Όποιος άνθρωπος θέλει να ομιλήση ορθά, πρέπει τέσσαρα πράγματα να σκέπτηται· πρώτον μεν να λέγη εκείνα τα οποία πρέπει να λεχθούν· διότι όστις λέγει εκείνα τα οποία δεν πρέπει να είπη τις, ήτοι αργολογίας, βλασφημίας, φλυαρίας και τα τοιαύτα, εκείνος λέγει πράγματα, τα οποία δεν πρέπει να λέγη τις. Δεύτερον να λέγη όσα πρέπει να λέγωνται, διότι είναι και άλλοι πολλοί λόγοι αγαθοί και ψυχωφελείς, αλλά δεν πρέπει όλους να τους λέγη τις εις μίαν ώραν, μόνον δε όσα είναι πρέπον, τόσα να λέγη· διότι οι λόγοι όλοι της Παλαιάς Γραφής και της Νέας, όλοι μεν είναι καλοί και πρέπει πας Χριστιανός να τους διηγήται, αλλά δεν πρέπει όλους μαζί να λέγη τις, αλλά με ησυχίαν και υπομονήν και με καιρόν κατάλληλον να ομιλή όσα αρμόζουσι. Τρίτον, να μη απευθύνη τις τους λόγους του προς πάντα άνθρωπον, αλλά μόνον προς εκείνους τους οποίους πρέπει, διότι όστις ομιλεί λόγους σωτηριώδεις και περί Θεότητος προς άνθρωπον λιθοκάρδιον και άπιστον, εκείνος πίπτει έξω από την παραγγελίαν του Κυρίου, όστις λέγει εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον:
«Μη δώτε το άγιον τοις κυσί, μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών, και στραφέντες ρήξωσιν υμάς» (Ματθ. ζ:6). Δια τούτο πρέπει να προσέχη ο άνθρωπος ο λέγων, προς τίνας ανθρώπους λέγει τους λόγους του, δια να μη τους χάση. Τέταρτον· πρέπει να σκέπτηται ο ομιλών, ότι, όταν είναι καιρός του λέγειν, τότε να ομιλή· διότι, εάν θελήση τις έξω του καιρού να λέγη, ήτοι όταν δεν τον ερωτούν ή όταν δεν τον ακροάζωνται, ο τοιούτος ομοιάζει με εκείνον όστις ομιλεί με την σκιάν του. Αυτά τα τέσσαρα βλέπω, ευσεβέστατοι ακροαταί, ότι συνέβησαν και εις εμέ σήμερον, ότε μέλλω να αρχίσω την περί του Αποστόλου Λουκά διήγησιν· διότι και εγώ εκείνα τα οποία πρέπει και όσα μόνον πρέπει θέλω ομιλήσει προς υμάς· έπειτα δε και ημείς, ελπίζω εις τον Θεόν, ότι είσθε όλοι πρόθυμοι εις το ακούειν, και δια τούτο συνήχθητε σήμερον. Το δε τέταρτον, ότι δεν είναι άλλος αρμοδιώτερος καιρός και καταλληλότερος εις το λέγειν, από τον παρόντα, κατά τον οποίον τελείται μνήμη και πανήγυρις Αποστόλου και Ευαγγελιστού, και κατά τον οποίον μέλλομεν και υμείς να διηγηθώμεν τας θεαρέστους αυτού και ψυχωφελείς πράξεις. Διότι πάντων μεν των Αγίων τους Βίους και τας πράξεις δίκαιον είναι και ψυχωφελές να συγγράφωμεν και να διηγώμεθα πάντοτε, επειδή όμως οι ιεροί Ευαγγελισταί, συγγράψαντες το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον, περισσότερον μας ωφελούσιν εις την ευσέβειαν από πάσαν άλλην διδαχήν της Εκκλησίας μας, δια τούτο και τους Βίους αυτών οφείλομεν να συγγράφωμεν και να διηγώμεθα μετ’ ιδιαιτέρας ευλαβείας. Και πάντων μεν των Ευαγγελιστών τας πράξεις πρέπον είναι και ωφέλιμον να διηγώμεθα, περισσοτέραν όμως ευφροσύνην και αγαλίασιν δίδει εις ημάς η περί του θείου και ιερού Ευαγγελιστού Λουκά διήγησις, διότι και πολλήν περισσοτέραν την ωφέλειαν προξενεί. Ας αρχίσωμεν λοιπόν διηγούμενοι τας πράξεις του, καθ’ όσον είναι δυνατόν συντομώτερον. Πόλις τις κείται εις τα μέρη της Ανατολής, εις την περιοχήν της μεγάλης Συρίας, Αντιόχεια λεγομένη, την οποίαν πρέπον είναι να επαινέση τις και δι’ άλλα καλά άπερ έχει, τείχη δυνατά, περιβόλια εύμορφα, ποταμόν θαυμαστόν, τον λεγόμενον Ορόντην, αλλ’ όμως δια τούτο είναι δίκαιον να την εγκωμιάσωμεν, ότι πρώτοι οι άνθρωποι της πόλεως ταύτης εδέχθησαν μετά πάσης χαράς το κήρυγμα των Αποστόλων, και πρώτοι αυτοί ωνομάσθησαν Χριστιανοί, καθώς είναι εύκολον να το μάθωμεν από αυτόν τον Απόστολον Λουκάν, όστις γράφει εις τας Πράξεις των Αποστόλων ούτως· «Εγένετο δε αυτούς ενιαυτόν όλον συναχθήναι εν τη Εκκλησία, και διδάξαι όχλον ικανόν, χρηματίσαι τε πρώτον εν Αντιοχεία τους μαθητάς Χριστιανούς» (Πράξ. ια: 26). Και όχι μόνον απ’ αυτό πρέπει να την επαινέσωμεν, αλλά και διότι αύτη ήτο η πατρίς του Αγίου τούτου Αποστόλου, και αυτή τον ανέθρεψεν ως κλάδον θεόβλαστον. Εν ταύτη ο Απόστολος ούτος γεννηθείς, έλαχε και φύσεως ευγενούς, και ήτο εις πάσαν τέχνην επιτηδειότατος· διότι και εις την Εβραϊκήν διάλεκτον επαιδεύθη, και την Συριακήν γλώσσαν έμαθε και καθώς λέγει ο θείος Δαβίδ, «Ως το ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων» (Ψαλμ. α: 3), τοιουτοτρόπως και αυτός ηύξανεν εις πάσαν προκοπήν. Ελθών εις ηλικίαν, επήγε και εις την Ελλάδα και εις την Αίγυπτον, και έμαθε πάσαν την σοφίαν των Ελληνικών μαθημάτων. Διότι την Γραμματικήν τόσον την έμαθε, ώστε δεν ήτο άλλος τις ανώτερός του, εις την Ρητορικήν τόσον διέπρεψεν, ώστε και αυτός τους παλαιούς ρήτορας υπερέβαλεν· αλλά και την Φιλοσοφίαν τις άλλος τον έφθασεν; Και επειδή η Φιλοσοφία διαιρείται εις δύο, εις το θεωρητικόν και εις το πρακτικόν, και θεωρητικόν μεν είναι να ηξεύρη τις τα ουράνια και τα επίγεια, πρακτικόν δε είναι να γνωρίζη πως να διευθύνη τον εαυτόν του και τους άλλους όπου τον ακούουσιν, αμφότερα δε ταύτα είχεν ο Απόστολος· το θεωρητικόν μεν, ότι έμαθε την γνώσιν των όντων· το πρακτικόν δε ότι εκυβέρνα εαυτόν προς αρετήν, και εις τους βλέποντας ήτο παράδειγμα καλόν. Τέλος έμαθε και την φιλάνθρωπον επιστήμην, την ιατρικήν λέγω· τοσούτον δε έμαθε ταύτην, ώστε από αυτήν είχεν όνομα επαινετόν· και εάν τις ήθελεν αναφέρει το όνομά του, δεν το εφανέρωνε καθολικά, εάν δε προσέθετε και το ιατρός, λέγων· «Ο ιατρός Λουκάς». Και τούτο το βλέπει πας τις εις τας Επιστολάς του θείου Παύλου, όστις γράφει περί του Αποστόλου τούτου, εις την προς Κολασσαείς επιστολήν, εις την οποίαν ονομάζει αυτόν ιατρόν, λέγων· «Ασπάζεται υμάς Λουκάς ο ιατρός ο αγαπητός». Και ναι μεν ήτο ο Άγιος άριστος, ως είπον, εις τα Ελληνικά μαθήματα, αλλά την ευσέβειαν και Ορθοδοξίαν δεν την εγνώριζεν απ’ αρχής, διότι ήτο όλως δι’ όλου βεβυθισμένος εις την ειδωλολατρίαν, ως Έλλην ων και Ελλήνων γονέων υιός· ακούσατε όμως πως προσήλθεν εις την αλήθειαν. Του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του αληθινού Θεού κατελθόντος εκ των ουρανών και σαρκωθέντος εκ της Αγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, βαπτισθέντος δε υπό του τιμίου Προδρόμου εν Ιορδάνη και υπό του Πατρός άνωθεν μαρτυρηθέντος ως Υιού αγαπητού, διδάσκοντες εις τους αμαρτωλούς μετάνοιαν, πολλοί εκ των Ιουδαίων ακούοντες επέστρεφον δια του κηρύγματος του Κυρίου εις την πίστιν. Ουχί δε μόνον οι Ιουδαίοι, αλλά και οι εξ εθνών επίστευον εις τον Χριστόν διδάσκοντα, ήσαν δε τοιούτοι εις τα μέρη της Γαλιλαίας, εις τα οποία κατώκουν Έλληνες, καθώς το λέγει και ο Προφήτης Ησαϊας, εις το ένατον κεφάλαιον της Προφητείας αυτού λέγων· «Γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, οδόν θαλάσσης πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των Εθνών, ο λαός ο καθήμενος εν σκότει, είδε φως μέγα» (Ματθ. δ: 15-16, Ησ. θ: 1-2). Αλλά και από το ότι είχον χοίρους ημπορεί να εννοήση τις ότι κατωκουν εκεί Έλληνες, διότι η χώρα των Γεργεσηνών, εις την οποίαν έκαμεν ο Χριστός το θαύμα και ιάτρευσε τους δαιμονιζομένους, και οι δαίμονες φεύγοντες εισήλθον εις την αγέλην των χοίρων, καθώς διηγείται τούτο ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εις το όγδοον κεφάλαιον, ήτο εις τα περίχωρα της Γαλιλαίας. Εις αυτήν λοιπόν επειδή κατώκουν Έλληνες, δια τούτο είχον και χοίρους, διότι οι Εβραίοι δεν έτρωγον χοίρους. Τότε λοιπόν και ο θείος ούτος Απόστολος Λουκάς, τυχών εκεί εις την Γαλιλαίαν, επίστευσε και αυτός ακούσας το κήρυγμα του Κυρίου, διότι δεν είχεν αυτός οφθαλμούς ψυχικούς του μη βλέπειν το φως της θεογνωσίας και ώτα του μη ακούειν το κήρυγμα της Βασιλείας των ουρανών, αλλά κεκαθαρμένος από τα πάθη του κόσμου, έχων δε τον νουν και τους οφθαλμούς της ψυχής καθαρούς από τας κοσμικάς φροντίδας, παρευθύς, ως γη αγαθή, εδέξατο τον σπόρον του κηρύγματος, και άφησε μεν τελείως όλην την θρησκείαν των ειδωλολατρών, ηκολούθησε δε ολοψύχως τον Δεσπότην Χριστόν, διο και εις όλα τα θαύματα του Χριστού ήτο και αυτός παρών, και πλέον περισσότερον εστερεούτο εκ τούτων εις την θεογνωσίαν. Διότι, όπως υπερέβαινε τους ανθρώπους του καιρού εκείνου εις σοφίαν και εις μάθησιν, τοσούτον ταχύτερα παρά τους άλλους ηννόησε την αλήθειαν. Δια τούτο λοιπόν και ο θείος ούτος Λουκάς εγένετο μαθητής του Χριστού γνήσιος, και δεν έλειπε παντελώς από πλησίον του· πλην δεν ήτο εις από τους Δώδεκα Αποστόλους τους πρώτους, αλλά από τους Εβδομήκοντα, οίτινες επίστευσαν υστερώτερα, ήτο δε και εις την Σταύρωσιν του Χριστού, και εις τα Άγια Πάθη παρών και αυτός μετά των άλλων Μαθητών. Κατά τούτο δε και υπερέβαλλε τους άλλους Αποστόλους, διότι μετά την Ανάστασιν του Χριστού την λαμπράν Κυριακήν, το εσπέρας, είδε τον Χριστόν αναστάντα, πρώτος των άλλων μαθητών, καθώς το διηγείται ο ίδιος εις το κατ’ αυτόν Ευαγγέλιον, εις το κδ΄ (24ον) κεφάλαιον λέγων, ότι πορευομένους εις την χώραν Εμμαούς μετά του Κλεώπα συνήντησεν αυτούς ο Κύριος εν σχήματι άλλου ανθρώπου· και αυτοί τότε μεν δεν τον εγνώρισαν, μετά δε ταύτα, όταν εκάθησαν εις την τράπεζαν δια να φάγωσιν, εκεί όπου έκοψεν ο Χριστός τον άρτον, μετήλλαξε το πρόσωπόν του εις το πρότερον είδος και τότε τον εγνώρισαν· Αυτός δε παρευθύς ανελήφθη απ’ έμπροσθέν των. Αλλά και εις την κάθοδον του Παναγίου Πνεύματος, εκεί και αυτός ων, μετέλαβε της ίσης Χάριτος ομού μετά των άλλων Αποστόλων. Όταν λοιπόν μετά ταύτα οι θείοι Απόστολοι διεσπάρησαν εις τα διάφορα μέρη της οικουμένης δια να κηρύξωσι την πίστην του Χριστού, τότε και ο θείος Απόστολος Λουκάς απεστάλη εις τα έθνη κηρύττων το Ευαγγέλιον· διο και πάντα αφήσας, κατά την του Κυρίου παραγγελίαν, τους συγγενείς, τους φίλους, την πατρίδα, τον βίον, την περιουσίαν, ως αετός υπόπτερος περιήρχετο κατά πάσαν πόλιν και χώραν, διδάσκων το σωτήριον κήρυγμα και εις τινας μεν τόπους τον εδέχοντο, αλλαχού δε, τύπτοντες και λιθοβολούντες αυτόν, εδίωκον. Κατά τας ημέρας εκείνας επιστρέψας και ο Άγιος Απόστολος Παύλος εις θεογνωσίαν εκ της Ιουδαϊκής πλάνης εβαπτίσθη εν Δαμασκώ υπό Ανανίου του Αποστόλου και απεστάλη εις τα έθνη υπό των άλλων Αποστόλων διδάσκων το Ευαγγέλιον. Τότε συνήντησεν αυτόν και ο Απόστολος Λουκάς και ηκολούθησεν αυτόν, περιήρχετο δε μετ’ αυτού τας πόλεις και τας χώρας, ευαγγελιζόμενος εις τα έθνη τον λόγον του Κυρίου. Διότι όχι μόνον την Θράκην, την Μακεδονίαν, την Θεσσαλίαν, την Αχαϊαν, την Πελοπόννησον, την Ασίαν, την Λυκίαν, την Κιλικίαν, την Κύπρον, την Συρίαν, το Ιλλυρικόν και την Ιουδαίαν πάσαν περιήλθεν ομού μετά του θείου Παύλου διδάσκων, αλλά και δέσμιος επήγεν από την Ιερουσαλήμ εις την μεγαλούπολιν Ρώμην. Αφήνω τους διαμέσους πειρασμούς τους οποίους έπαθε, τους παρά των απίστων λιθασμούς, της θαλάσσης τους κινδύνους, της στερεάς τους φόβους, τας επιβουλάς των Ιουδαίων, τα άλλα πολλά και μεγάλα κακοπαθήματα, άπερ τα διηγείται και μόνος του εις τας Πράξεις των Αποστόλων. Πολύ δε τον ηγάπησε και ο Απόστολος Παύλος, διο και γράφων εις τας Επιστολάς του, τον ονομάζει αγαπητόν. Ούτω πολιτευόμενος και ούτω διδάσκων μετά του θείου Παύλου τα έθνη, ηθέλησε και εγγράφως, μετά δεκαπέντε έτη από της του Χριστού Αναλήψεως να παραδώση τα όσα είδε παρά του Χριστού γενόμενα θαύματα, και όσους λόγους ήκουσε παρ’ αυτού, και όσα ήκουσε και παρά των άλλων Αγίων Αποστόλων περί του Χριστού· έγραψε δε τούτο παρακινηθείς υπό τινος ηγεμόνος του καιρού εκείνου, Θεοφίλου ονόματι. Και ίδετε πως από τους άλλους Ευαγγελιστάς πλέον λεπτομερέστερον και ρητορικώτερον συγγράφει το Ευαγγέλιόν του. Αυτός και περί της συλλήψεως του Τιμίου Προδρόμου έγραψε μόνος, αυτός και περί του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου διηγείται μόνος, αυτός και την Γέννησιν του Χριστού φανερώτερα την διηγείται, ώστε και πας Χριστιανός ακούων, νομίζει ότι τώρα βλέπει τον Χριστόν βρέφος κείμενον εις την φάτνην, και τους ποιμένας θαυμάζοντας, και τους Αγγέλους βοώντας το «Δόξα εν υψίστοις» και τας θαυματουργίας του Χριστού πλέον λεπτότερα τας διηγείται, ώστε και οι Χριστιανοί, ακούοντες αυτόν, νομίζουσιν ότι βλέπουσι τον Χριστόν παρόντα και θαυματουργούντα. Αυτός συνέγραψε και περισσοτέρας παραβολάς, ας είπεν ο Κύριος προς τους Μαθητάς και τους Ιουδαίους. Διότι εις το Ελληνικόν μάθημα όχι μόνον την γλώσσαν του είχε πεπαιδευμένην εις το λέγειν ορθώς, αλλά και εις το συγγράφειν Ελληνιστί τοσούτον ήτο συνηθισμένος, ώστε πας ρήτωρ θαυμάζει την φράσιν του Ευαγγελιστού τούτου, την οποίαν έδειξε και εις την συγγραφήν του ιερού Ευαγγελίου και εις τας Πράξεις των Αποστόλων. Αυτός και περί του Πάθους του Χριστού πλέον λεπτότερα γράφει, αυτός και περί της Αναλήψεως του Κυρίου τοσούτον φανερά διηγείται, ως να κατέβη από τους ουρανούς και είδε τα εκεί γενόμενα. Μετά δε ταύτα έγραψε και άλλο βιβλίον προς τον αυτόν Θεόφιλον, όπερ διηγείται τας Πράξεις των Αγίων Αποστόλων, τουτέστι πως όταν ανελήφθη ο Κύριος έστειλε το Άγιον Πνεύμα εις τους Αποστόλους και τους εφώτισε, πως εσοφίσθησαν οι αγράμματοι Απόστολοι, πως ελάλουν ξένας γλώσσας, πως ο Πέτρος εδημηγόρησε προς τον λαόν· πως ο Άγιος Στέφανος ελιθοβολήθη υπό των Ιουδαίων· πως ο Άγιος Πέτρος εθαυματούργει· πως ο Απόστολος Φίλιππος εβάπτισε τον ευνούχον της βασιλίσσης των Αιθιόπων. Αυτά και άλλα περισσότερα διηγείται εις τας Πράξεις ο Απόστολος ούτος. Το δε περισσότερον διηγείται δια τας Πράξεις του Αποστόλου Παύλου, πως επέστρεψεν εις την εις Χριστόν πίστιν, πως εβαπτίσθη υπό του Αποστόλου Ανανίου, πως επειράσθη εκεί, πως εκήτυξεν εις τα έθνη, πως περιήλθε μετ’ αυτού την οικουμένην, τέλος δε πως τον επήγαν δεδεμένον από την Ιουδαίαν εις την Ρώμην υπέρ του ονόματος του Χριστού· έως αυτού ηκολούθησεν ο θείος ούτος Λουκάς τον Απόστολον Παύλον. Μετά δε ταύτα αφήσας αυτόν εις την Ρώμην δέσμιον, επήγε μόνος του εις την Λιβύην και εις την Αίγυπτον και εκεί εδίδασκε του κήρυγμα του Ευαγγελίου. Ουχί δε μόνον τοσαύτα κατώρθωσε ο Απόστολος ούτος, αλλά και την Εικόνα του Χριστού λέγουσιν ότι πρώτος αυτός εζωγράφισεν, ως τεχνίτης άριστος όπου ήτο και εις την ζωγραφικήν τέχνην· και της Κυρίας Θεοτόκου τρεις και μόνας εζωγράφισεν Εικόνας ζώσης αυτής, και τας επήγε προς Αυτήν να τας ιδή, εάν της αρέσκουσι. Και η Κυρία Θεοτόκος, ως τας είδεν, τας ηυλόγησε και είπεν· «η Χάρις του εξ εμού γεννηθέντος είη δι’ εμού μετ’ αυτών». Απ’ αυτάς τας τρεις αγίας Εικόνας, η μεν μία ευρίσκεται εις την Πελοπόννησον, εις την Μονήν του Μεγάλου Σπηλαίου, ήτις είναι κατεσκευασμένη με κηρομάστιχον· η δε Δευτέρα λέγουσιν ότι είναι εις την μικράν Ρωσίαν, εις τινα πόλιν λεγομένην Βιλίναν, εις την Εκκλησίαν της Παναγίας, ήτις είναι με χρώματα εζωγραφισμένη και περικεκοσμημένη δια τιμίων λίθων και χρυσίου με βασιλικήν μεγαλοπρέπειαν, δια την οποίαν λέγουσιν οι Χριστιανοί του τόπου εκείνου, ότι ευρίσκουσιν εις τα βιβλία των γεγραμμένον, ότι οι Χριστιανοί βασιλείς της Κωνσταντινουπόλεως, εις τους παλαιούς καιρούς, την εχάρισαν εις τους Ρώσους, ποιήσαντες και συνθήκην μετ’ αυτών, δια να μη επέρχωνται κατά των τόπων αυτών προξενούντες ζημίας και δηώσεις (λεηλασίας), αλλά να είναι πάντοτε σύμμαχοί των. Η δε Τρίτη εικών, κατά την βεβαίωσιν του χρυσοβούλλου Ιωάννου Γρηγορίου Γκίκα Βοεβόδα, ηγεμόνος πάσης Ουγγροβλαχίας εν έτει ζσνζ΄ (7257) από κτίσεως κόσμου, (ήτοι εν έτει αψμθ΄ 1749 από Χριστού) Οκτωβρίου ε΄ , ευρίσκεται εις την εν Κύπρω Μονήν του Κύκκου. Περιπατών ο Άγιος Απόστολος από τόπου εις τόπον και διδάσκωνεις τα έθνη το κήρυγμα του Ευαγγελίου, έφθασε και εις τας επταπύλους Θήβας της Βοιωτίας, της οποίας και Αρχιερεύς και ποιμήν λογικός υπό του Αποστόλου Παύλου είχε χειροτονηθή. Αλλά μάθετε και τούτο, δια να μη αμφιβάλλητε, όταν ακούητε περί των Θηβών τούτων. Θήβαι πόλεις ονομάζονται πολλαί, εκ των οποίων μία είναι εις την Αίγυπτον, η οποία ονομάζεται και Θηβαϊς, ή Άνω Αίγυπτος, από την οποίαν ήτο ο Όσιος Παύλος ο λεγόμενος Θηβαίος και άλλοι πολλοί Όσιοι Πατέρες. Αύτη λέγουσιν ότι ήτο πολύ μεγάλη πόλις, και είχεν εκατόν πύλας· αλλ’ ο βασιλεύς Αλέξανδρος ο Μακεδών την κατέστρεψε και επήρε τα μάρμαρά της, κτίσας άλλην πόλιν εις το παραθαλάσσιον, την οποίαν ωνόμασεν Αλεξάνδρειαν. Ήτο και άλλη πόλις, και αυτή Θήβαι ονομαζομένη εις τους παλαιούς καιρούς, εις την Θεσσαλίαν. Ήτο και άλλη εις την Κιλικίαν, η οποία ονομάζετο Θήβα Υποπλακία, την οποίαν σήμερον λέγουσιν Αδραμύττιον. Περί ταύτης αναφέρει ο παλαιός ποιητής Όμηρος, ότι ήτο απ’ εκεί η γυνή του Έκτορος Ανδρομάχη. Αλλά και ο Απόστολος ούτος Λουκάς, διηγείται περί αυτής εις τας Πράξεις των Αποστόλων, γράφων ούτω: «Επιβάντες δε πλοίω Αδραμυττηνώ, μέλλοντες πλειν τους κατά την Ασίαν τόπους ανήχθημεν» (Πράξεις κζ: 2). Είναι και άλλη Θήβαι εις την Ιταλίαν. Είναι και αυτή η Μητρόπολις του Αποστόλου τούτου, Θήβαι λεγομένη Επτάπυλοι, διότι εις τους παλαιούς καιρούς είχεν επτά πύλας, και είναι εις την Βοιωτίαν της Ελλάδος. Εις αυτάς τας Θήβας ελθών ο Άγιος είχε μεγάλην φροντίδα, όπως τους μεν βωμούς των ειδώλων καταργήση και την των ειδώλων πλάνην εκδιώξει, Ναούς δε και Εκκλησίας να κτίση εις τιμήν του Χριστού και συνάθροισιν των ευσεβών Χριστιανών. Εις ολίγον καιρόν, με την δύναμιν του Χριστού, όλα τα κατώρθωσε· τους ειδωλολάτρας εβάπτισε και υιούς φωτός εποίησεν, αντί υιών του σκότους· τους βωμούς των ειδώλων εις την γην κατηδάφισε, τα ξόανα συνέτριψεν, Εκκλησίας αγίας και θυσιαστήρια ανήγειρε καθ’ όλην την Βοιωτίαν και την υπόλοιπον Ελλάδα, επιστρέψας αυτάς εις θεογνωσίαν εκ της ειδωλολατρικής πλάνης, και Ιερείς χειροτονήσας, τους δοκιμωτέρους των πιστευσάντων, παρέδωσεν εις αυτούς το Ευαγγέλιον όπερ αυτός συνέγραψεν εκ Πνεύματος Αγίου. Πλήρης δε ημερών γενόμενος ο ένδοξος του Κυρίου Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς εν ειρήνη προς τον της ειρήνης απήλθεν Αρχηγόν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, ων περίπου ογδοηκοντούτης. Και το μεν τίμιον αυτού λείψανον έμεινεν εις τας Θήβας τιμώμενον υπό των πιστευσάντων Χριστιανών, η δε αγία αυτού ψυχή απήλθεν ένθα η των ζώντων χώρα, ένθα ήχος εορταζόντων και ευφραινομένων πάντων η κατοικία εστίν. Αυτά είναι τα διηγήματα των υπέρ της ευσεβείας άθλων του Αποστόλου· αυτό είναι το τέλος των κόπων τους οποίους κατέβαλεν υπέρ του ονόματος του Χριστού, δια τους οποίους έχει και αυτός την παρρησίαν να λέγη μετά του Αποστόλου Παύλου, καθώς εκείνος εις την προς Τιμόθεον Β΄ Επιστολήν αυτού λέγει· «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα· λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδόσει μοι ο Κύριος εν εκείνη τη ημέρα ο δίκαιος Κριτής» (Β΄ Τιμ. δ: 7-8). Αλλ’ ακούσατε τι παράδοξον θαύμα εγένετο μετά τον θάνατον αυτού. Ο Θεός θέλων να τον δοξάση, και επειδή εγίνωσκε την επιστήμην της ιατρικής, έβρεχε κατ’ έτος κατά την ημέραν της μνήμης του, ήτις είναι η δεκάτη ογδόη Οκτωβρίου, επάνω εις τον τάφον του κολλύρια, τα οποία όσοι είχον ασθένειαν εις τους οφθαλμούς, μόνον εάν εχρίοντο, παρευθύς ιατρεύοντο. Δίκαιον δε είναι να είπωμεν, και πως το τίμιον αυτού λείψανον ανεκομίσθη ως μέγα θησαύρισμα εις την Κωνσταντινούπολιν. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αφήκε τρεις υιούς μετά τον θάνατόν του, Κωνσταντίνον, Κωνστάντιον και Κώνσταντα, οίτινες επήραν έκαστος μέρος της βασιλείας του. Και ο μεν Κώνστας επήρε την Ρώμην, ο Κωνσταντίνος τας επάνω και κάτω Γαλλίας, ο δε Κωνστάντιος ο δεύτερος υιός του παρέλαβε την Κωνσταντινούπολιν, τον θρόνον του πατρός του. Αυτός επήγε και εις τα μέρη του Ίστρου ποταμού ή Δουνάβεως και εκεί διέτριβε χρόνον ικανόν. Διερχόμενος δε ποτε τας πόλεις τας παραδουναβίους, ήκουσε ότι οι Βλάχοι, οίτινες είναι πέραν του Ίστρου, ζητούσι να εκστρατεύσωσι κατά της βασιλείας των Χριστιανών· φοβηθείς δε μήπως αληθεύση η φήμη αυτή, παραλαβών το στράτευμά του ανεχώρησε δια Κωνσταντινούπολιν. Καθ’ οδόν ερχόμενος επέζευσεν εις πόλιν τινά της Θράκης, η οποία ελέγετο πρότερον Οδρυσσός ή Ορεστιάς, και κατόπιν Αδριανούπολις. Εις αυτήν την πόλιν ευρισκομένου του βασιλέως, ήλθε προς αυτόν Επίσκοπος τις από την Πελοπόννησον, λέγων ότι γινώσκει που ευρίσκοντο τα λείψανα των Αγίων Αποστόλων Ανδρέου, Τιμοθέου και Λουκά. Τούτο ως ήκουσεν ο βασιλεύς επλήσθη χαράς, ως να του είχε δώσει μέγαν θησαυρόν· παρευθύς λοιπόν προσέταξε τον Άγιον Αρτέμιον, όστις ήτο δουξ της Αλεξανδρείας, και ύστερον εμαρτύρησεν επί του παραβάτου Ιουλιανού, να αναλάβη την τοιαύτην υπηρεσίαν. Απελθών δε ούτος μετά βασιλικής εξουσίας και ευλαβείας μεγάλης επήρε τα λείψανα, του μεν Αποστόλου Ανδρέου από τας παλαιάς Πάτρας, του δε Αποστόλου Τιμοθέου από την Έφεσον, τούτου δε του Αποστόλου Λουκά από τας Θήβας της Βοιωτίας, ένθα, ως είπομεν, ήτο ενταφιασμένος ο Άγιος. Παραλαβών λοιπόν ταύτα ο Άγιος Αρτέμιος τα επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν, ο δε βασιλεύς προσκυνήσας και ασπασάμενος ταύτα απέθεσε προσωρινώς εις τον Ναόν τον οποίον έκτισεν ο ίδιος επί του τάφου του πατρός του. Μετά δε ταύτα κατεσκεύασε τρία κιβώτια αργυρά, όταν δε επερατώθη η οικοδομή του Ναού των Αγίων Αποστόλων, τον οποίον είχεν αρχίσει να οικοδομή ο πατήρ του, ο Μέγας Κωνσταντίνος, κατέθεσεν εκεί τα τίμια και άγια ταύτα λείψανα, κάτωθι του δεξιού μέρους της αγίας Τραπέζης· ήσαν δε εκεί μέχρι του καιρού κατά τον οποίον είχον οι βασιλείς των Χριστιανών την Κωνσταντινούπολιν. Ακούσατε δε και θαύμα παράδοξον, όπερ εγένετο τότε, όταν έφεραν τα λείψανα των Αγίων Αποστόλων. Ο βασιλεύς είχεν ευνούχον τινα, Ανατόλιον λεγόμενον, πρώτον και πιστότερον μεταξύ των άλλων ευνούχων του παλατίου. Αυτός ησθένησεν από βαρείαν ασθένειαν, τόσον ώστε δεν ηδύναντο οι βασιλικοί ιατροί να τον θεραπεύσωσι και τον απεφάσισαν δια θάνατον. Τι έπραξεν όμως ο Ανατόλιος; Απελπισθείς πάσης βοηθείας, εσκέφθη νοερώς να προσδράμη εις την βοήθειαν της πρεσβείας του Αποστόλου Λουκά, διότι ήκουσεν ότι ζων ο Άγιος ήτο ιατρός. Έβαλαν λοιπόν την θήκην, ήτις είχε το λείψανον του Αποστόλου τούτου, επάνω εις τον Ανατόλιον και παρευθύς, ω της δυναστείας σου, Χριστέ Βασιλεύς! Ηγέρθη ο ασθενής, και βαστάζων ούτος το τίμιον λείψανον, το επήγεν εις τον Ναόν, ένθα έμελλε να το αποθέσωσι. Τούτο το θαύμα ιδών ο βασιλεύς και πας ο λαός της πόλεως εδόξασαν τον Θεόν, τον δοξαζόμενον εν τοις Αγίοις αυτού· ο δε ευνούχος Ανατόλιος, ούτω παρ’ ελπίδα σωθείς, δεν έλειψεν από τότε κηρύττων την εις αυτόν γενομένην παρά του Αποστόλου παράδοξον θαυματουργίαν, και δοξάζων τον δι’ αυτού θαυματουργήσαντα Ιησούν Χριστόν. Αύτη είναι η περί του Αποστόλου Λουκά ψυχωφελής διήγησις· αυταί είναι αι πράξεις του και ο Βίος του ως εν συντόμω, καθώς ηκούσατε, ευλογημένοι Χριστιανοί. Λοιπόν ημείς, οίτινες εορτάζομεν την μνήμην του και θέλομεν να δεχθή ο Άγιος την εορτήν μας, μη κάμνωμεν πράγματα, τα οποία έκαμνον οι ειδωλολάτραι εις τας πανηγύρεις των, τουτέστι χορούς, παιχνίδια, τραγούδια και άλλα δαιμονικά έργα, αλλά μετά συντετριμμένης καρδίας και μετά καθαρού συνειδότος ας πανηγυρίσωμεν και ας εορτάσωμεν την μνήμην του Αποστόλου. Μη στολιζώμεθα άνδρες τε και γυναίκες, ότι γη και χώμα θέλομεν γίνει· μη υπερηφανευώμεθα εις ενδύματα και στολίδια, διότι ο θάνατος μας περιμένει· μη πορνεύωμεν και μιαινώμεθα, διότι το πυρ το άσβεστον ετοιμάζεται δια τους τοιούτους· μη πολυπίνωμεν και μεθύωμεν, διότι θέλομεν διψήσει εις το πυρ το άσβεστον μετά του πλουσίου. Τι κερδίζομεν από την μέθην; Ποίον καλόν της ψυχής μας αυξάνομεν, εάν πολυφάγωμεν και κακώς δαπανήσωμεν; Πόσοι διήλθον τοιαύτας ημέρας, ως την σημερινήν, παίζοντες, χορεύοντες και μεθύοντες, οίτινες τώρα είναι χώμα εις την γην και θα είναι μακάριοι εάν έκαμον καλόν δια την ψυχήν των; Τους πτωχούς ας ενδύσωμεν, τους πεινασμένους ας χορτάσωμεν, τους διψασμένους ας ποτίσωμεν, τους ασθενείς ας φροντίσωμεν, τους φυλακισμένους ας επισκεφθώμεν, τους ξένους ας περιποιηθώμεν. Τότε να είπωμεν, ότι επανηγυρίσαμεν, τότε να καυχηθώμεν ότι εωρτάσαμεν, τότε θα δεχθή ο Θεός την εορτήν μας, τότε θα χαρώσιν οι Άγγελοι, τότε θα λυπηθώσιν οι δαίμονες. Διότι τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν πολυφάγωμεν ημείς και οι πτωχοί πεινώσι; Τι το κέρδος, εάν πολυπίωμεν ημείς, και οι αδελφοί του Χριστού διψώσι; Μία είναι η καθολική τροφή, μία είναι η καθολική ανάπαυσις, η Βασιλεία των ουρανών, η αιώνιος ζωή, η απόλαυσις των μελλόντων αγαθών, τα δε άλλα είναι ως καπνός και όνειρον. Διότι, ειπέ μου, τι κερδίζεις, άνθρωπε, εάν πλεονεκτήσης και κερδήσης χρήματα πολλά, οίκους μεγάλους, χωράφια πολλά, αμπέλια καλά; Έρχεται ώρα και εξέρχεται η ψυχή σου και αφήνει έρημον το σώμα όχι μόνον από ενδύματα, αλλά πολλώ μάλλον από τας αρετάς. Τι το εντεύθεν; Κανέν από αυτά δεν σε συνοδεύει· οι συγγενείς μένουσι κληρονόμοι, οι φίλοι λυπημένοι, οι εχθροί χαίρουσι· συ δε τι; Υπάγεις έρημος πάντων, δεδεμένος, καταδεδικασμένος· τρέχουν κατόπιν σου αι αδικίαι, οι στεναγμοί των πτωχών, οι θρήνοι των ορφανών, τα δάκρυα των χηρών έρχονται μετά σου εις τον φοβερόν Κριτήν τον αλάνθαστον και απροσωπόληπτον. Τι γίνεται τότε; Ακούεις την φοβεράν απόφασιν· «Δήσαντες αυτού πόδας και χείρας….. εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον» (Ματθ. κβ: 13). Ω! πόσα δάκρυα χύνει τότε η ψυχή αοράτως και ημείς δεν την βλέπομεν! Ω! πόσα λαλεί και παραπονείται και ημείς δεν την ακούομεν! Διατί; Διότι είμεθα όλως μεμεθυσμένοι από τας φροντίδας του κόσμου, απερροφημένοι εις τας μερίμνας του πλούτου και μας ετύφλωσεν ο διάβολος εις την αμαρτίαν. Αλλ’ εάν καθαρίσωμεν τον εαυτόν μας από την σύγχυσιν των βιοτικών φροντίδων, θέλομεν δυνηθή να εννοήσωμεν τα υστερινά μας. Ας ελεήσωμεν τους πένητας, ίνα ελεηθώμεν και ημείς υπό του Κυρίου· ας αφήσωμεν εις τους αδελφούς τα πταίσματα, ίνα και ο Θεός αφήση τας ημετέρας αμαρτίας· ας έχωμεν προς αλλήλους αγάπην αληθινήν κατά Θεόν, ίνα και ο Θεός αγαπήση ημάς· ας βοηθήσωμεν τους αδυνάτους εις την ανάγκην των, ίνα και ημείς τύχωμεν της παρά Θεού βοηθείας· ας δοξάσωμεν τον Θεόν δι’ έργων, δια λόγων και δια των μελών μας. Πως δε θα δοξάσωμεν τον Θεόν δι’ έργων, πως δια λόγων και πως δια των μελών μας; Δι’ έργων δοξάζομεν τον Θεόν, εάν έχωμεν την αγάπην, ήτις είναι το κεφάλαιον των αρετών· εάν φιλοξενίαν κατορθώσωμεν, εάν ειρήνην αποκτήσωμεν, εάν καθαρότητα αγαπήσωμεν, τότε δοξάζεται ο Θεός δι’ έργων· δια λόγων δε τον δοξάζομεν, εάν πιστεύωμεν ορθοδόξως, εάν τον κηρύττωμεν Θεόν αληθινόν, εάν τον ευχαριστώμεν εις τας θλίψεις μας, εάν ομολογώμεν δια γλώσσης και καρδίας το Μυστήριον της πίστεώς μας. Πως δε δοξάζεται ο Θεός δια των μελών μας; Όταν νεκρώσωμεν τα μέλη του σώματος, όταν αποστρέψωμεν την όρασίν μας από κάλλους γυναικών, όταν φυλάξωμεν την ακοήν μας από διηγήσεις απρεπείς, όταν σφαλίσωμεν το στόμα μας από αργολογίας, όταν κρατήσωμεν τας χείρας μας από αδικίαν, όταν εμποδίσωμεν τους πόδας μας από του τρέχειν εις την εργασίαν της αμαρτίας, τότε δοξάζομεν τον Θεόν εις τα μέλη ημών, τα οποία είναι μέλη Χριστού, καθώς ο Απόστολος Παύλος εις την προς Κορινθίους Α΄ επιστολήν λέγει· «Ουκ οίδατε ότι τα σώματα υμών μέλη Χριστού εστιν»; (Α΄ Κορ. στ:15), ολίγον δε περαιτέρω επιφέρει· «Δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστι του Θεού» (Α΄ Κορ. στ: 20). Προς τούτοις, αδελφοί, να φεύγωμεν την αιτίαν των κακών, την μέθην, περί της οποίας πολλάκις σας είπον, ότι, ως ορίζει και ο Απόστολος Παύλος εις την προς Κορινθίους πρώτην επιστολήν αυτού, οι μέθυσοι «Βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορ. στ:10). Διότι, ειπέ μοι, τι κερδίζεις, άνθρωπε, όταν πίνης τον πολύν οίνον; Μήπως αυξάνεις τας της ζωής σου ημέρας; όχι· αλλά πρώτον τας ελαττώνεις· δεύτερον, χάνεις την τιμήν σου· τρίτον δε και την περιουσίαν σου φθείρεις. Ιδέ τα άλογα ζώα, ότι έχουσι καλλιτέραν γνώσιν παρά ο μέθυσος· διότι εκείνα τόσον όσον είναι αρκετόν εις αυτά πίνουσι και εάν τα παρακαλέσης, δεν σε ακούουσι. Συ δε, άνθρωπος λογικός ων και κατ’ εικόνα Θεού τετιμημένος, διατί βιάζεις τον εαυτόν σου προς περισσοτέραν πολυποσίαν; Δεν γνωρίζεις ότι η μέθη κανέν καλόν δεν προξενεί; Ο Νώε απ’ αυτήν την μέθην εξεγυμνώθη· ο Λώτ απ’ αυτή αγνοών επόρνευσε τας θυγατέρας του· απ’ αυτήν και οι Εβραίοι παρακινηθέντες εγκατέλειψαν την προσκύνησιν του Θεού «και εποίησαν μόσχον εν Χωρήβ» (Ψαλμ. ρε: 19), και ήρχισαν να διασκεδάζωσι, λατρεύοντες το γλυπτόν του Βεελφεγώρ· αυτήν και ο σοφός Σολομών κατηγορεί εις το εικοστόν τρίτον κεφάλαιον των Παροιμιών, ένθα λέγει· «Μη ίσθι οινοπότης, μηδέ εκτείνου συμβουλαίς κρεών τε αγορασμοίς· πας γαρ μέθυσος και πορνοκόπος πτωχεύσει» (Παρ. κγ: 20). Περί αυτής και ο Απόστολος Παύλος μας διδάσκει, εις την προς Εφεσίους επιστολήν εις το πέμπτον κεφάλαιον, ένθα λέγει· «Και μη μεθύσκεσθε οίνω, εν ω εστιν ασωτία, αλλά πληρούσθε εν Πνεύματι» (Εφεσίους ε: 18). Και άλλοι δε πολλοί Άγιοι της Εκκλησίας μας ομοίως μας καθοδηγούσι, να μη μεθώμεν· και το γελοιωδέστερον, ότι ευρίσκονται άνθρωποι, οίτινες από την μωρίαν των επαινούσιν εκείνον όστις πίνει περισσότερον οίνον από τους άλλους, και δεν ακούουσι του σοφού Ιησού του υιού Σειράχ, όστις παραγγέλλει εις το τριακοστόν τέταρτον κεφάλαιον της Προφητείας αυτού, λέγων· «Εν οίνω μη ανδρίζου, πολλούς γαρ απώλεσεν ο οίνος» (Σειρ. λδ: 25). Αλλ’ ίσως ήθελεν είπει τις· εάν είναι ο οίνος κακόν, διατί τον έκαμεν ο Θεός; Άκουσον, ω άνθρωπε, και μη λέγης βλασφημίας, διότι δεν είναι ο οίνος κακόν, αλλ’ η κακή χρήσις τούτου, αυτή φέρει την κακίαν. Γέλως και όνειδος γίνεται ο μέθυσος και εις τους φίλους του και εις τους εχθρούς του· διότι οι μεν φίλοι του εντρέπονται να τον βλέπωσι πως παραπαίει από τοίχου εις τοίχον, οι δε εχθροί του χαίρουσι και τον καταγελώσι. Τι άλλο είναι γελοιωδέστερον από τον μωρόν άνθρωπον; Τι άλλο είναι γέλωτος άξιον, ως ο άνθρωπος όστις είναι έξω φρενών και ομιλεί παράφρονας λόγους; Αλλ’ όμως ο μέθυσος είναι πλέον γελοιωδέστερος από τον δαιμονισμένον· διότι εκείνος μεν όσα και αν κάμη, χωρίς να θέλη τα κάμνει, διότι είναι έξω φρενών· ο δε μέθυσος με την θέλησίν του γίνεται μωρός. Δια τούτο, αδελφοί, όσα ποιεί ο μέθυσος, όλα κρίνονται υπό του Θεού, επειδή τον μεν μωρόν συγχωρεί ο Θεός, εάν αμαρτάνη, διότι αγνοών αμαρτάνει· τον δε μέθυσον διπλώς κρίνει ο Θεός, και δια την μέθην του και δια την αμαρτίαν, την οποίαν διαπράττει, ευρισκόμενος εις την μέθην. Δια τούτο και ο σοφός Σολομών λέγει εις τας Παροιμίας του· «Ακόλαστον οίνος και υβριστικόν μέθη» (Παρ. κ: 1). Άκουσον δε και του Προφήτου Μωϋσέως τι λέγει εις το ένατον κεφάλαιον της Γενέσεως περί του Νώε, όταν εμέθυσε· «Και εφύτευσεν αμπελώνα, και έπιεν εκ του οίνου, και εμεθύσθη, και εγυμνώθη εν τω οίκω αυτού» (Γεν. θ: 20-21). Ακούεις πως ο δίκαιος Νώε, αν και, ως αγνοών τι πράγμα είναι ο οίνος και πιών πολύ εμεθύσθη, αλλά από τον οίκον του δεν εξήλθεν. Όχι ότι εις τον οίκον του δύναται κανείς να μεθύσκεται, αλλά είναι πολύ μεγαλύτερον το αμάρτημα, όταν ο μεθύων περιφέρεται εις τας οδούς και τα καπηλεία και διαπράττη άλλας ασχημίας, γενόμενος σκάνδαλον και εις τους βλέποντας αυτόν. Δια τούτο ας φύγωμεν, αδελφοί μου, την μέθην, ας φύγωμεν την πολυποσίαν. Όσον είναι εις ημάς αρκετόν, όσον είναι δι’ ευφροσύνην της ψυχής μας και όφελος του σώματός μας, τοσούτον ας πίνωμεν· διότι ο οίνος, ως λέγει και ο ψαλμωδός Δαβίδ, έγινε δια να ευφραίνη την καρδίαν του ανθρώπου και όχι δια να την ζημιώνη. Μη θέλωμεν μόνοι μας την ζημίαν της ψυχής μας· μη αγαπώμεν θεληματικώς την καταστροφήν του σώματός μας και την ελάττωσιν του βίου μας, ίνα εδώ μεν περάσωμεν ζωήν ειρηνικήν, άνοσον, μακρόβιον, τετιμημένην εκ Θεού και ανθρώπων, εκεί δε αξιωθώμεν της ατελευτήτου Βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου