Η Παναγία είναι η μητέρα της Ορθοδοξίας. Από το πνευματικό μύρον της ευωδιάζει όχι μονάχα η Εκκλησία μας, αλλά κι ολόκληρη η ζωή μας. Για μάς τους Έλληνες είναι το γλυκύ καταφύγιο. Ο καθένας μας κοντά της γίνεται σαν παιδί, σ΄ αυτή τη μητέρα βρίσκουμε παρηγοριά, αγάπη και προστασία μικροί και μεγάλοι, νέοι και γέροντες, άνδρες και γυναίκες. Νοιώθοντάς για μητέρα μας, γινόμαστε αληθινά αδέλφια με τον Χριστό, που είναι Υιός της κατά σάρκα, και τέκνα του Πατρός Του. Πόσα ακατάληπτα μυστήρια έγιναν και γίνονται με την Παναγία, που είναι το στόλισμα του Γένους μας! Σαν την καταστολισμένη νύφη, έτσι είναι η Ελλάδα γεμάτη από εκκλησίες, μοναστήρια και ερημοκλήσια της Παναγίας, πνευματικά παλάτια της ταπεινής αυτής βασίλισσας. Στο καθένα απ΄ αυτά βρίσκεται το σεβάσμιο εικόνισμά της, δεξιά από την Ωραία Πύλη, με το γυρτό κεφάλι της, για να ακούσει τον κάθε πόνο μας, την κάθε χαρά μας. Πόσα δάκρυα βρέχουνε τα άχραντα χέρια της, δάκρυα του βασανισμένου λαού μας!
Το γλυκό, μελαχροινό και χρυσοκέρινο πρόσωπό της δίνει ελπίδα στους απελπισμένους, χαρά στους θλιμμένους, θάρρος στους δειλούς, ανάπαυση στους κουρασμένους, ειρήνη στους ταραγμένους. Το κάλλος της δεν είναι σαρκικό, αλλά κάλλος πνευματικό, που φέρνει κατάνυξη σεβασμό και αγάπη. Οι ζωγράφοι, που τη ζωγραφήσανε, ήτανε πονεμένοι άνθρωποι, νηστευμένοι, εγκρατείς, καθαροί, κατά το τροπάρι, που λέγει «Ως εμψύχω Θεού κιβωτώ ψαεύτω μηδαμώς χειρ αμυήτων, χείλη δε πιστών τη Θεοτόκω ασιγήτως φωνήν του Αγγέλου αναμέλποντα εν αγαλλιάσει βοάτω: Όντως ανωτέρα πάντων υπάρχεις, Παρθένε αγνή». Ο υμνωδός την ονομάζει έμψυχο Κιβωτό, γιατί αληθινά μ΄ αυτή την Κιβωτό έγινε η σωτηρία των ανθρώπων από τον κατακλυσμό της αμαρτίας και του θανάτου. Αλλά και με πόσα άλλα αμέτρητα ονόματα την καταστολίσανε οι άγιοι υμνωδοί μας, που και όλα μαζί να τα βάλλει κανείς, πάλι δεν ειμπορούνε να εκφράσουνε ό,τι πρέπει στο πανάγιο Πρόσωπό της. Το πρώτο και το πιο σεβάσμιο όνομά της είναι Παναγία. Έπειτα έρχονται τα άλλα: Θεοτόκος, Αειμακάριστος, Παναμώμητος, Υπερευλογημένη, Αειπάρθενος, Κεχαριτωμένη, Αμόλυντος, Άχραντος, Επουράνιος Πύλη, Σιών αγία, Τιμιωτέρα των Χερουβίμ και Ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ, Ηγιασμένος Ναός και Παράδεισος λογικός, Παρθενικόν Καύχημα, Ρόδον το Αμάραντον, Χρυσή Λυχνία, Μαναδόχος Στάμνος, Βάτος μη καταφλεγομένη, Κλίμαξ επουράνιος, Τείχος απροσμάχητον, Ελέους Πηγή, του κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, θεία Νεφέλη, Μυστικός Παράδεισος, Προστασία, Επακούουσα, Γοργοεπήκοος, Γρηγορούσα, Παραμυθία, Ταχεία αντίληψις, Χρυσοπλοκώτατος Πύργος και Δωδεκάτειχος Πόλις, Σκέπη του Κόσμου, Δένδρον αγλαόκαρπον, Ξύλον ευσκιόφυλλον, Ακτίς νοητού Ηλίου, Χρυσούν Θυμιατήριον, Σκηνή επουράνιος, των Θλιβομένων η χαρά, Αδικουμένων Προστάτις, Ελπίς των Χριστιανών, Βακτηρία Τυφλών, Ασθενούντων Επίσκεψις, Άγκυρα των ναυτιλλομένων και πολλά άλλα. Όλα τα βιβλία της Εκκλησίας μας είναι γεμάτα από ύμνους στην Παναγία. Οι πιο σπουδαίοι είναι οι Χαιρετισμοί της κ΄ οι δύο Παρακλητικοί Κανόνες, που τα λόγια τους στάζουνε δάκρυα. Αλλά τα τροπάρια, που ψέλνουνε στην Κοίμησή της έχουνε ένα ύψος και κάποια πνευματική μεγαλοπρέπεια εξαίσια, όπως π.χ. τα Στιχηρά του Εσπερινού: «Ω του παραδόξου θαύματος! Η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται, και κλίμαξ προς ουρανόν, ο τάφος γίνεται. Ευφραίνου Γεθσημανή, της Θεοτόκου το άγιον τέμενος. Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη χαίρε, μετά σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κόσμω, δια σου το μέγα έλεος». Ή εκείνο το θεσπέσιο απολυτίκιο: «Εν τη γεννήσει, την Παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει, τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης προς την ζωήν, Μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου τας ψυχάς ημών». Ή, τέλος, εκείνο το θριαμβευτικό: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν Σοι, Παρθένε άχραντε. Παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον Παρθένος, και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε την κληρονομίαν σου». Αμέτρητες και εξαίσιες είναι και οι εικόνες της Παναγίας μέσα στις εκκλησίες μας, ακηλίδωτα και πνευματικά έργα, σεμνόχρωμα, σοβαρά, μυστικά. Στην κόγχη του Βήματος ζωγραφίζεται καθισμένη σε θρόνο με τον Χριστό στα γόνατά της κι οι δύο Αρχάγγελοι παραστέκουν δεξιά και αριστερά σε στάση σεβασμού. Σε πολλές αρχαίες εκκλησίες είνε ζωγραφισμένη όρθια ή έως το στήθος με τα χέρια απλωμένα σε στάση δεήσεως. Η επιγραφή λέγει «ΜΗΡ ΘΥ η Πλατυτέρα των ουρανών». Στο εικονοστάσιο στέκεται το εικόνισμά της από τα δεξιά της αγίας Πόρτας, όπως είπαμε πρωτίτερα, κ΄ είνε ζωγραφισμένη σε τύπον Οδηγητρίας ή Γλυκοφιλούσης, κάποτε και στον ίδιο τύπο της Πλατυτέρας, επί θρόνου. Η Γλυκοφιλούσα γέρνει την ιερή κεφαλή της προς το τέκνο της και σμίγει το μάγουλό της με το μάγουλο του Χριστού, που αγκαλιάζει τη μητέρα του. Η Οδηγήτρια είναι αυστηρή. Η κεφαλή της στέκεται ορθή, σε στάση ιερατική, κ΄ είνε σκεπασμένη με το «μαφόριον», φόρεμα ευρύχωρο και ιεροπρεπές, που έχει χρώμα βυσσινί σκούρο. Με το αριστερό κρατά τον Χριστό, και το δεξιό είναι ακουμπισμένο σεμνά στο στήθος της, με το μεγάλο δάκτυλο ανοιχτό και τα άλλα τέσσαρα σμιχτά. Όσο αρχαιότερο είναι το εικόνισμα, τόσο το χέρι είναι πιο όρθιο, σε στάση δεήσεως. Ο Χριστός είναι μεν μικρός εις το σχέδιο, αλλά μεγάλος στην έκφραση του προσώπου, για να φανερώνει αυτό που λέγει ο απόστολος Παύλος «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. δ, 13). Της Παναγίας φαίνεται γυμνό μοναχά το πρόσωπό της με λίγο μέρος του λαιμού και τα χέρια της έως τον καρπό, με σφιχτά επιμάνικα. Από μέσα από το σκέπασμα τής κεφαλής φαίνεται μία στενή λουρίδα από το δέσιμο των μαλλιών της, που αφήνει να φαίνονται μονάχα οι άκρες των αυτιών της. Το μέτωπό της είνε αγνό, απλό, κατακάθαρο, σαν μελαχροινό φίλντισι. Τα ματόφρυδά της είνε καμαρωτά, μακρυά, φθάνοντας μέχρι κοντά στα αυτιά της, ζωηρά1. Τα μάτια της αμυγδαλωτά, ισκιωμένα, μεγάλα, καστανά, βαθειά, σοβαρά μα γλυκύτατα, με το ασπράδι καθαρό αλλά ισκιωμένο. Τα βλέφαρα ζωηρά και μακρυά. Το βλέμμα της είνε μελαγχολικό, απλό, ίσιο, ήσυχο, συμπαθητικό, αγαπητό, θλιμμένο και μαζί χαροποιό, αυστηρό μα μαζί και συμπονετικό, αγιώτατο, πνευματικό, σκεπτικό, άμωμο, αθώο, ελπιδοφόρο, υπομονητικό, πράο, σεμνότατο, που διώχνει κάθε σαρκικόν λογισμό, μυστικό καθρέπτισμα του Παραδείσου, βασιλικό και ταπεινό, ανθρώπινο και θεϊκό, άκακο, αδελφικό, ευγενικό, ελεγκτικό, άγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο, μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερό για όσους έχουν πονηρούς λογισμούς, τρυφερό, διαπεραστικό, ερευνητικό, απροσποίητο, ηγεμονικό, συγκαταβατικό, παρακαλεστικό, αμετασάλευτο. Η μύτη της είνε μακρυά και στενή, με μέτρο, κονδυλένια, άσαρκη, ιουδαϊκή, λίγο γυριστή, με λεπτά ρουθούνια, σεμνοπρεπής. Το στόμα της είναι μικρό, ντροπαλό, φρόνιμο, χλωμοκόκκινο, κλειστό, καθαρό, ισκιωμένο στις άκρες σαν να χαμογελά ελαφρά. Το σιαγόνι της γυριστό, σεβαστό, ταπεινό, ανεπιτήδευτο. Το μάγουλό της παρθενικό, καθαρό, χνουδωτό, ευωδιασμένο, ντροπαλό, χλωμό με μία ελαφρότατη κοκκινάδα. Ο λαιμός της γυρτός, υψηλός, και σμίγει με το σιαγόνι με ένα απαλό ίσκιωμα, που το λέγανε οι παλαιοί «γλυκασμόν». Το όλο πρόσωπό της είναι ιερατικό και θρησκευτικό, και μαρτυρά αρχαία φυλή. Τα άχραντα χέρια της είναι μικρά, εκφραστικά, στενά, μακροδάκτυλα, λεπτόνυχα. Στην ερμηνεία των Ζωγράφων είναι γραμμένα: «Περί του χαρακτήρος της Θεοτόκου». Η υπεραγία Θεοτόκος ην τη ηλικία2 τρίπηχυς, μακρόφρυς, μεσόρριν, μακρόλαιμος, μακροδάκτυλος, εύστοχος, ταπεινή, ασχημάτιστος3, αβλάκευτος4, ιμάτια αυτόρραφα5 αγαπώσα. Στην Ελλάδα προσκυνείται η Παναγία με τον πρεπούμενον τρόπο, ήγουν με δάκρυα, με πόνο, με ταπεινή αγάπη, με «χαροποιόν πένθος». Γιατί η Ελλάδα είνε τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος, και το έθνος μας βρίσκει στις σκληρές περιστάσεις παρηγοριά και στήριγμα στη λυπημένη μητέρα του Χριστού. Σε άλλες χώρες η Παναγία τραγουδιέται με τραγούδια κοσμικά, μα εμείς την υμνολογούμε με κατάνυξη, θαρρετά, μα με συστολή, με αγάπη, μα και με σέβας, σαν μητέρα μας, μα και σαν μητέρα του Θεού μας. Ανοίγουμε την καρδιά μας, για να δει τι έχει μέσα και να γιάνει τις πληγές της. Η Παναγία είνε η πικραμένη χαρά τής Ορθοδοξίας, «το χαροποιόν πένθος», «η χαρμολύπη» μας, «ο ποταμός ο γλυκερός του ελέους», «ο λιμήν των χειμαζομένων». Τώρα το Δεκαπενταύγουστο μοσκοβολά όλη η χώρα μας από τη μυστική ευωδία της Θεοτόκου: «Επί Σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις, Αγγέλων το σύστημα και ανθρώπων το γένος. Ηγιασμένε ναέ και Παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, εξ ης Θεός εσαρκώθη και παιδίον γέγονε». Ο αγέρας, τα βουνά, οι θάλασσες, τα χωριά, οι πολιτείες, γεμίζουνε ευωδία από το «χρυσούν θυμιατήριον», από την «μαναδόχον στάμνον», που έχει μέσα «μύρον το ακένωτον». Οι γυναίκες μας είναι στολισμένες με τ΄ όνομά της, τα χωριά μας, τα βουνά οι κάμποι, τα νησιά, οι ακροθαλασσιές, οι κάβοι, είνε αγιασμένα από τα ερημοκκλήσια κι από τα μοναστήρια της. Τα καϊκια και τα καράβια μας έχουνε γραμμένο απάνω στη μάσκα και στην πρύμνη το γλυκό τ΄ όνομά της. Αληθινά στην Ελλάδα μας «επί Σοι, χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις». Σήμερα, που κοιμήθηκες, η χαρά έγινε μεγαλύτερη, η θλίψη άλλαξε σε αγαλλίαση, η ελπίδα ζωήρεψε μέσα στις καρδιές μας, Μητέρα αληθινή της Ζωής. Σήμερα τ΄ αγεράκι φυσά πιο γλυκά, τα δένδρα σαν να γινήκανε πιο χλωρά, τ΄ αυγουστιάτικο κύμα αφρίζει πιο δροσερά μέσα στο πέλαγος φουσκωμένο από χαρά. Όλα πανηγυρίζουν κι αγάλλονται. Ω! Τι θάνατος είνε αυτός, που γέμισε την οικουμένη με τη χαρά της αθανασίας! Τα καράβια βολτατζάρουνε στη γαλανή θάλασσα ανοιχτά από τους κάβους, που είνε χτισμένα στα μοναστήρια Σου. Όποιος ταξιδεύει στα Ελληνικά νερά, σε όποιο μέρος κι αν βρεθεί τη μέρα της Παναγίας, την ώρα που γλυκοχαράζει, θ΄ ακούσει απ΄ ανοιχτά τις καμπάνες να ψέλνουν με τη γλυκειά φωνή τους, κ΄ η ψαλμωδία τους να γεμίζει τον αέρα επάνω από το πέλαγος. Άλλες ακούγονται από το Άγιον Όρος, που το λένε Περιβόλι της Παναγίας, άλλες από την Τήνο, που γιορτάζει η Μεγαλόχαρη, άλλες από τη Μυτιλήνη, από την Παναγιά της Αγιάσσος και της Πέτρας, άλλες από τη Σκιάθο, από τη Νάξο, από την Πάρο, από τη Σίφνο, από τη Φανερωμένη της Σαλαμίνας, από τη Χίο, από την Κρήτη, από τις Στροφάδες, από την Κέρκυρα, από τα Δωδεκάνησα, από την Κύπρο, που έχει το ξακουσμένο μοναστήρι του Κύκκου, από κάθε κάβο, από κάθε νησί, από κάθε στεριά της αγιασμένης Ελλάδας.Υποσημειώσεις του
Φ. Κόντογλου
1. Από τα
εικονίσματα της Παναγίας εμπνεύσθηκε, όπως φαίνεται, κι ο λαϊκός ποιητής, που
έκανε τούτους τους στίχους: «πούχουν το μάτι σαν εληά, το φρύδι σαν γαϊτάνι,/
το έρμο το ματόφυλλο σαν ΄λληνικό κοντύλι» (κοντύλι είναι το πινέλο του
ζωγράφου).
2. Κατά το
ανάστημα.
3. Απροσποίητη.
4. Παρθενική.
5. Που τα έρραβε η Ίδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου