«Καλόν το άλας· εάν δε και το άλας μωρανθή, εν τίνι αρτυθήσεται;…» Ο Κύριος.
Αναμφιβόλως διερχόμεθα μίαν από τας κρισιμωτέρας, ίσως, περιόδους της θρησκευτικής Εκκλησιαστικής και Εθνικής ζωής της Ελληνικής ημών Πατρίδος. Σπανίως η Εκκλησία της Ελλάδος εκλήθη ν’ αντιμετωπίση τοιαύτα και τοσαύτα προβλήματα, οία ανέκυψαν επί των ημερών μας, και γεννηθήσονται εν τη προοπτική του χρόνου, κατά τας αποκαλυπτικάς, ας διερχόμεθα, φάσεις της παγκοσμίου και ειδικώς της Ελληνικής Ιστορίας. Εις ανάγκας, ου τας τυχούσας, περιεπλάκημεν ως Έθνος και Εκκλησία. Έσωθεν ταραχαί, έριδες, αιρέσεις, μάχαι. Έξωθεν κίνδυνοι, απειλαί, ταπεινώσεις. Πανταχόθεν ακαταστασίαι και «συνοχή εθνών εν απορία», εκ του φόβου των επερχομένων δεινών. Ο ευσεβής λαός μας τιτρώσκεται την φιλοτιμίαν εκ των αλλεπαλλήλων εθνικών ταπεινώσεων και των προσγινομένων ύβρεων κατά της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία πάσχει, το μεν δια την λύπην του λαού, το δε δια την επιπολάσασαν αμαρτίαν, εξ ης και αι συμφοραί.
Ημείς εντεύθεν της δραστηριότητος της Εκκλησίας, ως έξω όντες του κόσμου, ταπεινοί Μοναχοί, αλλά καλοί δέκται της αγωνίας της στρατευομένης Εκκλησίας και του Έθνους, συμπάσχομεν και «εν στεναγμοίς αλαλήτοις» αναφέρομεν τας ικετηρίας ημών προς τον «δυνάμενον σώζειν» ημάς και τον κόσμον. Δεν μας διαφεύγει, ότι υφίστανται προβλήματα εν τη Εκκλησία, άτινα, ως εξαρτώμενα εκ πολλών παραγόντων, δεν είναι εύκολον να επιλυθούν με οιανδήποτε δραστηριότητα. Γνωρίζομεν, ότι υπάρχουν άλλα τοιαύτα, αγόμενα εις την καλυτέραν δυνατήν λύσιν των. Και άλλα ωσαύτως, τα οποία θα επιλύση μόνον ο παντοδύναμος Θεός. Κατ’ ουσίαν όμως δεν υπάρχουν προβλήματα, αλλά μορφαί κακού, τας οποίας πολεμεί η Εκκλησία και μορφαί αγαθού, τας οποίας επιδιώκει να κατακτήση εντός των πλαισίων της αντικειμενικότητος, την οποίαν προσδιορίζει ο χρόνος και ο χώρος, εν οις λαμβάνει χώραν η στρατεία της Εκκλησίας. Ό,τι αποτελεί τιμήν και καύχησιν εν Κυρίω της Εκκλησίας, είναι ο αγών, ον διεξάγει με πλήρη γνώσιν και σπανίαν διαύγειαν, ότι δεν κάμνει τίποτε πλέον, από ό,τι επιβάλλει αυτή η φύσις της, ως στρατευομένης Εκκλησίας. Επομένως η εμφάνισις των ποικίλων μορφών του κακού και ο κατ’ αυτού αγών, δεν αποτελούν προβλήματα, αλλά γεγονότα εκφραστικά, τόσον της κατ’ άφατον θείαν Οικονομίαν παρουσίας του κακού, όσον και του επιγείου σκοπού της Εκκλησίας. Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει, ότι πασών των μορφών του κακού αίτιος μεν είναι ο διάβολος, φορείς δε οι άνθρωποι. Ο μεν διάβολος υποβάλλει αφανώς το κακόν, έχων συνεργόν την υπολειφθείσαν εν τω ανθρώπω αμαρτητικήν κλίσιν, οι δε άνθρωποι καθίστανται εν αγνοία των υπηρέται αυτού. Και τι μεν είναι καλόν είναι γνωστόν, ως επίσης τι είναι κακόν. Ευτυχώς ότι εν τω Χριστιανισμώ δεν διαφερόμεθα περί της ουσίας του καλού και του κακού, ως και περί των τρόπων δι’ ων εμφανίζονται. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, θα ηδυνάμεθα να διακρίνωμεν δύο είδη κακού εν τη Εκκλησία. Εκείνο, όπερ απεργάζεται ο Σατανάς, δια των οργάνων του, και εκείνο, ούτινος φορείς καθίστανται τα «φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας», οι πιστοί, τούτ’ έστιν ο λαός και ο ιερός κλήρος. Εάν ο κλήρος είναι περισσότερον συνδεδεμένος με την φύσιν της Εκκλησίας, ως αποτελών την επίσημον, ούτως ειπείν, έκφρασίν της, αποβαίνει φανερόν το πόσον αι συνέπειαι του αμαρτάνοντος δημοσίως κληρικού είναι πολύ μεγαλύτεραι των τοιούτων του λαϊκού. Άλλο είναι η Εκκλησία, άλλο ο κλήρος και άλλο ο λαός. Δεν πρέπει να γίνεται συσχέτισις της Εκκλησίας με τον κλήρον ή με τον πιστόν του Κυρίου λαόν. Εν τούτοις, η ιδιάζουσα θέσις του κλήρου εν τη Εκκλησία και η πνευματική και διοικητική εξουσία, την οποίαν κέκτηται, βαρύνουν απείρως τούτον έναντι του Θεού και των πιστών εν τη ενασκήσει των καθηκόντων του. Δεδομένου δε ότι, «φιλεί το υπήκοον εξομοιούσθαι τοις άρχουσι» και ότι ο απλούς λαός δεν δύναται να διαστείλη τον κλήρον από της Εκκλησίας, καθίσταται προφανές πόσον μέγα κακόν δύναται να προκαλέση εις βάρος της Εκκλησίας ο κληρικός, όταν δεν παρέχη εαυτόν προς μίμησιν, ως υπερτέρου τινός υποδείγματος χριστιανικής τελειότητος, αλλ’ αντιθέτως καθίσταται αίτιος σκανδάλων. Επομένως η αγία Εκκλησία μας δεν έχει προβλήματα, ειμή εκείνα μόνον, τα οποία δημιουργούν οι διάκονοι αυτής, όταν απομακρύνωνται από του γνησίου πνεύματός της. Τότε σχηματίζονται αδιέξοδοι, κοσμικαί αγωνίαι, αιτίαι σκανδάλων, η πίστις ψύγεται, οι πιστοί μεθίστανται από την Εκκλησίαν, ο Επίσκοπος εγκαταλείπεται, διαβολών άκανθαι υποφύονται και παρέπεται εξασθένησις της δυνάμεως της Εκκλησίας. Άπαντα σχεδόν τα προβλήματα συμπυκνούνται εις το πρόσωπον των διακόνων αυτής. Προς αυτούς πρέπει να στραφή το ενδιαφέρον της Εκκλησίας. Προς αυτούς, οίτινες θα αποβούν φορείς δόξης ή καταισχύνης, χαράς ή λύπης, σωτηρίας ή απωλείας, διότι ο κόσμος προσβλέπει εις αυτούς, ως προς την Εκκλησίαν, προς αυτόν τον Χριστόν. Το υπόδειγμα της ζωής και της δράσεως και της αγίας αναστροφής των εν Κυρίω διακόνων της Εκκλησίας, έδωκαν ημίν οι άγιοι Απόστολοι ων το έργον εμεγάλυναν οι άγιοι Πατέρες μη καταλείψαντες τον λόγον του Θεού, όταν παρέστη ανάγκη να διακονήσουν τραπέζας. Αλλ’ αντιθέτως, αναθέσαντες την κατωτέραν ταύτην διακονίαν εις υποδεεστέρους εν τη ιεραρχία της Εκκλησίας, αυτοί προσεκαρτέρουν τη προσευχή και τη διακονία του λόγου.Η αγιωτάτη ημών Εκκλησία τότε μόνον θα δυνηθή να δικαιώση
την αποστολήν αυτής, όταν εξαρθή εις την περιωπήν της Αποστολικής αυτής φύσεως.
Όταν εν αυτή αναζήση το πνεύμα της θυσίας. Όταν λαλή προς τον ουρανόν και
«ακούωνται φωναί, αστραπαί και βρονταί». Όταν εν ταις θλίψεσιν αυτής
επαναλαμβάνη, «Κύριος εμοί βοηθός και ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος».
Όταν λέγη με θείαν επιθυμίαν, «εγώ τω νυμφίω μου και ο νυμφίος μου εμοί». Όταν
εν τω προσώπω των Αγιωτάτων Αρχιερέων και Πατέρων ημών δύναταί τις να διακρίνη
τον Πέτρον, τον Παύλον, τον «υιόν της Παρακλήσεως», τους «υιούς της βροντής», τους
θείους Πατέρας του αγίου Βυζαντίου μας, οι οποίοι υπήρξαν μιμηταί του Χριστού
εν όλη τη ταπεινώσει αυτού. Τότε δεν θα εσκανδαλίζοντο εις την πίστιν οι
ασθενείς αδελφοί, δεν θα εδυσχέραινον εν τη πτωχεία, δεν θα εβλασφήμουν επί τη
δυστυχία, δεν θα ηγάπων τα ηδέα του βίου, δεν θα έχανον τας ψυχάς των, «υπέρ ων
Χριστός απέθανε». Δεν θα είχομεν σατανικά σχίσματα, δεν θα ήνθουν αι παρασυναγωγικαί
συναθροίσεις, αι διασπώσαι την ενότητα της Εκκλησίας, δεν θα «εμερίζετο ο
Χριστός». Δεν θα εθεωρείτο η πτωχεία δυστύχημα, αλλ’ ευλογία. Δεν θα ωρχείτο η
κενόδοξος σπουδή δια κατάληψιν αξιωμάτων, αλλά θα ενεπολιτεύετο η τα ταπεινά
φρονούσα αφανής ζωή. Οι χριστιανοί, ως από ζώσας εικόνας, θα εδιδάσκοντο την
πτωχείαν, την ταπείνωσιν του Χριστού, την άφατον και απερίγραπτον κένωσίν του.
Πάντα θα εγίνοντο δια της Εκκλησίας, πάντα θα ερρυθμίζοντο· οι γήϊνοι θα
εγίνοντο ουράνιοι. Εφ’ όσον η Εκκλησία θα εκπροσωπείται από διακόνους κομώντας
πλούτω και εγκοσμία δόξη, καμμία προσπάθεια δεν δύναται να αποβή λυσιτελής παρά
τω λαώ του Θεού, κανέν κήρυγμα δεν ικανούται να καρποφορήση περί Χριστού και
αγάπης και πτωχείας και ταπεινώσεως και αιωνιότητος και θυσίας εν Κυρίω. Περί
ποίου πράγματος μας ομιλείτε; Θα ερωτήση ο πιστός του Κυρίου λαός. Ημείς δεν
πιστεύομεν τοις κενοίς λόγοις, του παραδείγματος πείθοντος πλείον τούτων.
Η αγιωτάτη ημών Εκκλησία δέον όπως ασχοληθή εμπόνως με το
θέμα της κατά Χριστόν συγκροτήσεως των στελεχών της, των εργατών της, των
εκπροσώπων της, εκείνων, που κατά διαδοχήν φέρουν το θείον εκείνο εμφύσημα,
όπερ έδωκεν ως εξουσίαν τοις αγίοις Αυτού μαθηταίς και Αποστόλοις ο αναστάς
Κύριος. Είναι καιρός όπως η Εκκλησία απαλλαγή από τους κοσμικούς επηρεασμούς
των κοσμικών διδασκάλων της, διότι εις το σημείον τούτο γίνονται τα άνω κάτω. Η
Εκκλησία κατευθυνομένη υπό επιδράσεων λαϊκών στοιχείων εκκοσμικεύεται, δεν
προάγεται από δυνάμεως εις δύναμιν, πλανάται εκ της ευθείας προς τα άνω πορείας
της, κατέρχεται εις επίπεδα εγκοσμίου διανοητικότητος. Ή ο ιερός κλήρος έχει
ιδιάζουσαν από Θεού χάριν προς διδασκαλίαν, προς αγιασμόν και διαποίμανσιν, ή
όχι. Ή το πιστεύομεν ή δεν το πιστεύομεν. Έχομεν ανάγκην περισσοτέρας αγιότητος
και ολιγωτέρας επιστήμης. Δέον να τιμήσωμεν την καθαράν καρδίαν, τον νουν τον
άνωθεν ελλαμπόμενον και την μετρίαν παιδείαν υπέρ την πολυμάθειαν και
εμβρίθειαν του απεσκληρυμμένου εν ταις ματαίαις ερεύναις επιστήμονος. Ο
Χριστιανισμός είναι υπέρ παν άλλο καρδία. Το φως της πίστεως και γνώσεως είναι
υπόθεσις της καθαρότητος της καρδίας. Ο Σταυρός του Κυρίου εκπέμπει μείζονα
σοφίαν από όλας τας σοφίας του κόσμου. Και η Ανάστασις του Θεανθρώπου
επισκιάζει όλα τα φώτα των περί Θεού ασχολουμένων επιστημόνων. Η σκέψις μόνη
είναι αδύνατον να συλλάβη τον υπέρ την σκέψιν κείμενον χριστιανισμόν. Θα έλθη
εποχή, κατά την οποίαν θα αποκαλυφθή η έκτασις του κακού, όπερ εξειργάσθη η
παρούσα αφελής γενεά εις βάρος της Εκκλησίας, ανεχθείσης την επιστημοσύνην εις
τοσούτον βαθμόν εν τοις κόλποις αυτής, ώστε να εξορισθούν η απλότης της
πίστεως, η χαρά, η αγάπη και το εν Κυρίω πένθος, οι χαρακτήρες αυτοί της
Ορθοδόξου ζωής και θεωρίας.
Πιστεύομεν ότι γνωρίζει πας τις, ότι διερχόμεθα αυτόχρημα τραγικάς στιγμάς, κατά τας οποίας η Εκκλησία απομένει ως μοναδική ελπίς σωτηρίας. Τούτο οφείλομεν να κάμωμεν συνείδησιν, ότι η αγία Εκκλησία μας δύναται δια των προσευχών της να ανοίξη τους ουρανούς και να καταγάγη τον υετόν του θείου ελέους. Ω, εάν εγνωρίζομεν τας ασταθμήτους δυνατότητας, ας κατέχομεν ως Ορθόδοξος Εκκλησία Χριστού! Η άγνοια αυτή μας κατέστησεν αδυνάτους και περιδεείς, ως εκείνους τους βασιλείς της Αποκαλύψεως προ του φοβερού επτακεφάλου θηρίου εκείνου. Και αυτό το θηρίον υπάρχει σήμερον, και η Εκκλησία—θα το είπωμεν—το προσβλέπει έντρομος, διότι αγνοεί την δύναμίν της. Απόδειξις τούτου είναι αι ένοχοι συγκαταβάσεις προς τους αιρετικούς δια να λάβωμεν τρόφιμα. Παίρνομεν τρόφιμα από τους Προτεστάντας, τους αρνουμένους τον Τριαδικόν Θεόν, τους αρνουμένους την θεότητα του Χριστού και δίδομεν οιονεί την πίστιν. Την πίστιν; Ναι. Διότι επειδή μας διατρέφουν, αποσιωπώμεν τας αντιθέους αιρέσεις των. Δεν τους ελέγχομεν, δεν τους αποκόπτομεν εκ της μεθ’ ημών κοινωνίας, κατά σχετικόν χωρίον του αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού. Δεν καθιστώμεν τον κίνδυνον των αιρέσεων αισθητόν.
Τι να ενθυμηθώμεν δια να πεισθώμεν περί του μίσους, όπερ τρέφουν προς
ημάς αι Προτεσταντικαί Εκκλησίαι; Την διείσδυσιν εις το κλίμα της Ελλαδικής
Ορθοδόξου Εκκλησίας, ή την παθητικήν και χαιρέκακον στάσιν των κατά την
περίοδον των πληγμάτων, τα οποία υφίστατο το Πατριαρχείον μας, ή την κακεντρεχή
εκτόξευσιν του αηδούς σιέλου κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, υπό του γηραιού
εκείνου Κανταβρυγίας κ. Φίσσερ; Η Εκκλησία μας είναι ανάγκη να εξαρθή εις
περιωπήν μαρτυρίου, να οικειωθή το πνεύμα των Μαρτύρων, χάριν αυτής της
Ορθοδόξου αξιοπρεπείας της. Ικανώς εθλίβημεν δια την ολιγοπιστίαν μας προς τον
Κύριον και Θεόν μας, δια τας κολακείας μας προς τους αιρετικούς, υλικού κέρδους
χάριν.
Δεν φοβούμεθα τας θλίψεις εν Κυρίω. Τας θέλομεν, τας επιζητούμεν, εγκαυχώμεθα δι’ αυτάς. Λυπούμεθα όμως σφόδρα, όταν αι θλίψεις δεν προέρχωνται από την αγάπην του Θεού, δεν στέλλωνται ως «αναπλήρωσις των υστερημάτων του Χριστού», αλλά παραχωρούνται προς παιδαγωγίαν, προς μετάνοιαν, προς επιστροφήν εκ των κακιών ημών. Χαίρομεν διότι εκλήθημεν να πάσχωμεν δι’ αγάπην Χριστού. Τούτο ημετέρα χαρά, τούτο τιμή, τούτο «κατεργάζεται βάρος δόξης», ότι «ημίν εχαρίσθη όχι μόνον το εις Χριστόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν». Τοιούτος ο θείος ημών κλήρος. Αλλά να πάσχωμεν δια Χριστόν, όχι δια τας θυσίας ημών εν τη πίστει, όχι δια τον κακόν ημών βίον, δια τας παραβάσεις και παρανομίας ημών ως Εκκλησίας. «Ποίον γαρ κλέος—λέγει ο Απόστολος Πέτρος—ει αμαρτάνοντες και κολαφιζόμενοι υπομενείτε; Αλλ’ ει αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομενείτε, τούτο χάρις παρά Θεώ».
Οφείλομεν να βιώσωμεν, ως Εκκλησία, την αγωνίαν Χριστού του Εσταυρωμένου, όστις λέγει «έτοιμός ειμι θυσιασθήναι και δια δευτέραν φοράν δια τον άνθρωπον, ον ηγάπησα». Αυτήν την αγωνίαν αναμένει να ίδη βιουμένην ο ευσεβής λαός μας προς παραδειγματισμόν και μίμησιν από τους ιερωτάτους Επισκόπους και Πατέρας της Εκκλησίας. Εγκρατευομένους ως ο Μέγας Βασίλειος, κλαίοντας ως ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, νουθετούντας ως ο Χρυσόστομος, πτωχεύοντας ως ο Μέγας Αθανάσιος. Με τρίχινον ράσον, με όψιν κατεσκληκυίαν, με οφθαλμούς λευκούς από τας αγρυπνίας. Αποστολικούς, πυρ πνέοντας, τοις ταπεινοίς συνεπαγομένους, αγάλματα πάσης αρετής.
Η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να γνωρίση αυτή εαυτήν· η Εκκλησία των Επισκόπων δέον να γνωρίση τον πλούτον της πνευματικής δόξης της· η Εκκλησία του Χριστού πρέπει να λάβη πείραν της απείρου δυνάμεώς της. Να συνειδητοποιήση την φρικαλέως τεραστίαν ευθύνην της έναντι Θεού και ανθρώπων. Να βιώση το γεγονός, ότι είναι φορεύς της υπερφυούς Αποστολικής εξουσίας και, το ότι είναι «οικονόμος των μυστηρίων του Χριστού».
Μόνον
κατ’ αυτόν τον τρόπον η Εκκλησία θα αποβάλη το πνεύμα της δουλείας και δειλίας,
το αίσθημα της αδυναμίας και θα οικειωθή την ακαταμάχητον δύναμιν, την οποίαν
έλαβεν εν τη Αγία Πεντηκοστή, ώστε εις τα πρόσωπα των αγίων Αρχιερέων να
ενσαρκούται η πνευματική εκείνη δύναμις, ην προϋποθέτει το Επισκοπικόν αξίωμα,
και να εκφαίνεται ο Ποιμήν ο καλός, όστις «θύει την ψυχήν αυτού υπέρ των
προβάτων», διώκων τους λύκους και άρπαγας εκ της θείας του αυλής. Θάρρος,
αδελφοί. Ημείς «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν». Το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς
υπάρχει. Ανάγκη να νικήσωμεν τον κόσμον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου