριος· έπειτα, το δέκατον έτος της βασιλείας του, εξήμεσε το δηλητήριον ο δόλιος και προσκαλεσάμενος τους άρχοντας της βουλής, είπε προς αυτούς ότι δεν πρέπει να τιμώσι τας αγίας Εικόνας, μήπως γίνουν όμοιοι των ειδωλολατρών, προσκυνούντες άψυχα είδωλα. Όταν λοιπόν ήκουσαν ταύτα οι άρχοντες κατά πολλά εσυγχύσθησαν και ταραχή πολλή έγινεν· ο δε βασιλεύς, δια να τους ειρηνεύση, είπε ταύτα ο δόλιος· «Δεν λέγω να μη προσκυνώμεν τας Εικόνας τελείως, αλλά να τας κρεμάσωμεν υψηλότερα δια να μη τας μολύνωμεν με τα ρυπαρά από τας αμαρτίας και ανάξια χείλη μας». Ταύτα δε έλεγεν ο παμμίαρος δια να σμικρύνη τον πόθον και την πολλήν ευλάβειαν, την οποίαν είχον προς τας αγίας Εικόνας οι Ορθόδοξοι, έπειτα ολίγον κατ’ ολίγον να τας αφανίση τελείως. Ταύτα μαθών ο Άγιος Γερμανός του υπέδειξε με αξιοπίστους μαρτυρίας των Αποστόλων, των Συνόδων και ετέρων Αγίων, ότι όσοι δεν τας προσκυνούσι, κολάζονται και τον ενουθέτει να μη τολμήση να φανερώση τοιαύτην γνώμην μιαράν και αντίθεον· διότι πρώτον μεν αυτός ως Πατριάρχης, έπειτα και όλοι οι Ορθόδοξοι ήσαν έτοιμοι να λάβουν επώδυνον θάνατον μάλλον ή τας ιεράς Εικόνας να αθετήσωσιν. Τότε ο ασεβής βασιλεύς τον μεν Άγιον Γερμανόν με ύβρεις και πληγάς εξώρισεν, ανεβίβασε δε αναξίως εις τον θρόνον τον μιαρόν Αναστάσιον, όστις, επειδή ήτο ομόφρων του βασιλέως, έκαμεν όσα κακά ηθέλησεν ο άθλιος, καθώς εις την Κυριακήν της Ορθοδοξίας σαφέστερα φαίνονται πολλοί λοιπόν Ορθόδοξοι, δια να μη βλέπουν τοιαύτην ασέβειαν, έφευγον από την πόλιν και κατέφευγον εις ερήμους και όρη, προτιμώντες να κατοικώσι με άγρια θηρία ή με τους ανοσίους εκείνους να πολιτεύωνται. Τότε και οι του Στεφάνου θαυμαστοί γονείς ηθέλησαν και αυτοί να φύγουν, εσκέπτοντο δε και την υπόσχεσιν την οποίαν είχον δώσει να τον αφιερώσουν εις τον Κύριον, έκρινον όμως ότι δεν ήτο καλόν να αφήσωσι τον παίδα εις τα Μοναστήρια της Πόλεως δια την εικονομαχίαν· όθεν τον έφεραν εις το όρος του Αυξεντίου, το οποίον είναι απέναντι της Κωνσταντινουπόλεως, εις την επαρχίαν των Βιθυνών, από τα άλλα όρη υψηλότερον, εις την κορυφήν του οποίου ευρίσκεται σπήλαιον κατάλληλον δι’ ησυχίαν και κατώκησαν εκεί προς διαδοχήν του Οσίου Αυξεντίου ενάρετοι άνθρωποι, ήτοι μετ’ εκείνον ο μαθητής αυτού Σέργιος, τρίτος ο Βενδημιανός, τέτερτος ο ιερός Γρηγόριος, πέμπτος δε ο προορατικώτατος Ιωάννης, προς τον οποίον έφεραν οι γονείς τον μακάριον Στέφανον και τον παρεκάλεσαν να τον κάμη Μοναχόν. Ο δε γέρων ηννόησε δια των διορατικών οφθαλμών του το θείον κάλλος της ψυχής του νέου και τον εδέχθη προθύμως λέγων ταύτα προς τους γονείς· «Όντως το Πνεύμα του Θεού εις το παιδίον τούτο αναπέπαυται». Τελέσας λοιπόν την νυκτικήν δοξολογίαν, κατά το σύνηθες, ενουθέτησεν ο Άγιος Γέρων τον Στέφανον να αρνηθή τα εγκόσμια και να ποθήση τον Κύριον περισσότερον από τους γονείς του, οι οποίοι είναι πολλάκις αίτιοι και κολάζονται τα τέκνα των. Αυτά και άλλα πλείονα λέγων τον εκούρευσε και τον ενέδυσε το άγιον Σχήμα, ότε ήτο ετών δεκαέξ ο τρισμακάριος· όμως εις τον αγώνα υπερέβη τους γέροντας και ενήστευεν, ηγρύπνει και απέκοπτεν όλας τας επιθυμίας της σαρκός· προ πάντων δε τόσον εκυρίευε του θυμού και της μνησικακίας ο χριστομίμητος, ώστε όχι μόνον δεν έκαμνε κακόν εις εκείνον, όστις ήθελε πταίσει εις αυτόν, αλλά και με αγαθοερίας τον αντήμειβε. Τοσούτον δε ήτο υπήκοος και υπηρέτει προθύμως εις όλους τους κόπους, ώστε εχαίρετο οπόταν έστελλον αυτόν εις τόπον μακρινόν να φέρη βάρη, έφερε δε το ύδωρ από πολύ μακράν, ήτοι από το κοιμητήριον του Αυξεντίου, το οποίον κατεσκεύασεν όταν έζη αυτός ο μακάριος και το αφιέρωσεν εις το Μοναστήριον των γυναικών, ονομάσας τον τόπον Τριχιναρίαν, διότι ενεδύοντο τρίχινα ή και δια το τραχύ και δύσβατον του τόπου· όχι δε μόνον το ύδωρ έφερεν από τον μακρινόν εκείνον τόπον προθύμως ο Στέφανος, αλλά και έτερα χρειαζόμενα καλοκαίρι και χειμώνα εσήκωνε και δεν ερραθύμησεν, ούτε εγόγγυσε ποτέ, ούτε τον κανόνα της Μοναχικής πολιτείας ημέλησεν, αλλά ηγωνίζετο ίσα με τον διδάσκαλόν του Ιωάννην. Ο μακάριος ούτος Ιωάννης, δια τον πολύν πόθον τον οποίον είχε προς τον Θεόν και την ενάρετον πολιτείαν του, ηκιώθη τοσαύτης Χάριτος, ώστε και τα άλογα ζώα υπετάσσοντο εις αυτόν και του προσέφερον υπηρεσίαν· ήτοι εκεί εις το όρος ευρίσκετο ένα κυνάριον μικρόν και όταν ετύγχανε και έλειπε μακράν ο Στέφανος και εχρειάζετο κάτι από κανένα Μοναστήριον ο διδάσκαλός του, έγραφεν επιστολήν και την εκρέμα εις τον τράχηλον του κυναρίου και του έλεγε να την υπάγη εις το γυναικείον Μοναστήριον και να φέρη ταχέως απόκρισιν· αυτό δε ως λογικόν έκαμνε παρευθύς το πρόσταγμα και πηγαίνον εις την κέλλαν της Ηγουμένης ανήγγελλεν εις αυτήν δια των υλακών και σκιρτημάτων την παρουσίαν του και εξήρχετο η Μοναχή, ήτις παρελάμβανε την επιστολήν και αφού εξετέλει το προστασσόμενον, έστελλε την απόκρισιν με τον αυτόν κύνα. Ημέραν τινά, ερχόμενος ο θεσπέσιος Στέφανος από τινα υπηρεσίαν, ευρίσκει τον θεοφόρον Ιωάννην και είχε την κεφαλήν εις το παράθυρον πικρώς οδυρόμενος· ο δε Στέφανος, ακούσας τον θρήνον του διδασκάλου, έπεσε πρηνής εις την γην διαλογιζόμενος τις η αιτία τοσούτων δακρύων· ο δε προορατικός εκείνος Ιωάννης, γνωρίσας τους διαλογισμούς του Στεφάνου, ήγειρεν αυτόν και του λέγει· «Δια σε κλαίω, τέκνον ηγαπημένον μου, διότι εγνώρισα ότι δια σε μέλλει να αυξηθή ο τόπος ούτος, αλλά και πάλιν να αφανισθή από τους δυσσεβείς εικονομάχους εις το ύστερον». Ο δε Στέφανος τον ηρώτησε, βαρέως στενάξας, και του λέγει· «Μήπως εγνώρισες, Πάτερ μου, ότι μέλλω να απολεσθώ και εγώ και να πέσω εις ταύτην την αίρεσιν;» Ο δε είπεν· «Ουχί, τέκνον, μη γένοιτο, πλην πρόσεχε να υπομείνης έως τέλους τας θλίψεις όπου θα σου έλθωσιν, ότι ο «υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. ι:22). Αυτά και έτερα πλείονα λέγων ο άγιος Γέρων, του εφανέρωσεν όσα έμελλε να του συμβώσιν έως τέλους. Τον καιρόν εκείνον απέθανεν ο κατά σάρκα πατήρ του Στεφάνου· όθεν λαβών συγχώρησιν επήγεν εις το Βυζάντιον και πωλήσας όλα του τα πράγματα διεμοίρασεν εις τους πτωχούς τα αργύρια· και επειδή η μία αδελφή του ήτο εκεί εντός της Κωνσταντινουπόλεως, Μοναχή εις εν Μοναστήριον, επήρε την άλλην και την μητέρα του και πηγαίνων εις το όρος τας εκούρευσεν ο Γέροντάς του και γίνεται της αδελφής και της κατά σάρκα μητρός αυτού Πνευματικός Πατήρ ο Στέφανος, και τας έβαλεν εις γυναικείον Μοναστήριον, αυτός δε έμεινεν εις την υπακοήν του Γέροντος, όστις εις ολίγον καιρόν ετελεύτησεν. Ο δε Στέφανος εσύναξεν όλους τους Μοναχούς και τον ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως ως έπρεπεν. Οι δε Μοναχοί εψήφισαν Ηγούμενόν των τον θείον Στέφανον, όστις δεν έλαβε μόνον διπλήν την Χάριν ως ο Ελισσαίος από τον διδάσκαλον, αλλά και πολλαπλασίως έγινεν εναρετώτερος. Ήτο δε τότε ετών τριάκοντα, όταν έμεινε διάδοχος του Ιωάννου εις το σπήλαιον και εκοπίαζε καθ’ εκάστην ως μέλισσα άοκνος το γλυκύτατον μέλι της αρετής εργαζόμενος και γλυκαίνων τας ψυχάς των ακροατών με ψυχοσωτήρια λόγια· έκαμνε δε εργόχειρον, ποτέ μεν πλέκων τα δίκτυα, ποτέ δε γράφων βιβλίον, επειδή ήτο καλλιγράφος επιμελέστατος και εσπούδαζε να μη φάγη κόπον αλλότριον πώποτε, αλλά μάλλον άλλοι να τρέφωνται από το ιδικόν του εργόχειρον. Είχε δε τας αρετάς της ψυχής, ήτοι αγάπην, χαράν, ειρήνην, πραότητα, μακροθυμίαν, χρηστότητα· όθεν και πολλοί συνήγοντο από διαφόρους τόπους και εγίνοντο υπήκοοί του, δια να καρπώνωνται απ’ εκείνα τα μελίρρυτα λόγια. Ήλθε λοιπόν προς αυτόν πρώτος ενάρετος τις άνθρωπος, Μαρίνος ονόματι, έπειτα άλλοι τινές, Ιωάννης, Χριστοφόρος και Ζαχαρίας καλούμενοι, οίτινες ήσαν αγαθοί και πραότατοι· μετά ταύτα ήλθον και δύο κακότροποι, Σέργιος και Στέφανος καλούμενοι, δια τους οποίους θέλομεν είπει μετά ταύτα· επλήθυνε λοιπόν ο αριθμός των μαθητών αυτού έως είκοσιν. Όθεν ο μακάριος Στέφανος, δια να μη έχη ενόχλησιν και να διέρχεται με περισσοτέραν σκληραγωγίαν, εψήφισε τον Μαρίνον Ηγούμενον, αυτός δε εύρε τόπον τινά εις το αυτό όρος ησυχαστικώτερον, και εκεί έκτισε κελλίον μικρόν πολύ, το μάκρος δύο πήχεις και το πλάτος ενάμισυ, το δε ύψος όσον να ίσταται άνθρωπος κύπτων· εις δε το ανατολικόν μέρος έκαμε κόγχην μικράν ως Εκκλησίαν, αλλά την γνώμην του δεν εφανέρωσεν εις κανένα ειμή μόνον εις τον Μαρίνον, κλεισθείς δε μέσα εις το κελλίον αυτό έμεινε μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος· οι δε μαθηταί αυτού επήγαιναν εις το σπήλαιον, εις το οποίον ήτο πρότερον και δεν τον εύρισκον· όθεν έτρεχον εδώ και εκεί θρηνούντες την απουσίαν του διδασκάλου και ολοφυρόμενοι. Ακούσας δε εκείνος τας φωνάς και τα δάκρυα αυτών, ελυπήθη και τους εκάλεσεν προς αυτόν με φωνήν πραείαν, οι δε ιδόντες τοσαύτην στενοχωρίαν της οικοδομής έκλαιον συμπονούντες αυτόν και έλεγον· «Διατί, Πάτερ άγιε, γίνεσαι τόσον ριψοκίνδυνος και θέλεις αποθάνει προ καιρού δια την πολλήν σκληραγωγίαν, να υστερηθώμεν τοσαύτης ψυχικής ωφελείας;» Ο δε έλεγε προς αυτούς· «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. ζ:14) και αυτήν μόνον πρέπει να βαδίζουν όσοι ποθούσιν Βασιλείαν ουράνιον». Παρεκάλουν δε αυτόν οι μαθηταί του καν να σκεπάση το κελλίον δια να μη τον καίη ο ήλιος· ο δε απεκρίνατο· «Αρκεί ο ουρανός, τέκνα μου, και μη ζητώμεν άλλο περισσότερον». Έμενε λοιπόν το θέρος υπό του ηλίου καταφλεγόμενος και τον χειμώνα υπό των ανέμων και χιόνων βασανιζόμενος, και δεν είχεν άλλα ενδύματα ει μη μόνον μίαν ψάθην και εν κοντόρρασσον, δεν έφθανε δε αυτή η κακοπάθεια, αλλά και σίδηρα εφόρει εις όλον το σώμα του. επειδή όμως ήτο αδύνατον να κρύπτεται τοσαύτη αρετή, έτρεχον πολλοί εις αυτόν χάριν ωφελείας, διότι η οσμή του μύρου σύρει έκαστον προς αυτό τους πλησίον, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον. Ήλθε λοιπόν και μία χήρα ευγενής και πλουσία, και του λέγει ότι είχε πόθον να ενδυθή το άγιον Σχήμα των Μοναχών, ίνα διέλθη τον βίον ατάραχον. Ο δε Όσιος ενουθέτησεν αυτήν ως έπρεπεν, ίνα ετοιμασθή επιμελώς εις τοιαύτην πολιτείαν ισάγγελον και να ετοιμάση τα πράγματά της να καλογερευθή ταχέως πριν έλθη ο θάνατος. Η δε θεοφιλής εκείνη γυνή εφύλαξε τον λόγον του Οσίου οσίως και ακριβώς εις την καρδίαν της, και απελθούσα εις την πατρίδα της πωλεί όλα της τα πράγματα, διαμοιράζει εις τους πτωχούς τα περισσότερα αργύρια, τα δε επίλοιπα εκράτησε δια να τα δώση εις τον Άγιον να τα κάμη ό,τι θελήση. Αφήνει γονείς και γείτονες, απαρνείται πάσαν απόλαυσιν του σώματος, και μεταβαίνει μετά προθυμίας πολλής προς τον Όσιον. Εκείνος όμως ο μακάριος την είδε με βλέμμα στρυφνόν και της λέγει· «Ο Χριστός λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέκιον, ότι δεν δύναταί τις να είναι μαθητής του, εάν δεν αφήση όλα τα πράγματά του. Διατί συ παρέβης αυτήν την θείαν εντολήν και εκράτησες τόσα αργύρια;» Η δε γυνή ταύτα ακούσασα εθαύμασε δια το προορατικόν αυτού και λέγει· «Δεν τα εκράτησα, Πάτερ τίμιε, δια γνώμην φιλάργυρον, αλλά να τα φέρω της αγιωσύνης σου, να τα διαμοιράσης εις τους πτωχούς ως βούλεσαι, δια να έχω μισθόν περισσότερον». Τότε ο Όσιος την διέταξεν να υπάγη μετά του θεοφιλούς Μαρίνου να τα διαμοιράσωσιν εις τα πλησίον χωρία. Τούτου δε γενομένου, εκούρευσεν αυτήν ονομάσας Άνναν και την έβαλεν εις το γυναικείον Μοναστήριον, παραγγείλας εις την Ηγουμένην να επιμεληθή ταύτην, ίνα σώση την αθάνατον ψυχήν της δια βίου θεαρέστου και αγώνων πνευματικών. Κατ’ εκείνον τον καιρόν απέθανεν αθλίως ο άθλιος και θηριώδης βασιλεύς και έμεινε διάδοχος της βασιλείας και κακοδοξίας αυτού το ανοσιώτερον εκείνου και πικρότερον γέννημα, ήτοι Κωνσταντίνος ο Σαπρός και Κοπρώνυμος, ο βασιλεύσας εν έτει ψμα΄ (741), όστις επολέμει την Εκκλησίαν μιαίνων τα όσια ο ανόσιος και κατέκαυσεν όλας τας αγίας Εικόνας ο τρισκατάρατος. Έπειτα, διότι τον ήλεγξαν ευσεβείς τινες και ενάρετοι Μοναχοί και του υπέδειξαν ως σοφώτατοι δια των αγίων Γραφών ότι ήτο αντίθεος, εξεμάνη πολύ κατά των Μοναχών και τους επολέμει όσον ηδύνατο, ονομάζων αυτούς πλάνους, ειδωλολάτρας και άλλα όμοια. Εσύναξε λοιπόν τον μωρόν λαόν εις το παλάτιον και ηνάγκασεν όλους να ομόσουν ότι δεν θα προσκυνήση πλέον τις τας αγίας Εικόνας, αλλά θα λέγωσιν αυτάς είδωλα, και ότι δεν θα τολμήση να ομιλήση τις με Μοναχόν, ουδέ θα δεχθή τοιούτον εις τον οίκον του, αλλά και αν συναπαντηθή ποτέ τις μετά Μοναχού, να τον καλή μαυροφόρον, ειδωλολάτρην και αμνημόνευτον, έπειτα (ω μανίας δεινής και θηριώδους απανθρωπίας!) όλοι μαζί να λιθοβολώσιν αυτόν ως κακούργον και ληστήν. Ούτος ο Κοπρώνυμος Κωνσταντίνος, ευρών Ιερομόναχον τινα ομόφρονά του και ομογνώμονα, τον εκάθισε Πατριάρχην, χωρίς να χειροτονήσουν αυτόν κατά την τάξιν κανονικώς, αλλά μόνος ο βασιλεύς τυραννικώς ενέδυσεν ο ανίερος τον παμμίαρον και εφώνησε το «άξιος» εις τον ανάξιον ιερωσύνης και άξιον αισχύνης πολλής και καταφρονήσεως και τον ανεβίβασεν εις τον θρόνον, επειδή ήτο αποθαμμένος ο την ψυχήν νεκρός Αναστάσιος. Ω της ατόπου τόλμης και του βδελυρού εγχειρήματος! Ο φονεύς εφάνη ποιμενάρχης, όστις έλαβε τρεις γυναίκας ο αλιτήριος και καν να γίνη Ιερεύς ειδωλολατρών δεν ήτο άξιος, αλλά ο κακόδοξος τον εψήφισε δια να έχη αυτόν ομόφρονα, να αφανίσουν τας αγίας Εικόνας οι εναγείς και παμμίαροι. Έστειλε λοιπόν εις όλας τας πόλεις και χώρας γράμματα, να συναχθούν εις το Βυζάντιον οι Επίσκοποι, να κάμουν κατά των σεπτών Εικόνων μιαράν Σύνοδον. Και τις δύναται να διηγηθή πόσας ατοπίας ετέλεσαν οι ανόσιοι; Εξήλειψαν από τους τοίχους των θείων Ναών τα εκτυπώματα πάντων των Αγίων, τα Άγια κατεπάτουν, τας Εικόνας του Χριστού, της Θεοτόκου και των λοιπών Αγίων έκαιον εις το πυρ οι του πυρός κληρονόμοι και τελείως τας εξηφάνιζον ή τας έχριον με άσβεστον να μη φαίνωνται, ή έξεον τα χρώματα και τα μορφώματα των Αγίων και έμενον μόνον αι σανίδες άχρηστοι. Ω τόλμης δαιμονιώδους! Όπου ήτο ιστορημένον κανέν δένδρον, ή πετεινόν, ή θηρίον, ή άλλο όμοιον, το άφηναν, οι άχρηστοι, του δε Χριστού και των Αγίων τας μορφάς τελείως ηφάνιζον· όθεν έμεινεν η Εκκλησία εστερημένη πάσης ευπρεπείας, και εφαίνετο ως Νύμφη, χηρεύουσα, στυγνή και άκοσμος. Ω της συμφοράς! Ποία γλώσσα να εξηγήση και ποία ακοή να ακούση πράως τοιαύτην αξίαν θρήνων διήγησιν; Τας θύρας της Εκκλησίας του Χριστού «εν πελέκει και λαξευτηρίω κατέρραξαν» (Ψαλμ. ογ:6), και το Αγιαστήριον ενέπρησαν· όλοι δε οι ευσεβείς είχον μεγάλην λύπην, την δεινήν ταύτην συμφοράν οδυρόμενοι και μάλιστα το τάγμα των Μοναχών, επειδή αυτοί ήσαν από τους άλλους πλέον ευλαβείς και Ορθόδοξοι, τους οποίους εξώρισαν όχι μόνον από την Κωνσταντινούπολιν, αλλά και από τας λοιπάς χώρας της Ευρώπης και Βιθυνίας, και μόνον εις το βουνόν του Αυξεντίου εύρισκον καταφύγιον, τους οποίους υπεδέχετο ασμένως ο θείος Στέφανος και τους παρηγόρει να μη πικραίνωνται, με σοφούς λόγους παρακινών αυτούς να ίστανται εις την Ορθοδοξίαν ασάλευτοι και να ελπίζουν εις τον Θεόν, όστις έμελλε να ειρηνεύση πάλιν την Εκκλησίαν Του, τους δε αιρετικούς να διασκορπίση τάχιστα. Δια τοιούτων και άλλων ομοίων λόγων παρηγορών αυτούς τους απέλυεν εν ειρήνη και τους συνεβούλευε να δίδουν τόπον εις την οργήν, και να πηγαίνουν εις τόπον μακρινόν από το Βυζάντιον, να μη τους δίδουν ενόχλησιν οι κακόδοξοι και ούτως εποίησαν. Έμεινε λοιπόν η Κωνσταντινούπολις έρημος από Μοναχούς και άλλος μεν επήγαινεν εις την Ρώμην, άλλος εις το Παρθενικόν πέλαγος, και άλλοι αλλαχού· εξωρίσθησαν από τα Μοναστήρια και τα κελλία των και εξενιτεύθησαν, δια να μη αρνηθώσι την των αγίων Εικόνων προσκύνησιν, τας οποίας εμίσει σφόδρα ο αφρονέστατος τύραννος, όστις ηφάνισε πασών των Εκκλησιών την ευπρέπειαν· εξαιρέτως δε από τον επίσημον Ναόν της Θεοτόκου τον εν Βλαχέρναις εξήλειψεν όλην αυτού την ευπρέπειαν, όστις ήτο ο ωραιότερος από όλους και ευπρεπέστερος, διότι τον ιστόρησαν εικονογράφοι πρακτικοί και επιστήμονες και είχον ιστορήσει όλας τας Δεσποτικάς εορτάς και άλλους Αγίους, τας οποίας όλας Εικόνας ο άχρηστος έχρισε, και αντί αυτών εζωγράφισε δένδρα και πετεινά ο υιός της απωλείας και άλλα μάταια πράγματα· τους δε Ορθοδόξους, οίτινες τας επροσκυνούσαν, δεινώς ο δεινός και άσπλαγχνα εθανάτωσε και τα λείψανά των κατέκαυσεν ή κατεκρήμνισεν ή εβύθισεν εις το πέλαγος. Αντί Αγίων, εζωγράφιζεν ο ανόητος μορφάς ορνίθων και δένδρων και θηρίων και συγκαλέσαντες μετά του Πατριάρχου ανόσιον Σύνοδον, ανεθεμάτισαν οι αναθεματισμένοι τον Άγιον Γερμανόν, και όσους άλλους προσεκύνουν τας θείας Εικόνας, τους οποίους εκαλούσαν ειδωλολάτρας οι λατρευταί των δαιμόνων και των λίθων αναισθητότεροι και οι οποίοι έκαμαν τόσας ατοπίας, ώστε απορώ και θαυμάζω εις την άπειρον του Δεσπότου μακροθυμίαν, διότι δεν εσχίσθη η γη να τους καταπίη εις την άβυσσον με τα σώματα. Αφού δε ετελείωσαν εγγράφως την μιαράν ταύτην Σύνοδον, έχων πόθον ο βασιλεύς να υπογράψη εις ταύτην και ο Άγιος Στέφανος, ως εξακουστός όπου ήτο και εις την αρετήν περιβόητος, έστειλε προς αυτόν άρχοντα τινα μέγαν, πατρίκιον την αξίαν, ονόματι Κάλλιστον, και του λέγει· «Ύπαγε εις το βουνόν του Αυξεντίου να εύρης τον Ηγούμενον, τον αμνημόνευτον Στέφανον, να τον καταπείσης με γλυκείς και επιτηδείους λόγους να υπογράψη τον όρον της Συνόδου, την οποίαν εκάμαμεν, και δώσε του ολίγα σύκα, φοινίκια και άλλα όμοια όπου τρώγουν οι ερημίται, και χαιρέισον αυτόν απ’ εμέ λέγων· «Οι βασιλείς Κωνσταντίνος και Λέων οι ευσεβείς και Ορθοδοξότατοι σε ευλαβούνται ως έντιμον άνθρωπον και ενάρετον, και προσέταξαν να υπογράψης και συ την Ορθόδοξον Σύνοδον». Λαβών την εντολήν ταύτην ο Κάλλιστος έσπευσε και ανήγγειλε τα προστασσόμενα εις τον Όσιον, όστις ταύτα ακούσας απεκρίνατο· «Μη γένοιτο να προσυπογράψω την ψευδή ταύτην και ανίερον Σύνοδον, να ονομάσω φως το σκότος και γλυκύ το πικρότατον, ότι έτοιμος είμαι να χύσω το αίμα μου δια την των σεπτών Εικόνων προσκύνησιν· λάβε δε οπίσω αυτά τα φαγητά, τα οποία μου έστειλε, και ειπέ του, ότι εγώ δεν χρειάζομαι απ’ αυτόν, διότι μη γένοιτο να γλυκανθή ο λάρυγξ μου από αιρετικών βρώματα ή να λιπάνη την κεφαλήν μου αμαρτωλού έλαιον». Ταύτα ανήγγειλε προς τον βασιλέα επιστρέψας κατησχυμμένος ο Κάλλιστος. Όθεν εθυμώθη πολύ ο βασιλεύς και έστειλε στρατιώτας με τα ξίφη και αυτόν τον Κάλλιστον, προστάσσων αυτούς να αρπάσουν τον Στέφανον, να τον κατεβάσουν εις το κάτω Μοναστήριον, και να τον φυλάττουν εκεί έως εις άλλην πρόσταξιν. Φθάσαντες λοιπόν οι απεσταλμένοι με σπουδήν εις το σπήλαιον ετράβηξαν έξω βιαίως τον Όσιον, όστις από την πολλήν κάκωσιν του τόπου και την πολλήν εγκράτειαν ήτο εις τους μηρούς το δέρμα κολλημένον με τα οστά και δεν ηδύνατο να περιπατήση, ούτε να σταθή εις τους πόδας του· λοιπόν τον ελυπήθησαν δύο απ’ εκείνους τους ασπλάγχνους και τον εσήκωσαν εις τας χείρας των βαστάζοντες αυτόν επήγαν και τον εσφάλισαν με τους μαθητάς του εις το κοιμητήριον, φυλάττοντες αυτόν κατά το πρόσταγμα. Ο δε Όσιος με όλα ταύτα τα λυπηρά (καθόυι τον εφύλαττον ως κακούργον) δεν ημέλει ποσώς, αλλά έψαλλε ταύτα με τους συντρόφους· «Την άχραντον Εικόνα σου προσκυνούμεν, Αγαθέ», και άλλα τροπάρια της Ορθοδοξίας αρμόδια· έπειτα έλεγε και τούτο· «Τοις των εμών λογισμών λησταίς περιπεσών, εσυλήθην ο τάλας τον νουν» και τα λοιπά· τα οποία ακούοντες έξω της θύρας οι φύλακες, εταλάνιζον τον εαυτόν των λέγοντες· «Ουαί μας, ότι δικαίως μας λέγουσι ληστάς αυτοί οι Όσιοι, επειδή αυτοί κανέν κακόν δεν έπραξαν και ημείς τους εφυλακίσαμεν αδίκως και παρανόμως». Έκαμαν λοιπόν οι Όσιοι έγκλειστοι ημέρας εξ τελείως νήστεις και την εβδόμην έστειλεν ο τύραννος πρόσταγμα, να αφήσουν τον Άγιον να υπάγη πάλιν εις το κελλίον του, διότι τον επολέμουν οι Σκύθαι και εφοβήθη μήπως και τον έφθασεν η κατάρα του Αγίου, δι΄αυτό είπε να τον αφήσωσιν. Ο δε κάκιστος εκείνος μάλλον ή Κάλλιστος παρεκίνησεν ένα μαθητήν του Οσίου, Σέργιον το όνομα, τον οποίον ανεφέραμεν εν τοις έμπροσθεν, και του λέγει να εύρη κατά του Αγίου και διδασκάλου του ψευδομάρτυρας, ότι επόρνευσε με την άνωθεν Άνναν· ο δε έστερξεν ως φιλάργυρος, διότι τον επλήρωσεν ο Κάλλιστος και έγινε δεύτερος Ιούδας δια τα χρήματα ο δόλιος, όστις χωρισθείς της αγίας εκείνης συνοδείας ως σεσηπός μέλος και άχρηστον, επήγεν εις τον αρχιτελώνην της Νικομηδείας Αυλικάλαμον, και μετ’ αυτού συνεφώνησαν δια κακόν της κεφαλής των και έγραψαν κατηγορίαν κατά του Οσίου προς τον βασιλέα, ότι δήθεν ο Άγιος κατηγορεί αυτόν και τον λέγει αιρετικόν, συρογενή και βιτάλιον, και ότι κατασκευάζει παγίδας και άλλας πανουργίας κατά της ζωής του βασιλέως και έτερα όμοια· εις δε το τέλος έγραψαν και ψευδεστάτην κατηγορίαν, ότι είχε δήθεν ανηθίκους σχέσεις μετά της τιμίας Άννης, της οποίας είχε γίνει ανάδοχος, ως προανεφέραμεν, έλεγον ότι την είχε σκοπίμως ο Όσιος εις το κάτω Μοναστήριον, εκείθεν δε ανέβαινεν αύτη πολλάκις και την εμοίχευε νύκτα δια να μη αντιλαμβάνωνται οι άλλοι. Εις την δεινήν ταύτην συκοφαντίαν έβαλαν οι άνομοι μάρτυρα την δούλην της Άννης, της οποίας έταξαν να την ελευθερώσουν και να της δώσουν άνδρα πλούσιον τινα άνθρωπον του παλατίου, εάν μαρτυρήση ψευδώς τας άνωθεν κατηγορίας, εκείνη δε συνεφώνησε και εδέχθη δια την υπόσχεσιν. Όθεν γράψαντες την κατηγορίαν, την έστειλαν του βασιλέως, όστις ήτο τότε εις τα μέρη των Σκυθών όπου είχε πόλεμον και βλέπων την κατηγορίαν, έστειλε προς τον επίτροπόν του Άνθην γράμματα (τον Λέοντα είχε τότε φυλακισμένον) ούτω λέγοντα· «Ύπαγε παρευθύς εις το γυναικείον Μοναστήριον του Αυξεντίου, εις το οποίον ευρίσκονται πόρναι τινές προσποιούμεναι έξωθεν τας ευλαβείς, από αυτάς να συλλάβης μίαν ονόματι Άνναν, και να μου την στείλης εδώ με τα αυθεντικά άλογα». Ο δε του παρανόμου βασιλέως παρανομώτερος άρχων, ως είδε τα γράμματα, έδραμεν εις το Μοναστήριον με πλήθος στρατιωτών και ήρπασαν την Άνναν ως θηρία ανήμερα, ομού δε μετ’ αυτής απέστειλεν η Ηγουμένη και άλλην αδελφήν Θεοφανώ καλουμένην, ίνα την συνοδεύση, ενουθέτησε δε αυτάς να προσέχουν εις τας ερωτήσεις και να λέγουν όλην την αλήθειαν. Ιδών αυτάς ο τύραννος, εκάλεσε την Άνναν ξεχωριστά από την άλλην, και της λέγει· «Εγώ γνωρίζω βεβαίως, ότι σε πορνεύει ο μιαρός Στέφανος, δια τούτο θέλω να μου ειπής μόνον τον τρόπον, με τον οποίον σε επλάνησεν ο μάντις εκείνος και σε έκαμε να απαρνηθής τον πλούτον και την ευγένειαν, να καταφρονηθής τοσούτον και να μολύνης την σωφροσύνην σου με τοιούτον ανάξιον άνθρωπον». Η δε ακούσασα τοιούτον λόγον άσεμνον, απεκρίνατο· «Μη γένοιτο, βασιλεύ, δεν αφήκα εγώ τα πράγματά μου δια να μολύνω την ψυχήν μου πορνεύουσα, ψεύματα σου είπον οι κατήγοροι και πίστευσόν μοι της δούλης σου· ει δε, εδώ είναι το σώμα μου και κόψε και κάψε αυτό και δος ει τινα άλλην βάσανον θέλης, άλλος λόγος δεν εξέρχεται εκ του στόματός μου, μόνον ότι γνωρίζω τον άνδρα δίκαιον και Άγιον και της σωτηρίας μου αίτιον». Ταύτα ακούων ο τύραννος εσήκωσεν από τον θυμόν τον δάκτυλόν του και προστάσσει να φυλακίσουν την Άνναν, την δε Θεοφανώ και παρά την θέλησίν της απέλυσε να υπάγη εις το Μοναστήριον, εις το οποίον ελθούσα εκείνη ανήγγειλεν εις την Ηγουμένην και τον Όσιον τα γενόμενα. Ο δε βασιλεύς, νικήσας τους πολεμίους, επέστρεψεν εις το Βυζάντιον και εφυλάκισε την Άνναν εις σκοτεινόν και απαράκλητον τόπον τοσούτον, ώστε ωμοίαζε σχεδόν προς κόλασιν, εκεί δε έστειλεν ανθρώπους και έλεγον εις αυτήν να ομολογήση την επομένην, ότι ήτο πόρνος ο Στέφανος και να την τιμήση η βασίλισσα· η δε άρνησις δεν την ωφελεί, διότι το ομολογεί η δούλη της, εάν δε εξακολουθήση αρνουμένη, θα μαστιγωθή και θα λάβη επώδυνον θάνατον. Η δε απεκρίνατο· «Ας γίνη του Κυρίου το θέλημα». Την άλλην ημέραν συνήθροισε πλήθος λαού εις την φιάλην του παλατίου ο τύραννος και προστάσσει να φέρουν γυμνήν την Άνναν και πλήθος βουνεύρων. Τούτου δε γενομένου, λέγει προς αυτήν· «Αυτά όλα θέλω συντρίψει εις την ράχιν και την κοιλίαν σου, εάν δεν ομολογήσης τας μυσαράς πράξεις του Στεφάνου»· η σώφρων όμως και μεγαλόφρων Άννα εσιώπα δια τον Κύριον. Ο δε τύραννος εθυμώθη και καλών αυτήν μοιχαλίδα ο μυσαρός, προστάσσει να την δέρουν εις την ράχιν και την κοιλίαν άνδρες τέσσαρες, εκείνη δε η μακαρία μαστιγουμένη ώραν πολλήν ανηλεώς δεν έλεγεν άλλο ειμή: «Δεν γνωρίζω τον άνθρωπον, καθώς συ τον λέγεις· Κύριε, ελέησον». Η δε δολία και μυσαρά δούλη (ούτω του τυράννου προστάξαντος) ίστατο έμπροσθεν αυτής υβρίζουσα και κατηγορούσα την Άνναν και κινούσα τας χείρας κατ’ αυτής η πάντολμος, τινές δε των παρεστώτων προσεποιούντο ότι την ελυπούντο και την συνεβούλευον να κάμη του βασιλέως το θέλημα, να λυτρωθή από την βάσανον· αλλ’ αυτή η τρισμακάριστος δεν ήθελε να ειπή κανέν ψεύμα. Όταν λοιπόν την είδεν ο τύραννος, ότι ελιποθύμησεν από τας πληγάς, ηγέρθη του θρόνου και προστάσσει να την φυλάττουν εις τόπον τινά ανεπιμέλητον έως ου τελευτήση αύτη από την κακοπάθειαν, όπερ και εγένετο, τελειωθείσης της μακαρίας Άννης από τας βασάνους, αυτός δε εχήτει τρόπον και μηχανήν να φονεύση και τον δίκαιον άδικα. Προσκαλέσας λοιπόν ο βασιλεύς νέον τινά χειροδύναμον, του οποίου έκαμε πολλάς ευεργεσίας, ονομαζόμενον Γεώργιον, είπε προς αυτόν· «Πόσην αγάπην έχεις προς εμέ, φίλε μου;» Ο δε απεκρίνατο· «Τόσον επιθυμώ την υγείαν σου, ώστε είμαι έτοιμος να λάβω δια την αγάπην σου θάνατον». Ευχαριστήσας λοιπόν αυτόν ο τύραννος και ονομάζων αυτόν νέον Ισαάκ και άλλα τοιαύτα, είπε προς αυτόν· «Ούτε να αποθάνης θέλω δι’ εμέ, ούτε μέλος μικρόν να υστερηθής του σώματος, μόνον ταύτην την χάριν να μου κάμης προθύμως. Ύπαγε εις τον βουνόν του Αυξεντίου, να εύρης τον αμνημόνευτον Στέφανον και να τον καταπείσης να σε κουρεύση Μοναχόν, έπειτα να έλθης προς εμέ μαυροφορεμένος τρέχων». Ο δε υπεσχέθη να τελέση το προστασσόμενον· και απελθών πλησίον του σπηλαίου εκρύβη εις τους θάμνους έως την νύκτα και τότε εξελθών εφώναζεν ότι έχασε τον δρόμον και εζήτει να τον βοηθήσουν δια τον Κύριον, να μη τον φάγωσι τα θηρία. Ακούσας ο Άγιος τας φωνάς, είπεν εις τον Μαρίνον να τον φέρη εις το κελλίον του και βλέπων αυτόν ότι είχεν εξυρισμένα τα γένεια εγνώρισεν, ότι ήτο από τα βασίλεια και ερωτήσας αυτόν τι ήθελεν, απεκρίθη ο δόλιος, ότι δια να μη κολασθή συναναστρεφόμενος με εικονομάχους έφυγε τον κόσμον και επόθει να γίνη Μοναχός. Ταύτα ακούσας ο Άγιος είπε προς αυτόν, ότι δεν ηδύνατο να τον κουρεύση, διότι εφοβείτο τον βασιλέα να μη τον θανατώση ως τύραννος. Τότε ο δόλιος, δια να τον κάμη να μη έχη υποψίαν τινά εις αυτόν, είπε ταύτα με προσποιητήν θερμότητα· «Εις τον Θεόν σε καταγγέλλω να δώσης απολογίαν δια την ψυχήν μου, εάν δεν με κουρεύσης σήμερον, διότι επιστρέφω πάλιν εις τα πρότερα». Ταύτα ακούσας ο Όσιος και νομίζων ότι τα έλεγε με πόνον καρδίας εξ ευλαβείας, είπε προς αυτόν· «Αν και είναι κίνδυνος της ζωής μου το πράγμα τούτο, πλην επειδή ολοψύχως προσήλθες, σε αποδέχομαι κατά τον Δεσποτικόν λόγον· «Τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω» (Ιωάννου στ: 37). Τότε κατήχησεν ικανώς ο Όσιος τον ανόσιον και τον ενέδυσε το άγιον Σχήμα την τρίτην ημέραν, εκείνος δε έφυγε ευθύς ως τον έκαμε Μοναχόν και επήγε προς τον βασιλέα ο μιαρώτατος, τον οποίον ιδών εκείνος εχάρη πολλά και τον εφίλησεν, ότι του έκαμεν υπακοήν, δια να εύρη εις τον λαόν πρόφασιν να θανατώση τον δίκαιον ο άδικος. Και προστάξας να συναχθή όλος ο λαός εις το θέατρον, εστάθη ο τύραννος ώραν πολλήν και έλεγε πολλά κακά δια τον Άγιον και εις το τέλος της κατηγορίας έδειξε και τον Γεώργιον λέγων· «Ίδετε τι ετόλμησε να κάμη ο τρισκατάρατος, να μαυροφορέση τούτον, τον οποίον αγαπώ ως τέκνον μου και τον έλαβε σχεδόν από τας αγκάλας μου». Τότε όλοι οι ομόφρονές του εφώναξαν ότι άξιος θανάτου ήτο ο Στέφανος. Ο δε βασιλεύς απορρίψας τα μοναχικά ενδύματα του νέου κατεπάτουν αυτά ο λαός περιγελώντες, αυτόν δε τον ενέδυσε στρατιωτικά και πολλά τον ετίμησεν. Μετά ταύτα στέλλει ο βασιλεύς ανθρώπους εις το βουνόν και τον μεν Άγιον έδεσαν και έσυρον ως άγρια θηρία προς τα κάτω, τους δε μαθητάς αυτού εδίωξαν και το Μοναστήριον κατέκαυσαν. Τόσην δε καταφρόνησιν έκαμον οι εναγείς εις τον Άγιον, ώστε όστις τον έβλεπεν έκλαιον· άλλοι τον έδερον, άλλοι έπτυον εις το πρόσωπόν του, άλλοι έκοπτον κλάδους και επεριπάτουν έμπροσθέν του εις χλεύην και περιγέλασμα και άλλα μύρια κακά του έκαμαν εμπαίζοντες αυτόν, ως οι Ιουδαίοι τον Κύριον. Φθάσαντες δε εις τον αιγιαλόν, τον έβαλαν εντός μιας λέμβου και τον επήγαν εις το Μοναστήριον του Φιλιππικού, το οποίον ήτο εις την Χρυσόπολιν, πλησίον εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκείθεν ανέφεραν εις τον βασιλέα, ότι τον έφεραν έως εκεί και ότι κατέκαυσαν όλον το Μοναστήριόν του. Ο δε εχάρη ακούσας τα κακά, τα οποία έκαμαν εις τους Οσίους και γράφει παρευθύς πρόσταγμα, ότι όστιςτολμήσει πλέον να πλησιάση εις το βουνόν του Αυξεντίου να θανατώνεται. Έπειτα συγκαλέσας όλους τους αιρεσιάρχας, ήτοι Θεοδόσιον τον Εφέσου Επίσκοπον, Κωνσταντίνον τον Νικομηδείας, Σισίννιον τον Παστιλλάν, Βασίλειον τον Τρικάκκαβον, Κάλλιστον τον προειρημένον πατρίκιον, Κομβοκόσονα τον πρώτον αντιγραφέα και Νασαράν τον των Σαρακηνών ομόφρονα, τους έστειλε να διαλεχθούν με τον Άγιον μήπως κατορθώσουν να τον νικήσουν και να τον φέρουν εις την μιαράν αυτών και άθεον αίρεσιν. Απελθόντες εκείνοι εις το Μοναστήριον έφεραν ενώπιόν των τον Άγιον βασταζόμενον, επειδή δεν ηδύνατο, να περιπατήση, ως είπομεν, και τότε λέγει εις αυτόν ο Εφέσου Θεοδόσιος· «Διατί, άνθρωπε του Θεού διαστρέφεις τον λαόν, ονομάζων πάντας ημάς αιρετικούς και λέγων ότι συ μόνος είσαι Ορθόδοξος και φρονείς καλλίτερα από τους βασιλείς, τους Πατριάρχας, τους Επισκόπους και υπέρ τους Χριστιανούς άπαντας; Μήπως θέλομεν ημείς να κολασθώμεν;» Ο δε Άγιος με πραείαν φωνήν απεκρίνατο· «Γνωρίζεις τι είπεν ο Προφήτης Ηλίας προς τον Αχαάβ, όταν του είπε· συ είσαι αυτός που διαστρέφεις τον λαόν; Δεν είμαι εγώ, είπεν, όστις διαστρέφω, αλλά συ και ο οίκος του πατρός σου». «Ούτω σας λέγω και εγώ, ότι εγώ δεν διαστρέφω τι, αλλά σεις, οίτινες αφήνετε την πρώτην παράδοσιν των Πατέρων και κάμνετε ιδικά σας νεώτερα σαπρά και παράλογα δόγματα· διο εις σας αρμόζει το ρητόν του Προφήτου· επειδή σήμερον συνήχθησαν οι βασιλείς της γης μετά των αρχόντων, με τους μισθωτούς ποιμένας και προδότας της ποίμνης, και κατά της του Χριστού Εκκλησίας κενά εμελέτησαν». Ταύτα ειπόντος του Αγίου εθυμώθη ο της Νικομηδείας Κωνσταντίνος, και εγερθείς του θρόνου ο αναιδέστατος ελάκτισε τον κατά γης καθήμενον Άγιον εις το πρόσωπον με πολλήν οργήν ο θεόργιστος, ο δε Άγιος από την αδυναμίαν του έπεσε κατά γης ύπτιος, έπειτα πάλιν τον εκτύπα εις την κοιλίαν συχνά με τους πόδας του. Οι δε άρχοντες ημπόδισαν αυτόν από τοιαύτην αυθάδειαν και λέγουσι προς τον Άγιον· «Ένα από ταύτα τα δύο έχει να γίνη, ή θα υπογράψης τον νόμον της Συνόδου, τον οποίον εγράψαμεν, ή θα λάβης ευθύς τον θάνατον, επειδή καταφρονείς τον Πατριάρχην και τον βασιλικόν νόμον ως υπερήφανος». Ο δε Άγιος είπε ταύτα προς τον Κάλλιστον· «Άκουσον, κύριε πατρίκιε· εις εμέ η ζωή μου είναι ο Χριστός, κατά τον Απόστολον, και είμαι έτοιμος δια την Εικόνα του Χριστού να λάβω τον θάνατον· λοιπόν, εάν έχω ένα κοχλιάριον αίματος ακόμη, ας χυθή και αυτό δια τον Χριστόν μου· πλην αναγνώσατέ μου τον όρον της Συνόδου σας, να ίδω που στηρίζετε την καταστροφήν των αγίων Εικόνων σεις οι νεώτεροι». Τότε ο Κωνσταντίνος της Νικομηδείας ανέγνωσε την αρχήν ούτω λέγων· «Όρος της αγίας και οικουμενικής εβδόμης Συνόδου». Ο δε Άγιος αρπάσας τον λόγον, έκαμε νεύμα να σιωπήσουν όλοι, και λέγει προς αυτούς· «Ω μέγα ψεύμα! Κακόν θεμέλιον εβάλετε και κακήν οικοδομήν ετελέσατε· σεις κατεπατήσατε τα Άγια, και την Σύνοδόν σας αγίαν και οικουμενικήν επωνομάσατε; Ω της ατοπίας! Οι τέσσαρες Πατριάρχαι, ο Ρώμης, ο Αλεξανδρείας, ο Αντιοχείας και ο Ιεροσολύμων ούτε ήσαν παρόντες, ούτε αντεπροσωπεύθησαν εις αυτήν, ειμή μόνον ο Κωνσταντινουπόλεως, και σεις την λέγετε ψευδώς οικουμενικήν; Εάν αυτή δεν συμφωνή με τας άλλας εξ, πως εβδόμην την ονομάζετε, και εγράψατε όλα τα εναντία των εξ Αγίων Συνόδων;» Λαβών τότε τον λόγον ο Τρικάκκαβος λέγει· «Και ποίον δόγμα των Συνόδων ηθετήσαμεν;» Εις ταύτα αποκριθείς ο Άγιος είπεν· «Δεν συνηθροίσθησαν εις αγίας Εκκλησίας όλαι οι Σύνοδοι; Η Α΄ εις την της Νικαίας Μητρόπολιν, η Β΄ εις την Αγίαν Ειρήνην εις το Βυζάντιον, η Γ΄ εις τον Άγιον Ιωάννην τον Θεολόγον εις την Έφεσον, η Δ΄ εις την Αγίαν Ευφημίαν της Χαλκηδόνος, η Ε΄ και η ΣΤ΄ εν Κωνσταντινουπόλει εις τον Ναόν της Αγίας Σοφίας! Εις αυτούς όλους τους Ναούς δεν ήσαν Εικόνες Αγίων; Πως δεν τας καθήρεσαν οι Άγιοι Πατέρες; Αποκρίθητι εις τούτο, Επίσκοπε». Ο δε είπεν· «Ούτως έχει η αλήθεια». Τότε ο Άγιος υψώσας προς τον ουρανόν τας χείρας και τα όμματα εβόησε λέγων· «Όστις δεν προσκυνεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, περιγραπτόν εις Εικόνα κατά το ανθρώπινον, να είναι αναθεματισμένος και η μερίς αυτού μετά των Ιουδαίων, οίτινες εσταύρωσαν τον Κύριον». Θαυμάζοντες λοιπόν την παρρησίαν του Οσίου οι αντικείμενοι, και μη δυνάμενοι να εναντιωθώσι, τον εφυλάκισαν, και επιστρέψαντες κατησχυμμένοι εις τον τύραννον, ανήγγειλαν άπαντα· ο δε εθυμώθη, και επρόσταξε να εξορίσωσι τον Άγιον εις την Προικόννησον· έκαμε δε εις το Μοναστήριον του Φιλιππικού ημέρας επτά νήστις και του έπεμπε μεν ο βασιλεύς φαγητά, ο Άγιος όμως δεν τα εδέχετο, αλλά τα επέστρεφεν οπίσω. Κατ’ εκείνας τας ημέρας ο Ηγούμενος της Μονής εκείνης ησθένησε και καλεί τον Άγιον να υπάγη να χαιρετισθώσιν, διότι ευρίσκετο εις τας παραμονάς του θανάτου· ο δε Άγιος επήγε και εγγίσας δια της δεξιάς αυτού την κεφαλήν του αρρώστου, έφυγεν ευθύς απ’ αυτού η ασθένεια, και έμεινεν όλως υγιής ο Ηγούμενος· αποχαιρετήσαντες δε αλλήλους εισήλθεν εις το πλοίον ο Στέφανος δια να υπάγη εις την εξορίαν του, και φθάσας εκεί εζήτει τους ερημικωτέρους τόπους της νήσου· ευρήκε δε σπήλαιον ησυχαστικόν, όπερ ωνόμαζον Κισσούδα, το οποίον είχε και Ναόν της Αγίας Άννης, του ήρεσε δε ο τόπος δια το ήσυχον, και κατοικήσας εις αυτό ετρέφετο από τα χόρτα. Μετ’ ολίγον καιρόν επήγαν εκεί και οι μαθηταί του, εκτός από δύο, ήτοι τον Σέργιον και τον Στέφανον, οίτινες έμειναν εις τον κόσμον οι ταλαίπωροι, ομοίως και η αδελφή του με την μητέρα των. Έκτισε δε εκεί ο Όσιος στύλον και επάνω εις αυτόν μικρόν τινα οικίσκον στενώτατον, εις τον οποίον εκλείσθη όταν ήτο ετών τεσσαράκοντα εννέα και τόσον εβασάνιζεν ο αοίδιμος την σάρκα, ώστε ήτο θαύμα εξαίσιον εις τους ορώντας και φρικτόν θέαμα, επειδή όσον επροχώρει εις το γήρας, τόσον περισσοτέραν σκληραγωγίαν διήρχετο και τόσον επιπονώτερον ηγωνίζετο, δια δε τας αρετάς αυτάς του έδωκεν ο Δεσπότης Χριστός χάριν να κάμνη θαυμάσια, από αυτά δε θα γράψωμεν ολίγα τινά προς πίστωσιν της αληθείας. Προσελθών ποτε προς τον Όσιον τυφλός τις εκ γενετής εδέετο με θερμότητα πίστεως να του δώση το ποθούμενον και γλυκύτατον φως. Ο δε πρώτον μεν εδειλία ως ταπεινόφρων να επιχειρισθή τοιαύτην πράξιν υπέρ άνθρωπον· έπειτα, βλέπων αυτόν ότι εδέετο ελεεινώς ο ταλαίπωρος, τον ελυπήθη και του λέγει· «Εάν έχης πίστιν εις τον Θεόν και προσκυνής ως πρέπει την αγίαν αυτού Εικόνα, ανάβλεψον». Τότε αμέσως (ω του θαύματος!) ο πρώην τυφλός ανέβλεψε, και δοξάζων τον Θεόν ηυχαρίστει τον Άγιον· τούτο είναι το πρώτον θαύμα, το οποίον έκαμεν εις την Προικόννησον, αλλά ακούσατε και έτερον. Γυνή τις ευγενής ήτο εις την Κύζικον και είχε παιδίον δέκα ετών δαιμονιζόμενον, το οποίον έφερεν εις την νήσον προς τον Όσιον· ως δε είδεν εκείνο από μακράν το κελλίον του Οσίου, έστρεφε το πρόσωπόν του και εσηκώνετο εις τον αέρα φωνάζον. Η δε μήτηρ έκλαιε και εφώναζε λέγουσα· «Ευσπλαγχνίσου με, Όσιε, την αθλίαν και λύσον την αθυμίαν μου, διότι δεν έχω άλλο τέκνον να με γηροκομήση την ταλαίπωρον». Πλησιάσασα δε εις την μητέρα του Αγίου, έπεσεν εις τους πόδας αυτής, και κλαίουσα έλεγεν· «Επειδή είσαι καλότυχος μήτηρ, ηξεύρεις την μητρικήν αγάπην και τα κέντρα της φύσεως, λυπήσου με λοιπόν και συμπόνεσον το βασανιζόμενον τέκνον μου». Αυτά και άλλα ελεεινότερα λέγουσα, την ευσπλαγχνίσθη ο Όσιος και προστάσσει μαθητήν του τινά να κάμη το σημείον του Σταυρού εις το σώμα του παιδός, αυτός δε προσηύχετο μετά δακρύων προς τον Κύριον, να το θεραπεύση ως παντοδύναμος· το δε παιδίον έπεσε κατά γης και έμεινεν άφωνον. Τότε ο Άγιος το έβαλε και προσεκύνησε την Εικόνα του Χριστού και κατόπιν το έδωσεν εις την μητέρα του τεθεραπευμένον. Άλλη τις γυνή, από την Ηράκλειαν της Θράκης, είχε δεινήν ασθένειαν, ως η πάλαι αιμορροούσα και έτρεχεν από αυτήν το αίμα επί επτά ήδη έτη. Επήγε λοιπόν και αυτή εις τον Άγιον και διηγήθη την συμφοράν, δεομένη τούτου με θερμά δάκρυα να την θεραπεύση ως συμπαθέστατος· αυτός δε προσηυχήθη δι’ αυτήν προς τον Παντοδύναμον ιατρόν και μετά τρεις ημέρας εθεραπεύθη. Όχι δε μόνον τους ασθενείς και τους δαιμονιζομένους ιάτρευεν, αλλά και τους θαλασσοπορούντας από διαφόρους κινδύνους και κλύδωνας ηλευθέρωσε· διότι όταν ήθελε γίνει μεγάλη τρικυμία εις την θάλασσαν και έβλεπεν ως βουνά μεγάλα τα κύματα, έλεγεν εις τους μαθητάς του και έκαμναν κοινώς προσευχήν, ωσαύτως και αυτός προσηύχετο λέγων· «Μη εν ποταμοίς ωργίσθης, Κύριε… ή εν θαλάσση το όρμημά σου;» (Αβακ. γ:8) και ούτως ευθύς εγίνετο γαλήνη και εσώζοντο οι κινδυνεύοντες, οι οποίοι διηγούντο εις όλους το θαυμάσιον· και άλλοι μεν έλεγον ότι τον έβλεπον εις την θάλασσαν και εκράτει το πλοίον να μη καταποντισθή, άλλοι δε πάλιν ότι εκάθητο εις το πηδάλιον και το εκυβέρνα. Κατά δε το δεύτερον έτος από της εξορίας απέθανεν η μήτηρ αυτού, ήτις έζησε θεαρέστως τόσον, ώστε εδόξαζε τον Θεόν ο Άγιος. Όταν δε έπνεε τα λοίσθια έκλαιεν η Θεοδότη, ήτις ήτο αδελφή του Αγίου. Η δε μακαρία Άννα είπε προς αυτήν· «Μη κλαίης, θύγατερ, αλλά χαίρε, διότι έρχεσαι και συ μετ’ εμού». Ταύτα ειπούσα απήλθε προς Κύριον και την εβδόμην ημέραν την συνώδευσεν η Θεοδότη κατά την πρόρρησιν. Τον καιρόν εκείνον στρατιώτης τις, ονόματι Στέφανος, το γένος Αρμένιος, από τα μέρη της Ευρώπης, ήτο ημίξηρος, ήτοι ο ήμισυς παραλυτικός και έκυπτεν εις την γην, μη δυνάμενος ουδόλως να σηκώνη την κεφαλήν· ακούσας δε ούτος τα υαύματα του Οσίου, μετέβη εις την νήσον και πεσών εις τους πόδας του Αγίου εζήτει την ίασιν. Ο δε ως δούλος του Θεού γνήσιος δεν ώκνησε εις το να προσφέρη το ζητούμενον· όθεν λέγει εις τον πάσχοντα· «Προσκύνησον την Εικόνα του Κυρίου και της Αγίας αυτού Μητρός να λάβης την ίασιν», ούτω δε ποιήσας ευθύς εθεραπεύθη· όταν δε επέστρεψεν εις την βάσιν του, τον ηρώτων οι άλλοι στρατιώται τι έκαμε και εθεραπεύθη. Ο δε έλεγεν ότι εις Μοναχός, ονόματι Στέφανος, όστις είναι εις Προικόννησον, μου έδειξε δύο Εικόνας του Χριστού και της Θεοτόκου, τας οποίας, ως προσεκύνησα, ηνωρθώθην. Οι δε βλάσφημοι εκείνοι και μιαροί διέβαλον το θαύμα εις τον άρχοντα της Θράκης, όστις έγραψεν ευθύς εις τον βασιλέα, εξαποστείλας προς αυτόν και τον ιαθέντα Στέφανον. Ακούσας ο τύραννος από τον Στέφανον τον τρόπον της ιατρείας δεν επίστευσεν, αλλά ασύνετος ων παρέμεινεν εις την απιστίαν, ηρώτα δε τον ιατρευθέντα εάν προσεκύνει ακόμη τα είδωλα, τα οποία του έδειξεν ο Στέφανος· αυτός δε ο αχάριστος είπεν, ότι πολύ μετενόησε δι’ αυτό όπου έκαμε, μάλιστα δε και ανεθεμάτισε τας αγίας Εικόνας ο μιαρώτατος. Τότε ο τύραννος εχάρη και, θέλων να τον ανταμείψη, τον έκανε κεντυρίωνα ήτοι να ορίζη εκατόν στρατιώτας. Αλλ’ η θεία δίκη τον άδικον δικαίως ετιμώρησεν ως αχάριστον· και ευθύς ως κατήλθεν από τα βασίλεια και ανήλθεν επί του ίππου του, εξηγριώθη ο ίππος και ρίπτων αυτόν χαμαί τον ελάκτισε τόσον, έως ου εξέψυξεν ο άθλιος. Ο δε τύραννος έστειλε και έφεραν από την εξορίαν τον Άγιον και τον έβαλεν εις σκοτεινήν φυλακήν δεδεμένον χείρας και πόδας με άλυσον. Μεθ’ ημέρας τινάς, καθίσας ο βασιλεύς εις τόπον τινά, όστις ωνομάζετο Φάρος, προστάσσει να φέρωσι τον Άγιον. Ο δε μακάριος Στέφανος εζήτησεν από Χριστιανόν τινα Ορθόδοξον εν νόμισμα, ήτοι αργύριον όπερ ίσχυε τον καιρόν εκείνον και είχε τετυπωμένον επ’ αυτού το ομοίωμα του βασιλέως· τούτο έκρυψεν εις το κουκούλιόν του ο Όσιος και όταν τον έφεραν, εφώναξεν ως δαιμονιζόμενος ο τύραννος λέγων· «Ω της συμφοράς! Ίδετε τον κακότροπον αυτόν άνθρωπον, όστις με υβρίζει· εγώ τον εκώρισα, δια να παύση τας κακουργίας του, αλλ’ αυτός εδίδασκε και εκεί τον λαόν να προσκυνώσι τα είδωλα». Ο δε Άγιος εσιώπα, κλίνων προς την γην το πρόσωπον. Όθεν θυμωθείς ο τύραννος λέγει· «Μιαρά κεφαλή, διατί δεν αποκρίνεσαι;» Τότε ο Άγιος είπεν· «Εάν θέλης να με κατακρίνης χωρίς εξέτασιν, θανάτωσέ με ταχέως, ως βούλεσαι· ει δε και ορίζεις να αποκρίνωμαι, συγκέρασον τον θυμόν σου με την πραότητα και άκουσον μακροθύμως να αποκρίνωμαι». Λέγει ο τύραννος· «Ειπέ μου ποίους όρους των Πατέρων παρέβημεν και μας ονομάζεις αιρετικούς;» Αποκρίνεται ο Άγιος· «Διατί αφηρέσατε παρανόμως τας αγίας Εικόνας από την Εκκλησίαν, τας οποίας οι Άγιοι Πατέρες προσέταξαν να προσκυνώμεν, δια να αγιαζώμεθα δια μέσου των;» Λέγει ο τύραννος· «Ποίαν σχέσιν έχουν οι Άγιοι με τα είδωλα;» Αποκρίνεται ο Άγιος· «Η προς την Εικόνα προσφερομένη τιμή διαβαίνει εις το πρωτότυπον, καθώς είπεν ο Μέγας Βασίλειος». Λέγει ο βασιλεύς· «Δίκαιον λοιπόν είναι να ιστορώμεν ημείς με αισθητά χρώματα τα δυσθεώρητα, ακατάληπτα και άρρητα ύψη της Θεολογίας, τα οποία δεν δύναται να εννοήση τις, καθώς λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος;» Αποκρίνεται ο Άγιος· «Δεν ζωγραφίζεται η άϋλος και ακατάληπτος φύσις της Θεότητος, της οποίας το είδος ούτε καν δυνάμεθα να εννοήσωμεν, αλλά τον Χριστόν εικονίζομεν κατά την ανθρωπίνην μορφήν, την οποίαν κατεδέχθη να ενδυθή δια την σωτηρίαν μας και την οποίαν εψηλάφησαν οι Απόστολοι· εις τι αμαρτάνομεν λοιπόν, προσκυνούντες την Εικόνα της μορφής του, δια την προς Αυτόν ευλάβειαν; Σεις δε όπου ετολμήσατε να ονομάσητε την Εικόνα του Χριστού ίσην προς το είδωλον του Απόλλωνος και της Θεοτόκου ίσην προς το είδωλον της Αρτέμιδος, ουαί σας, διότι εφθάσατε και να πατήσετε και να καύσετε αυτάς». Οργισθείς τότε ο τύραννος λέγει προς τον Άγιον· «Τυφλέ εις τον νουν και αληθώς αμνημόνευτε, τον Χριστόν επατήσαμεν ημείς ή σανίδας;» Τότε ο της αληθείας Ομολογητής Άγιος Στέφανος, δια να κάμη τον βασιλέα να εννοήση την μωρίαν του, ηθέλησε να τον πληγώση με το ξίφος του και λαμβάνων εις την χείρα το νόμισμα, όπερ είχε κεκρυμμένον εις το κουκούλιον, το έδειξεν εις αυτόν λέγων· «Τίνος είναι η εικών αύτη;» Λέγει ο τύραννος· «Ιδική μου». Ερωτά τότε ο Άγιος· «Εάν πατήση τις την εικόνα σου ταύτην, πρέπει να παιδεύεται;» Τότε οι παρεστώτες απεκρίθησαν· «Ναι πρέπον είναι να τιμωρηθή ο τοιούτος, επειδή τον βασιλικόν χαρακτήρα κατεπάτησεν». Εις αυτά εκβάλλων βαρύν στεναγμόν από τα βάθη της καρδίας του ο Άγιος, ταύτα μεγαλοφώνως εβόησεν· «Ω τυφλοί και ανόητοι, εάν την μορφήν του βασιλέως, όστις είναι φθαρτός άνθρωπος, είναι αμαρτία να ατιμάση τις, οποίαν κόλασιν νομίζετε ότι θα λάβουν όσοι κατεπάτησαν και κατέκαυσαν την άχραντον Εικόνα του Δεσπότου Χριστού και της Θεομήτορος;» Ταύτα ειπών ο πάνσοφος έρριψε κατά γης το αργύριον και το κατεπάτησεν, οι δε παρεστώτες έτρεξαν επάνω του ως θηρία και τον ήρπασαν να τον ρίψουν εις την θάλασσαν, δια να φανώσι τάχα ευλαβείς προς τον τύραννον· αλλ’ αυτός πάλιν, δια να δείξη ότι δεν εθυμώθη εις τοσαύτην καταφρόνησιν, την οποίαν του έκαμεν ο Άγιος, τους ημπόδισεν από τοιούτον κακόν, είπε μόνον να δέσουν τον Άγιον από τον τράχηλον και τας χείρας οπίσω και να τον βάλουν εις την δημοσίαν φυλακήν του Πραιτωρίου, έως να τον παιδεύσουν κατά τον νόμον, επειδή ετόλμησε να ατιμάση βασιλικόν μόρφωμα. Ω της αγνωσίας και τυφλότητος αυτών! Εκείνοι επάτουν την θείαν Εικόνα και την έκαιον, τον δε Άγιον εμίσουν, ότι την ανοσίαν μορφήν του βασιλέως επάτησεν. Ο δε Όσιος, όταν εισήρχετο εις την φυλακήν, εθερμάνθη η καρδία του και προεφήτευσε την τελευτήν αυτού λέγων· «Εδώ μέλλει να μείνω έως να τελειώσω την εξορίαν μου, ότι δια την τιμήν της αγίας Εικόνος του Χριστού μου έχω να λάβω ταχέως τον θάνατον». Έκλεισαν δε αυτόν εις την εσωτέραν φυλακήν, εις την οποίαν εύρεν άλλους τριακοσίους τεσσαράκοντα δύο Μοναχούς εναρέτους, οίτινες ήσαν όλοι φυλακισμένοι δια τας Αγίας Εικόνας, και πολλοί απ’ αυτούς εστερημένοι μελών· και άλλου είχον κόψει την ρίνα, άλλου τα ώτα, άλλου την χείρα, άλλου είχον εκβάλει τους οφθαλμούς, άλλου είχον χρίσει με πίσσαν τα γένεια, και άλλων τα είχον ξυρίσει τελείως προς καταφρόνησιν. Τούτους βλέπων ο θείος Στέφανος εμακάριζε με δάκρυα κατανύξεως, ότι ηξιώθησαν να πάθουν τοιαύτα δια τον Κύριον, τον δε εαυτόν του εταλάνιζεν, ότι δεν έλαβε και αυτός κολαστήρια όμοια. Όλοι λοιπόν οι θείοι Πατέρες εκείνοι ηυλαβούντο τον Άγιον ως πεπαιδευμένον εις τας τάξεις της μοναδικής πολιτείας, και τον ηρώτων ως διδάσκαλον· όθεν έγινε δια μέσου του, Μοναστήριον το Πραιτώριον και εφύλαττον ακριβώς τους τύπους και τους κανόνας του μοναδικού σχήματος. Όχι δε μόνον οι φυλακισμένοι, αλλά και οι φύλακες αυτοί ηυλαβούντο τον Στέφανον και τον είχον ως Άγγελον. Εις δε εκ των φυλάκων αυτού είπεν εις την γυναίκα του την υπόθεσιν, ότι εφυλάκισαν ένα Μοναχόν από το βουνόν του Αυξεντίου, Άγιον άνθρωπον. Η δε ευλαβής εκείνη γυνή έκαμε τρόπον και επήγε την νύκτα κρυφίως και προσεκύνησε τον Άγιον και τον παρεκάλεσε να την ευχηθή και να δέχεται απ’ αυτής μικράν τροφήν, δια να συντηρήται εις την ζωήν· ο δε Άγιος ηυχήθη αυτήν, αλλά τροφήν δεν ηθέλησε να του φέρη τελείως. Η δε ηρώτησεν αυτόν την αιτίαν και της απεκρίθη λέγων· «Ο Κύριος μάς παρήγγειλε να μη συγκοινωνώμεν με τους αιρετικούς· όθεν δεν έλαβα ποτέ από κανένα εικονομάχον τίποτε». Η δε ευσεβής εκείνη γυνή απεκρίνατο· «Μη γένοιτο, τίμιε Πάτερ, να ατιμάσω ποτέ καμμίαν Εικόνα των Αγίων· διότι ήκουσα από τον Άγιον Γερμανόν πόσην κόλασιν έχουν να λάβουν όσοι τας υβρίζουσιν· αλλά δια να βεβαιωθής δια του έργου την αλήθειαν, ολίγον καρτέρησον». Ταύτα ειπούσα, έφερεν από τον οίκον της τρεις αγίας Εικόνας, μίαν της Θεοτόκου με το Θείον Βρέφος και δύο των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, τας οποίας προσεκύνησεν έμπροσθεν αυτού και του λέγει· «Έχε αυτάς, Πάτερ Άγιε, να ενθυμήσαι της αμαρτωλής δούλης σου». Αποδεχθείς λοιπόν ο Άγιος την καλήν της προαίρεσιν, συγκατένευσε να του φέρη κατά Σάββατον και Κυριακήν εξ ουγγίας άρτου και τρία ποτήρια ύδατος, τίποτε δε άλλο πέραν τούτου, διότι μόνον τόσον έτρωγε την εβδομάδα καθ’ όλους τους ένδεκα μήνας κατά τους οποίους έκαμεν εις το Πραιτώριον. Εκεί λοιπόν καθεζομένων των Οσίων, ενάρετος τις Χριστιανός, εκ Κρήτης, ονόματι Αντώνιος, όστις υπέμεινεν ανδρικούς αγώνας δια τον Κύριον, λέγει προς τον Στέφανον και τους άλλους συνδεσμώτας· «Ακούσατε, Πατέρες Άγιοι, να σας διηγηθώ τας αριστείας του μακαρίου Παύλουνα κλαύσετε. Εις την Κρήτην ήτο εις αρχιστράτηγος ονόματι Θεοφάνης, το επώνυμον Λαρδατύρης· ούτος έφερε τον Άγιον αυτόν Παύλον εις εξέτασιν και του δεικνύει εν φοβερόν βασανιστήριον όργανον, καταπέλτην καλούμενον, και μίαν Εικόνα του Εσταυρωμένου λέγων· «Εν από τα δύο ταύτα ποίησον, ή την Εικόνα να πατήσης δια να ζήσης, ή να σε βάλω εις ταύτην την βάσανον». Ο δε γενναίος Παύλος εβόησε λέγων· «Μη γένοιτο, Κύριε Ιησού Χριστέ, να πατήσω την Εικόνα σου» και με τον λόγον έκυψεν εις την γην και την εφίλησεν· όθεν έδεσαν αυτόν εις τον καταπέλτην με δύο σανίδας δυνατά, και τον επέρασαν με σίδηρα εις όλον το σώμα· έπειτα κρεμάσαντες αυτόν κατακέφαλα, τον κατέκαυσαν». Ταύτα ειπόντος εκείνου έκλαιον άπαντες· άλλος δε τις από την ιεράν συνοδείαν εκείνην, όστις ήτο Ιερομόναχος από το Μοναστήριον της Πελεκητής και είχον κόψει την ρίνα του, τα δε γενειά του είχον χρισμένα με πίσσαν και νάφθαν, έτι δε και κατακεκαυμένον τον είχον δια την ευσέβειαν, ονομαζόμενος Θεοστήρικτος, ιδών ότι ο Άγιος ηγάπα να ακούη τας περί των Αγίων Ομολογητών διηγήσεις, ηγέρθη και είπε ταύτα· «Την αγίαν και Μεγάλην Πέμπτην ενώ ελειτουργούσαμεν εις το Μοναστήριον, έρχεται ο ηγεμών της Ασίας Μιχαήλ Λαχανοδράκων, τον οποίον επονομάζουσι Μηχανοδράκοντα δια την ωμότητά του και εισελθών εις την Εκκλησίας με πολλούς στρατιώτας, ανέτρεψε την Ιεράν Μυσταγωγίαν ο εναγής και έδεσε τους εκλεκτοτέρους Μοναχούς, τριάκοντα οκτώ τον αριθμόν, τους δε άλλους έδειρε και διαφόρως εβασάνισε, κόπτων την ρίνα των πρότερον και χρίσας με πίσσαν τα γένεια, από τους οποίους είς είμαι και εγώ καθώς μαρτυρεί η όψις μου. Εις ταύτα δεν εχόρτασεν ο παράνομος, αλλά το Μοναστήριον όλον με τας Εκκλησίας κατέκαυσε, τους δε τριάκοντα οκτώ Πατέρας έβαλεν εις θόλον τινά παλαιού λουτρού, και κτίσας την θύραν, αφήκεν αυτούς εκεί και απέθανον από την πείναν». Ταύτα ακούοντες οι Πατέρες εδάκρυσαν, και παρεκάλεσαν τον Άγιον να τους είπη λόγον τινά παρακλήσεως, όστις εστέναξεν εκ μέσου της καρδίας και λέγει προς αυτούς· «Αδελφοί και Πατέρες, πρέπει να λάβωμεν τον στέφανον της υπομονής. Εάν δε μας παραδώσουν οι ασεβείς εις πυρ, ή ξίφος, ή βυθόν, ή κρημνόν, ή εις άλλον σκληρότερον θάνατον, να υπομείνωμεν προθύμως καθώς και οι πρότεροι ημών έπαθον, Πέτρος ο Οσιώτατος, τον οποίον κατέκοψαν δια την Εικόνα του Χριστού ανηλεώς και Ιωάννης ο της Μοναγρίας Ηγούμενος, τον οποίον έκλεισαν εις σάκκον, και δένοντες εις αυτόν λίθος βαρύν εβύθισαν εις το πέλαγος. Με ποίους λόγους να διηγηθώ τας διαφόρους βασάνους, τας οποίας υπέμειναν οι μακάριοι; Αυτούς ας μιμηθώμεν και ημείς δια να θησαυρίσωμεν πλούτον άμετρον με ολίγην κακοπάθειαν, διότι όσα κακά πάθωμεν εδώ πρόσκαιρα, δεν είναι άξια να τα συγκρίνωμεν με την μέλλουσαν δόξαν του Παραδείσου» Αυτά και έτερα όμοια έλεγεν ο αοίδιμος Στέφανος, δια να προθυμοποιή τους συνδεσμώτας και συγκαταδίκους εις τον θάνατον. Μεθ’ ημέρας τινάς εγνώρισεν ο θείος Στέφανος από Πνεύμα Άγιον, ότι επλησίαζεν η τελευτή του, και λέγει προς την γυναίκα, ήτις τον έτρεφεν· «Ευχαριστώ σοι δια τον κόπον όπου έλαβες τόσας ημέρας, να μου φέρης τροφήν· ο Θεός να ανταμείψη την καλήν σου προαίρεσιν και να σου ανταποδώση μισθόν πολυπλάσιον· από τώρα και εις το εξής μη μου φέρης πλέον τίποτε, έως ημέρας τεσσαράκοντα, ότι ο καιρός της αναπαύσεώς μου επλησίασε· δι’ αυτό θέλω να νηστεύσω ολίγον καιρόν κατά δύναμιν». Η δε φιλόξενος εκείνη γυνή υπήκουσεν· όλας λοιπόν αυτάς τας τεσσαράκοντα ημέρας και νύκτας δεν έπαυεν ο Άγιος να διδάσκη τους αδελφούς τα σωτήρια λόγια· αλλά και τινες λαϊκοί ευλαβείς της πόλεως ενεδύοντο ράσα και επήγαινον κρυφίως δια να ακούουν την διδασκαλίαν του και να λαμβάνουν την ευλογίαν του. Μετά τριάκοντα οκτώ ημέρας προσεκάλεσε την φιλόξενον εκείνην, και της λέγει εις επήκοον των Πατέρων· «Ο Θεός να σε ελεήση και να σου ανταποδώση τον μισθόν πολυπλάσιον δια την υπηρεσίαν την οποίαν μου έκαμες ως αληθής αυτού μαθήτρια, επειδή Εκείνος είπεν, ότι όστις ποτίση ξένον και πένητα δια ποτηρίου ύδατος, να μη χάση το ανταπόδομα· και όστις δεχθή δίκαιον εις όνομα δικαίου, να λάβη και αυτός δικαίου μίσθωμα· ότι όσην ευεργεσίαν έκαμες προς εμέ, εις εκείνον τον Δεσπότην την έκαμες, κατά τον λόγον του: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε:40). Σήμερον λοιπόν ο μισθός της προθέσεώς σου εις εμέ ετελειώθη, εύχομαι δε να απολαύσης αυτόν από τον Θεόν αιώνια· λάβε δε πάλιν και τας ιεράς αυτάς Εικόνας, τας οποίας μου έδωκες, δια να σε φυλάττωσιν εις την ζωήν ταύτην από κάθε πονηρόν συναπάντημα, εις δε την μέλλουσαν να σε αξιώση η χάρις αυτών να υπάγης εις τον Παράδεισον». Ταύτα ειπών ανεστέναξεν εκ βάθους καρδίας ο Όσιος λέγων· «Αύριον απέρχομαι από τούτον τον κόσμον και υπάγω εις τον ουράνιον Αυτοκράτορα». Η δε γυνή κλαύσασα πικρώς και αποχαιρετήσασα δια τελευταίαν φοράν τον Όσιον έλαβε τας ιεράς Εικόνας και μετά την προσήκουσαν συγχώρησιν ανεχώρησεν· ο δε θεόπνευστος Στέφανος προσέταξεν όλους τους Πατέρας να κάμουν αγρυπνίαν ολονύκτιον υμνολογούντες τον Κύριον. Την πρωϊαν επήγαν τινές μισόθεοι προς τον τύραννον λέγοντες· «Ο Στέφανος έκαμε Μοναστήριον το Πραιτώριον, και όχι μόνον όλας τας νύκτας ψάλλουσιν, αλλά και πολλοί πολίται πηγαίνουν και τους διδάσκει να προσκυνώσι τα είδωλα». Ταύτα ακούσας εθυμώθη ο άνομος και προστάσσει να εκβάλουν τον Άγιον και να τον θανατώσουν έξω της πόλεως εις τόπον τινά, εις τον οποίον ήτο πρότερον Ναός της Αγίας Μαύρας, τον οποίον εκρήμνισεν ο τύραννος και έγινε κατόπιν ο τόπος φονευτήριον. Αφού λοιπόν έδωκε κατά του Αγίου ο εναγής τοιαύτην απόφασιν, έγραψε και προστάγματα, και τα έβαλεν εις διαφόρους τόπους της πόλεως, ότι όστις ευρεθή έχων φίλον Μοναχόν, ή κρύψη τοιούτον εις την οικίαν του, ή έστω ευρεθή μαύρον ράσον εις την οικίαν του, θα καταδικάζεται εις εξορίαν. Ήτο λοιπόν εις όλην την πόλιν πολλή και άμετρος σύγχυσις και όχι μόνον εχθροί διεβάλλοντο, αλλά και φίλος τον φίλον και γνωστόν διέβαλλε, αδελφός τον αδελφόν και δούλος τον κύριον, και απλώς ειπείν έγινεν εις την πόλιν θρήνος περισσότερος παρά επί Ιουλιανού του Παραβάτου και Ουάλεντος των βασιλέων. Ο δε δήμιος, τον οποίον έστειλεν ο τύραννος να θανατώση τον Άγιον, εξήγαγεν αυτόν από το Πραιτώριον και δεσμεύσας τας χείρας και τον τράχηλον αυτού δια ξυλίνων δεσμών, τον έσυρεν εις το μέσον της πόλεως. Είχε δε ο τύραννος την ημέραν εκείνην μεγάλην πανήγυριν της βασιλίσσης· όθεν δια να μη κακοφανή εις αυτήν, ότι εις την εορτήν της έγινεν αιματοχυσία, έτι δε επειδή ενόμιζε τον Όσιον ανάξιον τοιούτου θανάτου, να κόψουν δηλονότι την κεφαλήν του χωρίς άλλην βάσανον, προσέταξε να τον επαναφέρουν εις το Πραιτώριον· έπειτα έστειλε κρυφίως δύο νέους αδελφούς, ωραίους ψυχή τε και σώματι, οίτινες ήσαν εις το κρυπτόν Ορθόδοξοι, και λέγει εις αυτούς· «Υπάγετε εις την φυλακήν να εύρητε τον Στέφανον και κολακεύσατέ τον πρώτον με ήμερα λόγια, να μου υπακούση καθώς εγώ τον ελυπήθην σήμερον και του εχάρισα την ζωήν· εάν δε παρακούση και κινήση την γλώσσαν εις το να μας υβρίζη, δότε εις αυτόν τόσον δαρμόν, έως να ξεψυχήση από τους πόνους και λάβη κακόν και βίαιον θάνατον». Επήγαν λοιπόν οι αδελφοί εκείνοι εις τον Άγιον και του είπον όσα τους είπεν ο τύραννος, αλλά κακόν δεν του έκαμον, μόνον έλαβον την ευλογίαν του και επέστρεψαν εις τον βασιλέα, λέγοντες ότι δεν ήθελε να τους υπακούση ο Στέφανος και του έδωκαν τόσας πληγάς, ώστε τον αφήκαν ως αποθαμμένον και ολίγον πνέοντα. Ο δε τύραννος τότε μεν τους εφιλοτίμησεν, αλλά ύστερον, όταν έμαθε τα γενόμενα, τους εθανάτωσεν. Ο δε θείος Στέφανος εσύναξεν εις τον όρθρον τους Μοναχούς και αναγνώσαντες την ακολουθίαν, τους έδωκε τον τελευταίον ασπασμόν λέγων προς αυτούς· «Χαίρετε, Πατέρες και αδελφοί· σας παρακαλώ φυλάττετε την Ορθόδοξον πίστιν ακριβώς και εύχεσθε δια την αναξιότητά μου, διότι ήλθεν η ώρα της τελευτής μου και φοβούμαι μην εμποδίσουν την ψυχήν μου οι δαίμονες, δια τας πολλάς αμαρτίας μου». Τότε όλοι οι Πατέρες έχυναν ποταμηδόν δάκρυα, ο δε Άγιος είπεν εις αυτούς να εκβάλουν από της κεφαλής του το ιερόν καλυμμαύχιον, επίσης τον μανδύαν, την ζώνην και το κουκούλιον· εκείνοι όμως έλεγον, ότι δεν έπρεπε να γυμνωθή από τα ιερά ιμάτια καθόλου· ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Όστις μέλλει να παλαίση, είναι ανάγκη να είναι ολόγυμνος, αλλά δεν είναι και πρέπον να καταπατηθώσιν από τους εναγείς τα Άγια». Ταύτα ειπόντος υπήκουσαν και έμεινε μόνον μετά του δερματίνου χιτώνος καθεζόμενος και λέγων προς αυτούς τα σωτήρια. Ό δε τύραννος, όταν εξημέρωσεν, εδαιμονίσθη καθολικά από τον θυμόν, ακούσας ότι οι δύο νέοι, τους οποίους έστειλε να θανατώσουν τον Άγιον, τελείως δεν τον ήγγισαν· και πηδήσας εις τα προαύλια των βασιλείων εφώναζεν· «Ω της βίας, ω της δειλίας! Δεν έχω τινά να με βοηθήση κατά του εχθρού μου, όστις με καταγελά και με υβρίζει;» Συναχθέντες λοιπόν οι στρατιώται και οι δούλοι του, ηρώτων τις ήτο ο εχθρός του και έλεγεν· «Ο Στέφανος του Αυξεντίου εις την φυλακήν βασανίζει την ψυχήν μου και με πολεμεί ο αμνημόνευτος». Τότε έδραμον όλοι εις το Πραιτώριον ως άγριοι λέοντες και εφώναζον προς τους φύλακας· «Δότε μας ταχέως τον Στέφανον». Εκείνος δε ο μακάριος, ων έτοιμος, εξήλθεν ευθύς με προθυμίαν ατάραχα λέγων· «Εγώ είμαι εκείνος τον οποίον ζητείτε». Εκείνοι δε παρευθύς τον ήρπασαν και εκβάλλοντες από τους πόδας αυτού τα σίδηρα, τον έσυραν εις την δημοσίαν οδόν και άλλοι τον ελάκτιζον, άλλοι τον εκτύπων με ξύλα και πέτρας και δεν άφησαν ύβριν ή τιμωρίαν τινά, την οποίαν να μη έπραξαν κατ’ αυτού· όταν δε επερνούσαν από τον Ναόν του Αγίου Θεοδώρου του Μάρτυρος, εσήκωσεν ολίγον την κεφαλήν να αποδώση ως ευσεβής την τελευταίαν προσκύνησιν και βλέπων αυτόν εις εξ εκείνων των φονέων, ονόματι Φιλομμάτιος, εθυμώθη ο ανόητος λέγων· «Βλέπετε, ότι θέλει γίνει και Μάρτυς εις τα ύστερά του ούτος ο αμνημόνευτος;» Ταύτα ειπών ήρπασεν ένα ξύλον και εκτύπησε δι’ αυτού με όλην την δύναμίν του εις την μήνιγγα του Αγίου και ο μεν Άγιος ετελείωσε το Μαρτύριον, η δε θεία δίκη έφθασε δικαίως τον άδικον και κατ’ αυτήν ταύτην την ώραν όπου εκτύπησε τον Άγιον εισήλθεν εντός αυτού δαιμόνιον άγριον και, πίπτων εις την γην, έτριζε τους οδόντας εκβάλλων αφρούς, εις την κατάστασιν δε ταύτην έμεινεν έως τέλους δεινώς ο δεινός και αθλίως βασανιζόμενος. Αλλά και από τοιούτον θαυμάσιον δεν εσωφρονίσθησαν οι ανόητοι, αλλά και ούτως αποθαμμένον έσυρον τον Άγιον και δεν έμεινε κανέν μέλος του μακαρίου Στεφάνου αστεφάνωτον· αι χείρες και οι πόδες του εις τους λίθους συνετρίβησαν, τα δάκτυλα και οι όνυχες ανεσπάσθησαν, η κοιλία του έσπασε και εχύθησαν όλα του τα εντόσθια, διότι ένας απ’ εκείνους τους μιαρούς επήρε μίαν μεγάλην πέτραν με τα δύο χέρια και τον εκτύπησεν εις την κοιλίαν και ευθύς όλη η κρυφία των σπλάγχνων σύνθεσις εχύθη· πλην ούτε τότε τον αφήκαν οι αχόρταγοι, αλλά τον έσυρον εις όλον τον δρόμον και τον εκτυπούσαν με λίθους, όχι μόνον οι άνδρες, αλλά και αι γυναίκες και τα παιδία έρριπταν πέτρας επάνω του, δια να φανώσι πιστοί προς τον τύραννον. Όταν δε έφθασαν εις τον τόπον του Βοός, εις κάπηλος, όστις έψηνεν ιχθύς, ήρπασεν ένα δαυλόν και κτυπήσας εις την κεφαλήν του Αγίου, έσχισεν αυτήν εις δύο· όθεν εχύθη εις την γην ο μυελός του. Τότε ένας ευσεβής, την κλήσιν Θεόδωρος, προσεποιήθη ότι ωλίσθησε και έπεσε και ούτως έβαλεν εις το μανδήλιον τον μυελόν του Αγίου και κρύπτων αυτόν έδραμε πάλιν να ίδη που θέλουν ρίψει το άγιον λείψανον, εκείνοι δε επορεύθησαν έως την Μονήν του Μονοκίονος· διότι εκεί εις εκείνο το Μοναστήριον ήτο η αδελφή του Αγίου πολιτευομένη θεάρεστα· και δια να την δυναστεύσουν να ρίψη και αυτή λίθους εις το λείψανον, το επέρασαν απ’ εκεί επίτηδες, αλλά εκείνη προεγνώρισε τας προθέσεις των· όθεν έφυγε πρωτύτερα και εκρύβη εις τάφον τινά σκοτεινόν, οι δε ανόσιοι, μη ευρόντες αυτήν, έρριψαν τον Άγιον εις τον λάκκον, εις τον οποίον έβαλλον τους καταδικασμένους ειδωλολάτρας· όθεν επληρώθη και εις αυτόν η προφητεία· «Και εν τοις ανόμοις ελογίσθη» (Ησαϊας νγ: 12) (Μάρκ. ιε: 28) (Λουκ. κβ: 37). Τότε λοιπόν επιστρέφοντες οι φονείς ανήγγειλαν χαίροντες εις τον βασιλέα χαίροντα τα γενόμενα, όστις έκαμε τράπεζαν πλουσίαν και τους εφίλευσεν. Ετελειώθη δε ο πολύαθλος Στέφανος όταν ήτο ετών πεντήκοντα τριών (53) την εικοστήν ογδόην (28ην) του Νοεμβρίου εν έτει ψξστ΄ (766). Κατά δε την ημέραν εκείνην ήσαν ο ουρανός αίθριος, λάμπων ο ήλιος και αίφνης την τρίτην ώραν, ως εθανάτωσαν τον Άγιον, εφάνη εν κόκκινον σύννεφον εις την κορυφήν του όρους, εις το οποίον ησκήτευεν ο Όσιος, έπειτα ήλθεν εις την πόλιν το σύννεφον και έγινε μαύρον και εσκότισεν όλον τον αέρα· έπεσε δε τόσον μεγάλη χάλαζα μόνον εις την πόλιν μέσα, ώστε ήτο θαύμα εξαίσιον και πολλοί εκινδύνευσαν· όθεν εγνωρίσθη σαφέστατα ότι ο Θεός έδειξε τοιούτον σημείον εις έλεγχον των ασεβών και προς δόξαν των δούλων του. Η δε δούλη εκείνη της Οσίας Άννης, ήτις εσυκοφάντησε την κυρίαν της με τον Άγιον, έλαβε και αυτή με τρόπον τοιούτον από τον δικαιοκρίτην πρεπόντως αντάμειψιν· ενύμφευσεν αυτήν ο προρρηθείς Αυλικάλαμος δια την συκοφαντίαν, ως της υπεσχέθη, και εγέννησε δύο παιδία δίδυμα· κατά δε την νύκτα κατά την οποίαν τα εγέννησεν, ηγέρθησαν ορθά, ω του θαύματος! και εμάσησαν τους μαστούς της μητρός αυτών, και παρευθύς η αθλία αθλίως εξέψυξε· και όχι μόνον αυτήν εθανάτωσαν, αλλά και αυτά τα εχιδνότοκα το ένα εφόνευσε το άλλο. Τοιαύτα είναι των συκοφαντών τα επιτίμια· αλλά ακούσατε και άλλο παρόμοιον. Ο θεοσεβής Θεόδωρος, όστις έκρυψε τον μυελόν του Αγίου, τον επήγεν εις την Μονήν του Οσίου Δίου και λέγει κρυφίως εις τον Ηγούμενον την υπόθεσιν· ούτος επήγεν εις τινα Ναόν του Αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρος, όστις ήτο εις τα δεξιά μέρη της Μονής και εκεί έβαλεν εις εν κιβώτιον μικρόν τον μυελόν και τον έκρυψαν εις το Άγιον Βήμα, μόνον δε εν μικρόν παιδίον τους είδε. Αφού δε παρήλθε καιρός και ενηλικιώθη το παιδίον, παρεκάλει τον Ηγούμενον να τον χειροτονήση Διάκονον, αλλ’ αυτός δεν εδέχετο, γνωρίζων ότι ήτο ανευλαβής εις τα θεία και αμελέστατος. Ο δε νέος ηπείλησε τον Ηγούμενον, ότι θα του κάμη ζημίαν μεγάλην· ταύτα δε ςιπών, έκλεψε το κιβώτιον, το οποίον είχε τον μυελόν του Αγίου και έδραμεν εις τον βασιλέα λέγων· «Ο Ηγούμενός μου και ο Θεόδωρος, τον οποίον εξώρισες εις την Σικελίαν, προσκυνούσι τα λείψανα των κακούργων, τους οποίους φονεύεις, σε ονομάζουν δε νέον αποστάτην και τύραννον· δια να πιστωθής δε την αλήθειαν σου έφερα τούτο το κιβώτιον». Ο δε βασιλεύς εθυμώθη και είπεν εις τον νέον να φυλάττη μετά προσοχής το κιβώτιον, έως άλλην του πρόσταξιν, τον δε Ηγούμενον εφυλάκισε δεδεμένον χείρας και πόδας με άλυσον· έστειλε δε και έφεραν από την Σικελίαν τον Θεόδωρον, τον οποίον πρότερον εξώρισε, διότι τον εσυκοφάντησαν ότι προσεκύνει τας αγίας Εικόνας και παραστήσας τον παίδα έμπροσθεν του Ηγουμένου και του Θεοδώρου και ελέγχων αυτούς, ηρνήθησαν λέγοντες, ότι δεν ήξευραν τίποτε· τότε προστάσσει το παιδίον ο τύραννος να φέρη το κιβωτίδιον, τούτο όμως έγινεν, ω του θαύματος! άφαντον έως την σήμερον. Ο δε πονηρότατος τύραννος, όταν είδε ότι δεν ευρέθη το κιβώτιον, εγνώρισεν ότι ήτο θαύμα· όθεν δια να μη αυξήση η δόξα του Αγίου και λέγουν ότι εθαυματούργησεν, έρριψε το πταίσιμον όλον εις τον συκοφάντην, ότι τους διέβαλε ψευδώς, και αυτούς μεν αφήκεν ως αναιτίους χωρίς παίδευσιν τινά, το δε παιδίον έδειρεν ως ψεύστην και εξώρισε και ούτως ερρίφθη εις τον λάκκον, τον οποίον δια τους άλλους κατεσκεύασεν. Ούτω λοιπόν, όσοι ηδίκησαν τον Άγιον έλαβον εις τούτον τον κόσμον τον αρραβώνα της αιωνίου κολάσεως. Αλλά και αυτός ο Κοπρώνυμος απέθανε κακόν θάνατον, καθώς εις τον χρονογράφον φαίνεται· διότι, ότε μετέβη εις τον κατά των Βουλγάρων πόλεμον, ήλθεν εις αυτόν οργή θεϊκή και έπαθεν εις τα σκέλη δεινήν ασθένειαν, η οποία τον έκαιεν ως πυρ των ανθράκων και ούτως ο κακός κακώς εξέψυξε και έδωκε δίκην των αδίκων του πράξεων· διότι ο δίκαιος κριτής δεν αφήνει κακουργίαν απαίδευτον, εις δόξαν αυτού και μεγαλοπρέπειαν. Ω πρέπει τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου