Εχάρησαν ουν οι μαθηταί, ιδόντες τον Κύριον (Ιωάν. κ: 20).
Συγχαίρω και εγώ μαζί σας, ω θείοι Μαθηταί του αναστάντος Δεσπότου· μάλιστα συγχαίρουσι μαζί σας όλοι οι χριστοφόροι λαοί, όπου είδασι τέλος πάντων το αγλαόν φως της λαμπροφόρου Κυριακής της Αναστάσεως. Χαίρει άνωθεν η τρισόλβιος πόλις, και περιτριγυρίζοντες τον Θρόνον του Βασιλέως των Δυνάμεων ψάλλουσι τον επινίκιον ύμνον οι Άγγελοι της ειρήνης. Χαίρει κάτωθεν ο ίδιος ο Άδης, και όλος αστράπτει εις την λαμπράν παρουσίαν του ανατείλαντος Ηλίου της δόξης, όπου φέρει ανέσπερον ημέραν ζωής προς τους λυπημένους Προπάτορας. Χαίρει λαμπροφορούσα η νύμφη του Χριστού Εκκλησία, και τον εκ Τάφου ως εκ παστάδος προελθόντα θείον Νυμφίον ευφραινομένη ασπάζεται.
Άλλαξεν όψιν ο ίδιος Γολγοθάς, και εκεί όπου ήτο αξιοθρηνήτου τραγωδίας φοβερωτάτη σκηνή, έγινε παγκοσμίου ευφροσύνης ευκλεέστατον θέατρον. Ο Σταυρός, η λόγχη, ο ακάνθινος στέφανος, όργανα σκληρότατα των φρικτών παθημάτων, θεοπρεπώς ευκοσμούσι τον θρίαμβον του θείου Νικητού. Ο Τάφος, άχαρον κατοικητήριον της πρώην φθοράς, εφάνη ζωηφόρος θάλαμος αφθαρσίας· και αι πληγαί, πρόξενοι θανατηφόρου νεκρώσεως, είναι πηγαί αθανάτου ζωής. «Εχάρησαν ουν οι Μαθηταί ιδόντες τον Κύριον» (Ιωάν. κ:20). Ας συγχαρούμεν και ημείς, ω λαμπροφόροι ακροαταί, και ας θαυμάσωμεν σήμερον της ενδόξου Αναστάσεως του Χριστού την θεόσδοτον χάριν. Τότε, όταν εκλείσθη η θύρα του Παραδείσου, από τον οποίον εξωρίσθη ο άνθρωπος, ανεώχθη ευθύς η πύλη της αμαρτίας, δια της οποίας εισήλθεν ο θάνατος εις τον κόσμον, εισήλθε συντροφιασμένος από την κατάραν και από την φθοράν. Εβασίλευσεν ωσάν τύραννος επάνω εις το ανθρώπινον γένος, όπου εβάστα αθλίως τον βαρύν ζυγόν με κόπον και μόχθον, και επλήρωνεν απαραιτήτως το βαρύτατον χρέος με την ζωήν. Πλην καθώς ο Αδάμ πρώτος από όλους τους ανθρώπους έσφαλεν, ούτω έπρεπεν ο Αδάμ πρώτος από όλους τους ανθρώπους να αποθάνη. Και μ’ όλον τούτο, πρώτος από όλους, και απ’ αυτόν τον Αδάμ, απέθανεν ο δίκαιος και άπταιστος Άβελ, φονευμένος από τον Κάϊν τον φθονερόν αδελφόν. Όμως δεν ήτο δίκαιον, καθώς από τον Αδάμ ήρχισεν η αμαρτία, από τον Αδάμ να αρχίση και ο θάνατος; Αλλά από τον Άβελ; Ακροαταί μου, κάθε βασίλειον τότε είναι μόνιμον και στερεόν, όταν είναι θεμελιωμένον επάνω εις το δίκαιον. Όταν βασιλεύη η δικαιοσύνη, και η αρχή της βασιλείας είναι βεβαία, και η διαμονή της βασιλείας είναι αιώνιος. Εξ εναντίας, το βασίλειον είναι πολλά αβέβαιον, όταν είναι άδικον, και είναι πολλά ολιγοχρόνιον, όταν είναι βίαιον. Όταν αρχινά από την αδικίαν, η αρχή του είναι σφαλερά και όταν κρατήται με την βίαν, είναι σιμά εις το τέλος· φυσικά το άδικον δεν κατορθούται, το βίαιον δεν διαμένει. Τώρα ιδέτε έργον υψηλόν της φιλανθρώπου προνοίας του Θεού· ο Θεός παρεχώρησε, και δεν απέθανε πρώτος ο Αδάμ, όστις πρώτος ήμαρτε (καθώς ήτο το δίκαιον), αλλ’ απέθανε πρώτος ο άπταιστος Άβελ. Εδώ το βασίλειον του θανάτου ήρχισεν από αδικίαν, δια να έχη σφαλεράν την αρχήν. Όχι μόνον πρώτος απέθανεν ο άπταιστος Άβελ, αλλά απέθανεν όχι με θάνατον φυσικόν, αλλά με θάνατον βίαιον, φονευθείς από τον αδελφόν· εδώ το βασίλειον του θανάτου, όπου ήρχισε με την αδικίαν, είχεν ακόμη και την βίαν σύντροφον, δια να είναι σιμά εις το τέλος. Eβασίλευσε λοιπόν εις τον κόσμον ο θάνατος με ένα βασίλειον,και άδικον, δια να είναι αβέβαιον, και βίαιον, δια να είναι ολιγοχρόνιον. Τούτο είναι νόημα του μεγάλου Αθανασίου εις την ξα΄ ερωταπόκρισιν. «Ει γαρ Αδάμ πρώτος ετελεύτησεν, ισχυράν ο θάνατος αν την κρηπίδα έσχεν, ως πρώτον τον αμαρτήσαντα δεξάμενος· επειδή δε τον αδίκως ανηρημένον πρώτον εδέξατο, σφαλερόν έχει και σαθρόν αυτού το βασίλειον». Εφάνη ευθύς από την αρχήν, ότι ο θάνατος, αγκαλά και τύραννος, δεν είχεν επάνω εις το ανθρώπινον γένος αυτεξούσιον την βασιλείαν. Έφυγεν από τας χείρας του ο Ενώχ, όστις ζωντανός μετετέθη· έφυγεν ο Ηλίας, όστις με πύρινον άρμα ανέβη εις τον ουρανόν· ο αυτός ελύτρωσεν από την τυραννίαν του θανάτου τον υιόν της Σαραφθείας και ο μαθητής του Ελισσαίος τον υιόν της Σωμανίτιδος. Ήλθεν επ’ εσχάτων των ημερών ο σεσαρκωμένος υιός του Θεού, ο Κύριος των ζώντων και νεκρών, ο φοβερός καθαιρέτης του θανάτου, και του έδειξε πόσον είναι αδύνατος. Με ένα λόγον του επήρε την θυγατέρα του Ιαείρου, όπου ήδη ήτο αποθαμένη, και την ανέστησεν ως εξ ύπνου εις ζωήν· του επήρε τον υιόν της χήρας, όπου εφέρετο με τον κράββατον εις τον τάφον, και τον ήγειρε με την αφήν της χειρός· του επήρε τον Λάζαρον, όπου τέσσαρας ημέρας εκράτει δέσμιον ο Άδης και με μίαν φωνήν τον έσυρεν από την φθοράν· του επήρε τόσα σώματα των κεκοιμημένων Αγίων αποθαμένων, όπου εκράτει τόσον καιρόν, τα οποία έβγαλε ζωντανά από τους τάφους. Και τέλος πάντων καθείλε τον τύραννον, εθανάτωσε τον θάνατον, εσύγχυσε το βασίλειόν του, όταν τριήμερος ανέστη ενδόξως εκ των νεκρών. Ημείς οι απόγονοι του Αδάμ είμεθα ωσάν πουλία πιασμένοι εις εκείνην την δυστυχή παγίδα, όπου εκράτει ολούθεν στημένην ο θάνατος· εις την ίδιαν παγίδα έπεσε θεληματικώς και ο θεάνθρωπος Ιησούς εκουσίως αποθανών· αλλ’ Αυτός με την θείαν του δύναμιν συνέτριψε την παγίδα, επάταξεν αυτός πρώτος μετά την ένδοξόν Του Ανάστασιν, και ελύτρωσε και ημάς από του θανάτου το κράτος· «Η παγίς συνετρίβη και ημείς ερρύσθημεν, η βοήθεια ημών εν ονόματι Κυρίου» (Ψαλμ. ρκγ: 7-8). Ερρύσθημεν, ερρύσθημεν, δεν είμεθα πλέον αιχμάλωτοι του θανάτου· ημείς τον βλέπομεν, και πλέον δεν φοβούμεθα την αγριωπήν θέαν. Πριν της Αναστάσεως του Χριστού ο θάνατος ήτο φοβερός τω ανθρώπω· μετά την Ανάστασιν του Χριστού ο άνθρωπος είναι φοβερός τω θανάτω. Αφ’ ου ενίκησε τον θάνατον ο αναστάς Ιησούς, τον καταφρονούσι θαρσαλέως και οι του Χριστού Μαθηταί. Ανάμεσα εις τους Μάρτυρας, μικρά μικρά παιδιά, τρυφεραί παρθένοι τον περιπαίζουσιν· αυτή είναι του αναστάντος Δεσπότου η δωρεά· τούτο είναι της ενδόξου Αναστάσεως το προνόμιον. Ανέστη Χριστός, και ενεκρώθη ο θάνατος. Ανέστη Χριστός, και ελύθη η φθορά. Ανέστη Χριστός και έπαυσεν η κατάρα· Ανέστη Χριστός και ανέτειλεν η αθανασία. Ανέστη Χριστός, και πάλιν ηνέωκται ο Παράδεισος. Που σου, θάνατε, νυν το κέντρον; Που σου, Άδη, το νίκος; Ημείς πίπτομεν ως θνητοί, αλλ’ ημείς ανασταινόμεθα ως αθάνατοι· ημείς κλειόμεθα εις φυλακήν σκοτεινού μνήματος, αλλ’ εκεί φθάνει να μας ζωογονήση της Δεσποτικής Αναστάσεως το μακάριον φως. Ημείς αναμένομεν θάνατον, αλλ’ ημείς προσδοκώμενα θάνατον ζωήν, ης αρραβώνα μας έδωκεν η Ανάστασις του Σωτήρος. Χριστός Ανέστη. Το έργον ετελείωσα, ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω, περίβλεπτε και εκλαμπροτάτη πολιτεία του περιφήμου Ναυπλίου και Άργους· λοιπόν απόκειταί μοι το της ευχαριστίας χρέος. Ευχαριστώ πρώτον, δια το πρώτον κάλεσμα έως τώρα· ευχαριστώ δια την εύνοιαν της καρδίας, δια την συνδρομήν της ακροάσεως, δια την υπομονήν, και ας είπω, δια την ευχαρίστησιν, με την οποίαν ηκούετε πάντα τα ευτελέστατα λόγια μου. Αλλ’ επειδή δεν φθάνει η δια λόγου ευχαριστία, κράζω συμβοηθόν την επιστασίαν της θείας Χάριτος. Ύψιστε θριαμβευτά του θανάτου, αιώνιε Νυμφίε των ψυχών ημών, θειότατε Ιησού, εις Σε στρέφεται η γλώσσα μου· εις Σε αγρυπνεί το πνεύμα μου· εις Σε αποθέτω τας ψυχάς των ποθητών τούτων ακροατών μου. Εκεί όπου εγώ έρριψα τον σπόρον της ευαγγελικής αληθείας Σου, πέμψον την ομβροτοκίαν της θείας Σου Χάριτος, δια να βλαστήση σωτηρίας καρπός. Δέξαι, ω θείε Λόγε, τους λόγους μου, ως λογικήν θυσίαν, οπού εγώ προσφέρω εις δόξαν του αγίου Σου Ονόματος, εις σωτηρίαν της αμαρτωλής μου ψυχής, και τούτου μου του ακροατηρίου. Εμφάνηθι νοερώς, να μας ευφράνης με το φως της ενδόξου Αναστάσεως· και αν εύρης τάχα κλεισμένας τας καρδίας μας, πέρασε όμως εκεί μέσα, καθώς επέρασες κεκλεισμένων των θυρών προς τους Μαθητάς Σου και έμπνευσον εκεί μέσα την χάριν του Αγίου Σου Πνεύματος, και της θείας Σου ειρήνης· ειπέ άλλην μίαν φοράν προς ημάς· «Ειρήνη υμίν. Λάβετε Πνεύμα Άγιον» (Ιωάν. κ: 21-22).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου