Τη Αγία και Μεγάλη Κυριακή του Πάσχα αυτήν την Ζωηφόρον ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ εορτάζομεν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Πάσχα το Μέγα και Άγιον επιτελούμεν σήμερον, Σεβάσμιοι Πατέρες και αγαπητοί αδελφοί, καθ’ ο μετά χαράς αφάτου και πάσης λαμπρότητος την του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού θείαν και Ζωηφόρον Ανάστασιν εορτάζομεν, δι’ ης η αφθαρσία εικονίζεται, εξ ης, Χάριτι και φιλανθρωπία του Παναγάθου Θεού, η ημετέρα φύσις επλουτίσθη. Πάσχα δε η σημερινή εορτή η πασών των εορτών βασιλίς και κυρία ονομάζεται εκ του Εβραϊκού, κατά δε την γλώσσαν των Εβραίων Πάσχα σημαίνει διάβασις. Είναι δε η ημέρα αύτη η πρώτη ημέρα κατά την οποίαν ο Θεός απ’ αρχής τον κόσμον εκ του μη όντος παρήγαγεν. Κατ’ αυτήν την ημέραν και τον λαόν των Εβραίων εκ της δουλείας των Αιγυπτίων ελύτρωσε και δια της Ερυθράς θαλάσσης εις την απέναντι ξηράν διεβίβασε.
Κατά ταύτην πάλιν την ημέραν καταβάς εξ ουρανού εις την μήτραν της Παρθένου κατώκησε και πάλιν κατ’ αυτήν το ανθρώπινον γένος από των του Άδου αρπάσας πυθμένων εις ουρανούς ανεβίβασε και εις το αρχαίον αξίωμα της αφθαρσίας αποκατέστησε. Πάσχα δ’ ωσαύτως, ήτοι Διάβασις η σημερινή εορτή ωνομάσθη από την της Ερυθράς θαλάσσης διάβασιν. Ηκολούθησε δε αύτη, διότι ο Θεός θέλων τότε να ελευθερώση το γένος των Εβραίων από την δουλείαν της Αιγύπτου, εβίασεν επί πολλάς ημέρας και δια πολλών πληγών τον Φαραώ να απολύση αυτούς να φύγουν. Κατά δε την τελευταίαν πληγήν, ήτις ήτο ο θάνατος όλων των πρωτοτόκων, προγινώσκων ο Θεός, ότι τότε ο Φαραώ θα ηναγκάζετο πλέον και μη θέλων να δώση την άδειαν, προσέταξε τον Μωϋσήν να είπη εις όλον τον λαόν των Εβραίων, όπως κατ’ εκείνην την εσπέραν σφαγή από κάθε οικίαν εις κριός ετήσιος (χρονιάρικος), τον οποίον να κάμουν οπτόν ήτοι να τον ψήσουν ολόκληρον και καθ’ όλην εκείνην την νύκτα να τον φάγουν όλον, ορθοί, με άζυμα, φέροντες υποδήματα εις τους πόδας και βεβιασμένα. Διότι, λέγει, τούτο είναι Πάσχα, ήτοι Διάβασις. Είπε δε τούτο επειδή την πρωϊαν, όταν θα εξημέρωνεν, έμελλον να διαβούν την Ερυθράν θάλασσαν δια ξηράς και να περάσουν εις την αντικρύ έρημον και ούτω να απαλλαγούν παντελώς από την τυραννίαν των Αιγυπτίων. Καθώς λοιπόν τότε εκείνος ο αμνός ωνομάσθη Πάσχα, διότι εφανέρωνε την διάβασιν της Ερυθράς θαλάσσης, ούτω και εδώ ο Αμνός του Θεού και Πατρός έγινεν εις ημάς νοητόν και αληθινόν Πάσχα, διότι διεβίβασεν ημάς από την αμαρτίαν εις την ουράνιον αφθαρσίαν, ελευθερώσας ημάς από την τυραννίαν του νοητού Φαραώ, του Σατανά. Πλην πρέπει να γνωρίζωμεν, ότι καθώς λέγουν οι θείοι Πατέρες, καταβάς ο Κύριος εις τον Άδην, δεν ανέστησεν όλους, όσοι ευρίσκοντο εκεί, αλλ’ όσους επίστευσαν εις Αυτόν, επίστευσαν δε όσοι, κατά το δυνατόν, είχον βίον καθαρόν. Τας δε ψυχάς των απ’ αιώνος Αγίων, τας οποίας ο Άδης βιαίως εκράτει, τας ηλευθέρωσε και εις όλους εχάρισε την εις ουρανούς ανάβασιν. Δια τούτο λοιπόν μετά πάσης χαράς και λαμπρότητος την Αγίαν Ανάστασιν εορτάζομεν. Ποιούμεν δε και τον συνήθη ασπασμόν εν αυτή τη ημέρα, δεικνύοντες με τούτο την κατάλυσιν της παλαιάς έχθρας και την ένωσιν μετά του Θεού και των Αγγέλων. Η δε του Κυρίου Ανάστασις τοιουτοτρόπως έγινε. Κατά το μέσον της νυκτός του Σαββάτου προς την Κυριακήν, ήτις υπό των Ευαγγελιστών ονομάζεται πρώτη Σαββάτου και μία Σαββάτων ήτοι πρώτη της εβδομάδος ημέρα Μαρτίου 25η, σεισμός έγινε μέγας, ότι Άγγελος Κυρίου καταβάς απεκύλισε τον λίθον από της θύρας του μνημείου. Από δε τον σεισμόν οι στρατιώται, οι οποίοι εφύλαττον τον Τάφον, κατατρομάξαντες έφυγον με βίαν μεγάλην. Εκ τούτου ευρούσαι καιρόν αι Άγιαι Μυροφόροι Γυναίκες, αίτινες ήρχοντο με τα μύρα δια να αλείψωσι το Σώμα του Ιησού, ήλθον εις τον Τάφον, εισελθούσαι δε εν αυτώ και μη ευρούσαι το Σώμα του Ιησού, βλέπουσιν άλλους δύο Αγγέλους λευκοφορούντας εν σχήματι ανδρικώ, οι οποίοι αναγγείλαντες εις αυτάς την έγερσιν του Σωτήρος αποστέλλουσιν αυτάς ίνα δραμούσαι ταχέως αναγγείλωσιν εις τους Μαθητάς το χαρμόσυνον γεγονός. Tαύτα η Μαρία η Μαγδαληνή ακούσασα έδραμε προς τους διαπύρους των Μαθητών Πέτρον και Ιωάννην, προς τους οποίους και ανήγγειλε την έγερσιν του Κυρίου, σπεύσαντες δε και αυτοί εις τον Τάφον εύρον τα οθόνια κείμενα μόνα. Τας δε Μυροφόρους επιστρεφούσας από του Μνημείου υπήντησεν ο Χριστός λέγων· «Χαίρετε». Πρώτη δε ήτις είδεν αναστάντα τον Χριστόν είναι η Κυρία Θεοτόκος η μήτηρ του Ιησού ομού με την Μαρίαν την Μαγδαληνήν. Δια να μη αμφιβάλληται όμως η Ανάστασις, εκ της της Μητρός οικειώσεως, δια τούτο οι θείοι Ευαγγελισταί λέγουσι συνεσκιασμένως, ότι ήλθε Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία και νοείται η Μήτηρ του Ιησού· και άλλος Ευαγγελιστής λέγει ότι εφάνη πρώτον Μαρία τη Μαγδαληνή, η οποία δηλαδή ήτο ανύποπτον πρόσωπον. Ιδούσαι λοιπόν τον Χριστόν αι Άγιαι Μυροφόροι Γυναίκες και προσκυνήσασαι Αυτόν και τους πόδας Αυτού κρατήσασαι, έδραμον και πάλιν εις τους Μαθητάς και μετά χαράς ανήγγειλαν, ότι ο Διδάσκαλος όντως ανέστη, αυταί δε είδον και προσεκύνησαν Αυτόν και ότι από το γλυκύτατον Αυτού στόμα ήκουσαν το «χαίρετε» (Ματθ. κη:9). Και έπρεπε βέβαια το γένος εκείνο, το οποίον ήκουσε πρώτον το· «εν λύπαις τέξη τέκνα» (Γεν. γ: 16), αυτό πρώτοννα δεχθή και την χαράν. Και η μεν Κυρία Θεοτόκος, ως κατ’ εξοχήν γνωστική, αφού άπαξ είδε και την χαράν εδέχθη, εδόξασε τον Θεόν και εις το εξής δεν ηθέλησε να επανέλθη εις τον Τάφον, αλλ’ έμεινεν ησυχάζουσα. Η δε Μαγδαληνή επήγε και πάλιν εις το μνημείον και εκ δευτέρου είδε τον Χριστόν και εκ δευτέρου ηθέλησε να πιάση τους αχράντους Αυτού πόδας, όμως ημποδίσθη δια την ματαίαν της περιέργειαν, «μη μου άπτου» παρ’ Αυτού ακούσασα και ως Απόστολος εις τους Αποστόλους παρ’ Αυτού πέμπεται, ειπόντος· «Πορεύου δε προς τους αδελφούς μου και ειπέ αυτοίς όσα είδες και όσα ήκουσας». Εις ποίαν δε ώραν ανέστη ο Κύριος ουδείς σαφώς γνωρίζει· τινές είπον, ότι εις το πρώτον λάλημα των πετεινών· άλλοι, όταν έγινεν ο σεισμός και άλλοι άλλον καιρόν. Ανέστη δε, καθώς και εγεννήθη, ήτοι χωρίς να χαλάσουν παντελώς αι σφραγίδες του Τάφου, καθώς και των θυρών κεκλεισμένων εισήλθεν εις τους Μαθητάς ύστερον. Τούτων ούτω γενομένων, ιδού έφθασαν τινες, από τους φυλάσσοντας τον Τάφον, καταφοβισμένοι και αναγγέλλουσι τα συμβάντα εις τους αρχιερείς· οίτινες ταύτα ακούσαντες και τι άλλο να πράξωσι μη γνωρίζοντες μήτε δυνάμενοι κατέφυγον εις το ψεύδος και την ασύστατον συκοφαντίαν, καταπείσαντες με αργύρια ικανά τους στρατιώτας να κηρύξωσιν, ότι αυτών αποκοιμηθέντων επήγαν οι Μαθηταί του Ιησού και έκλεψαν το Σώμα Αυτού. Ότι δε πλάσμα και συκοφαντία υπήρξεν ο λόγος ούτος είναι ολοφάνερον, διότι οι Μαθηταί ήσαν κατακεκλεισμένοι από τον φόβον των Ιουδαίων. Διότι πως ήθελον τολμήσει να πράξουν τοιούτον έργον, αφού μάλιστα εγνώριζον, ότι και στρατιώται δια τούτο και μόνον διωρίσθησαν να φυλάττουν; Έπειτα, ας υποθέσωμεν, ότι ετόλμησαν να ριψοκινδυνεύσουν, πως όμως εκείνοι οι οποίοι επήγαινον με άκρον φόβον, ήθελον καθίσει να ξεκολλήσουν την σινδόνα από το Σώμα και να πάρουν αυτό γυμνόν και να φύγουν, εις καιρόν, καθ’ ον ηδύναντο να το πάρουν ομού και να φύγουν το ταχύτερον, δια να μη τους καταλάβουν χρονοτριβούντες; Τόσον ασυλλόγιστον πράγμα είναι η κακία. Κατά πολλούς δε τρόπους οι διδάσκαλοι δοκιμάζουσι να εύρωσι σωστά την Ανάστασιν του Σωτήρος. Όμως φαίνεται, ότι συντομώτερον από την τριήμερον υπόσχεσιν ο Κύριος εποίησε την ευεργεσίαν Του εις ημάς. Δια τούτο πρέπει από ψυχής να προσφέρωμεν Αυτώ την ευχαριστίαν και την δόξαν, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου