Η θεσμική βία, δίδει δια του άρθρου 120 παράγραφος 2 και 4 του Συντάγματος εν γένει, εν συνδυασμώ με το άρθρο 103 ειδικότερον, εις τον Δημόσιο Υπάλληλο εις τα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, να μετασχηματίσει θεμιτά το καθήκον νομιμοφροσύνης σε δικαίωμα αντίστασης κατά οιουδήποτε δίδει παράνομες ή πρόδηλα αντισυνταγματικές εντολές.
Εν άλλοις λόγοις, δυνάμει του άρθρου 24 και 25 του Ν. 3528/2007, ο κάθε δημόσιος υπάλληλος, οφείλει εις περίπτωση όπου κρίνει ότι η διαταγή την οποία επιχειρεί να εκτελέσει καθίσταται παράνομη, να εκφράσει εγγράφως τις ενστάσεις του και να εξακολουθήσει να την εκτελέσει, δίχως τούτο να σημαίνει ότι η παράνομη αυτή εντολή προσκτάται νομιμότητα, απλώς επειδή ο υπάλληλος υπήκουσε.
Περαιτέρω, ο
υπάλληλος ωσαύτως έχει το δικαίωμα να απόσχει από οιαδήποτε πρόδηλα
αντισυνταγματική διαταγή, καθότι προσκρούει εις τον όρκο τον οποίο έχει δώσει,
κατά το άρθρο 18 και 19, ήτοι να πιστεύει στο Σύνταγμα και στους Νόμους όπου
συμφωνούν με αυτό και να επιδεικνύει αφοσίωση εις την Πατρίδα και την
Δημοκρατία, κατά τούτο, οφείλει να εγείρει ρητώς και εμπεριστατωμένα τις
αντιρρήσεις του αξιώνοντας εκ τα διατεταγμένα όργανα της Πολιτείας να του
αιτιολογήσουν ειδικά και εμπεριστατωμένα τους ειδικούς εξαιρετικά επείγοντες
και έκτακτους λόγους, θεσμικής παρέκκλισης.
Οι λόγοι, δεν
πρέπει να συνιστούν αόριστες νομικές έννοιες αλλά συγκεκριμένα πραγματικά
περιστατικά τα οποία ανάγοντα εις την τρέχουσα βιοτική πραγματικότητα ούτως
ώστε να αποδείξει και το ίδιο το σεβασμό προς την λαϊκή κυριαρχία την
Δημοκρατία και το Σύνταγμα, τότε και μόνον τότε κατ’ εξαίρεση οφείλει να
υπακούσει ο υπάλληλος, εφόσον πεισθεί ότι συγχωρείται αναλογικά θεμιτή
παρέκκλιση ένεκεν, μία ορισμένης, κατισχύουσας έναντι όλων, διακυβευόμενης
καταστάσεως.
Περαιτέρω όμως όταν
ο υπάλληλος προστάζεται, ίνα εκτελέσει μία άνωθεν διαταγή, η οποία εξικνείται
από την αρμόδια προϊστάμενη αρχή νομοτύπως και νομίμως δοθείσα, δια την οποία
δεν έχει την δυνατότητα να κρίνει περί της νομιμότητας ή όχι, δέον όπως, έστω και εγγράφως προ της εκτέλεσης της,
διότι κατ’ ουσίαν ένεκεν της φύσεως της προσταγής αυτής οφείλει τυφλή υπακοή
άνευ ετέρου τινός,να εκδηλώσει την ηχηρά αντίρρησή του.
Η προσταγή κατά το
άρθρο 21 του Π.Κ συνιστά λόγο άρσης του άδικου χαρακτήρα του προστασσομένου,
ακριβώς δια τους ως άνω λόγους, ως εκ τούτου λοιπόν κατ’ αναλογική εφαρμογή, το
αυτό, λαμβάνει χώρα σήμερα εις το ευρύτερο δημόσιο περί της εξαναγκαστικής δια
νόμου επιβολής ιατρικών πράξεων.
Όταν όμως ένας
υπάλληλος αρνείται, πλην όμως υπακούει σύννομα, ήτοι εκδηλώνει νομιμόφρονα
αντίσταση, περί της πρόδηλα
αντισυνταγματικής διαταγής, δηλαδή υποβολής εις μία ιατρική πράξη, ως
προ-απαιτούμενο ασκήσεως των εργασιακών του καθηκόντων, υπόκειται δηλαδή εις
μία μορφή έμμεσης απειλής και εξαναγκασμού να δεχθεί κάτι παράνομο,
παραιτούμενος κατ’ ουσία από το δικαίωμα αντίστασης, επί ποινή απώλειας της
εργασίας του δια μέσω της πειθαρχικής διώξεως περί μη συμμόρφωσης εις την
αντισυνταγματική διαταγή, υπακοής προς μία ιατρική πράξη, εκών άκων, συνιστά
εκτέλεση μίας προσταγής, η οποία αξιώνει, επιβάλλει και επιτάσσει τυφλή υπακοή.
Εν συμπεράσματι
απαγωγικά επάγεται ότι η υπακοή προς μία αντισυνταγματική διαταγή αίρει τον
άδικο χαρακτήρα της κατ’ εντολήν εκτέλεσης της πράξεως κατ’ άρθρο 21 του Π.Κ,
εφόσον ασφαλώς έχει ακολουθηθεί η ως άνω σύννομη και θεμιτή διαδικασία περί των
αντιρρήσεων, υπό του προσταχθέντος, με αποτέλεσμα ο εντολέας-προστάξας, να
καθίσταται υπαίτιος ως έμμεσος αυτουργός.
Συναφώς κατ’ αντιστοιχία
εν προκειμένω, υπαίτιος για οιαδήποτε βλάβη προκληθεί αιτιωδώς εις την υγεία
του υπαλλήλου, ο οποίος ως προσταχθείς επί ποινή πειθαρχικής διώξεως και
στυγνής περικοπής του μισθού του, υπέστη ζημία (σωματική βλάβη), υπεύθυνο είναι
η προϊστάμενη αρχή η οποία εντέλλεται ως προς αυτόν, ως εκ τούτου λοιπόν,
θεμελιώνεται αστική ευθύνη του δημοσίου προς τον υπάλληλο.
Άρα λοιπόν, όταν ο
πολίτης προστάζεται, εις μία σοβαρή συντεταγμένη πολιτεία, οφείλει το Κράτος εκ των προτέρων να αναλαμβάνει τις
ευθύνες του ευθαρσώς και ευθέως δια την υγεία των πολιτών και όχι να εκφοβίζει
δικτατορικά, Γκεμεπελικά και Σταλινικά, απειλώντας του αρνητές των εμβολίων με
στρατόπεδα συγκεντρώσεως και άμεσο
κοινωνικό αποκλεισμό τους από το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Η πραγματική δημοκρατία
καθίσταται ασυμβίβαστη προς την ασυλία των λοιμοξιολόγων και ουδόλως ανέχεται
ευθυνοφυγάδες πολιτικούς, διαπρύσιους κήρυκες υπερ-εθνικών συμφερόντων,
μίσθαρνα όργανα υποδεέστερα των περιστάσεων, τα οποία ανενδοίαστα εφαρμόζουν
ολοκληρωτικές και επαίσχυντες πρακτικές, οι οποίες πλήττουν εκ βάθρων το κύρος
της δικαιοσύνης.
Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου