5. Πως θα πεισθεί ένας πιστός, ότι το 1924 υπήρχαν λόγοι πίστεως.
1. Είναι δυνατόν ένας
πιστός να γνωρίζει, αν ο επίσκοπός του είναι αιρετικός;
α. Βεβαίως, είναι! Έχει δικαίωμα και υποχρέωση γι’ αυτό. Ο κάθε Ορθόδοξος είναι μέλος του σώματος της Εκκλησίας, που κατά τους πατριάρχες της Ανατολής του 1848, είναι υπερασπιστής της. Ο Απ. Παύλος παραγγέλλει στους Γαλάτες «αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν πάρ’ ο ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω». Αυτό σημαίνει, ότι ο κάθε πιστός οφείλει να εξετάζει, αν όσα διδάσκουν οι ποιμένες του είναι ορθόδοξα. Όσοι κηρύττουν κακοδοξίες, αυτούς ο Απ. Παύλος τους αναθεματίζει. Τους αποκόπτει δηλαδή απ’ την Εκκλησία. Και η Εκκλησία με τη σειρά της αναθεματίζει, όσους δεν αναθεματίζουν αυτούς, που η ίδια αναθεματίζει!
β. Για να μπορέσει όμως
ένας πιστός να κρίνει, αν ο επίσκοπός του είναι Ορθόδοξος, ή όχι, πρέπει όχι
μόνο ο ίδιος να γνωρίζει την Ορθόδοξη πίστη, αλλά να διαθέτει και την κοινή
λογική. Το πρώτο είναι αυτονόητο. Γιατί, όποιος δεν γνωρίζει την ορθή πίστη,
πως θα κρίνει αν κάτι που λέει ο επίσκοπός του είναι ορθό, ή όχι. Σήμερα όλοι
οι άνθρωποι δεν διαθέτουμε την κοινή λογική, τουλάχιστον για θέματα της
σωτηρίας μας. Συνήθως εξαντλούμε τα αποθέματα της για το πως θα «κερδίσουμε τον
κόσμο όλο» και όχι για το πως «δεν θα ζημιωθούμε στη ψυχή μας». Όσοι,
χρησιμοποιούν την κοινή λογική για τη σωτηρία τους και «κατεργάζονται μετά
φόβου και τρόμου την εαυτών σωτηρίαν», αντιλαμβάνονται, ότι η ημερολογιακή μεταβολή
το 1924 εντάσσεται στα πλαίσια διείσδυσης του Παπισμού και του Οικουμενισμού
στην Ορθόδοξη Εκκλησία!
γ. Επειδή όμως δεν υπάρχει
πάντοτε η κοινή λογική, γι’ αυτό χρειάζεται μια τρίτη γνώμη, υπεύθυνη και
αντικειμενική. Θα χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε, ότι κάποιος
μας έχει αφαιρέσει ένα πράγμα. Από τα αποδεικτικά στοιχεία, που συγκεντρώσαμε,
είμαστε βέβαιοι ποιός είναι ο δράστης. Όμως, αν δεν έχουμε απόφαση δικαστηρίου,
που να αποφαίνεται, δεν μπορούμε να αποκαλούμε τον δράστη, «κλέφτη»! Χρειάζεται
να καταθέσουμε κάποια αγωγή ή μήνυση και ν’ αναμείνουμε την απόφαση του
δικαστηρίου. Το ίδιο συμβαίνει και με τους κακοδόξους επισκόπους. Η «διακοπή
της κοινωνίας» από τον επίσκοπό τους, στην οποία προέβησαν όσοι έμειναν πιστοί
στο Παληό ημερολόγιο το 1924, επέχει θέση αγωγής, ή μηνύσεως. Γι’ αυτή, πρέπει
κανονικά ν’ αποφανθεί το δικαστήριο, δηλ. η Σύνοδος των Επισκόπων!
δ. Το 1924, μετά την
«διακοπή της κοινωνίας» από τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, δυστυχώς, δεν
συγκλήθηκε καμία Σύνοδος. Έτσι, κανένα επίσημο όργανο δεν αποφάνθηκε, αν οι
κατηγορίες των ανθρώπων αυτών που διέκοψαν την «κοινωνία», ήταν αληθινές. Είχε
μάλιστα εκφραστεί τότε η επιθυμία του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Φωτίου, να
συγκαλέσει μια τέτοια Σύνοδο, με τη συμμετοχή εκπροσώπων των Πατριαρχείων
Αντιόχειας και Ιεροσολύμων. Όμως, η προσπάθεια αυτή τελικά δεν τελεσφόρησε.
Ίσως, γιατί οι Εκκλησίες αυτές, μολονότι δεν διέκοψαν την κοινωνία με τους καινοτόμους
επισκόπους, είχαν ταχθεί κατά της αλλαγής του ημερολογίου. Προφανώς, αυτό
φόβισε όσους επέβαλαν την αλλαγή του ημερολογίου και γι’ αυτό μάλλον ματαιώθηκε
η σύγκλισή της!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου