Διονύσιος ο ουρανομύστης και πάνσοφος εγεννήθη από γονείς ευγενείς και άρχοντας εις την περίφημον πόλιν των Αθηνών, εις την οποίαν οι άνθρωποι ήσαν θερμοί λάτρεις των ειδώλων και σοφώτεροι από τους ανθρώπους όλων των πόλεων του καιρού εκείνου. Εις τας Αθήνας ευρίσκοντο τότε πολλοί φιλόσοφοι, εις από τους οποίους, ο συνετώτερος, ήτο και ο θαυμάσιος Διονύσιος. Ούτος εκ νεότητος εδόθη εις την σπουδήν των γραμμάτων και έμαθεν όλας τας επιστήμας καλώς και όλοι δια την σοφίαν του τον εθαύμαζον, διότι ήτο μάλιστα εκ φύσεως φρόνιμος. Δια τας γνώσεις του λοιπόν ταύτας και δια την σύνεσίν του ως και δια την ευγένειαν του γένους του τον εψήφισαν πρώτιστον κριτήν και δημοκράτην της πόλεως· διότι δεν είχον ένα αρχηγόν οι Αθηναίοι, ούτε εις άλλον ηγεμόνα υπετάσσοντο, αλλ’ είχον πολίτευμα δημοκρατικόν.
Διότι λοιπόν ο Διονύσιος ήτο εύγλωττος εις την Αττικήν διάλεκτον και ρητορικώτατος και υπερέβαινεν εις την σοφίαν όλους τους επικουρείους και στωϊκούς φιλοσόφους, έτι δε και διότι ήτο άνθρωπος δίκαιος και ενάρετος, δια ταύτα του έδωσαν πρωτεύουσαν θέσιν και ήτο εις από τους εννέα βουλευτάς του εν Αθήναις δικαιοτάτου κριτηρίου του καλουμένου Άρειος Πάγος· και όντως έκρινε τόσον δίκαια, ώστε όλοι τον εθαύμαζον· διότι ούτε πλουσίους ησχύνετο, ούτε δώρα ποσώς εδέχετο, αλλά τους μεν αυθάδεις αδικητάς αυστηρώς ετιμώρει, εις δε τους πτωχούς και ηδικημένους απέδιδε το δίκαιον και τους εβοήθει όσον ηδύνατο. Προ της εποχής ταύτης και ότε ο Άγιος Διονύσιος ήτο ακόμη νέος, είχε μεταβή μετ’ άλλων σοφών συμπατριωτών του εις την Ηλιούπολιν της Αιγύπτου. Ήτο δε τότε η εποχή, κατά την οποίαν οι αχάριστοι Ιουδαίοι εσταύρωσαν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ο δε ήλιος, μη υποφέρων κατά την ημέραν εκείνην της Μεγάλης Παρασκευής να βλέπη τον Ποιητήν και Δημιουργόν αυτού πάσχοντα, απέκρυψε τας ακτίνας του και εσκοτίσθη εν πλήρει μεσημβρία. Ο δε Διονύσιος, βλέπων τοιαύτην υπερφυσικήν και θαυμάσιον έκλειψιν, εξεπλήττετο λέγων· «Ή Θεός πάσχει ή το παν απόλλυται». Ταύτα είπε, διότι η έκλειψις του ηλίου γίνεται όταν η σελήνη είναι εις την τελευταίαν ημέραν της ή εις την 28ην ή και 27ην σπανίως· αλλ’ εις την 14ην, κατά την οποίαν έγινεν η Σταύρωσις του Χριστού, δεν ήτο δυνατόν ποτέ να σκοτισθή ο ήλιος. Εκ τούτου όθεν ηννόησεν ο Διονύσιος, ως πάνσοφος και καλοπροαίρετος όπου ήτο, ότι το μέγα εκείνο σκότος εσήμαινε μεγάλην τινά υπόθεσιν· έγραψε δε την ημέραν, την ώραν και τον χρόνον, κατά τον οποίον συνέβη ο φοβερός εκείνος σκοτισμός και το εσκέπτετο πάντοτε, αναμένων και επιποθών να μάθη κάποτε την σημασίαν του φαινομένου εκείνου. Αφού λοιπόν επέστρεψεν εις τας Αθήνας και ότε ευρίσκετο εις την του Αρείου Πάγου επίζηλον θέσιν του, απονέμων εις έκαστον την δικαιοσύνην επιμελέστατα, έφθασεν εις αυτάς ο μέγας Απόστολος Παύλος, δια να κηρύξη το σωτήριον Ευαγγέλιον και κατά πολύ εμόχθησε να επιστρέψη τους Αθηναίους εις την ευσέβειαν· όθεν καθ’ εκάστην διελέγετο εις τας συναγωγάς με τους φιλοσόφους, λέγων ότι έμελλε να αναστηθούν ποτε άπαντες οι άνθρωποι, να απολαύση έκαστος κατά τα έργα του, οι μεν δίκαιοι ζωήν αιώνιον, οι δε αμαρτωλοί ατελεύτητον κόλασιν. Τινές λοιπόν από τους φιλοσόφους ενέπαιζον αυτόν και τον ωνόμαζον σπερμολόγον και φλύαρον· διότι εκήρυττε Θεόν νεώτερον και νεκρών εξανάστασιν. Άλλοι δε πάλιν συνετώτεροι έλεγον, ότι οι λόγοι του ήσαν εύλογοι και έπρεπε να συλλογισθούν ημέρας τινάς, δια να του δώσουν απόκρισιν. Λαβόντες λοιπόν αυτόν παρέστησαν εις τον Άρειον Πάγον, εις το ανώτερον κριτήριον, εις το οποίον εκάθηντο οι προεστώτες της πόλεως, οίτινες είπον προς τον Απόστολον· «Έχομεν μεγάλον πόθον να ακούσωμεν την διδασκαλίαν σου· επειδή μας είπον, ότι αναγγέλλεις ασυνήθη τινά και διδάσκεις νέαν θρησκείαν». Ο δε πάνσοφος Παύλος, ως εις αλιεύς έμπειρος, τους εσαγήνευσε με γλυκυτάτην διδασκαλίαν και με τρόπον επιδεξιώτατον. Δεν είπεν εις αυτούς εξ αρχής ότι ήσαν πεπλανημένοι και ασύνετοι, προσκυνούντες αναίσθητα είδωλα, δια να μη σκανδαλισθούν ότι τους ήλεγξεν ως ανοήτους και άφρονας, επειδή ήσαν περίφημοι εις όλον τον κόσμον δια την σοφίαν των. Αλλά με ταπεινήν λαλιάν, σχήμα εύτακτον και τρόπον ευάρμοστον είπε ταύτα· «Ω άνδρες Αθηναίοι, εγνώρισα ότι είσθε θεοσεβέστεροι και ευλαβέστεροι από τους άλλους ανθρώπους, διότι διερχόμενος από ταύτην την πόλιν σας, και βλέπων τα σεβάσματά σας, εύρον βωμόν, εις τον οποίον δεν έχετε κανένα είδωλον, αλλ’ έχετε αναγράψει επ’ αυτού· ΤΩ ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ. Αυτόν λοιπόν τον αληθή Θεόν, τον οποίον αγνοούντες ευσεβείτε, εκείνον κηρύττω και αυτόν σας αναγγέλλω, ότι αυτός όλον τον κόσμον εποίησεν, ορατόν τε και αόρατον. Ο αληθής ούτος Θεός είναι ανενδεής και δεν χρειάζεται τίποτε από ημάς, αλλ’ αυτός μας δίδει την πνοήν και την ζωήν και όλα όσα χρειαζόμεθα, ως ελεήμων και εύσπλαγχνος· αυτόν όθεν τον όντως αληθή Θεόν έχω πόθον να σας καταστήσω γνωστόν, να τον εννοήσητε και να τον εύρητε ψηλαφώντες, αν και δεν είναι μακράν από ημάς, αλλά, καθώς είπε και κάποιος εκ των υμετέρων φιλοσόφων «εν αυτώ ζώμεν» (Πραξ. ιζ: 28) και δι’ αυτού κινούμεθα και εις αυτόν ευρισκόμεθα. Λοιπόν επειδή είμεθα γένος του Θεού, δεν είναι πρέπον να νομίζωμεν τον χρυσόν και τον άργυρον και πάσαν άλλην ύλην, ότι είναι όμοια του Θεού, αλλά ας μετανοήσωμεν δια τα εξ αγνοίας ημών ανομήματα, ίνα και ο Θεός συγχωρήση ημάς ως συμπαθέστατος». Αυτοί οι ολίγοι και κάρπιμοι λόγοι, τους οποίους είπεν ο θείος Απόστολος, ήσαν πλήρεις μεγάλων μυστηρίων, ώστε έμειναν άλαλοι οι φιλόσοφοι και τον εθαύμαζον, μη γνωρίζοντες να του δώσουν απόκρισιν τινα. Ο δε σοφώτατος Διονύσιος παρέλαβε τον Παύλον εις την οικίαν του, και ερωτήσας αυτόν δια τον Χριστόν, του διηγήθη εκείνος καταλεπτώς την θείαν οικονομίαν άπασαν, ήτοι την σάρκωσιν του Θεού, το Πάθος, την Ανάστασιν και την εις ουρανούς Ανάληψιν αυτού. Όταν δε έλεγε περί του σκότους, όπερ εκάλυψεν όλον τον κόσμον κατά την Σταύρωσιν του Χριστού, ακούσας τον λόγον ο Διονύσιος, όστις είχε γεγραμμένην την ημέραν εκείνην, δια να μάθη του σκότους το αίτιον, παρετήρησε το ημερολόγιόν του, όπου είχε σημειώσει το γεγονός εκείνο, και εγνώρισεν ότι αυτός είναι Θεός αληθέστατος, επειδή εις το Πάθος του έγινε τοιαύτη θαυμάσιος έκλειψις. Βεβαιωθείς λοιπόν ο σοφός Διονύσιος την αλήθειαν, επίστευσεν ευθύς εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη με όλον τον οίκον του, κατά το πεντηκοστόν δεύτερον έτος από Χριστού, όπερ έπραξαν και άλλοι πολλοί, βλέποντες ότι ο προεστώς και σοφώτερος αυτών απηρνήθη τα είδωλα. Ο δε μέγας Παύλος εχειροτόνησε τότε Αρχιερέα της πόλεως των Αθηνών τον θείον και θαυμαστόν Ιερόθεον, όστις πάλιν εδίδαξε τον Διονύσιον και άλλα απόκρυφα τινα και θεία Μυστήρια, καθώς και εκείνος ήκουσεν άλλοτε από τον μέγαν Παύλον. Μετά δε τον θάνατον του Ιεροθέου εχειροτονήθη Επίσκοπος ο θείος Διονύσιος και κατηξιώθη, ως αυτός τούτο λέγει ο αοίδιμος, της ιδίας εκείνης Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν είχε και ο Ιερόθεος. Όθεν, επειδή και όλον τον νουν ανεβίβασεν ο θειότατος ούτος Ιεράρχης εις τα άνω και τα ουράνια, δια τούτο φιλοσοφεί ομού και λογογραφεί «Περί Ουρανίου Ιεραρχίας των Υπερκοσμίων Αγγέλων», «Περί Καταφατικής και Αποφατικής Θεολογίας» και περί άλλων πραγμάτων ουρανίων και μυστηρίων· όθεν αφήκε συγγράμματα εις την Εκκλησίαν μας πολλά υψηλά και παράδοξα, από τα οποία ας γράψωμεν ολίγα τινά προς ενθύμησιν. «Αφού μετέβην εις την Κρήτην (λέγει εις ένα από τα συγγράμματά του ο ίδιος ο σοφός Διονύσιος) με εφιλοξένησεν ο Ιερεύς Κάρπος, όστις ήτο τόσον ενάρετος άνθρωπος και εις τον νουν καθαρώτατος, ώστε δεν ήρχιζε ποτέ την θείαν Λειτουργίαν, εάν δεν έβλεπεν οπτασίαν τινά και όρασιν πρότερον. Ούτος ο θαυμάσιος Ιερεύς μου έλεγεν, ότι εις άπιστος τον παρεπίκρανε, διότι εχώρισεν ένα πιστόν Χριστιανόν από την Εκκλησίαν και τον έσυρεν εις την αθεϊαν. Ενώ δε είχε τοιαύτην πικρίαν, δεν έκαμεν, ως έπρεπε, προς τον Θεόν ευχήν αγαθοπρεπώς δια να τον βοηθήση να επαναφέρη και τους δύο με νουθεσίαν και καλωσύνην εις την ευσέβειαν, αλλά (δεν γνωρίζω πως) έμεινεν η έχθρα εις την ψυχήν του, και εκοιμήθη με την αγανάκτησιν κατ’ αυτών οργιζόμενος· εγερθείς δε το μεσονύκτιον να αναγνώση τους θείους ύμνους, κατά την συνήθειάν του, καθώς ίστατο εις την προσευχήν ελυπείτο απρεπώς και εδυσχέραινε, λέγων ότι δεν ήτο δίκαιον να ζουν άνδρες άθεοι, οι οποίοι διαστέφουσι τας ορθάς και αγίας οδούς του Κυρίου· ταύτα λέγων παρεκάλει τον Θεόν να στείλη από τους ουρανούς κεραυνόν, και να κατακαύση αμφοτέρους χωρίς κανένα οίκτον. Τοιαύτα συλλογιζόμενος, του εφάνη αίφνης ότι εσείσθη όλος ο οίκος εκείνος εις τον οποίον ευρίσκετο· έπειτα διηρέθη εις δύο, από την στέγην έως κάτω εις τα θεμέλια, φλοξ δε πυρός κατέβαινεν εκ του ουρανού μέχρις αυτού. Ο δε ουρανός ήτο ανοικτός, και επάνω εις αυτόν εκάθητο ο Ιησούς, πέριξ δε αυτού παρίσταντο εις σχήμα ανθρώπων αναρίθμητοι Άγγελοι. Ταύτα μεν βλέπων άνωθεν εθαύμαζε, κύπτων δε εις το κάτω μέρος είδε το έδαφος της γης εσχισμένον, εις την άκραν δε του σκοτεινού εκείνου χάσματος έβλεπε τους δύο εκείνους ανθρώπους, τους οποίους κατηράτο, οίτινες ίσταντο εκεί ελεεινοί και περίτρομοι τόσον, ώστε εκινδύνευον να κρημνισθούν από τον τρόμον των ποδών των. Κάτωθεν του χάσματος εξήρχοντο όφεις συρόμενοι εις τους πόδας αυτών και ποτέ μεν εσφύριζον, ποτέ δε τους εκτύπων με τας ουράς των, και προσεπάθουν να τους ρίψουν εις τον κατήφορον, ώστε ευρίσκοντο εις μέγαν κίνδυνον. Ο δε Κάρπος βλέπων αυτούς ελυπείτο, ότι δεν έπεσον κάτω το συντομώτερον. Μετά ταύτα υψώσας προς το άνω μέρος τα όμματα βλέπει πάλιν τον ουρανόν και τον Δεσπότην Χριστόν ως πρότερον, όστις ηγέρθη από το θρόνον του και κατέβη με τους Αγγέλους, οίτινες εβοήθουν εκείνους του δύο, άλλοι τον ένα και άλλοι τον άλλον, και τους έδιδον χείρα βοηθείας, δια να μη πέσωσιν· ο δε Ιησούς απλώσας την χείρα λέγει προς τον Κάρπον· «Κρούε λοιπόν εναντίον μου, επειδή δεν λυπείσαι τους αδελφούς σου, ότι εγώ είμαι πάλιν έτοιμος να πάθω και άλλας πολλάς φοράς δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και χαίρω εις τούτο μόνον, άλλοι να μη αμαρτήσωσι· πλην ιδέ και στοχάσου επιμελώς, εάν νομίζης καλόν να ανταλλάξης την μετά του Θεού και των αγαθών και φιλανθρώπων Αγγέλων διαγωγήν, δια της συγκατοικίσεως μετά των όφεων εις αυτήν την σκοτεινήν φάραγγα». Αυτός λοιπόν ο σοφός Διονύσιος ηρμήνευσε τον τύπον της Εκκλησιαστικής καταστάσεως, και άλλας βίβλους ψυχωφελείς συνέθεσε και εδήλωσε δια τας Ταξιαρχίας των Ασωμάτων Δυνάμεων, διηγούμενος τους τρόπους και τας ευταξίας αυτών, πως διηνεκώς δοξάζουσι και ακαταπαύστως υμνολογούσι τον Κύριον· δια τας οποίας χοροστασίας των Αγγέλων αφήκε τόσον ακριβή και σοφώτατα συγγράμματα, ώστε όσοι διδάσκαλοι τα αναγνώσουν θαυμάζουν πως έμαθε τοιαύτα μυστήρια, και λέγουν, ότι ή από θείαν αποκάλυψιν τα εγνώρισεν ή ο μέγας Παύλος τα ηρμήνευσε προς τούτον και τον Ιερόθεον, επειδή μόνος ο Παύλος τα εγνώριζεν, αφ’ ότου ηρπάγη εις τον Παράδεισον. Ούτος ο θείος θύτης και θύμα Θεού Διονύσιος, από την πολλήν αγάπην όπου είχε προς τον Δεσπότην Χριστόν, ακούσας ότι έζη ακόμη σωματικώς εις την Ιερουσαλήμ η πανάμωμος Μήτηρ αυτού και Αειπάρθενος Δέσποινα, επήγε να την επισκεφθή· και βλέπων την θείαν θέαν αυτής και θαυμάσιον ωραιότητα, και την συνοδείαν των Αγίων Αγγέλων, οίτινες την εφύλαττον, και ακούσας εκείνα τα ουράνια λόγια εξέστη και έφριξεν ομολογήσας, ότι και το είδος και οι χαρακτήρες της την εμαρτύρουν Θεού Μητέρα κατά αλήθειαν. Και αφ’ ου έμεινεν ικανάς ημέρας και εχάρη την παρουσίαν της και ωφελήθη πολλά από Αυτήν, επήγεν εις διαφόρους χώρας και πόλεις αποστολικώς, κηρύττων το σωτήριον Ευαγγέλιον· επιστρέψας δε εις Αθήνας εποίμαινε καλώς το ποίμνιον αυτού. Ότε δε η Κυρία Θεοτόκος εκοιμήθη και προς τον Υιόν αυτής εξεδήμησε, τότε και ο μέγας ούτος Διονύσιος παραδόξως επέστη εις την κοίμησιν Αυτής, αρπαγείς εν νεφέλη μετά των ιερών Αποστόλων και θείων Ιεραρχών. Επιστρέψας πάλιν εις την πατρίδα του, τας Αθήνας, εκυβέρνα καλώς και θεαρέστως τον θρόνον του και πολλούς ειδωλολάτρας ωδήγησεν εις την ευσέβειαν με την διδασκαλίαν και πολιτείαν αυτού την θαυμάσιον. Κατά δε τους τελευταίους χρόνους του Νέρωνος επήγεν εις την Ρώμην, δια να αποχαιρετήση τον διδάσκαλόν του Παύλον, όταν τον απεκεφάλισαν και ήτο παρών εις το μαρτήριον αυτού, καθώς το μαρτυρεί μόνος του εις την επιστολήν, την οποίαν γράφει προς τον συμμαθητήν αυτού και Συναπόστολον Τιμόθεον· μετά δε τον θάνατον του Αποστόλου Παύλου επέστρεψεν εις τας Αθήνας. Έπειτα μετέβη πάλιν εις Ρώμην, εξαπλώνων πανταχού της ευσεβείας το κήρυγμα, συναντηθείς δε εκεί μετά του Αγίου Κλήμεντος, του της Ρώμης Επισκόπου, κατά παρακίνησιν εκείνου επήγεν εις τους δυτικούς Γαλάτας, ήτοι εις την Γαλλίαν, ομού με τους δύο μαθητάς του Ρουστικόν και Ελευθέριον. Αφ’ ου λοιπόν ο Άγιος περιήλθε διαφόρους τόπους μετά των μαθητών του, διδάσκων και κηρύττων πανταχού τον λόγον της Πίστεως, επήγε και εις Παρισίους, την νυν πρωτεύουσαν της Γαλλίας, όπου εθαύμασαν το κάλλος αυτής, τον πλούτον και την παραγωγικότητα της γης, την ευκαρπίαν αυτής, την ευκρασίαν του αέρος, και τα λοιπά της πόλεως ταύτης αξιοθαύμαστα πράγματα και εξόχως των πολιτών την ευγένειαν. Όθεν ο πάνσοφος Διονύσιος, κτίσας εις εν μέρος οίκον ευκτήριον και Εκκλησίαν μικράν, ευρίσκετο εκεί διδάσκων και ελκύων εις την ευσέβειαν, κηρύττων το Ιερόν Ευαγγέλιον και συνοδεύων με τα έργα τους λόγους του, εφώτιζε τυφλούς, ιάτρευε κωφούς και αλάλους, παραλύτους ανώρθωνε, νεκρούς ανίστα, και πάσαν άλλην ασθένειαν εθεράπευεν· όθεν εις ολίγον καιρόν εφύτευσε πολλά δένδρα εύκαρπα και επλήθυνεν ο σπόρος της πίστεως ουχί μόνον εκεί, εις Παρισίους, αλλά και εις την Ισπανίαν και εις την Βρετανίαν και εις άλλους τόπους έπεμπε τους μαθητάς αυτού· και του Θεού συνεργούντος επλήθυνε καθ’ ημέραν η ευσέβεια και οι προσερχόμενοι πιστοί, κατεδαφίζοντες εκ θεμελίων τα ειδωλεία, έκτιζον ιεράς Εκκλησίας, εις τας οποίας ο πανάγαθος Θεός εδοξάζετο. Ο δε πονηρός και αποστάτης δαίμων ωργίζετο κατά του Διονυσίου βλέπων ότι αυτός ήτο η αιτία της εκείνου καταφρονήσεως· όθεν παρεκίνησε τινάς να διαβάλουν αυτόν ως παραβάτην εις τον τότε βασιλέα Δομετιανόν, τον βασιλεύσαντα εν έτει πβ΄ (82), ότι κατεφρόνει τους παλαιούς θεούς, κηρύττων ένα νεώτερον. Ο δε Δομετιανός εθυμώθη και έστειλεν επίτροπόν του εις Παρισίους να εξετάση δια τον Άγιον, και όσους άλλους εύρη Χριστιανούς να τους τιμωρήση, εάν δεν προσκυνήσουν τα είδωλα· έκαμε λοιπόν ο τύραννος μεγάλην διάλεξιν με τον Άγιον, προσπαθών με τινας ψευδοσυλλογισμούς να πείση τον Άγιον ότι πρέπει να προσκυνώνται οι παλαιοί θεοί, τους οποίους επίστευεν όλος ο κόσμος, και όχι εις νεώτερος και κακοθάνατος, εις τον οποίον ολίγοι πιστεύουσιν. Ο δε Άγιος απεκρίθη αφόβως λέγων· «Μεγάλη σας αγνωσία είναι, κατά αλήθειαν, να προσκυνήτε λίθους και ξύλα και άλλας ύλας αναισθήτους, και να λέγετε ότι ήσαν θεοί οι πόρνοι και φονείς και φιλήδονοι, οίτινες έκαμαν τόσας αισχρουργίας, ώστε αισχύνομαι να τας αναφέρω, δια να μη μολύνω τα χείλη μου». Ακούσας ταύτα ο τύραννος εθυμώθη αμέτρως, και εγερθείς του θρόνου εφώναξε λέγων· «Ω αναισχυντία μεγάλη, την οποίαν βλέπω εις τούτον τον άνθρωπον! Τους θεούς υβρίζει, εις τους βασιλείς δεν υποτάσσεται, και τον όχλον πλανά με μαντείας και πανουργεύματα, λέγων ότι είναι αι φαντασίαι του θαύματα». Ταύτα λέγων ο άκριτος κριτής προσέταξε να κόψουν τας κεφαλάς και των τριών Αγίων, ήτοι του Διονυσίου και των δύο μαθητών του Ρουστικού και Ελευθερίου· οίτινες ακούσαντες την απόφασιν του κριτού, δια να μη νομισθή ότι εφοβούντο τον θάνατον, εβόησαν ταύτα αγαλλιώμενοι· «Όσοι προσκυνούσι τα είδωλα, να γίνουν όμοιοι τούτων και χείρονες ως ανόητοι· ημείς δε προσκυνούντες Θεόν παντοδύναμον, δυνάμεθα να τελώμεν θαυμάσια με την Χάριν αυτού και βοήθειαν, και όχι με μαγείας, καθώς μας κατακρίνετε ψευδώς· ας κάμουν και οι ιερείς των ανοσίων θεών σας τοιαύτα θαυμάσια, να φωτίσουν τυφλούς, να αναστήσουν νεκρούς και να θεραπεύσουν πάσαν ασθένειαν· αλλά δεν δύνανται ως ανισχύρων και αναισθήτων θεών υπηρέται να πράξουν καλόν οι άφρονες». Ταύτα εξώργισαν τους ασεβείς περισσότερον, αρπάσαντες δε τους Αγίους οι δήμιοι έτρεχον σπουδαίως εις τον τόπον της τελειώσεως· και φθάσαντες εις υψηλόν τι όρος έξω της πόλεως, τους απεκεφάλισαν τη γ΄ (3η) Οκτωβρίου του 96ου έτους από Χριστού, τελευταίου δε της του Δομετιανού βασιλείας. Έγινε δε εις τον μέγαν Διονύσιον θαύμα παράδοξον ομού και εξαίσιον· όταν δηλαδή ο Άγιος απεκεφαλίσθη, λαβών την αγίαν κεφαλήν του εις τας χείρας του περιεπάτησεν έως δύο μίλλια και δεν αφήκεν αυτήν, έως ου απήντησε γυναίκα τινά ενάρετον, Κατούλαν ονόματι, και σταθείς κατά θείαν Πρόνοιαν απέθεσεν αυτήν ως θησαυρόν εις τας παλάμας εκείνης. Αυτή δε η μακαρία γυνή λαβούσα πολλήν αγαλλίασιν δια τον πλούτον, όστις της ήλθε κατά θείαν οικονομίαν και πρόνοιαν, ηγόρασεν από τους δημίους κρυφίως τα άγια των Μαρτύρων λείψανα· διότι ο μεν τύραννος προσέταξε να τα φάγωσι τα θηρία, η δε ευγενής εκείνη γυνή επήρε την νύκτα τους φύλακας και τους έκαμε δείπνον πλούσιον, μεθυσθέντες δε εκείνοι της έδωσαν τα άγια λείψανα με αργύρια, και τα ενεταφίασεν εις τόπον έντιμον έξω των Παρισίων. Ύστερον δε οι Χριστιανοί έκτισαν εις τον τόπον εκείνον Εκκλησίαν εις το όνομα των Αγίων, όστις έως την σήμερον φαίνεται. Κατά δε τον χαρακτήρα του σώματος ήτο ο Άγιος Διονύσιος μέσος κατά το ύψος, λεπτός, λευκός μεν κατά το χρώμα, αλλά ολίγον κίτρινος, ολίγον κοντήν έχων την ρίνα, συνεσπασμένας τας οφρύς, κοίλους ήτοι βαθουλούς τους οφθαλμούς, μεγάλα τα ώτα. Λευκήν μεν έχων κόμην, μακράν δε, ομοίως και το γένειον μακρόν μεν, μετρίως δε αραιόν. Τελείται δε η αυτού σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία, εν τω εν Αθήναις Ναώ του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και εις πάντας τους Ιερούς Ναούς των Ορθοδόξων Χριστιανών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου