Χαριτίνη η Αγία Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Δομετίου κόμητος εν έτει 290, δούλη Κλαυδίου τινός. Ακούσας δε ο κόμης Δομέτιος περί αυτής, ότι είναι Χριστιανή και ότι και άλλους πολλούς επιστρέφει εις την πίστιν της, τους δε λοιπούς Χριστιανούς στερεώνει περισσότερον εις αυτήν, γράφει εις τον αυθέντην αυτής Κλαύδιον να αποστείλη την Χαριτίνην εις αυτόν δια να την εξετάση. Λαβών ο Κλαύδιος τα γράμματα ελυπήθη και ενδυθείς σάκκον, ήτοι τρίχινον φόρεμα, εθρήνει. Η δε Χαριτίνη, παρηγορούσα αυτόν, έλεγε· «Μη λυπού, αυθέντα μου, αλλά χαίρε, επειδή έχω να λογισθώ εις τον Θεόν ευπρόσδεκτος θυσία δια τας ιδικάς μου και ιδικάς σου αμαρτίας». Λέγει τότε ο Κλαύδιος:
«Δούλη του Θεού, ενθυμού και εμέ πλησίον του επουρανίου Βασιλέως». Ο δε κόμης, επειδή εβράδυνε να έλθη, έδραμεν εις την οικίαν της, όπου κατώκει μόνη και κατά μόνας προσευχομένη εις τον Θεόν, και ευθύς, μετά μεγάλου θυμού εμαστίγωσε την Αγίαν και αφού την κατεπλήγωσε, την έδεσε με άλυσον σιδηράν εις τον λαιμόν και παρέδωκε την δικαίαν εις τον άδικον κριτήν του τόπου. Τότε ο κριτής έθεσεν ευθύς έμπροσθεν της Αγίας τα τιμωρητικά όργανα και λέγει προς αυτήν· «Σωφρονίσου, πριν να τιμωρηθής, λυπήσου τον εαυτόν σου και θυσίασον εις τους θεούς, δια να κερδίσης τρία μεγάλα καλά. Πρώτον να λάβης την συγχώρησιν από τους θεούς. Έπειτα την αγάπην των βασιλέων. Και τρίτον δεν θέλει αφανισθή από τας δριμείας βασάνους η νεότης σου». Ταύτα ακούσασα η Μάρτυς ύψωσε εις τον ουρανόν τα όμματα, ζητούσα από εκεί βοήθειαν· ποιήσασα δε και το σημείον του Σταυρού είπε· «Ποικίλος και πλάνος είσαι, ω ηγεμών, αλλ’ η πονηρία σου ανωφελής δεν θέλει με φοβίσει, ούτε συμβουλεύων με καταπείθεις, ούτε θέλεις ελαττώσει την προθυμίαν, την οποίαν έχω, να βασανισθώ δια τον Χριστόν· διότι εις τον μόνον αληθινόν Θεόν ελπίζω και εις αυτόν την ζωήν μου αφιέρωσα. Ανίσως λοιπόν θέλης να σωφρονής, τον εαυτόν σου λυπήσου δια την πλάνην σας και πράξε το συμφέρον σου, το οποίον είναι να μη πιστεύης είδωλα κωφά, δια τα οποία είπεν ο Προφήτης Δαβίδ· «Οι θεοί των εθνών δαιμόνια» (Ψαλμ. 95, 5) και αλλαχού· «Τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων» (Ψαλμ. ριγ, 12) και πάλιν· «Όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά» (Ψαλμ. ριγ, 16), ο δε Προφήτης Ιερεμίας λέγει· «θεοί, οι τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν, απολέσθωσαν» (Ιερ. ι, 11). Ταύτα ακούσας ο κριτής και πάλιν οργισθείς, προσέταξε, δια καταισχύνην, και της εξύρισαν τας τρίχας της κεφαλής. Θαύμα δε ηκολούθει και η κεφαλή πάλιν εκαλύπτετο με τας ιδίας τρίχας αναφυομένας και εφαίνετο ως πρότερον. Ο κριτής τότε περισσότερον οργισθείς προσέταξε να βάλουν επάνω εις την κεφαλήν της άνθρακας ανημμένους, έπειτα επάνωθεν να χύνουν και όξος· η δε Μάρτυς έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, η βοήθεια εκείνων, οίτινες ελπίζουν εις Σε, ο τους Αγίους σου Τρεις Παίδας εκ φλογός σώσας, αυτός και νυν ελθών δυνάμωσόν με εις τας βασάνους, τας οποίας δια την αγάπην σου πάσχω, δια να μη είπουν οι εχθροί της αληθείας, που εστιν ο Θεός αυτών». Μετά δε την ευχήν ηλευθερώθη ευθύς η Μάρτυς από τους πόνους, ευχαριστούσα δε εδόξαζε τον Θεόν, ένεκα του οποίου πάλιν ο ηγεμών θυμωθείς προσέταξε και εκάρφωσαν εις τους μαστούς της Μάρτυρος σιδηρά σουβλία πεπυρωμένα. Και αι μεν σάρκες της Αγίας ηφανίζοντο από εκείνα τα σουβλία, αλλ’ η διάπυρος φλοξ της αγάπης του Χριστού περισσότερον ήναπτεν εις την καρδίαν της. Έπειτα προσέταξε και έκαιον τας πλευράς της με λαμπάδας ανημμένας, εκείνη δε περισσότερον ηύχετο. Αφεθείσα δε από τας βασάνους εβιάζετο να θυσιάση· αλλ’ επειδή κατά τε την καρδίαν και τα χείλη αμετάθετος και ακατάπειστος ήτο η Μάρτυς, ων δε και ο κριτής εις το κακόν και εις τον θυμόν αμίμητος, προσέταξε και της έδεσαν εις τον λαιμόν λίθον μέγαν, και είπε να την ρίψουν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Ριπτομένη δε η Αγία εβόα· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε, ότι ηθέλησας δια το όνομά σου να περάσω και δια μέσου ύδατος θαλασσίου, δια να ευρεθώ καθαρά εις την ημέραν της Αναστάσεως. Αλλά δείξον καθώς και πάντοτε, ούτω και τώρα, εις εμέ τα θαυμάσιά σου, δια να δοξασθή περισσότερον το μέγα σου όνομα εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης, τα δεσμά ελύθησαν και ο λίθος μόνος εις το βάθος κατεφέρετο. Εκείνη δε (ω του θαύματος!) ίστατο αφόβως επάνω της θαλάσσης και περιπατούσα εις τα ύδατα, ως εις στερεάν γην, ήρχετο έξω εις τον αιγιαλόν. Ιδούσα δε τον ηγεμόνα, όστις περιέμενεν εκεί δια να ίδη το τέλος, του είπε· «Χαίροις, ω ηγεμών, δεν ηννόησες ακόμη την εις εμέ δύναμιν του Χριστού μου; Άφες λοιπόν το σκότος και πρόσδραμε εις το αληθινόν φως, δια να κερδήσης την σωτηρίαν σου. Αλλ’ ανίσως και επιμείνης εις την προτέραν σου γνώμην, εις εμέ βέβαια θέλεις γίνει αίτιος πολλών αγαθών, αλλ’ εις την ψυχήν σου θέλεις προξενήσει απώλειαν και αφανισμόν». Ταύτην την παρρησίαν μη υποφέρων ο ασεβής, και μάλιστα από το θαύμα καταπλαγείς, εξίστατο, έμεινε δε και άφωνος. Μετά δε πολλήν ώραν, ελθών εις τον νουν του είπεν· «Αυτά τα παράδοξα έργα, τα οποία βλέπω, με κάμνουν να θαυμάζω την δύναμιν του Γαλιλαίου, αλλ’ εγώ θέλω τα αποδείξει όλα μαγείας και ψεύδη». Και ευθύς προσέταξε να γυμνώσουν την Αγίαν και να δέσουν τας χείρας της οπίσω εις τροχόν, να βάλουν δε σωρόν ανθράκων υποκάτω και να γυρίζουν τον τροχόν συχνότερα, δια να συντρίβωνται ολίγον κατ’ ολίγον τα μέλη της και ούτω να αποθάνη με πολλούς πόνους. Και η μεν προσταγή ευθύς εγίνετο, ο δε Κύριος εβοήθει πάλιν την δούλην του και Άγγελος ελθών τους μεν άνθρακας έσβυσε, την δε δύναμιν των τιμωρούντων ηφάνισε και δεν ηδύναντο πλέον να γυρίσουν τον τροχόν. Και πάλιν εδώ ο κριτής διηπόρει, όμως και άλλας βασάνους επενοούσε και προσέταξε να της εκριζώσουν τους όνυχας των χειρών και των ποδών της. Η δε Αγία, ως να ετιμωρείτο άλλος, ούτως εφαίνετο. Ο δε άρχων προσέταξε και εξερρίζωσαν και τους οδόντας της, προσέταξε δε ο μιαρός και τους υπηρέτας του να την υπάγουν εις υψηλόν και φανερόν τόπον, και να διαλαλήσουν οι κήρυκες εις όλον τον τόπον να συναθροισθούν όσοι θέλουν να την μολύνουν και να καταισχύνουν το σώμα της· και πάλιν είπε να την γυρίσουν οπίσω ύστερον, δια να της επιβάλη και άλλα κολαστήρια. Η δε του Χριστού Μάρτυς είπεν· «Ο Χριστός μου δύναται εις μίαν και μόνην στιγμήν και χωρίς κόπον να μεταβάλη όλα αυτά και να λάβη την ψυχήν μου καθαράν σήμερον, αφανίζων τα ακάθαρτά σου νοήματα». Ταύτα ειπούσα, χείρας ομού και νουν και όμματα υψώσασα προσηύχετο εις τον ποθούμενον Θεόν. Αφ’ ου δε προσηυχήθη, με ειρήνην παρέθετο εις αυτόν το πνεύμα καθαρόν, θυσιάσασα προς αυτόν και το σώμα και την ψυχήν. Επροτίμα δε καλύτερον να αποθάνη, παρά να αμαρτήση έστω και μη θέλουσα. Ο δε άρχων και μετά τον θάνατόν της εφύλαττεν αμείωτον τον θυμόν και προσέταξε και την έρριψαν εις το βάθος της θαλάσσης δεδεμένην μέσα εις σάκκον με άμμον γεμάτον. Αλλ’ ουδέ τότε ελησμόνησε την δούλην του ο Θεός, όστις δοξάζει τους Αυτόν δοξάζοντας· διότι μετά τρεις ημέρας έφερεν εις την γην η θάλασσα το σώμα της Αγίας σώον και αβλαβές, ευλαβηθείσα αυτό, διότι εθανατώθη δια την αγάπην του δημιουργού Θεού. Ο δε αυθέντης της Κλαύδιος, αγαθός και καλόγνωμος, ο οποίος είχεν αναθρέψει την Μάρτυρα από μικράν, λαβών αυτό και λαμπρώς μυρίσας και ενδύσας ενεταφίασεν εις τινα τόπον τιμίως και ευλαβώς. Τοιούτον είναι το τέλος και το μαρτύριον της του Χριστού Μάρτυρος Χαριτίνης, η οποία ετελειώθη εις τας πέντε του Οκτωβρίου μηνός. Εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου