Κατά τας ημέρας του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Θεοφίλου, εν έτει υια΄ (411), έγινεν Επίσκοπος Κυρήνης Συνέσιος ο φιλόσοφος, όστις ελθών εις την επαρχίαν του εύρεν εκεί φιλόσοφον τινά, Ευάγριον ονόματι, ο οποίος ήτο φίλος του προσφιλέστατος αφ’ ότου εσπούδαζεν εις τα σχολεία, έχοντα όμως μεγάλην δεισιδαιμονίαν και αφοσίωσιν εις την ειδωλολατρείαν. Όθεν ο Συνέσιος, ποθών να μεταστρέψη τον φίλον του από της πλάνης των ειδώλων και να τον κάμη Χριστιανόν, είχε μέγαν αγώνα και πρόνοιαν, εζήτει δε παντοιοτρόπως πως να τον οδηγήση εις την ευσέβειαν· καίτι δε εκείνος δεν έστεργε παντελώς ουδέ εδέχετο τους λόγους του, όμως ο Συνέσιος, ελκόμενος υπό της πολλής αμοιβαίας αυτών φιλίας, δεν έπαυε νουθετών αυτόν καθ’ εκάστην και παρακινών να έλθη εις επίγνωσιν της αληθείας και της ευσεβούς πίστεως. Ημέραν τινά, αφού του είπε πολλά ο Συνέσιος, απεκρίθη προς αυτόν ο Ευάγριος:
«κατ’ αλήθειαν, κύριε Επίσκοπε, δεν μοι αρέσκει προς τοις άλλοις και τούτο, όπερ λέγετε σεις οι Χριστιανοί, ότι δηλαδή μέλλει να γίνη συντέλεια του κόσμου και ότι μετά την συντέλειαν όλοι οι άνθρωποι οι απ’ αιώνος θα αναστηθώσι με το ίδιον σώμα, το οποίον μέλλει να γίνη άφθαρτον και αθάνατον, και ότι θα λάβωσι τότε την ανταπόδοσιν κατά τα έργα των. Προς τούτοις δεν μοι αρέσκει και τούτο το οποίον λέγετε, ότι ο ελεών πτωχόν δανείζει εις τον Θεόν, και ο σκορπίσας τα χρήματά του εις τους πτωχούς θησαυρίζει εις τους ουρανούς, και εις την κοινήν ανάστασιν θέλει τα λάβη εκατονταπλασίονα και ζωήν την αιώνιον. Ταύτα όλα μοι φαίνονται, ότι είναι μύθοι και πλάνη και εμπαιγμός». Ο δε μακάριος Συνέσιος τον εβεβαίωνεν, ότι όλα όσα λέγουσιν οι Χριστιανοί είναι αληθή, και δεν υπάρχει εις αυτά ουδέν ψεύδος, και ταύτα απεδείκνυε με πολλάς αποδείξεις· όθεν μετ’ ολίγον καιρόν τον κατέπεισε και έγινε Χριστιανός, και εβάπτισεν αυτόν και τα τέκνα του και όλους τους οικείους του. Αφού λοιπόν εβαπτίσθη ο Ευάγριος, έδωκεν εις τον Συνέσιον τριακοσίας λίτρας χρυσίου, ίνα το διαμοιράση εις τους πτωχούς, λέγων ούτω: «Λάβε ταύτα και διαμοίρασον αυτά εις τους πτωχούς, και γράψον μοι εν ιδιόχειρόν σου χρεωστικόν γράμμα, ότι θέλει αποδώσει εις εμέ ταύτα ο Ιησούς Χριστός». Ο δε Συνέσιος εδέχθη το χρυσίον και γράψας προθύμως το γράμμα, το οποίον εζήτει ο Ευάγριος, το έδωκεν εις αυτόν. Μεθ’ ικανόν χρόνον ησθένησεν ο Ευάγριος και ερχόμενος εις το τέλος του βίου του έδωκεν εις τα τέκνα του το γράμμα του Επισκόπου εσφραγισμένον, παρήγγειλε δε εις αυτά, ότι όταν τον ενταφιάσωσι, να θέσωσι το γράμμα εις την χείρα του, χωρίς ουδείς να το γνωρίζη, το οποίον και έπραξαν τα τέκνα του. Μετά την τρίτην ημέραν της ταφής του εφάνη ο Ευάγριος νύκτωρ εις τον Επίσκοπον και λέγει εις αυτόν: «Άνοιξον τον τάφον μου και λάβε το ιδιόχειρον γράμμα σου, ότι απέλαβον το χρέος και δεν έχω πλέον να το ζητώ από σε, και προς πληροφορίαν σου ιδιοχείρως υπέγραψα εις αυτό». Ο δε Επίσκοπος δεν ήξευρεν ότι μετά του νεκρού ενεταφιάσθη και το ιδιόχειρον γράμμα του. Το πρωΐ λοιπόν προσεκάλεσεν ο Συνέσιος τα τέκνα του Ευαγρίου και τα ηρώτησεν, εάν έθηκαν εις τον τάφον του πατρός των πράγμα τι· εκείνα δε έλεγον, ότι δεν έβαλον άλλο τι, ειμή το σώμα μετά των ενδυμάτων, τα οποία εφόρει. Ο δε Επίσκοπος είπεν εις αυτά: «ουδέ χαρτίον τι δεν εθάψατε μετά του σώματος του πατρός σας»; Τότε εκείνα ανεμνήσθησαν και είπον: «Ναι, Δέσποτα, όταν ο πατήρ ημών έμελλε να αποθάνη, μας έδωκε χαρτίον και μας παρήγγειλεν, ότι, όταν με ενταφιάσητε, βάλετε και το χαρτίον τούτο εις τας χείρας μου, χωρίς να λάβη τις τούτου γνώσιν». Τότε εφανέρωσεν ο Συνέσιος το όραμα όπερ είδε κατ’ εκείνην την νύκτα. Παραλαβών είτα τα τέκνα του Ευαγρίου, τους κληρικούς του και άλλους πολλούς Χριστιανούς, μετέβησαν εις τον τάφον του Ευαγρίου, τον οποίον ανοίξαντες εύρον τον νεκρόν κρατούντα εις την χείρα του το γράμμα του Επισκόπου. Λαβόντες δε αυτό εκ της χειρός του, το ήνοιξαν, και ω του θαύματος! εύρον υπό το ιδιόχειρον γράμμα του Επισκόπου άλλα γράμματα γεγραμμένα ιδιοχείρως υπό του Ευαγρίου, τα οποία έγραφον ταύτα: «Εγώ Ευάγριος ο φιλόσοφος λέγω εις σε τον οσιώτατον Επίσκοπον κύριον Συνέσιον να χαίρης. Απέλαβον παρά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού το χρέος, το οποίον είναι γεγραμμένον εις τούτο σου το πιττάκιον, και απέλαβον εκατονταπλασίονα θησαυρόν εν τω ουρανώ και ζωήν αιώνιον, καθώς υπεσχέθης μοι. Όθεν δοξάζω τον Θεόν και ευχαριστώ την οσιότητά σου, διότι με ωδήγησας εις το φως». Τότε πάντες οι παρεστώτες εις τον τάφον, ακούσαντες ταύτα και βλέποντες τα γράμματα, ότι ήσαν νεωστί γεγραμμένα δια της χειρός του ιδίου Ευαγρίου, μάλιστα δε πληροφορηθέντες παρά των τέκνων του βεβαιούντων, ότι μόνα τα γράμματα του Επισκόπου περιείχε το χαρτίον, όταν ενεταφιάσθη μετά του νεκρού σώματος του πατρός των, ταύτα, λέγω, μαθόντες έμειναν όλοι εκστατικοί, φωνάζοντες ώραν πολλήν το, Κύριε ελέησον, και δοξάζοντες τον Θεόν, ο οποίος τελεί τοιαύτα θαυμάσια, και δίδει πάντοτε εις τους δούλους του τοιαύτας πληροφορίας. Εκείνος δε, όστις διηγήθη εις ημάς το θαυμάσιον τούτο, εβεβαίωνεν ότι το γράμμα εκείνο ευρίσκεται εις το σκευοφυλάκιον της αγιωτάτης Επισκοπής Κυρήνης μέχρι της σήμερον, εις πληροφορίαν πολλών· και το μεν χρέος δεικνύει ότι είναι παλαιότερα γεγραμμένον υπό της χειρός του Επισκόπου, η δε πληρωμή του χρέους, ότι εγράφη μετά τον θάνατον του Ευαγρίου υπό της ιδίας αυτού χειρός, προς επιβεβαίωσιν του ευαγγελικού κηρύγματος «εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. ιθ: 29).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου