2oν
Ό,τι ακολούθησε θέλω τώρα να σου πω. Αυτά που δε
γράφτηκαν σε κανένα βιβλίο.
Γύριζα σαν την τρελλή στους δρόμους. Δεν είχα τίποτε από
την προηγούμενη ζωή μου. Δεν είχα ούτε σπίτι, -δεν ήθελα πλέον να ζω σε εκείνο
το σπίτι αλλά και ποιος να ρθει πια, ακόμα κι αν το ήθελα;-, δεν είχα
κομπόδεμα, δεν είχα ούτε ρουτίνα να φωλιάσω μέσα σ’ αυτή. Έπρεπε να τα
ξαναχτίσω όλα από την αρχή.
Περπατούσα στους δρόμους κι έβλεπα να με δείχνουν.
Μουρμούριζαν κάποιοι, κάποιοι άλλοι έβριζαν φανερά. Μα εμένα δε με ένοιαζε. Δεν
ήταν που με προστάτευε η ξετσιπωσιά της προηγούμενης ζωής μου. Ούτε η υποταγή
στη μοίρα που με είχε κυβερνήσει με σιδερένιο χέρι τόσα χρόνια. Τώρα ήταν
αλλιώς. Μέσα μου κρατούσα άγκυρα το πρόσωπό του. Ξεδιψούσα με τα λόγια του.
Κάθε μορφή ανθρώπου νέου, γέρου αλλοιωνόταν για να γίνει τελικά η μορφή
εκείνου. Κείνο το βράδυ πίστεψα ότι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Όχι μεταξύ τους.
Αλλά γιατί όλοι μοιάζουν σε κείνον.
Είχα ξεχάσει την πείνα, τη δίψα, την κούραση. Έμοιαζε ο χρόνος να χει σταματήσει. Τα πόδια μου ήταν ελαφρά κι η καρδιά μου γεμάτη δύναμη. Είχε μιλήσει για μένα. Είχε διαφωνήσει με έναν από τους μαθητές του για χάρη μου. Είχε δεχθεί την προσφορά μου.
Ένας μόνο λόγος του έμενε σκοτεινός στο μυαλό μου. Είχε
μιλήσει για τον ενταφιασμό του. Λόγος σκοτεινός για έναν νέο άντρα με σφρίγος
και ζωντάνια. Λόγος περίεργος για κάποιον που τόσο αγαπούσε ο λαός ώστε να τον
υποδεχθεί όχι απλώς σαν βασιλιά αλλά σαν μεσσία στην πόλη μας. Λόγος
ακατανόητος για τον μόνο που όχι μια αλλά τρεις φορές είχε νικήσει το θάνατο.
Στην δωδεκάχρονη κόρη του αρχισυνάγωγου, στο μικρό γιο της χήρας και τέλος στον
τετραήμερο νεκρό φίλο του είχε αντιπαλέσει με τον ανίκητο εχθρό και τον είχε
κατατροπώσει. Γιατί λοιπόν μιλούσε για θάνατο; Για ενταφιασμό;
Όταν πια τα πόδια μου δεν άντεχαν άλλο κάθισα σε μια
γωνιά του δρόμου και περίμενα. Έκλεισα τα μάτια και τον ένιωσα πλάι μου, είχε
ανοίξει την αγκαλιά του και με περίμενε. Τρόμαξα. έδιωξα τη σκέψη γρήγορα απ’
το μυαλό μου. Το κάκισα που γεννούσε τέτοιες ιδέες. Όμως εκείνος ξαναγύριζε. Με
ένα βλέμμα καθαρό, μια όψη λαμπερή, απαστράπτουσα κράταγε την αγκαλιά του
ανοικτή και με περίμενε. Δεν ένιωθα πια η πόρνη. Δεν ένιωθα καν γυναίκα. Ένιωθα
σαν το μικρό παιδί που θέλει να τρέξει πίσω στην αγκαλιά του πατέρα, στην μόνη
αγκαλιά που του πρόσφερε ασφάλεια, σιγουριά, συγχώρεση. Τον άκουσα να μιλάει.
“Μη φοβάσαι την αγάπη μου, μη φοβάσαι την αγάπη σου, μου
είπε. Ούτε εγώ τη φοβάμαι. Η τέλεια αγάπη πετάει έξω κάθε φόβο. Αυτό είναι το
δικό σου κλειδί για τον Παράδεισο: η αγάπη. Μην το πετάξεις.” Κάπου εκεί
αποκοιμήθηκα.
Δεν θυμάμαι πως κύλησε η επόμενη μέρα. Εκείνο που δε θα
ξεχάσω ποτέ είναι το τέλος της επόμενης νύχτας. Ξημέρωνε. Γύριζα στην πόλη
ψάχνοντας να τον δω έστω κι από μακριά. Τα πρώτα κοκόρια είχαν λαλήσει, όταν
άκουσα λυγμούς. Λυγμούς αντρίκιους, βαριούς μαζί μ' ένα αναφιλητό. Μέσα στο
φεγγαρόφωτο είδα έναν άντρα να κλαίει. Ένας άντρας που κλαίει είναι πάντα κάτι
πολύ ξεχωριστό έστω κι αν είναι μόνος, στο σκοτάδι. Τον κοίταξα και τον
γνώρισα. Ήταν μαθητής του. Ήταν αυτός που στεκόταν πάντα δίπλα του, ο πιο δυναμικός,
εκείνος που θύμωσε με τον Ιούδα που τσιγκουνεύτηκε το δικό μου μύρο. Το κορμί
του συνταραζόταν από τους λυγμούς κι ολότελα παράξενα για μένα το λάλημα ενός
δεύτερου πετεινού έφερε νέο κύμα θλίψης στην ψυχή του. Ήθελα να τον πλησιάσω,
να τον παρηγορήσω και ταυτόχρονα να τον ρωτήσω τι τον πόναγε τόσο. Μα τον
φοβόμουν. Τόσα χρόνια είχα μάθει να φοβάμαι τους άντρες. Κοίταξα γύρω μου να δω
πού βρίσκομαι. Είχα φτάσει έξω από την αυλή του Καϊάφα.
Κόσμος μπαινόβγαινε μέσα στη νύχτα, μα εκείνο που πάγωσε
το κορμί μου ήταν όταν τον είδα. Δεν ήταν όπως εχθές. Τα χέρια του ήταν δεμένα
και στο δεξί του μάγουλο φαινόταν καθαρά το αποτύπωμα μιας παλάμης. Ήταν
κουρασμένος. Ήταν θλιμμένος, μα δυνατός. Γύρισε το βλέμμα και με κοίταξε. Όρκο
παίρνω πως εκεί που στεκόμουν δεν φαινόμουν, κανενός δαυλού το φως δεν έφτανε
ως το μέρος μου. Ωστόσο είμαι σίγουρη πως με κοίταξε και πως -μη με πάρετε για
τρελή- μου χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο πικρό, μα ήρεμο. Ένα χαμόγελο που μου
έφτανε για μια ζωή.
Όταν τον πήραν τόλμησα να προβάλω από το σκοτάδι. Ρώτησα:
-Πού τον πηγαίνουν;
-Σαν ξημερώσει θα τον πάνε στον Πιλάτο, ήταν η απάντηση
μαζί με ένα περιφρονητικό βλέμμα.
Ο άντρας με είχε αναγνωρίσει. Ο ανόητος δεν σκέφτηκε ότι
κι εγώ τον είχα αναγνωρίσει...
Χαμένη καθώς τριγυρνούσα μέσα στους δρόμους πέρασα το
πρώτο κύμα, τον πρώτο πειρασμό. Τότε δεν ήξερα πως θα ακολουθούσαν κι άλλοι.
Ξεκίνησε σαν μια επίμονη φωνή. Την έδιωχνα, ερχόταν πάλι.
-Καλά να πάθεις! Τι δουλειά είχες εσύ μ' αυτόν;
-Τι ζήταγες στο σπίτι του Φαρισαίου;
-Κάνεις λάθη! Έκανες ένα ακόμα. Το μεγαλύτερο ίσως.
-Γιατί δεν γυρίζεις πίσω; Είσαι πόρνη. Φαντάστηκες πως με
τα νομίσματά σου θα ξεπληρώσεις το βίο σου;
-Κι εκείνος που πίστεψες ποιος ήταν; Ένας αγύρτης! Ένας
χαμένος! Σε λίγο θα χάσει τη ζωή του.
-Κι εσύ; Εσύ τι θα κάνεις; Πάλι με τους χαμένους; Είχες
κάτι. Μια σταθερή δουλειά. Εντάξει, όχι την καλύτερη. Εντάξει, εντάξει τη
χειρότερη. Αλλά τώρα, τι έχεις; Τώρα δεν έχεις τίποτε. Τα έχασες όλα.
Βούιζαν οι φωνές σα σφήκες μέσα στο κεφάλι μου, τόσο δυνατά,
τόσο επίμονα που άρχισα ασυναίσθητα να κουνάω τα χέρια, να κουνάω το κεφάλι για
να τις διώξω. Έκλαιγα. Τα μάτια μου πλημμύριζαν δάκρυα με μια ένταση που ποτέ
δεν είχα ξαναζήσει. Πονούσα. Τον αγαπούσα και θα τα περνούσα όλα αγόγγυστα για
χάρη του φτάνει μόνο να είχα τη σιγουριά της ύπαρξής του.
Σε λίγο λυγμοί ανατάραζαν το κορμί μου ολάκερο. Ένιωθα να
συντρίβομαι από το πελώριο “γιατί” που μου εξακόντιζε κείνος που μου ψιθύριζε
–λάθος- που κραύγαζε και κάγχαζε και επαιρόταν μέσα στο μυαλό μου. Ήθελα να
φωνάξω, μα ήταν ξημέρωμα. Θα με μάζευε η περίπολος κι εγώ θα ‘χανα οριστικά την
ελπίδα να τον ξαναδώ. Δάγκωσα τα χείλη με δύναμη και μούγκρισα από τον πόνο ως
τα κατάβαθά μου. Όχι από τον πόνο των χειλιών. Από τον άλλο...
Ύστερα σωριάστηκα στο χώμα, υγρό από την πρωινή πάχνη, μη
θέλοντας να συνεχίσω τη ζωή μου. Τότε τον άκουσα ξανά. ¨Η αγάπη σου είναι το
κλειδί σου” ξανά 'πε. Τον είδα να χαμογελά και να χάνεται μέσα στην αχλύ του
πρωινού, εκείνου του πρωινού, παραμονή Πάσχα.
Έξω από την αυλή του πραιτορίου στάθηκα με τις ώρες. Δεν
με ένοιαζε που δε μπορούσα να μπω μέσα. Σιγά το μίασμα. Τι σημασία είχε πια το
Πάσχα; Έχανα ό,τι είχα και μια γιορτή θα με έκανε να σταματήσω; Μα οι άλλοι; Α!
Οι άλλοι έμειναν απέξω. Ήτανε μίασμα λέει να μπουν μέσα στο πραιτόριο, να
βρεθούν μαζί με τους Ρωμαίους παραμονή τέτοιας γιορτής.
Μα την πίστη μου περίεργος λαός που είμαστε.
Μας νοιάζει το Πάσχα και το Σάββατο, μετράμε τα βήματά
μας και το μήκος του φορέματός μας και σκοτώνουμε αλύπητα ό,τι πιο ευγενικό
έβγαλε η φυλή μας.
Δεν τρώμε χοιρινά, μα τρέχουμε να κυλιστούμε σα γουρούνια
στα κρεβάτια του αγορασμένου έρωτα. Είμαστε ικανοί να σταματήσουμε την άνοιξη
αν τύχει κι έρθει λάθος μέρα.
Είμαστε ξεχωριστοί, τάχα, και μας αξίζει κάθε εύνοια του
ουρανού μόνο και μόνο γιατί το λέει το αίμα μας. Κουνάμε στον αγέρα το όνομα
του Μωυσή και του Αβραάμ για να ξορκίσουμε κάθε υποψία ότι μοιάζουμε με τους
υπόλοιπους ανθρώπους.
Δουλωθήκαμε στους
Ρωμαίους και περιμένουμε πάντα ένα βασιλιά για να μας σώσει. Κι ωστόσο οι
άρχοντές μας γίνανε ένα με τους κατακτητές. Πίνουν και τρώνε μαζί -δεν εννοώ
φυσικά πως κάθονται στο ίδιο τραπέζι, όχι- απλά τρώνε και πίνουνε μαζί το αίμα
του λαού.
Κι ο λαός; Ο λαός καταπίνει ό,τι του σερβίρουν. Του
αρέσει το δόλωμα του “ξεχωριστού”. Τσιμπάει πάντα. Είμαστε λέει ξεχωριστοί. Εγώ
βέβαια στο επάγγελμά μου πάντα τους ξεχωρίζω τους συμπατριώτες μου πελάτες...
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου