ΟΠΟΙΑΝ ΧΑΡΑΝ ΚΑΙ ΔΟΞΑΝ ΘΕΛΕΙ ΑΠΟΛΑΥΣΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΟΣΤΙΣ ΧΑΛΙΝΩΝΕΙ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ ΕΙΣ ΤΟΠΟΝ ΤΥΦΛΟΤΗΤΟΣ
«Ταύτα ειπών, έπτυσε χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού» (Ιωάν. θ: 6).
Άξιος, ναι, ελέους, άξιος ευσπλαγχνίας ο τυφλός, επειδή άνθρωπος άνευ οφθαλμών τι άλλο είναι παρά ο κόσμος άνευ ηλίου; Καθώς δε τούτο το παν απομένει ενταφιασμένον μέσα εις εν βαθύ σκότος απόντος του ηλίου, τον ίδιον τρόπον ο εστερημένος τους οφθαλμούς κείται ως νεκρός μέσα εις το ίδιον σώμα, ως εις μίαν φυλακήν σκοτεινήν και ζοφεράν. Ακούει μεν ότι λάμπει το φως του ηλίου επάνω εις το πρόσωπον της γης, αλλά ποτέ δεν ηξιώθη να ίδη τοιαύτην λαμπρότητα. Τι άλλο βαρύτερον από του να έχη τις μίαν αφεγγή και αδιάκοπον νύκτα εις όλον το διάστημα της ζωής του; Τι δυστυχέστερον από του να οσφραίνηται πάντα όσα άνθη γεννά η γη και οφθαλμούς να μη έχη να τα ίδη;
Τι αθλιώτερον από του να ακούη από το ένα μέρος ότι ο μεγαλόδωρος Θεός πάντα εις απόλαυσιν του ανθρώπου εποίησε και πάντα υπό τους πόδας αυτού υπέταξε και από το άλλο ο τυφλός να στοχάζηται, ότι αν και άνθρωπος είναι κατά το σχήμα, πλην όμως όχι κατά την ενέργειαν, ότι ζωντανός είναι κατά το φαινόμενον, αλλά και νεκρός κατά το νοούμενον, προικισμένος με πολλά από τον κοινόν ημών Πατέρα και πάντων εστερημένος από την ιδίαν τυφλότητα, εις μεταξύ των πολλών ανθρώπων και εστερημένος των όσων έχουν οι πολλοί; Από τοιαύτην ελεεινήν κατάστασιν είναι δυνατόν να φαντασθής άλλην πλέον δυστυχεστέραν; Και όμως αποβλέπων εγώ εις την ευτυχίαν, εις την μετά ταύτα χαράν του σημερινού Τυφλού, πλέον μακαρίζω την υστερινήν αξίαν του, παρά ελεώ την πρώτην του δυστυχίαν. Τι άλλο χαρμόσυνον ήθελε δοθή εις τον άνθρωπον, ευθύς όταν γεννηθή να έχη δύναμιν να γνωρίση από ποίαν φυλακήν ηλευθερώθη και εις ποίαν ελευθερίαν εδόθη; Μόνος ο σημερινός Τυφλός εγνώρισεν αυτήν την χαράν, μεταξύ όλων των γεννημένων. Αυτός, όταν ένιψε τους οφθαλμούς και ήλθεν εις αυτόν το γλυκύτατον φως, τότε ναι και εφάνη εις αυτόν, ότι τότε εγεννήθη. Όθεν εκστατικός γενόμενος νομίζω να έλεγεν· «Ω χαρά, ω ευτυχία, καθότι ήκουον και δεν έβλεπον. Τούτο είναι το γλυκύτατον φως, το οποίον επεθύμουν, αλλά μέχρι τώρα δεν είχον αξιωθή να ίδω; Τούτο είναι το στερέωμα του ουρανού, η περιπόθητος κατοικία των μακαρίων; Ταύτα είναι τα όρη, αυτοί είναι οι κάμποι, αυτά είναι τα άνθη, ταύτα τα φυτά, αυτά είναι τα πελάγη, άτινα με μόνην την ακοήν γνωρίζων να τα φαντασθώ δεν ηδυνάμην; Ω μεγαλεία του Θεού, ω και ποίας θέας ήμην εστερημένος ο άθλιος και ποίαν τέρψιν απολαμβάνω τώρα ο ποτέ ταλαίπωρος»! Ασύγκριτος είναι η χαρά εκείνη του ποτέ τυφλού, όθεν και αμίμητος. Αλλά και η δόξα της χαράς εκείνης πλέον υψηλοτέρα, επειδή άλλο ενδοξότερον από του να αξιωθή, όχι μόνον να συνομιλήση με Εκείνον τον οποίον φρίττουσι και παντελώς να ατενίσωσι δεν δύνανται ουδέ αυτά τα ουράνια Τάγματα, αλλά και να τον προσκυνήση πρόσωπον προς πρόσωπον και οφθαλμοφανώς να τον ίδη. Αλλά και το μεγαλύτερον και υψηλότερον οι δάκτυλοι εκείνοι οι ίδιοι, των οποίων έργον και αποτέλεσμα είναι ο ουρανός και η γη, να τον εγγίζωσιν εις τους οφθαλμούς. Και ακόμη το αχώρητον εις τον νουν από τα ίδια σπλάγχνα εκ των οποίων εξήλθε το θείον εκείνο και δημιουργόν της λογικής ψυχής εμφύσημα, απ’ αυτά, λέγω, να εξέλθη το βάλσαμον το κατασκευαστικόν του πηλού και με αυτό να χρισθώσιν οι οφθαλμοί του Τυφλού; Tούτο πόσης τιμής άξιον, πόσης αξίας, πόσης δόξης, με πόσας τυφλότητας είναι άξιον να αγορασθή; Με πόσους θανάτους, με ποίας βασιλείας, και μάλιστα όταν γνωρίσης, ότι εκείνος ο πηλός δεν ήνοιξε μόνον τους σωματικούς του οφθαλμούς, αλλά και τους ψυχικούς; Όθεν και γενναίως όλην την πονηράν συναγωγήν ήλεγξε και μεγαλοψύχως την αλήθειαν υπερήσπισε και παρρησία τον ευεργέτην εκήρυξε και μετά πίστεως αληθινής τον προσεκύνησε. Τις δεν ήθελεν επιθυμήσει να ίδη όσα είδεν ο Τυφλός; Τις δεν ήθελεν αγαπήσει να χρισθώσιν οι οφθαλμοί του με τοιούτον πηλόν; Τις δεν ήθελεν είπει, ας ήμην εγώ τυφλός ως εκείνος, μόνον να με ήγγιζον οι δάκτυλοι του Πλάστου μου εις τους οφθαλμούς, μόνον να εχρίοντο και εμού οι οφθαλμοί με τον πηλόν με τον οποίον εχρίσθησαν και εκείνου; Τα ίδια χαρίσματα, την ιδίαν χαράν και δόξαν του σημερινού Τυφλού θέλεις απολαύσει, αν και συ βάλης χαλινόν εις τους οφθαλμούς εις τόπον εκείνης της τυφλότητος, ώστε χωρίς να δοκιμάσης τας θλίψεις της δυστυχίας εκείνου, να έχης το αυτό κέρδος και μεγαλύτερον και πρόσεχε δια να το γνωρίσης. Είναι τόσα τα χαρίσματα, είναι τόσοι οι θησαυροί τους οποίους προξενεί εις την ψυχήν η δια τον Χριστόν τυφλότης, ώστε υπερβαίνει πάσαν χάριν, πάσαν τέρψιν από όσας δύνανται οι σωματικοί οφθαλμοί να δώσωσιν εις τον άνθρωπον. Εδοκίμασεν αυτόν τον πλούτον της χριστιανικής τυφλότητος ο μακάριος Παύλος ομού με τους άλλους Αποστόλους, όθεν και ηξιώθησαν να ακούσωσιν· «Υμείς εστε το φως του κόσμου» (Ματθ. ε: 14). Ετυφλώθη ένα καιρόν ο Παύλος, όταν περιέλαμψεν αυτόν φως ουρανόθεν, από το οποίον προεξενήθη εις αυτόν τοιούτον χάρισμα, ώστε έχων τους οφθαλμούς ανεωγμένους ουδέν έβλεπε. Δια τούτο και προς Κορινθίους καυχώμενος έλεγεν· «Ημείς μωροί δια Χριστόν» (Α΄ Κορ. δ: 10). Τι θέλει να φανερώση με αυτήν την μωρίαν, παρά την θεληματικήν και χριστιανικήν τυφλότητα, καθώς ο Νυσσαέων φωστήρ ερμηνεύει; Με αυτήν την εκούσιον τυφλότητα ιατρός αποκατεστάθη της κοσμικής όλης τυφλότητος, με αυτήν σκεύος έγινε της εκλογής και δοχείον του ουρανίου φωτός. Και επειδή η θεληματική τυφλότης γίνεται με θείον φως, τοιούτον απεργάζεται τον κεκτημένον την χριστιανικήν τυφλότητα. Και καθώς οι προσκεκολλημένοι εις τα γήϊνα, σάρκες και γη αποκαθίστανται, τοιουτοτρόπως οι θεωροί των θείων, ουράνιοι και όλως πνευματικοί γίνονται. Τυφλώττουσιν εις ταύτα τα υπέρ γην, όχι από έλλειψιν νοός, ή πτωχείαν φρονήσεως, αλλά μάλιστα δια την τελειότητα του νοός και το ύψος της φρονήσεως, όστις νους προσηλωμένος όλος εις θεωρίαν και επιθυμίαν των θείων, καταφρονεί και ως μη όντα κρίνει τα χαμερπή και γήϊνα. Έχεις το πρώτον αποτέλεσμα της θεληματικής τυφλότητος, το να είσαι δηλαδή όλος θείος, όλος ουράνιος, όλος δοχείον του θείου φωτός. Γνώρισε και άλλο είδος πνευματικής τυφλότητος, αυτό το οποίον λέγει ο μακάριος και πολυπαθής Ιώβ· «Διαθήκην εθέμην τοις οφθαλμοίς μου και ου συνήσω επί παρθένον» (Ιώβ λα: 1). Αν και συ δεν κάμης συνθήκην και βεβαίαν συμφωνίαν με τους οφθαλμούς σου εις το να μη βλέπωσιν εδώ εις τα κάτω, τότε θέλεις ίδει πολλά, τα οποία σου πλέκουσι τας παγίδας της ψυχής και τον όλεθρον. Δια τούτο ας χαλινωθή η κίνησις των οφθαλμών με βίαν και με απαραίτητον συμφωνίαν, επειδή χωρίς κόπου δεν είναι δυνατόν να συνειθίσωσιν οι οφθαλμοί εις την στέρησιν του φωτός, την οποίαν η φύσις αποστρέφεται και τρέμει, πλην με την καθημερινήν συνήθειαν της χαλιναγωγίας, το φοβερόν και δύσκολον γίνεται εύκολον και γλυκύ. Τότε γίνεται η συνθήκη ερασμία, όταν πολλάκις κλείωνται οι οφθαλμοί εις τα ορατά και δεν είναι δυνατόν να τους ανοίξη ούτε κλεις της θελήσεως, ούτε της επιθυμίας, αλλά μόνον η του ουρανίου φωτός και της θείας αγάπης. Ακατανόητον το κέρδος, το οποίον προέρχεται από αυτήν την ιεράν συνθήκην, αλλά και η ζημία φοβερά και αξιοδάκρυτος, όταν αφεθώσιν οι οφθαλμοί να μεταχειρίζωνται την φυσικήν ελευθερίαν, δια να κοπή η ουρανία συνθήκη. Ποίος δεν το γνωρίζει, ότι είναι ωφελιμώτατον εις τους βασιλείς να έχωσι συνθήκην και συμφωνίαν με τους γείτονας, των οποίων αι δυνάμεις είναι μεγάλαι και διαφορετικαί από την ιδικήν των; Εγνώρισεν αυτό το όφελος ο Δαβίδ, μη έχων όμως την χριστιανικήν τυφλότητα, δηλαδή την μετά των οφθαλμών συνθήκην, κατέστησε τους οφθαλμούς εχθρούς εαυτού και μάλιστα τοιούτους, όπου του ήνοιξαν μίαν κάμινον εντός της καρδίας τόσον καυστικήν, τόσον οδυνηράν, ώστε δεν ηδυνήθησαν να την σβέσωσι με όλους τους ποταμούς των δακρύων αυτοί οι ίδιοι οφθαλμοί, αν και μετεβλήθησαν εις δύο βρύσεις αενάους, τρεχούσας ακούραστα εις όλον το διάστημα της ζωής του. Όθεν έλεγε· «Λούσω καθ’ εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμ. στ: 7). Μυστηριώδης η διάλυσις του νεκρού σώματος, πρώτον γίνεται εις τους οφθαλμούς, όχι μόνον διότι είναι τρυφηλότεροι και υγρότεροι, αλλά και διότι αυτοί είναι οι πρώτοι αίτιοι της αμαρτίας, καθώς ο ιερός Κλήμης θεολογεί. Δεν ακολουθούσι τα άλλα αμαρτήματα, παρά ύστερον από την αυθάδειαν των οφθαλμών. Αυτοί είναι οι οδηγοί, οίτινες προκαλούσιν εκείνα εις την πράξιν, αυτοί είναι οι πρώτοι οίτινες αντιλαμβάνονται τα είδη εκείνα, τα οποία κατακαίουσι την ψυχήν. Δραστικώτατον βοήθημα της τοιαύτης αυθαδείας των οφθαλμών της τυφλώσεως η συνθήκη, η οποία με εμπιστοσύνην βεβαίαν και αδωροδόκητον ουδέποτε δίδει είσοδον εις τας εικόνας των ηδονών. Ταύτην την συνθήκην της χριστιανικής τυφλότητος δεν είχεν η προμήτωρ Εύα και δια τούτο επροδόθη από τους ιδίους οφθαλμούς. Είδεν, ότι καλόν το ξύλον εις όρασιν και μετά ταύτα ήλθεν εις βρώσιν.Έπρεπε να έχη το σκέπασμα της συνθήκης εις τους οφθαλμούς, δια να μη ίδωσιν εκείνο το καλόν, από το οποίον εγνώρισε τον θάνατον και τον ιδικόν της και των ιδίων αυτής τέκνων. Και διατί λέγω περισσότερα; Οφθαλμοί οίτινες δεν είναι σκεπασμένοι με το παραπέτασμα του θείου φόβου, τι άλλο είναι παρά μάχαιρα της ψυχής, πηγή πασών των συμφορών; Γυμνόν δίδει όλον το σώμα η φύσις, ουδέν ένδυμα έχομεν εκτός εκείνου το οποίον μας δίδει ο κόπος και η τέχνη. Μόνον οι οφθαλμοί ηξιώθησαν τοιούτου χαρίσματος, δηλαδή το να γεννώνται ευθύς με τα ιδικά των ενδύματα. Αυτούς μόνον εστόλισεν η φύσις με τας βλεφαρίδας, το επικινδυνότερον μέρος περιέφραξεν ως ακρόπολιν όλου του σώματος, δια να δύναται ν’ αποδιώκη τους εχθρούς και να φυλάττη και όλον το υποκείμενον. Βλέπε με πόσα και από πότε διδάσκεται ο άνθρωπος την ευαγγελικήν τυφλότητα και πριν εξέλθη εις το φως που σκεπάζει των οφθαλμών το φως, δια να συνειθίση την συνθήκην των οφθαλμών και τόσον ώστε να μη βλέπη, οσάκις συμφέρει να είναι τυφλός. Τι δύσκολον λοιπόν να συνειθίσης την ευαγγελικήν τυφλότητα, εκείνην την οποίαν και σιωπώσα η φύσις σε διδάσκει, ακόμη και μέσα εις τα σπάργανα; Πόσην ανάπαυσιν χαρίζει ο ύπνος εις τον άνθρωπον, πόσων φοβερών, πόσων κινδύνων είναι ανεπαίσθητος ο υπνώττων; Λοιπόν εκείνο το οποίον προξενεί ο ύπνος, είναι δύσκολον να δώση εις σε η προς τον Θεόν ευσέβεια; Αυτή σου κλείει τους οφθαλμούς εγρηγορότος του σώματος, δια να περιστάνης εικόνα κοιμωμένου, χωρίς ύπνον. «Ο οφθαλμός μου, θρηνών έλεγεν ο Ιερεμίας, επιφυλλιεί επί την ψυχήν μου» (Θρήν. Ιερεμ. γ: 50). Αυτός, ως ο εχθρός την άμπελον, απεγύμνωσε την ψυχήν μου, τον πλούτον όλον τον εσωτερικόν, ως ερμηνεύει ο Διάλογος. Ποίος λοιπόν να μη φρίξη, ποίος να μη ζητήση μετά πολλής σπουδής την εκουσίαν τύφλωσιν; Όταν δε ακούσης, ότι ο Αβδηρίτης Δημόκριτος δια να βεβαιωθή, ότι η σωματική τυφλότης δίδει πολλήν οξύτητα εις τον νουν και συμβάλλει εις υψηλάς θεωρίας, δι’ αυτό και μόνον εστέρησε θεληματικώς εαυτόν από το γλυκύ φως των οφθαλμών, τι θέλεις μοι είπει, ποία πρόφασις σου απομένει; Πως δεν δύνασαι να έχης χαλινόν εις τους οφθαλμούς χάριν τόσων και τόσων αγαθών τα οποία ήκουσες; Διηγείται Ιωάννης ο Μόσχος εις το Λειμωνάριον το πνευματικόν δια τινα Μοναχήν, την οποίαν έβλεπε συχνά εις ακόλαστος νέος. Όθεν αυτή η μακαρία τον ηρώτησε ποίον από όλα τα μέλη της είναι εκείνο το οποίον τον παρακινεί εις έρωτα. Απεκρίθη ο νέος, ότι οι οφθαλμοί σου είναι εκείνοι, οίτινες με εδούλωσαν εις την αγάπην σου. Παρευθύς τότε εκείνη, με γενναίαν ψυχήν, ανέσπασε δια των δακτύλων της τους οφθαλμούς της και λέγει εις τον νέον· «Πάρε εκείνο το οποίον επιθυμείς». Τούτο το φρικτόν θέαμα βλέπων ο νέος έφριξε και εκστατικός πολλήν ώραν έμεινε και την ζωήν και την γνώμην ήλλαξε. Βλέπεις ότι εκείνο όπερ εις σε φαίνεται δύσκολον, το ετελείωσε γυνή και μάλιστα με τόσην διαφοράν, ώστε όχι μόνον να θέση χαλινόν εις τους οφθαλμούς, αλλά και να εκβάλη αυτούς με τα ίδια αυτής δάκτυλα; Αλλά και τρίτον είδος τυφλώσεως δίδουσιν οι θεολόγοι. Είναι δε τούτο όταν ο νους βασιλεύη εαυτού και προστάζη μόνος την γνωστικήν δύναμιν να μη θέλη να γνωρίση τον αδικήσαντα, δια να μη παρακινηθή εις εκδίκησιν, γνωρίζων ότι η φλοξ της εκδικήσεως εις ολίγον καιρόν σβέννυται, όταν δεν έχη ύλην να εξάπτηται, ούτε το πρόσωπον, εις το οποίον να αποδοθή. Επειδή ποίος είναι εκείνος όστις τείνει το τόξον και ρίπτει τα βέλη χωρίς να έχη σκοπόν; Ο τοιούτος και ματαίως κοπιάζει και τα βέλη τα ρίπτει εις μάτην. Τοιουτοτρόπως ουδείς οργίζεται, ούτε εξάπτει την φλόγα της εκδικήσεως, χωρίς να γνωρίζη εκείνον τον οποίον έβλαψε. Ταύτην την θαυμαστήν τύφλωσιν του νοός την εγνώρισαν πολλοί και Προφήται και Απόστολοι και όλος ο χορός των δικαίων και την ωφέλειάν της μεγαλοφώνως κηρύττουσι, της οποίας το φως υπήρξε τόσον λαμπρόν, ώστε το είδον και αυτοί οι τυφλοί κατά τους ψυχικούς οφθαλμούς και αυτοί οι ευρισκόμενοι εις το σκότος της ειδωλολατρίας. Τοιούτος ήτο και ο Καίσαρ, εις τον οποίον φέρων εις εκ των φίλων του χάρτην, όστις διελάμβανε τα ονόματα των εχθρών του, όχι μόνον έστρεψε τους οφθαλμούς οπίσω και δεν ηθέλησε παντελώς να τον ίδη, αλλά και προσέταξε ευθύς να τον κάψουν. Ω έργον όντως βασιλικόν και Χριστιανικόν! Με αυτήν την θεληματικήν τυφλότητα έπλεξε το πλέον λαμπρότερον διάδημα εις την κεφαλήν του ο Καίσαρ, παρά με τας νίκας και τρόπαια, τα οποία απέκτησε με τα όπλα. Με αυτήν την θεληματικήν αγνωσίαν βασιλικώτερον απέδειξεν εαυτόν παρ’ όσον ήτο. Όθεν και αξιώτερον δια να πέσωσιν εις τους πόδας του και οι ίδιοι ακόμη εχθροί. Ίδιον της τοιαύτης βασιλικής τυφλότητος είναι το να αποστρέφεται τας γλώσσας, αίτινες μηνύουσιν εις αυτόν πράγματα, από τα οποία γεννάται μίσος και η ψυχική γαλήνη ταράττεται, γνωρίζων ότι αληθώς εκείνοι είναι εχθροί οίτινες παρακινούσι την ψυχήν εις όπλα, με τα οποία πριν να εγγίξη εις τον εχθρόν θανατώνει την ιδίαν του ψυχήν. Συνέπεια αυτής είναι να αγνοή εκείνο το οποίον γνωρίζει. Τυραννεί την ψυχήν, επειδή ο διαβολεύς έρχεται δια να δώση φως εις τον νουν, να γνωρίζη τους εχθρούς και ανάπτει φλόγα, ήτις κατακαίει πρότερον την ψυχήν παρά τον εχθρόν. Με αυτήν την ακούσιον αγνωσίαν και πάσα αφορμή μάχης παύει και ο εχθρός την δριμυτάτην λαμβάνει εκδίκησιν, επειδή ήλπιζε να λάβη μεγάλην χαράν από την ιδικήν σου λύπην. Αλλά και κατ’ αυτόν τον τρόπον εύκολα γυρίζει πάλιν να γίνη φίλος ιδικός σου, ως γνωρίζων, ότι συ ακόμη δεν ηννόησες ποίαν αδικίαν σου προεξένησε και τοιουτοτρόπως χωρίς φόβον, χωρίς εντροπήν της μεταβολής, δεικνύει εις σε την προτέραν του αγάπην· και ούτε είναι ανάγκη εις εκείνον να ποιήση νέαν συνθήκην της αγάπης, όταν σε βλέπη ότι δεν εγνώρισες την διάλυσιν της πρώτης. Ποίος τώρα έχων φρένας ήθελεν αποστραφή τοιαύτην βασιλικήν τυφλότητα; Τις δεν ήθελεν επιθυμήσει τοιαύτην πνευματικήν μέθοδον, με την οποίαν δύναται και εαυτόν να ωφελήση και τον εχθρόν του να τιμωρήση; Τις με τοιαύτην εκούσιον τυφλότητα δυνάμενος να ελκύση το ουράνιον φως και την άλλην σειράν των αγαθών, ως ανωτέρω ο λόγος παρέστησεν, ήθελε την αποστραφή; Και αν τα αγαθά, όσα προέρχονται από την ευαγγελικήν και θεληματικήν τύφλωσιν δεν νομίζεις αρκετά δια να βάλωσι χαλινόν εις τους οφθαλμούς σου, στρέψον από το άλλο μέρος δια να ίδης εκείνους οίτινες εξαπολύουσι τους οφθαλμούς εδώ και εκεί, άνευ διακρίσεως, άνευ χαλινού, εις πόσα βάραθρα, εις πόσα θανάσιμα αμαρτήματα πίπτουσιν. Ανάγνωσον το έκτον κεφάλαιον της Γενέσεως, κράτησον τον νουν σου εις εκείνο το ρητόν της θείας Γραφής· «Ιδόντες δε οι υιοί του Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων, ότι καλαί εισιν, έλαβον εαυτοίς γυναίκας από πασών» (Γεν. στ: 2). Υιούς του Θεού εννοεί ο Χρυσόστομος, Θεοδώρητος, Κύριλλος και άλλοι τους υιούς του Σηθ δια την αγιότητα, την δικαιοσύνην και την σωφροσύνην. Τοιούτου πατρός τέκνα ανατεθραμμένα, πεπαιδευμένα, ενικήθησαν, δηλαδή εκρημνίσθησαν από την αχαλίνωτον όρασιν των οφθαλμών. Τις λοιπόν να μη φοβηθή την επικίνδυνον όρασιν; Ας είναι, αυτοί ήσαν νέοι και θέλεις προφασισθή, ότι ενικήθησαν από την αφροσύνην της νεότητος και όχι ότι επροδόθησαν από τους οφθαλμούς, αν και φανερά μαρτυρεί η θεία Γραφή, ότι οι οφθαλμοί ήσαν η πρώτη αιτία της απωλείας αυτών. Πλην εγώ σου λέγω, ότι ακόμη θέλεις ίδει, ότι και γέροντας εκρήμνισεν η άτακτος όρασις. Τοιούτοι δεν ήσαν εκείνοι οι γέροντες περί των οποίων αναγινώσκομεν εις το ιστορικόν της Σωσάννης; (Δανιήλ προλ.). Αυτοί δεν ήσαν οι πρεσβύτεροι, οίτινες εκυβέρνων τον λαόν; Και όμως εις πόσην αισχύνην έπεσον, εις πόσην αξιοδάκρυτον καταδίκην! Πόθεν; Διότι βλέποντες αυτήν, την Σωσάνναν δηλαδή, οι δύο πρεσβύτεροι, καθ’ ημέραν εισπορευομένην, εγένοντο εν επιθυμία αυτής. Βλέπεις η αξιοδάκρυτος όρασις, ότι και γέροντας κρημνίζει; Βλέπεις ότι και κριτάς καταδικάζεις; Τι θέλεις μου είπει όταν σου παραστήσω, ότι και κατάρας αφορμή γίνεται η αχαλίνωτος όρασις, καθώς το μαρτυρεί η συμφορά του Χαμ; Ποίαν άλλην παρανομίαν, ποίαν άλλην αδικίαν εποίησεν αυτός εις τον πατέρα του, ώστε παρεκινήθησαν εκείνα τα πατρικά σπλάγχνα αντί ευλογίας να δώσωσι κατάραν όχι μόνον εις τον υιόν, αλλά και εις τον υιόν του υιού του; Δεν ήτο άλλη παρά το ότι ετόλμησε να υψώση τους οφθαλμούς και να ίδη την γύμνωσιν του πατρός του. Αυτή μόνη η όρασις εγένετο αφορμή να καταρασθή ο Νώε τον υιόν του Χαμ και τον τούτου υιόν Χαναάν· και όχι απλώς τους κατηράσθη, αλλά και επρόσταξεν να είναι δούλος ο Χαναάν εις τους άλλους αδελφούς του· «Επικατάρατος Χαναάν παις· οικέτης έσται τοις αδελφοίς αυτού» (Γεν. θ: 25). Ω της μεγάλης δυστυχίας! Ω της μεγάλης συμφωράς, την οποίαν προξενεί η όρασις εις τον άνθρωπον! Και λοιπόν είχε δίκαιον ο βασιλεύς και Προφήτης να ζητά συχνά από την παντοδυναμίαν του Θεού χαλινόν εις τους οφθαλμούς, διότι προξενούσι τόσας μεγάλας ζημίας εις τον άνθρωπον· «Απόστρεψον τους οφθαλμούς μου του μη ιδείν ματαιότητα» (Ψαλμ. ριη: 36)· ως να έλεγεν· ω Θεέ, αν εγώ και πάλιν ήθελον πλανηθή καθώς ποτε, να στρέψω τους οφθαλμούς εις τινα ματαιότητα, συ ο παντοδύναμος και πάνσοφος Θεός, επειδή γνωρίζεις τους κινδύνους και τας συμφοράς, αίτινες προέρχονται από την παράκαιρον όρασιν, απόστρεψον τους οφθαλμούς μου, στρέψον αυτούς εις τα οπίσω, μη τους αφήσης να μου ανάψωσι την φλόγα εκείνην, την οποίαν και άλλοτε μου ήναψαν. Τοιούτος βασιλεύς, τοιούτος εκλελεγμένος φίλος του Θεού, φοβείται από τους οφθαλμούς και ημείς και γυμνοί από την σοφίαν εκείνου και φορτωμένοι από πολλά και διάφορα πάθη, ακόμη δεν γνωρίζομεν πόση ανάγκη είναι δια να έχωμεν πάντοτε χαλινόν εις τους οφθαλμούς; Δεν είναι έξω της υποθέσεως και η συμφορά και η καταισχύνη την οποίαν έπαθεν η Δείνα, η θυγάτηρ του Πατριάρχου Ιακώβ (Γεν. λδ: 1 – 31). Εξήλθεν αυτή δια να ίδη τας θυγατέρας των εγχωρίων και βλέπων αυτήν ο Συχέμ και λαβών αυτήν εκοιμήθη μετ’ αυτής και εταπείνωσεν αυτήν. Τις να διηγηθή και την λύπην την οποίαν προεξένησεν εις τον Ιακώβ εκείνη η καταισχύνη της θυγατρός του και τον θυμόν τον οποίον ήναψεν εις την καρδίαν των αδελφών της Δείνας; Από την όρασιν επεβουλεύθησαν οι υιοί του Ιακώβ τους πολίτας εκείνου του τόπου, οι οποίοι τους εδέχθησαν ως υιούς Θεού και τέλος πάντων τους περισσοτέρους εθανάτωσαν, έργον τόσον πικρόν, ώστε παρεκίνησε τον Πατριάρχην Ιακώβ όχι μόνον εις λύπην μεγάλην, αλλά και να μετοικήση απ’ εκείνους τους τόπους και να λέγη εις τους υιούς του· «Μισητόν με πεποιήκατε, ώστε πονηρόν με είναι πάσι τοις κατοικούσι την γην» (Γεν. λδ: 30). Εκείνην την ειρηνικήν ζωήν του Ιακώβ, εκείνην όλην την επαινετήν κατάστασιν και καλήν φήμην της θεοσεβείας του, τις το ήλπιζε να την μολύνη μία πονηρά όρασις; Αν η Δείνα δεν εξήρχετο να ίδη, ήτο κίνδυνος δια να ταπεινωθή; Ήτο να το συλλογισθή τις ποτέ, ότι από τας χείρας των υιών τοιούτου δικαίου πατρός να χυθή αίμα; Και όμως ιδού, φανερά το βλέπομεν· από μίαν όρασιν άπρεπον και η παρθενία της θυγατρός του Ιακώβ εφθάρη και αι χείρες των υιών του εμιάνθησαν και η καθαρά και λαμπρά φήμη του ονόματός του εθόλωσε. Τι περισσοτέραν ζημίαν προσμένεις να ακούσης από τους οφθαλμούς, δια να παρακινηθής να βάλης χαλινόν εις αυτούς, εις καιρόν καθ’ ον ακούεις τόσας και τόσας συμφοράς και λύπας, τας οποίας προεξένησαν εις τόσους αγίους άνδρας και τον μεγαλοφωνότατον των Ποφητών, όστις σου παραγγέλλει· «Ο καμμύων τους οφθαλμούς ίνα μη ίδη αδικίαν… Βασιλέα μετά δόξης όψεσθε» (Ησ. λγ: 15 – 17). Είναι ολίγον χάρισμα τούτο; Είναι ολίγος μισθός να ίδης τον Βασιλέα των βασιλευόντων και μάλιστα μετά δόξης; Ακόμη δεν εχώρισεν εις τον νουν τον ιδικόν μας αυτό το κέρδος, όπερ λέγει ο Προφήτης. Το εγνώρισαν πολλοί από τους θεοσεβείς άνδρας από τους οποίους είναι εις τις Ευσέβιος λεγόμενος, εις την μοναδικήν ζωήν λαμπρός και περίφημος. Γράφουσι δι’ αυτόν τα χρονικά των Πατέρων, ότι επειδή του έτυχε να αρπαχθή από τους οφθαλμούς, έκαμε τοιαύτην απόφασιν κατά των οφθαλμών του, ότι πλέον δεν τους πρέπει να γυρίσωσι να ίδωσι τον ουρανόν, ούτε τον χορόν των αστέρων, ούτε την σελήνην, και μαρτυρεί ο βίος του, ότι απ’ εκεί και ύστερον έζησε τριάκοντα ολοκλήρους χρόνους και ουδέποτε ετόλμησε να σηκώση τους οφθαλμούς και να ίδη τον ουρανόν. Τοιούτος υπήρξε και ο Ισαάκ ο Σύρος. Και αυτός γνωρίζων, ότι καθώς ο βασιλίσκος χύνη το δηλητήριον με τους οφθαλμούς, τοιουτοτρόπως και οι οφθαλμοί του ανθρώπου, βλέποντες άτακτα εδώ και εκεί, χωρίς να έχωσι τον ευαγγελικόν χαλινόν, μετοχετεύουσιν εις την ιδίαν ψυχήν τον θάνατον και το δηλητήριον πάσης αμαρτίας. Είναι αρκετά αυτά δια να χαλινώσωσι την όρασιν παντός ευσεβούς. Δια περισσοτέραν όμως αισχύνην εκείνων, οίτινες τοιαύτην φιλοσοφίαν ευαγγελικήν ούτε την επεθύμησαν ποτέ, ούτε ηθέλησαν να την βάλωσιν εις πράξιν, σου φέρω πολλούς ειδωλολάτρας γεγυμνωμένους από πάσαν ευαγγελικήν διδασκαλίαν, οίτινες όμως επολιτεύθησαν την ευαγγελικήν αλήθειαν, ήτις τους λέγει· «Οβλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν, ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού» (Ματθ. ε:28). Πότε ήκουσεν ο Αλέξανδρος εκείνος ο μέγας και περίφημος βασιλεύς τοιαύτην ευαγγελικήν εντολήν; Και όμως είναι γεγραμμένον από πολλούς ιστορικούς, ότι λαβών αιχμάλωτον την γυναίκα του Δαρείου, περίφημον και ονομαστήν δια το κάλλος αυτής, όχι μόνον να γυρίση με τους οφθαλμούς να την ίδη δεν ηθέλησεν, αλλ’ ούτε καν λαλούσαν να την ακούση. Πόση αισχύνη είναι εις τους ευσεβείς, οίτινες απροσέκτως απλώνουσι τον οφθαλμόν εδώ και εκεί, όταν ιστορή ο Φλώρος, ότι ο Σκιπίων κατατροπώσας την Αφρικήν και ακούσας ότι έχει εκείνη η πόλις πολλάς ευειδείς παρθένους και ότι οι στρατιώται πολλήν φιλονικίαν είχον ποίος να φέρη την καλλιτέραν εις τον Σκιπίωνα, αυτός πάσας τας απεστράφη και ουδέ μίαν ηθέλησε να έλθη έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του, φοβούμενος μήπως εξ απροσεξίας μιάνη τους οφθαλμούς. Πόση καταισχύνη, πόση κατάκρισις είναι εις τους Χριστιανούς, όταν διηγώνται οι ιστορικοί, ότι ο Αντίοχος πηγαίνων δια να αιχμαλωτίση την Έφεσον και βλέπων την ιέρειαν της Αρτέμιδος, σωματικώ κάλλει διαλάμπουσαν, ευθύς ανέζευξεν, επέστρεψεν οπίσω με όλον αυτού το στράτευμα, φοβούμενος όχι τα υψηλά τείχη της Εφέσου, όχι το πλήθος των στρατιωτών, αλλά μήπως αιχμαλωτισθή αυτός από το κάλλος μιας γυναικός. Δεν ήτο ειδωλολάτρης ο Περικλής, των Αθηναίων ο ύπατος; Ακούων όμως τον Σοφοκλέα επαινούντα ένα ευειδή νέον, παρευθύς τον απέλυσε της εξουσίας, τον εγύμνωσε της αξίας εις την οποίαν ήτο και αυτός συνάρχων με τον Περικλέα, λέγων εκείνο το χρυσούν και ισοευαγγελικόν απόφθεγμα: «Δει τον άρχοντα καθαρόν είναι ου μόνον τη χειρί αλλά και τοις οφθαλμοίς». Τι θέλουσιν είπει οι αχαλίνωτοι τους οφθαλμούς, όταν ακούωσιν, ότι Δημήτριος ο Φαληρεύς εδίδασκε τους υιούς του όχι μόνον ξένα κάλλη να μη βλέπωσιν, αλλ’ ουδ’ εαυτούς γυμνούς και όταν είναι εν ερημία των άλλων; Ποία απολογία απομένει εις εκείνους, οίτινες όχι μόνον κατά τύχην βλέπουσιν εδώ και εκεί, αλλά και σπουδήν το πράγμα ποιούνται και τόπους και καιρούς ζητούσι, δια να ίδωσι τα ξένα κάλλη; Τους τοιούτους δεν είναι δίκαιον να ονομάζη τις και ασεβών ασεβεστέρους και παντός δαιμονιώντος ανοητοτέρους; Επειδή την θεωρίαν εκείνην την οποίαν οι ασεβείς Έλληνες ενόμιζον δια καταισχύνην και ζημίαν θανάσιμον ιδικήν των, αυτοί οι λεγόμενοι ευσεβείς και περιπατούντες εις το φως της αληθείας, την έχουσι δια τρυφήν και ηδονήν. Εκείνοι οι Έλληνες, αν και δεν είχον νόμον να τους εμποδίζη από τοιαύτην άτακτον θεωρίαν, παρακινηθέντες όμως από την υπερβολήν της ζημίας, ήτις γεννάται από τοιαύτην άτακτον όρασιν, και την απεστρέφοντο και με το παράδειγμα το ιδικόν των εδίδασκον οι γέροντες τους νέους και προς τούτοις και με ανδριάντας και με επιγράμματα εδίδασκον το ίδιον, καθώς είναι και εκείνη η εικών της Αφροδίτης, την οποίαν εσχημάτιζον οι παλαιοί, κοιμωμένην με τους οφθαλμούς κεκλεισμένους, έχοντες γεγραμμένον επί της κεφαλής αυτής: «Όρα, οδίτα, μη αφυπνίσης την θεάν, τους γαρ οφθαλμούς αυτής εάν ανοίξης, τους σους κλείσεις». Τόση ήτο η φιλοτιμία, τόση ήτο η σπουδή εις εκείνους τους παλαιούς, δια να χαλινώσωσι τους οφθαλμούς. Και ημείς, ως να μη είχομεν εντολήν, ως να μη ηκούσαμεν τους κινδύνους και τας συμφοράς τας οποίας προεξένησεν εις πολλούς η άτακτος όρασις, τοιουτοτρόπως τους ανοίγομεν αδιακρίτως, ή να είπω καλλίτερα αφρόνως, εις παν ορατόν. Εκείνοι ουδέ τα ίδια αυτούς μέλη επέτρεπον δια να βλέπωσιν, ουδέ τας δούλας, ουδέ εκείνας τας οποίας επέτρεπεν εις αυτούς και ο νόμος ο πολεμικός και η αυτοδέσποτος εξουσία της μοναρχίας. Και ημείς ούτω αναισθήτως και προφητικάς ρήσεις και αποστολικάς παραγγελίας και ευαγγελικούς θεσμούς και Πατέρων νουθεσίας και Αγίων ανδρών συμβουλάς καταπατούντες, στρέφομεν τους οφθαλμούς εδώ και εκεί και ούτε αι επαγγελίαι, ούτε τα αποκείμενα αγαθά, άτινα υπόσχεται ο Θεός εις εκείνους, οίτινες δια την αγάπην Του ηθέλησαν την ευαγγελικήν τυφλότητα, δύνανται να μας σωφρονίσωσιν, ούτε οι κίνδυνοι, ούτε αι ζημίαι τας οποίας ακούομεν ότι εδοκίμασαν οι αδιακρίτως ορώντες δύνανται να μας χαλινώσωσιν. Και καν δεν ακούεις το μέγα κλέος του Πηλουσίου όρους, με τι παράδειγμα προσεπάθει να σωφρονίση τον οφθαλμόν τού αμαρτωλού, παρομοιάζων τον οφθαλμόν με τον ήλιον; Διότι καθ’ υπόθεσιν, αν αυτός ο ήλιος σβύση, εκυρίευσεν όλον το παν σκότος, έσβυσε και η τροφή και η ζωή αισθητών και αναισθήτων, τοιουτοτρόπως και ο οφθαλμός, όταν σβύση, θαμβώση από πονηρά σύννεφα της κακής θεωρίας, και τάλλα απλώς μέλη του ανθρώπου εχάθησαν, έσβυσαν. Άκουσον τα ίδια λόγια του Αγίου· «Ον τρόπον ο ήλιος εν τη οικουμένη, ούτω και ο οφθαλμός εν τω σώματι· και ώσπερ εκείνος ει τω λόγω σβεσθείη πάντα συνετάραξε, και ο οφθαλμός ει αποσβεσθείη και πόδες αχρείοι και σχεδόν άπαν το σώμα». Αξιέπαινος αυτή η ομοίωσις, θαυμασία δια να χαλινώση τους οφθαλμούς εκάστου· αλλ’ εις εμέ περισσότερον αρέσκει η χρυσή όντως παραγγελία του Διδασκάλου της Οικουμένης, ο οποίος ερωτά τον αμαρτωλόν· «Επειδή και ο Θεός σοι εχάρισεν αυτούς τους οφθαλμούς, εις ποίον από τους δύο ευρίσκεις εύλογον να τους μεταχειρισθής, εις τον Θεόν ή εις τον διάβολον; «Εποίησέ σοι οφθαλμούς· τούτους αυτώ πάρεχε χρησίμους, μη τω διαβόλω». Πως εις τον ένα και πως εις τον άλλον; Όταν βλέπης αδιακρίτως χωρίς τον χαλινόν της ευαγγελικής τυφλότητος, τότε εις τον διάβολον έχεις αφιερωμένους τους οφθαλμούς· όταν δε τα κτίσματα θεωρών βλέπης δι’ αυτών τον δημιουργόν των Θεόν και δοξάζης και αινής Αυτόν και απάγης της των γυναικών όψεως, τότε χρησίμους παρέχεις τους οφθαλμούς εις τον Παντοκράτορα Θεόν. Ναι, εις Αυτόν και ημείς από την σήμερον ας τους αφιερώσωμεν, με την αγάπην Αυτού ας τους περιτειχίσωμεν, με τους δακτύλους εκείνους τους παναγίους και τεθεωμένους, οίτινες ήγγισαν εις τους οφθαλμούς του σημερινού Τυφλού ας τους χαλινώσωμεν, με τον πηλόν εκείνον τον ζυμωμένον με την υγρασίαν του ζωοποιού στόματος ας τους χρίσωμεν. Εκείνος ο πηλός νοερώς ας ευρίσκεται ως εν παραπέτασμα έμπροσθεν εις τους ιδικούς μας οφθαλμούς και έχω καλάς ελπίδας, ότι θέλει καταξιώσει και ημάς της χαράς και της δόξης, της οποίας ηξίωσεν εκείνον τον παλαιόν Τυφλόν. Καθώς εκείνου ήνοιξε και τους ψυχικούς οφθαλμούς με τους σωματικούς, τοιουτοτρόπως θάλει ανοίξει και τους ιδικούς μας όταν ίδη, ότι ημείς δια την αγάπην Του κλείομεν τους οφθαλμούς εις πολλά, τα οποία η όρεξις μάς παρακινεί να τα βλέπωμεν. Αξιοί βέβαια ημάς της μερίδος Εκείνου, όταν ίδη δάκρυα της μετανοίας να χύνωνται απ’ αυτούς τους οφθαλμούς, δια να σβήσωσι την κάμινον εκείνην την οποίαν με την ιδικήν των προδοσίαν ήναψαν. Ναι, θέλει ανοίξει τους ιδικούς Του οφθαλμούς, να ίδη ημάς με τα σπλάγχνα με τα οποία είδε τον σημερινόν Τυφλόν· της οποίας Χάριτος αξιωθείημεν άπαντες και αυτής της μερίδος των σωζομένων, εν Χριστώ τω Θεώ ημών. Αμήν. Τω απείρω ελέει σου, φωτοδότα Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου