Εν ταύτη ψάλλεται η Ακολουθία της Λαμπροφόρου Αναστάσεως. Εν Καλάμαις συμψάλλεται και η Ακολουθία της Ιεράς και Θεομητορικής Αγίας Εικόνος της Υπαπαντής καλουμένης.
Τη αυτή ημέρα, Τετάρτη της ΣΤ΄ Εβδομάδος από του Πάσχα, τουτέστι από της ημέρας της Λαμπροφόρου Αναστάσεως, συμψάλλεται και η Ακολουθία της ευρέσεως της Ιεράς και Θεομητορικής Αγίας Εικόνος της Υπαπαντής καλουμένης, της ούσης εν Καλάμαις της Πελοποννήσου.
Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος, καλή ως σελήνη εκλεκτή ως ο ήλιος, θάμβος ως τεταγμέναι; (Άσμα Ασμάτων στ:9).
Η Αγία αύτη Εικών της Θεομήτορος, ιστορηθείσα κατά το χοβ΄ (672) σωτήριον έτος από Χριστού, ευρέθη δι’ οράματος σταυλίτου τινός εις αρκετόν βάθος εντός του σταύλου Οθωμανού κατά την εποχήν της Τουρκοκρατίας. Αύτη η Αγία Εικών εκ μεν του όπισθεν μέρους της σανίδος ήτο όλη κεκαυμένη, εκ δε του έμπροσθεν όλως αβλαβής, έφερε δε και επιγραφήν με την επωνυμίαν ΥΠΑΠΑΝΤΗ, ως αφιερωμένη εις τον Ιερόν Ναόν της Υπαπαντής του Σωτήρος ημών τον πυρποληθέντα κατά τας προ αιώνων αιχμαλωσίας της Πελοποννήσου. Ήτο δε εκ των όπισθεν κεκαυμένη ως υπάρχουσα εν τω Ναώ κατά τον εμπρησμόν αυτού. Διεφυλάχθη δε η εμπροσθία όψις αβλαβής θεία της Θεομήτορος βουλήσει. Μετά την εύρεσιν της Αγίας Εικόνος ανηγέρθη εις τον τόπον εις τον οποίον ανευρέθη αύτη μικρόν κατ’ αρχάς εκκλησίδιον υπό το όνομα Υπαπαντή προς τιμήν της τε επιγραφής της Αγίας Εικόνος, αλλά δη και του αρχαίου Ναού της Υπαπαντής, όστις έκειτο εις τον τόπον εκείνον, εις αυτόν δε απετέθη και η Αγία αύτη Εικών. Μετά την απελευθέρωσιν της Ελλάδος κατηδαφίσθη ο μικρός εκείνος Ναός και αντ’ αυτού ανηγέρθη νέος μεγαλοπρεπέστατος Ναός της Υπαπαντής εγκαινισθείς τη ιθ΄ (19η) Αυγούστου του έτους 1873, όστις και είναι έκτοτε ο Μητροπολιτικός Ναός των Καλαμών. Ταύτην την αγίαν Εικόνα σέβονται και τιμώσιν όχι μόνον οι Καλάμιοι, αλλά και οι εν τοις περιχώροις οικούντες, ως θησαυρόν αυτών ακένωτον και πρεπόντως. Διότι τις δύναται να απαριθμήση τα μυρία θαύματα της αγίας ταύτης Εικόνος;
Επειδή όμως η πολυκαιρία, αι πολυειδείς περιστάσεις, αίτινες έλαβον χώραν κατά την εποχήν της Ελληνικής Επαναστάσεως εν Πελοποννήσω και μάλιστα εν Μεσσηνία, αι πολιτικαί μεταβολαί και αι μετακομίσεις και μεταθέσεις από τόπου εις τόπον της αγίας Εικόνος, προς διατήρησιν, κατά τας διαφόρους ανωμαλίας, εγένοντο παραίτιοι εις το να φθαρή το αντίτυπον των προσώπων της αγίας Εικόνος, ήτο ανάγκη, και ανάγκη μεγίστη, να διορθωθώσι τα πρόσωπα της τε Θεοτόκου και του εν αγκάλαις αυτής θείου Βρέφους, του Σωτήρος ημών, δια την σχετικήν προσκύνησιν της αγίας Εικόνος. Αλλ’ όσον εθεωρείτο αναγκαιοτάτη η διόρθωσις των προσώπων της αγίας Εικόνος, τοσούτον η μεγίστη ευλάβεια των Χριστιανών δια τα καθ’ εκάστην υπερφυά αυτής θαύματα ενεπόδιζε την πράξιν, του κοινού όχλου μη πειθομένου εις τούτο· αλλ’ η θεία πρόνοια η υπερνικώσα αείποτε πάσας τας δυσκολίας ωκονόμησε και τούτο. Έτυχεν εν Καλάμαις, κατά το αωλθ΄ (1839) έτος, Γραμματεύς της Διοικήσεως Μεσσηνίας ο δια το σεμνόν της εκκλησιαστικής ζωγραφικής επαινούμενος παρά πάντων Δημήτριος Βυζάντιος, όστις αυθορμήτως, κινούμενος υπό μόνου του προς την αγίαν ταύτην Εικόνα σεβασμού, εν τεσσαράκοντα ημέραις εζωγράφησε τα πρόσωπα της αγίας Εικόνος εις χαλκούν, ευστοχήσας προσφυέστατα κατά το ομοίωμα του πρωτοτύπου και προσήρμοσεν αυτό εις το αργυρούν και χρυσοειδές ένδυμα της Θεοτόκου και του Σωτήρος ημών. Τούτο όχι μόνον μικράν τινά δυσαρέσκειαν δεν προεξένησεν εις τινα, αλλά τουναντίον και ευγνωμοσύνην μεγίστην ομολογουμένην παρά πάντων, προς τον αγαθόν τούτον άνδρα· διότι πας όστις αγνοεί την επιδιόρθωσιν, νομίζει ότι υπάρχει αυτό το αρχέτυπον. Την αρχαίαν ταύτην αγίαν Εικόνα σέβονται, ως είπομεν, κατά χρέος οι Καλάμιοι, ως το μόνον αυτών καταφύγιον εις πάσαν δεινήν αυτών περίστασιν, πλείστα δε όσα θαύματα επετέλει και επιτελεί εις τους μετά πίστεως αυτήν επικαλουμένους. Μεταξύ δε των άλλων ωκονόμησε και το ακόλουθον μέγα θαύμα και έσωσε τον λαόν των Καλαμών από βέβαιον παντελή αφανισμόν, το οποίον καταχωρίζομεν ενταύθα προς πίστωσιν και των άλλων. Κατά το αωμα΄ (1841) σωτήριον έτος, κατά τους μήνας του θέρους και την αρχήν του φθινοπώρου, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, επέπεσε νόσος βαρυτάτη εις τον δήμον των Καλαμών, εξαιρέτως δε εις την πρωτεύουσαν του δήμου, τας Καλάμας, μηδεμιάς σχεδόν οικίας ελευθέρας υπαρχούσης εκ της νόσου, ώστε οι οικείοι των ασθενούντων και οι επισκεπτόμενοι τους νοσούντας ιατροί απηύδησαν περιποιούμενοι τους πάσχοντας. Ο πικρός θάνατος εθέριζεν ανηλεώς οσημέραι τους ασθενούντας, οι κώδωνες των Εκκλησιών καθ’ ώραν ανήγγελλον εις τους πάντας και ένα νέον θάνατον, και δεν παρήρχετο ουδεμία σχεδόν ημέρα, καθ’ ην να μη βλέπη τις νεκρά σώματα συνοδευόμενα εις τους τάφους. Αι γοεραί δε φωναί των χηρών, των ορφανών και απαξαπλώς το πένθος απάντων συγγενών τε και ξένων εσκέπαζον, ούτως ειπείν, τον αέρα. Εις νυχθήμερος θρήνος ήτο ο ήχος της πόλεως· μία εγκάρδιος λύπη ήτο εζωγραφημένη εις τα πρόσωπα των ανθρώπων· και πας όστις ήρχετο άλλοθεν πόθεν, έβλεπε τους πάντας κατηφείς. Βλέποντες οι Καλάμιοι την μάστιγα της ασθενείας ανηλεώς αυτούς καταμαστίζουσαν και το πικρόν του θανάτου δρέπανον ασπλάγχνως θερίζον πάσαν ηλικίαν, εζήτουν άπαντες επιμόνως, ίνα γίνη λιτανεία δια της αγίας ταύτης Εικόνος και κοινή παράκλησις παρά των πολιτών, όπως τη προς Θεόν αυτής πρεσβεία παύσει η δεινή εκείνη ασθένεια και ο πικρός θάνατος. Ταύτα βλέποντες οι άρχοντες της πόλεως προσέταξαν τριήμερον νηστείαν, μετά δε ταύτην γενομένης παρακλήσεως και λιτανείας, ω των θαυμασίων σου, Δέσποινα αγνή! ηφανίσθη έκτοτε η νόσος προς δόξαν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και της Υπερευλογημένης ενδόξου Αυτού Μητρός και Δεσποίνης ημών Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, Ης ταις αγίαις πρεσβείαις λυτρωθείημεν και ημείς πάσης σωματικής και ψυχικής ασθενείας και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν. Γένοιτο. Ταις της Σης Μητρός πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου