Μιά φορά είχα ένα μικρό σπιτάκι σέ μιά ερημική μεριά κοντά στή θάλασσα. Βουναλάκια μικρά τό τριγυρίζανε, βουναλάκια ήμερα καί χαρούμενα, στολισμένα μέ λίγα δεντράκια, σκοίνους, θυμάρια, πρινάρια, ρήγανη, πού μοσχοβολούσανε. Κατά τόν βορηά ήτανε μιά ρεματιά μέ λίγα πλατάνια καί μέ λυγαριές, καί στό βάθος της καταστάλιζε τό καλοκαίρι λιγοστό καθαρό αεράκι. Τήν άνοιξη τό χώμα στολιζότανε μέ αγριολούλουδα χρωματιστά, πού μέ κάνανε νά χαίρουμαι καί νά δοξάζω τόν Θεό. Τί αγνότητα πού είχε η ψυχή μου!
Είχα διαλέξει αυτό τό μέρος νά μήν έχη κανέναν δρόμο, γιά νά μήν έρχεται άνθρωπος κατά κεί. Ήμουνα καταμόναχος, ήσυχος, ξεκουρασμένος. Αποτραβιόμουνα εκεί πέρα κ’ έβγαζα από πάνω μου τίς έγνοιες καί τίς σκοτούρες, σάν τό φίδι πού βγάζει τό πετσί του. Ξανάβρισκα τή λευτεριά μου.
Πολλές φορές έκανα μήνες νά κατεβώ στήν πολιτεία. Τόν
μοναχό άνθρωπο πού έβλεπα, ήτανε ένας τσομπάνης, ένας μισοκαλόγερος, πού, όποτε
πήγαινε στό χωριό, μούφερνε ό,τι είχα ανάγκη. Στήν όψη ήτανε ίδιος ο άγιος
Γιάννης ο Πρόδρομος, πετσί καί κόκκαλο, μέ άγρια μαλλιά καί γένεια κατάμαυρα,
θεοφοβούμενος. Τόν λέγανε Χρήστο, κ’ ήτανε Σαρακατσαναίος. Εκεί κοντά
βρισκότανε ένα ρημοκκλήσι πολύ μικρό, ολότελα ξεχασμένο, κι ο Χρήστος πήγαινε
ταχτικά κι άναβε τά καντήλια.
***
Σε κείνη την περιφέρεια ζούσε ακόμα μια ψυχή, μια
γυναίκα, που τη λέγανε κυρά-Γιάνναινα, χήρα με δυό μικρά παιδιά. Είχε κάνει ένα
γιδοκάλυβο ανάμεσα στα δέντρα, σ’ έναν τόπο απάτητον, και ζούσε εκεί πέρα ξεμοναχιασμένη.
Το ΄να το παιδί της, το μεγάλο, ως έντεκα χρονών, το λέγανε Γιώργο και φύλαγε
κάτι λιγοστά γίδια. Το άλλο, το μικρό, το λέγανε Πλάτανο, και καθότανε με τη
μάνα του κι έπαιζε μοναχό του, γύρω στο καλύβι. Η μάνα τους πότε πήγαινε με τα
γίδια κι αυτή, πότε καθότανε στο καλύβι και μαγείρευε, έπλενε ή έγνεθε με τη
ρόκα. Ήτανε όλο χαμογελαστή, ξυπόλητη, μ’ ένα μαντήλι ριγμένο στο κεφάλι της.
Αρχαία γυναίκα, αγιασμένη. Τον Πλάτανο τον είχε βαφτισμένον ένας δάσκαλος από
το χωριό τους, κι απ’ αυτό κατάλαβα πως τον είχε βγάλει Πλάτωνα, κι οι δικοί
του τον κάνανε Πλάτανο. Κι αληθινά, ήτανε σαν Πλάτανος, μ’ όλο που ήτανε μικρό
ακόμα, ως τριάμισι χρονών, καλοκάγαθο, μα άγριο, σκληρό, άφοβο. Όλη τη μέρα
έκανε πόλεμο. Σκαρφάλωνε στα δέντρα για να βρει φωλιές, ή για να κρεμάζεται από
τα κλαριά, κατρακυλούσε μεγάλες πέτρες και τις κοπανούσε με άλλες πιο μικρές,
κι είχε καταπληγωμένα τα χέρια του· έσκαβε μ’ ένα σίδερο γύρω στο καλύβι,
έπιανε φίδια, γουστέρες, τις έδενε απ’ την ουρά, τις κρέμαζε στα δέντρα. Η μάνα
του δεν ταραζότανε ποτέ, μήτε έδινε σημασία, μην τυχόν πάθει τίποτα το παιδί
της με τις πέτρες, με τα σίδερα και με τα φίδια που πάλευε ολοένα. Αριά και που
το μάλωνε, όποτε τύχαινε να χτυπήσει κανένα γίδι. Τι απλότητα που είχανε στη
ζωή τους αυτά τα πλάσματα! Το φτωχικό μου ήτανε παλάτι μπροστά στο καλύβι τους.
Έβλεπα πως ζούσανε οι αρχαίοι άνθρωποι, μ’ ένα τίποτα. Τι δυστυχία να φοβηθούνε,
αφού δεν είχανε τίποτα; Κι οι τρεις ήτανε γεροί σαν τ’ αγρίμια. Η θροφή τους
ήτανε ψωμί και τυρί, γάλα και χορτάρια. Το γιδοκάλυβο είχε ως τέσσερα μέτρα
μάκρος και δυόμισι φάρδος, και ήτανε λίγο ψηλότερα από την κυρά-Γιάνναινα. Η
πόρτα ήτανε χαμηλή, είχε και μια τρύπα, για παράθυρο. Αποπάνω, το καλύβι ήτανε
σκεπασμένο με κλαριά, με χορτάρια και με τενεκέδες. Μέσα μονάχα που κοιμόντανε.
Όλα τα άλλα τα κάνανε απ’ έξω. Ζούσανε στον ανοιχτό αγέρα. Η κυρά-Γιάνναινα
ήτανε πάντα χαμογελαστή. Δεν την είδα ποτέ κατσουφιασμένη. Ήσυχη, λιγομίλητη,
απροσποίητη, είχε μια ιεροπρέπεια που μου έκανε βαθιά εντύπωση, σαν να είχα
μπροστά μου κάποιο αγιασμένο πρόσωπο. Συλλογιζόμουνα τις σημερινές γυναίκες, σε
τοι ξεπεσμό βρίσκονται, σε καιρό που τούτη η βουνίσια, ξυπόλητη, με τη ρόκα στο
χέρι, με το μαντήλι ριγμένο στο κεφάλι της, με το υφαντό φουστάνι της, μ’ όλη
την ταπείνωση που είχε απάνω της, ήτανε σαν κάποιο επίσημο πρόσωπο. Σαν πέθανε
ο άντρας της, πήρε τα παιδιά της κι αποτραβήχτηκε μέσα στο ρουμάνι, έκανε το
γιδοκάλυβο και ζούσε σαν άγριο πουλί με τα πουλάκια του. Μήτε απελπισία, μήτε
αναστενάγματα, μήτε παράπονα. Γι’ αυτή, όλα ήτανε καλά. Ω, βλογημένη γυναίκα,
τι δύναμη που είχες μέσα σου! Όλο χαμογελαστή, καλόγνωμη, με τον καλό λόγο στο
στόμα της, συμμαζεμένη, σεμνή, αυστηρή. Ποιος της έμαθε τον καλό τρόπο μέσα στα
βουνά; Από ποιόν διδάχτηκε αυτή την αξιοπρέπεια; Μυστήριο! Να, τέτοιες ήτανε οι
μανάδες που γεννούσανε παλληκάρια σαν τον Θανάση Διάκο, σαν τον Τζαβέλλα, τον
Νικηταρά, τον Κολοκοτρώνη, τον Μακρυγιάννη, τον Βλαχάβα! Μ’ όλη τη φτώχεια της,
ήτανε κατακάθαρη. Ολοένα έπλενε ρούχα, ολοένα λουζότανε η ίδια, έλουζε και τα
παιδιά της. Μέσα το καλύβι έλαμπε. Κουβαλούσε το νερό από μακριά, με το βαρέλι,
γιατί το λιγοστό καλό νερό που έβγαινε κοντά τους το ΄χανε για να πίνουνε. Η
ομιλία της είχε πολλή χάρη και εξυπνάδα. Έλεγε πολλά ρητά. Είχε και μεγάλη
ευλάβεια. Θυμιάτιζε κάθε βράδυ κι άναβε τα καντήλια ταχτικά στο ρημοκκλήσι της
αγίας Βαρβάρας μαζί με τον Χρήστο. Μ’ όλο που δεν έμαθε καθόλου γράμματα, ήξερε
κάμποσες προσευχές κι ιστορίες για άγιους και για θαύματα. Δεν θυμάμαι να μου
έκανε κανένας γραμματιζούμενος την εντύπωση που μου ΄κανε η αγράμματη
κυρά-Γιάνναινα. Μονάχα αυτές τις ψυχές έβλεπα στη μοναξιά που καθόμουνα. Τον
Χρήστο τον έβλεπα συχνότερα. Την κυρά-Γιάνναινα αριότερα.
***
Το κομμάτι της ακροθαλασσιάς που βρισκότανε στο μέρος που
λέγω ήτανε έρημο. Άνθρωπος δεν πατούσε ποτές. Γιατί ήτανε ανάμεσα σε δυό
απόγκρεμνες μύτες που βγαίνανε στη θάλασσα, και την κλείνανε από βοριά κι από
νοτιά. Τό μέρος ήτανε δασωμένο, τά δέντρα κατεβαίνανε λίγο παραμέσα από τή
θάλασσα. Από τό παραθύρι μου άκουγα μέρα-νύχτα τό βουητό πού κάνανε τά κύματα,
τήν ανάσα τής θάλασσας, πού τή συνήθισα σά νανούρισμα, από τά μικρά χρόνια μου.
Μαζί μέ τό ρουχάλισμα τού πελάγου ανακατευότανε καί τό βούϊσμα οπού κάνανε τά
δέντρα γύρω στό σπιτάκι μου, πού φαινότανε μοναχά απ’ τή θάλασσα. Σπάνια
περνούσε κανένα καΐκι, και κείνο πολύ ανοιχτά. Το καλωσόριζα με χαρά, μόλις το
έβλεπα, και το ακολουθούσα με το μάτι μου, ως που κρυβότανε πίσω από τον έναν ή
τον άλλον κάβο. Τ’ αποχαιρετούσα, σαν να ήτανε κανένα αγαπημένο μου πρόσωπο,
και καμιά φορά δάκρυζα. Σαν χανότανε από τα μάτια μου, για κάμποση ώρα είχα
στον νου μου κείνο το καραβάκι, το χρώμα που ήτανε βαμμένο, το σχέδιό του, και
την αρματωσιά του, όποτε είχε πανιά. Ακόμα, θυμόμουνα αν ήτανε φορτωμένο ή
αφόρτωτο. Συλλογιζόμουνα: «Άραγε ποιοι άνθρωποι βρισκόντανε μέσα; Πως τους
λέγανε; Από ποιο μέρος ήτανε; Ο Θεός ξέρει. Ας πάνε στο καλό!». Η ακροθαλασσιά
άλλαζε όψη από την αυγή που θαμπόφεγγε η μέρα, ως που νύχτωνε. Το καταμεσήμερο
έβραζε ο ήλιος κι η ερημιά φαινότανε πιο μεγάλη. Όποτε έφερνε αγέρα από το
πέλαγο, το νερό γινότανε πρασινογάλαζο, και τ’ αφρισμένα κύματα ερχόντανε σαν
πρόβατα, το ΄να πίσ’ από τ’ άλλο. Πρωί και βράδυ κατέβαινα στην ακρογιαλιά.
Ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, λες κι ήμουνα ο Ροβινσώνας. Περπατούσα γιαλό-γιαλό
και το κύμα βροντούσε δίπλα μου. Τα πιό τιποτένια πράγματα μου φαινότανε
σπουδαία: ένα χαλίκι με ζωηρό χρώμα, ένα μικρό κομμάτι ξύλο από καμιά βάρκα ή
από κανένα βαρέλι, ασπρογανιασμένο από τη θάλασσα, ένα κομμάτι δίχτυ, κανένα
σπασμένο νεροκολόκυθο ή κανένας φελλός από δίχτυα. Σταματούσα, έσκυβα και τα
΄παιρνα και τα περιεργαζόμουνα, συλλογισμένος. Μέσα σε κείνη την ερημιά
παίρνανε για μένα μια μεγάλη αξία.
***
Σ’ ένα μέρος της ακροθαλασσιάς είχε κάτι μεγάλες μαύρες
πλάκες, που κάνανε ένα μικρό λιμανάκι. Μέσα στο ήσυχο νερό σαλεύανε κάτι μικρά
ψαράκια και λίγες γαρίδες. Αυτά τα τιποτένια πλάσματα ζωντανεύανε την ερημιά.
Παραμέσα από τις πλάκες, τα νερά ήτανε βαθιά και κρεμάμενα, κι οι μεγάλες
θάλασσες μουγκρίζανε αφρισμένες, και χτυπούσανε θυμωμένες κάτι ξέρες μαύρες,
που βγάζανε την κεφαλή τους μέσα από τους αφρούς, κοιτάζοντας άγρια κατά το
πέλαγο. Γύριζα στό καλύβι μου συγκρυασμένος. Ο βόγγος τής θάλασσας ερχότανε στ’
αυτιά μου από μακρυά. Έβγαζα από τήν τσέπη μου ό,τι είχα μαζεμένα, χαλίκια,
σανιδάκια, κοχύλια, καί τά αράδιαζα απάνω στό τραπέζι μου, κοντά στά λιγοστά
βιβλία μου. Γύριζα κ’ έβλεπα μιά εικόνα πού ζωγράφιζα, τόν άγιο Γιάννη τόν
Πρόδρομο, πού τόν αγαπώ πολύ, κ’ έκανα τόν σταυρό μου. Ηλιοψημένος,
σκελετωμένος, φτερωτός σάν αγριοπούλι, αναμαλλιασμένος, κύτταζε τόν Χριστό πού
έσκυβε από τόν ουρανό καί τού μιλούσε. Τό πνεύμα μου ήτανε ήσυχο. Η ειρήνη τού
Θεού παρακαλούσα ν’ αποσκεπάζη τόν κόσμο. Σέ λίγο, άρχιζε νά κατεβαίνη
σιγά-σιγά από τόν ουρανό τό σκοτάδι τής νύχτας. Ώς νά κάνω τήν προσευχή μου, ο
ουρανός γινότανε κατάμαυρος. Από τό παραθύρι μου έβλεπα τά άστρα νά κρέμουνται
σάν καντήλια απάνω από τό πέλαγο πού βογγούσε μέσα στό σκοτάδι. Ξαπλωνόμουνα
στό στρωσίδι μου κι αφουγκραζόμουνα τό βόγγο τής θάλασσας καί τών δέντρων.
Συμμαζευόμουνα γιά νά ζεσταθώ από τήν ψύχρα τής νύχτας κ’ έλεγα μέσα μου
"Δόξα σοι ο Θεός, πού δέν μέ ξέρει κανένας!». Σε λίγο, μ΄ έπαιρνε ο ύπνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου