Κάρπος, Πάπυλος, Αγαθόδωρος και Αγαθονίκη οι ένδοξοι Άγιοι Μάρτυρες, οι στεροί στύλοι της Εκκλησίας και θεμέλιοι άσειστοι, ήσαν από την περιφανή Πέργαμον, ακμάσαντες κατά τους χρόνους Δεκίου μεν του βασιλέως, ανθυπάτου δε της Ανατολής Βαλεριανού, εν έτει σν΄ (250). Εκ τούτων οι Άγιοι Κάρπος και Πάπυλος ήσαν ιατροί κατά την τέχνην, η Αγία Αγαθονίκη ήτο αδελφή του Αγίου Παπύλου και ο Άγιος Αγαθόδωρος ήτο υποτακτικός των Αγίων Κάρπου και Παπύλου. Και ο μεν Άγιος Κάρπος ήτο Επίσκοπος Θυατείρων, ο δε Πάπυλος ήτο Διάκονος, χειροτονηθείς από τον ίδιον αυτόν Κάρπον. Συλληφθέντες λοιπόν οι Άγιοι Κάρπος και Πάπυλος από τον άρχοντα των Θυατείρων και ερωτηθέντες, ωμολόγησαν ενώπιον πάντων το όνομα του Χριστού και με πολλήν παρρησίαν απεκρίθησαν προς αυτόν· «Μεγάλη σας αισχύνη είναι, και αγνωμοσύνη, να γνωρίζη, κατά τον Ησαϊαν, τον κύριον αυτού ο βους και ο όνος (Ησ. α: 3), υμείς δε να γίνεσθε αναισθητότεροι και αλογώτεροι των αλόγων ζώων και να αφήνετε τον Δεσπότην και Σωτήρα σας, δια να προσκυνήτε αναίσθητα είδωλα».
Ταύτα οι Άγιοι είπον και ο Δεσπότης Χριστός έδειξεν αληθείς τους λόγους των, διότι έγινε παρευθύς τοσούτον μέγας σεισμός, ώστε έπεσον και έγιναν κονιορτός όλα τα είδωλα. Αλλ’ η κακία του άρχοντος των Θυατείρων δεν μετετράπη, ούτε ποσώς εσαλεύθη, αλλ’ έμεινεν ο αυτός, μάλιστα και αγριώτερος έγινεν ο ασύνετος, και δεν ηννόησε του μεν Θεού την άφατον δύναμιν, των δε ειδώλων την ασθένειαν, αλλά προσέταξε να βάλουν εις τον λαιμόν των Αγίων κλοιούς σιδηρούς και να τους σύρουν εις το μέσον της αγοράς ως άλογα ζώα. Έγιναν όθεν οι αληθώς τιμιώτατοι άτιμοι εις όλους και καταφρονημένοι και μυκτηρισμός και γέλως του όχλου οι μυρίων επαίνων και εγκωμίων άξιοι. Έπειτα προτρέπων αυτούς ο δικαστής με κολακευτικούς λόγους να θυσιάσωσιν εις τα είδωλα, τους έλργε πως είναι γνωστικοί, όθεν έπρεπε να γνωρίσωσι το συμφέρον των και άλλα απατηλά και δόλια λόγια. Οι δε πάλιν μετά παρρησίας απεκρίθησαν λέγοντες· «Επειδή εγνώρισες ότι είμεθα, καθώς είπες, συνετοί και φρόνιμοι, μη πειράζεσαι πλέον άκαιρα να μας συμβουλεύης προς τοιαύτην αγνωσίαν να προσκυνήσωμεν κωφά είδωλα· μάλιστα εάν έχης ολίγην γνώσιν, μάθε από ημάς τον αληθή Θεόν, ο οποίος είναι απερίγραπτος, και ούτε αρχήν έχει ούτε τέλος πώποτε, αλλά δια την σωτηρίαν ημών έγινεν άνθρωπος, και σταυρωθείς εκουσίως ανέστη τριήμερος, αναστήσας και ημάς και αξιώσας της προτέρας μακαριότητος. Έχεις να είπης και συ δια τους θεούς σου, πως έκαμαν τοιούτον καλόν, ή άλλο θαυμάσιον ποτέ; Ουχί, μάλιστα δεν είναι καν πρέπον να ονομάζης θεούς αναίσθητα είδωλα. Τα δε χρήματα και τα πράγματα και άλλα όσα σεις τιμάτε ως φιλόσαρκοι, ημείς τα νομίζομεν ως σκύβαλα, έχοντες εις τον Θεόν την ελπίδα μας, ότι θα απολαύσωμεν τα αιώνια, δια την αγάπην του οποίου λαμβάνομεν προθύμως τον θάνατον». Ταύτα ακούσας ο τύραννος εθυμώθη ο αλιτήριος, και απορρίψας το επίπλαστον προσωπείον της ημερότητος εξεγύμνωσε την εσωτερικήν αγριότητα και πρώτον μεν επήρεν όλα τα πράγματά των και τα εχάρισεν εκείνων οι οποίοι τους συνέλαβον, έπειτα τους έδεσαν όπισθεν ίππων αγρίων δια να τους σύρουν από Θυατείρων έως εις τας Σάρδεις. Οι δε Άγιοι υπέμειναν ούτως ελαυνόμενοι δύο ημέρας και εις σκληρούς λίθους κατασυρόμενοι· την δε νύκτα ήλθον ουρανόθεν Άγιοι Άγγελοι, και θεραπεύοντες τας πληγάς των, τους έκαμαν εις τας μελλούσας βασάνους προθυμοτέρους. Έπειτα, όταν ήλθεν ο δικαστής εις τας Σάρδεις και τους εύρε χαριεστάτους την όψιν και στερεούς εις το φρόνημα, προσεπάθησε πρώτον με κολακείας να τους διαστρέψη ο δείλαιος, αλλ’ εφάνη ως αλώπηξ μαχομένη προς λέοντα· όθεν απορρήσας αφήκεν αυτούς κατά το παρόν προστάσσων να τους φυλάττουν ασφαλώς. Μαθών δε ο τύραννος ότι οι Άγιοι είχον υποτακτικόν τον Άγιον Αγαθόδωρον, όστις υπηρέτει αυτούς επιμελώς, εκέλευσε να ραβδίσουν αυτόν ασπλάγχνως· ενώ δε εμαστίγωνον το μαρτυρικόν εκείνο σώμα ώραν πολλήν, έτρεχον ως ρυάκια τα αίματα αυτού εις την γην, αι αρμονίαι ανεσπώντο και τα σπλάγχνα σχεδόν εγυμνούντο. Ο δε Αθλητής του Χριστού ησθάνετο τους δριμυτάτους πόνους έως εις την καρδίαν, αλλ’ υπέμενον ανδρείως, έχων τον Δεσπότην Χριστόν παραμυθίαν και υπέμεινε τας μάστιγας με φαιδρόν και αγαλλόμενον πρόσωπον, έως ου εκουράσθησαν οι δήμιοι δέροντες. Τότε και ο Μάρτυς παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού και έλαβεν αξίως τον της αθλήσεως στέφανον. Το δε άγιον και τίμιον αυτού λείψανον έρριψαν οι τύραννοι να το φάγουν τα θηρία, αλλά το μεσονύκτιον επήγαν φιλομάρτυρές τινες, και λαβόντες αυτό κρυφίως, το έκρυψαν εις εν σπήλαιον, έως να παύση ο διωγμός, δια να το ενταφιάσουν ως έπρεπε. Μετά ταύτα εδοκίμαζε πάλιν η πολύστροφος εκείνη αλώπηξ, ο δόλιος Ουαλέριος, να διαστρέψη τους Αγίους με κολακείας, φοβούμενος μήπως ζημιωθή και αυτούς, ως τον Αγαθόδωρον, και τους έλεγεν, ότι «αυτός μεν έλαβεν αξίως τον θάνατον, διότι δεν κατεδέχθη να προσκυνήση τους θεούς, ως άφρων και υπερήφανος· αλλά σεις, ως φρόνιμοι, ίδετε το συμφέρον σας και μη θελήσετε να λάβητε ανοήτως βίαιον θάνατον». Ταύτα λέγοντος του τυράννου τον απέκρουσαν οι Άγιοι, επαινούντες τον Αγαθόδωρον και λέγοντες ότι επόθουν δια τον Χριστόν να λάβουν τον αυτόν και επωδυνώτερον θάνατον. Επειδή δε ο δικαστής είχε να διανύση κατ’ εκείνας τας ημέρας μακράν οδοιπορίαν, προκειμένου να μεταβή δι’ υπηρεσίαν από τας Σάρδεις εις την Πέργαμον, προσέταξε να τον ακολουθούν και οι Άγιοι τρέχοντες, δια να βαρυνθούν τον κόπον και να ραθυμήσωσιν. Αλλ’ οι Άγιοι έτρεχον οδοιπορούντες και ηκολούθουν τους ίππους νομίζοντες ευφροσύνην την δια τον Χριστόν κακοπάθειαν, φθάσαντες δε εις τινα πόλιν, τους εφυλάκισαν· την δε επερχομένην νύκτα ήλθεν εξ ουρανού θεία δύναμις, ήτις εθεράπευσε τας πληγάς των και τους έδωσε προς τους αγώνας προθυμίαν περισσοτέραν. Το πρωϊ προσέταξε πάλιν ο τύραννος να τον ακολουθούν ως και πρότερον· και βλέπων αυτούς ότι δεν είχον ουδεμίαν κακοπάθειαν από την οδοιπορίαν της προηγουμένης ημέρας, εκάλει την θαυματουργίαν μαντείαν και κακουργίαν δαιμόνων ο δαιμονόψυχος· όθεν θυμωθείς τους έβαλεν εις όλα τα μέλη βαρύτατα σίδηρα, και τους ηνάγκαζε να τρέχουν, δια να έχουν διπλήν την βάσανον. Αφού έφθασαν εις τον ωρισμένον τόπον, έκαμεν ο Ουαλέριος θυσίαν εις τους δαίμονας, έπειτα καθήσας επί βήματος λέγει εις τον Κάρπον· «Έπρεπεν εις σε να ευλαβηθής εξ αρχής την πολλήν καλωσύνην μου και να προσκυνήσης τους μεγάλους θεούς, οι οποίοι σε ηυσπλαγχνίσθησαν τόσον, ώστε ήλθες εις τόσην οδοιπορίαν χωρίς τινα βάσανον· αλλά συ φαίνεσαι εις τους ευεργέτας αχάριστος και καταφρονείς αυτούς και ημάς, οι οποίοι ποθούμεν το συμφέρον σου, και σε συμβουλεύομεν τα σωτήρια· εγώ ευλαβούμαι τας λευκάς σου τρίχας και λυπούμαι να κάμω εκείνο, το οποίον σου ήξιζεν· αλλ’ όμως, εάν έως τέλους δεν υπακούσης, είναι ανάγκη να σε παιδεύσω ως παραβάτην των θείων νόμων, ως παρήκοον εις τα εμού προστάγματα και ως υβριστήν των θεών αθεώτατον». Ο δε Άγιος του λέγει· «Αυτή δεν είναι συμβουλή, αλλ’ επιβουλή και με συμβουλεύεις να επιστρέψω από το φως εις το σκότος και από την ζωήν εις τον θάνατον· εάν λοιπόν ευλαβήσαι την πολιάν μου κεφαλήν, πίστευσον τους λόγους μου, εάν θέλης να γίνης και συ φίλος του μεγάλου Θεού, και μη ελπίζης εις αψύχους θεούς, τους οποίους οι τεχνίται εσφυροκόπησαν». Θυμωθείς εις ταύτα σφόδρα ο ανηλεής δικαστής εκέλευσε να δέρουν τον Άγιον με ράβδους ακανθωτάς χωρίς καμμίαν συμπάθειαν, και τόσον τον εξέσχισαν, ώστε επέτων εις τον αέρα αι σάρκες κατακοπτόμεναι. Αλλά και πάλιν δεν εχόρτασεν ο αχόρταστος· όθεν τον κατέκαιον με λαμπάδας και έθετον άλας εις τας πληγάς του και κατέσπων αυτού τα νεύρα. Έτρεχον δε εις την γην τα αίματα και είχε πόνον ο Μάρτυς ανείκαστον, αλλά δια τον πόθον τον οποίον είχε προς τον Χριστόν δεν ησθάνετο τους έξωθεν πόνους ο γενναιότατος, αλλ’ έχαιρεν, ως να εγεύετο ηδύτατόν τι και νόστιμον φαγητόν. Αφ’ ου εβαρύνθη ο Ουαλέριος βασανίζων τον Άγιον Κάρπον, αυτόν μεν εφυλάκισεν, έφερε δε εις εξέτασιν τον Πάπυλον και τον ηρώτησε να ειπή την πατρίδα του, την τέχνην και τους γεννήτορας. Ο δε απεκρίνατο· «Ιατρός είμαι επιμελέστατος, θεραπεύων ουχί μόνον το σώμα, αλλά και τα της ψυχής παθήματα, όχι με τέχνην βοτάνων, αλλά με την θείαν βοήθειαν». Ο δε Ουαλέριος λέγει προς τον Μάρτυρα· «Αυτήν την τέχνην δεν την έμαθες από τον Γαληνόν και τον Ιπποκράτην, οίτινες έλαβον από τους αθανάτους θεούς την σοφίαν της επιστήμης»; Ο δε Άγιος Πάπυλος απεκρίνατο· «Ούτε Γαληνός ούτε Ιπποκράτης ή άλλος μεταγενέστερος δύναταί ποτε να θεραπεύση χωρίς την θείαν Χάριν του Χριστού μου· αλλ’ αυτοί, τους οποίους ονομάζεις θεούς, αφού δεν δύνανται να ωφελήσουν τον εαυτόν των, πως θα θεραπεύσουν άλλους οι ελεεινοί και ανίσχυροι; Ει δε και δεν πιστεύεις όσα σου λέγω, κάμε την δοκιμήν εις αυτόν τον συγκάθεδρόν σου μονόφθαλμον, και εάν δυνηθούν να θεραπεύσουν τον τυφλόν οφθαλμόν του, να πιστεύσω και εγώ εις τους θεούς σου, ει δε και τον ιατρεύσω εγώ, να πιστεύσητε σεις εις τον Δεσπότην Χριστόν, ως Θεόν παντοδύναμον, όστις θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν ασθένειαν». Και ο Άγιος είπε· «Δεν προβαίνω εγώ πρώτος εις το εγχείρημα, δια να μη είπητε ύστερον ότι οι δαίμονες εις τούτο ενήργησαν, αλλά πρώτον επικαλεσθήτε σεις τους θεούς σας και κατόπιν, όταν αυτοί δεν δυνηθούν να τον ιατρεύσουν, τότε να δείξω εγώ του Χριστού μου την δύναμιν». Συνήθροισε τότε ο ανόητος τύραννος όλους τους ιερείς και θύτας των αναισθήτων θεών ο θεόργιστος, οίτινες εδέοντο, ικέτευον, εθυσίαζον ώραν πολλήν εις τους κωφούς οι τυφλοί και ανόητοι, αλλ’ εις μάτην εδέοντο. Τότε ο Πάπυλος, ευξάμενος προς Κύριον μετά πίστεως, έκαμε το σημείον του Σταυρού εις το πρόσωπον του άρχοντος και εγγίζει την χείρα εις τον τυφλόν οφθαλμόν και παρευθύς, ω του θαύματος! εφωτίσθη ο άρχων ψυχή τε και σώματι, διότι ευθύς ως ευρέθη με δύο οφθαλμούς, επίστευσεν εις τον Χριστόν αυτός και όσοι άλλοι είχον γνώσιν και σύνεσιν. Ο δε ασύνετος Ουαλέριος έμεινε τυφλός και αχάριστος προς τον ευεργέτην, όστις ιάτρευσε τον συγκάθεδρόν του, αυτός δε ο αγνωμονέστατος εκρέμασε τον Μάρτυρα εις το ξύλον, όπου του εξέσχιζαν το σώμα και τον ερράβδιζον, άλλοι δε κατέκαιον τας πλευράς του, και άλλοι τον ελιθοβόλουν, αλλ’ οι λίθοι ποσώς δεν τον ήγγιζον, το δε πυρ ηυλαβείτο τον Άγιον και δεν τον έβλαπτεν· όθεν εφυλάκισαν και αυτόν, έως να παρέλθουν ημέραι τινές, να μολυνθούν αι πληγαί του και τότε να τους ξαναβασανίση περισσότερον. Αλλ’ αυτοί είχον τον ουράνιον ιατρόν, όστις τους εθεράπευσε τόσον, ώστε ουδέ στίγμα πληγής δεν εφαίνετο. Μετά ταύτα τους έφεραν εκ νέου εις εξέτασιν και εδοκίμαζε πάλιν ο ανόητος να τους διαστρέψη εις την ασέβειαν. Οι δε ύβρισαν αυτόν ότι δεν τους εθανάτωσε το συντομώτερον. Τότε έστρωσαν κατά γης τριβόλους σιδηρούς και ηκόντιζον γυμνούς εις αυτούς τους Αγίους, και τους έσυρον υπτίως, πράγμα πικρότατον μόνον και να το βλέπη ο άνθρωπος. Ο δε Θεός και τότε εθαυματούργησε, και οι μεν τρίβολοι ηφανίσθησαν, οι δε Άγιοι αβλαβείς εφυλάχθησαν και ο δικαστής εθυμώνετο περισσότερον και κατεξέσχιζε με ξέστρα τας πλευράς των χωρίς συμπάθειαν· έπειτα βλέπων ότι υπέμειναν καρτερικώς και ταύτην την βάσανον, συνήθροισε θηρία ωμότατα, και φέρων εις το μέσον τους Μάρτυρας αφήκεν εναντίον των μίαν άρκτον μεγάλην, η οποία έγινε των λογικών γνωστικωτέρα και φιλικώς των Αγίων τους πόδας ησπάζετο. Ο δε ανοητότερος ταύτης δεν ηννόησε το θαυμάσιον, αλλ’ αφήκεν ένα λέοντα, ο οποίος ομοίως υποτασσόμενος εις το θείον βούλημα εφίλει τους πόδας αυτών, ώσπερ να είχε γνώσιν και σύνεσιν και, ω του θαύματος! ωμίλησε με ανθρωπίνην φωνήν και ημπόδιζε τους διώκτας να δεικνύουν τόσην ωμότητα κατά των Αγίων. Ο δε ανήμερος και ασύνετος τύραννος ου συνήκεν, αλλ’ έμεινεν εις την κακίαν αχόρταγος, και ρίπτει τους Αγίους εις λάκκον γεμάτον ασβέστην άσβεστον, εις τον οποίον έχυσαν την ώραν εκείνην ύδωρ και έκαιεν ως το πυρ· εις τούτον τους αφήκεν ημέρας τρεις, νομίζων ότι θα γίνουν στάκτη, να λυτρωθή απ’ αυτούς. Αλλ’ εις μάτην επολέμει με τον Θεόν ο μισόθεος, διότι εις τον λάκκον ήτο η θεία Χάρις και δύναμις, ήτις έκαμνε την ενέργειαν της ασβέστου ανενέργητον και αβλαβείς τους ευλαβείς διεφύλαξεν. Ο δε ασύνετος Ουαλέριος, όσον έβλεπε την Χάριν λαμπροτέραν εις τους Αγίους, τόσον εφιλονίκει με τον παντοδύναμον Θεόν ο αδύνατος, και τους έβαλε σιδηρά υποδήματα με περόνας μακράς, αναγκάζων αυτούς να τρέχωσιν, αλλά πάλν ακαίρως εβασανίζετο, και ματαίως ο μάταιος εκουράζετο· διότι όσον αυτός εύρισκε καινοτέρας βασάνους και τους ετιμώρει, τοσούτον η θεία δύναμις τους εσκέπαζε και παρεσκεύαζεν αυτούς προθυμοτέρους εις τον αγώνα και δεν τους ενίκων αι βάσανοι. Όθεν μη έχων τι άλλο να κάμη ο πολυμήχανος, ήναψε κάμινον και τους έρριψε μέσα ο αφρονέστατος, αλλά και εκεί ίσταντο ως άλλοι τρεις Παίδες εις το μέσον της φλογός δροσιζόμενοι. Τότε η σεμνοτάτη Αγαθονίκη, η αδελφή του Αγίου Παπύλου, εισήλθε και αυτή εις την κάμονον ομολογούσα τον Χριστόν Θεόν αληθή και τα είδωλα μυκτηρίζουσα· όθεν καθώς εις τον αγώνα συνεκοινώνησεν, ούτως ηξιώθη και των στεφάνων. Βλέπων δε ο άδικος δικαστής, ότι και του πυρός εκυρίευσαν οι χρυσού τιμιώτεροι, εφυλάκισε πάλιν αυτούς έως να συλλογισθή ποίον θάνατον να τους δώση· έπειτα σκεφθείς κατά διάνοιαν, ότι όσα άλλα κολαστήρια και αν τους δώση, δεν τους νικά, αλλά μάλλον αυτός κατησχύνετο, έδωκε μετά βίας κατ’ αυτών την δια ξίφους απόφασιν· επήγαινον όθεν οι Άγιοι εις τον τόπον της τελειώσεως ευφραινόμενοι, ακολουθούσης και της σεμνής Αγαθονίκης, ήτις έχαιρεν, ώσπερ να μετέβαινεν εις χαράν πανευφρόσυνον. Έκαμαν δε ευχήν και δια τους φονευτάς αυτών προς τον Κύριον, όπως τους λυτρώση από την πλάνην και τους οδηγήση ως αναθός προς ευσέβειαν. Με τοιαύτην αμοιβήν επλήρωναν τους εχθρούς των οι αμνησίκακοι του ανεξικάκου Χριστού υπήκοοι, όστις εζήτησε παρά του Πατρός την άφεσιν του τολμήματος των φονευτών. Ευξάμενοι λοιπόν οι Άγιοι δια την των απάντων ψυχικήν σωτηρίαν απετμήθησαν τας τιμίας αυτών κεφαλάς τη δεκάτη Τρίτη του Οκτωβρίου μηνός, τα δε τίμια αυτών λείψανα έλαβόν τινες Χριστιανοί και μετά λαμπάδων και ύμνων ευλαβώς αυτά ενεταφίασαν, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου