Για πολλές νύχτες στη σειρά έβλεπε ο Μάνος του Κορωνίου, εκεί που έδενε τη βάρκα του κάθε βράδυ, κοντά στα Κοτρόνια του ανατολικού γιαλού, ανάμεσα σε δύο ψηλούς βράχους και κάτω από ένα παλιό ερημόσπιτο καταερειπωμένο, - εκεί έστρωνε συνήθως την κάπα του πάνω στην πλώρη της βάρκας, και κοιμόταν ύπνο χορευτό και νανουρισμένο, τρείς σπιθαμές ψηλότερα από το κύμα, παρατηρώντας τα άστρα και μελετώντας την Πούλια και όλα τα μυστήρια του ουρανού - έβλεπε, λέω, ανοιχτά στο πέλαγος, έξω από τα δύο ανθισμένα νησάκια, που φυλάνε σαν σκοποί την είσοδο του λιμένα, ένα μελαγχολικό φως-καντήλι, φανάρι, λαμπάδα, ή άστρο πεσμένονα τρεμοφέγγει, εκεί μακριά, στο βάθος της σκοτεινής εικόνας, στην επιφάνεια του κύματος, και να στέκεται για ώρες, να μοιάζει σαν να πλέει, και να μένει ακίνητο.
Γιατί; Κανείς δεν ήξερε. Ή, αν υπήρχαν λίγα γραΐδια «λαδικά», ή και δύο τρείς
γέροι, που γνώριζαν τις παλιές ιστορίες του τόπου, ο Μάνος δεν είχε τύχει να
βρει ευκαιρία να τους ρωτήσει.
Έβλεπε,
βραδυές τώρα, το παράδοξο εκείνο απομακρυσμένο φως να τρέμει και να φέγγει εκεί
στο πέλαγος, ενώ ήξερε ότι δεν ήταν εκεί κανένας φάρος.
Η κυβερνηση δεν είχε φροντίσει για αυτά τα πράγματα στα μικρά μέρη, αυτά που
δεν έχουν ισχυρούς βουλευτές.
Τι
ήταν, λοιπόν, εκείνο το φως;
Αισθανόταν την επιθυμία, επειδή καθημερινα σχεδόν περνούσε με τη βάρκα του από
το πέρασμα εκείνο, ανάμεσα στα δύο χλοερά νησάκια, και δεν έβλεπε κανένα ίχνος
εκεί τη μέρα, που να εξηγεί την παρουσία του φωτός τη νύχτα, να ξεκινήσει με τη
βάρκα τα μεσάνυχτα, διακόπτοντας τον μακάριο ύπνο του, και τους ρεμβασμούς του
προς τα άστρα και την Πούλια, να φτάσει ως εκεί, να δει τι είναι, και, στην
ανάγκη, να το κυνηγήσει το μυστηριώδες εκείνο φέγγος.
Έτσι ο Μάνος, επειδή ήταν αδύνατος άνθρωπος, όπως είπαμε, νέος εικοσάχρονος, κάλεσε
για βοήθεια και τον Γιαλή της Φαφάνας, δέκα χρόνια μεγαλύτερο του, αφού του
διηγήθηκε το νυκτερινό του όραμα, για να του κάνει συντροφία στην ασυνήθιστη
εκδρομή.
Πήγαν
μια νύχτα, όταν η σελήνη ήταν εννιά ημερών κι επρόκειτο να δύσει γύρω στη μία
μετά τα μεσάνυχτα. Το φως φαινόταν εκεί, ακίνητο σαν καρφωμένο, ενώ ο πύρινος
κολοβός δίσκος κατέβαινε αργά αργά προς τη δύση κι έμελλε να κρυφτεί πίσω από
το βουνό. Όσο έπλεαν αυτοί με τη βάρκα, τόσο τους έφευγε, χωρίς να φαίνεται στα
μάτια τους πως κινείται, ο μυστηριώδης πυρσός.
Έβαλαν δύναμη στα κουπιά, «ξεπλατίστηκαν». Το φως μάκραινε, φαινόταν όλο και
πιο μακρινό. Ήταν άφθαστο. Στο τέλος χάθηκε από το μάτια τους. Ο Μάνος, μαζί με
τον Φαφάνα, έκαναν πολλούς σταυρούς. Αντάλλαξαν λίγες λέξεις:
-Δεν
είναι φανάρι, δεν είναι καΐκι, όχι.
-Και
τι είναι;
-Είναι…
Ο
Γιαλής της Φαφάνας δεν ήξερε τι να πει.
Την
νύχτα της τρίτης μέρας, και πάλι δύο ή τρείς μέρες μετά από αυτήν, οι δύο
ναυτικοί επιχείρησαν και πάλι την εκδρομή. Πάντα έβλεπαν τη μυστηριώδη λάμψη να
χορεύει στα κύματα. Έπειτα, όσο πλησίαζαν αυτοί, τόσο το όραμα έφευγε. Και
τέλος γινόταν άφαντο. Τι ήταν άραγε;
Ένας
μόνο γείτονας είχε προσέξει τις αλλεπάλληλες νυχτερινές εκδρομές των δυο φίλων
με τη βάρκα. Ο Λίμπος ο Κόκοϊας, άνθρωπος πενηντάρης, είχε διαβάσει πολλά
παλαιά βιβλία με τα λίγα κολλυβογράμματα που ήξερε, και είχε μιλήσει με πολλές
σοφές γριές, που είχαν ζήσει τα χρόνια τα παλιά. Καθόταν όλη τη νύχτα,
αγρυπνώντας, κοντά στο παράθυρο του, βλέποντας προς την θάλασσα, και πότε
διάβαζε τα βιβλία του, πότε ρέμβαζε προς τα άστρα και προς τα κύματα. Η καλύβα
του, όπου έρημος και μόνος κατοικούσε, βρισκόταν λίγους βράχους παραπέρα από το
σπίτι της Λουλούδως, όπου έδενε τη βάρκα του ο Μάνος, ανάμεσα στο σπίτι της
Βάσως του Ραγιά και της Γκαβαλογίνας.
Μια
νύχτα, ο Κορώνιος κι ο εγγονός της Φαφάνας ετοιμάζονταν να λύσουν τη βάρκα, και
να κωπηλατήσουν, τέταρτη φορά, για να κυνηγήσουν το ασύληπτο θήραμα τους.
Ο
Λίμπος ο Κόκοϊας τους είδε, βγήκε από την καλύβα του, φορώντας άσπρο σκούφο και
ράσο μακρύ, όπως συνήθιζε μέσα στο σπίτι, πήδησε δυο τρείς βράχους προς τα
εκεί, κι έφτασε παραπάνω από το μέρος, όπυ βρίσκονταν οι δυο φίλοι.
-
Για πού, αν θέλει ο Θεός, παιδιά; τους φώναξε. Είναι βραδιές τώρα που τρέχετε
έξω από το λιμάνι, χωρίς να πιάνετε θαλασσινά, χωρίς να ψαρεύετε με πυροφάνι -
και τα ψάρια σας δεν τα είδαμε. Μήπως είδατε όνειρο και σκάβετε κάπου, για να
βρείτε κανένα θησαυρό;
Ο
Μάνος παρακάλεσε τον Κόκοϊα να κατεβεί παρακάτω και να μιλάει σιγανότερα.
Έπειτα δεν δίστασε να του διηγηθεί το όραμα του.
Ο
Λίμπος άκουσε με προσοχή. Έπειτα γέλασε:
-
Αμ που να τα ξέρετε αυτά εσείς, οι νέοι, είπε, κουνώντας έντονα το κεφάλι. Τον
παλιό καιρό, τέτοια πράγματα, σαν αυτό που είδες,
Μάνο, τα έβλεπαν όσοι ήταν καθαροί, τώρα τα βλέπουν μόνο οι ελαφροΐσκιωτοι. Εγώ
δεν βλέπω τίποτα!... Το είδε κι ο Γιαλής, αυτό που λες πως βλέπεις;
Ο
Γιαλής αναγκάστηκε με ντροπή κατώτερη της ηλικίας του να ομολογήσει πως δεν
έβλεπε το φως, για το οποίο γίνοταν λόγος, αλλά έδινε πίστη στη διαβεβαίωση του
Μάνου, που έλεγε ότι το βλέπει.
Ο
Κόκοϊας άρχισε τότε να διηγείται:
«
- Ακούστε
να σας πω, παιδιά. Εγώ που με βλέπετε, έφτασα τη γριά-Κοεράνω του Ραγιά, τη
προγιαγιά αυτής της Βάσως της γειτόνισσας, καθώς και τη μάνα της Γκαβαλογίνας,
ακόμα κι άλλες γριές. Μου είχαν διηγηθεί πολλά πρωτινά, παλαιικά πράγματα,
καθώς κι αυτό που θα σας πω τώρα:
»
Βλέπετε αυτό το χάλασμα, το καλύβι της Λουλούδως, που λένε πως είναι
στοιχειωμένο; Εδώ τον παλιό καιρό κατοικούσε μια κόρη, η Λουλούδω, που της
είχαν δώσει αυτό το όνομα για την ομορφιά της, - έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε κι
αυτή- μαζί με τον πατέρα της, τον γέρο-Θεριά ( ελληνικά τον έλεγαν Θηρέα), που
κυνηγούσε όλους τους Δράκους και τα Στοιχειά, με την ασημένια σαΐτα και με
φαρμακωμένα βέλη. Ένα Βασιλόπουλο από τα ξένα την αγάπησε την όμορφη Λουλούδω.
Της έδωσε το δαχτυλίδι του, και κίνησε να πάει στον πόλεμο και της έταξε με
όρκο πως άμα νικήσει τους βάρβαρους, την μέρα που θα γεννηθεί ο Χριστός, θα
έρθει να τη στεφανωθεί.
»
Πήγε το Βασιλόπουλο. Έμεινε η Λουλούδω, ρίχνοντας τα δάκρυα της στο κύμα, στον
αέρα στέλνοντας τους αναστεναγμούς της, και την προσευχή στα ουράνια, να βγεί
νικητής το Βασιλόπουλο, να έρθει η μέρα που θα γεννηθεί ο Χριστός, να γυρίσει ο
αρραβωνιαστικός της
να την στεφανωθεί.
»
Έφτασε η μέρα που ο Χριστός γεννάται. Η Παναγιά με αστραφτερό πρόσωπο, χωρίς
πόνο, χωρίς βοήθεια, γέννησε το Βρέφος μες στη Σπηλιά, το σήκωσε, το σπαργάνωσε
με χαρά, και το έβαλε στο παχνί για να το κοιμήσει. Ένα βοϊδάκι κι ένα
γαϊδουράκι σίμωσαν τα χνότα τους στο παχνί και φυσούσαν μαλακά να ζεστάνουν το θείο
Βρέφος. Να, τώρα θα έρθει το Βασιλόπουλο να πάρει τη Λουλούδω!
»
Ήρθαν οι βοσκοί, δυο γέροι με μακριά άσπρα μαλλιά, με τις μαγκούρες τους, ένα
βοσκόπουλο με τη φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κι έπεσαν και
προσκύνησαν το θείο Βρέφος. Είχαν δει τον Άγγελο αστραπόμορφο, με χρυσογάλανα
λευκά φτερά, είχαν ακούσει τα αγγελούδια που έψαλαν: Δόξα έν υψίστοις Θεώ!
Έμειναν γονατιστοί, με εκστατικά μάτια, κάτω από το παχνί, πολλήν ώρα, και
λάτρευαν αχόρταγα το θαύμα το ουράνιο. Να! Τώρα θα έρθει το Βασιλόπουλο, να
πάρει την Λουλούδω!
»
Έφτασαν και οι τρείς Μάγοι, καβάλα στις καμήλες τους. Είχαν χρυσές μίτρες στο
κεφάλι, και φορούσαν μακριές γούνες με πορφύρα κατακόκκινη. Και το αστεράκι,
ένα λαμπρό χρυσό αστέρι, χαμήλωσε και κάθισε στη σκεπή της Σπηλιάς, κι έλαμπε
με γλυκό ουράνιο φως, που παραμέριζε της νύχτας το σκοτάδι. Οι τρείς βασιλικοί
γέροι ξέζεψαν από τις καμήλες τους, μπήκαν στο Σπήλαιο, κι έπεσαν και
προσκύνησαν το Παιδί. Άνοιξαν τα πλούσια τα δισάκια τους, και πρόσφεραν δώρα:
χρυσόν και λίβανον και σμύρναν.
»
-Να! Τώρα θα έρθει το Βασιλόπουλο, να πάρει τη Λουλούδω!
»
Πέρασαν τα Χριστούγεννα, τελειώθηκε το μυστήριο, έγινε η σωτηρία, και το
Βασιλόπουλο δεν ήρθε να πάρει την Λουλούδω! Οι βάρβαροι είχαν πάρει σκλάβο το
Βασιλόπουλο. Το φουσάτο του είχε νικήσει στην αρχή, τα φλαμπουρά του είχαν
κυριέψει με αλαλαγμό τα κάστρα των βαρβάρων. Το Βασιλόπουλο είχε χιμήξει με
ακράτητη ορμή, πάνω στο μούστωμα και στη μέθη της νίκης. Οι βάρβαροι με δόλο
τον είχαν αιχμαλωτίσει!
»
Τα δάκρυα της κόρης πίκραναν το κύμα το αρμυρό, οι αναστεναγμοί της διαλύθηκαν
στον αέρα, κι η προσευχή της έπεσε πίσω στη γή, χωρίς να φτάσει στο θρόνο του
Μεγαλοδύναμου. Ένα λουλουδάκι αόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ανάμεσα στους δυο
αυτούς βράχους, που το λένε Άνθος του Γιαλού, αλλά μάτι δεν το βλέπει.
Και το Βασιλόπουλο, που είχε πέσει στα χέρια των βαρβάρων, παρακάλεσε να γίνει
Σπίθα, φωτιά του πελάγους, για να φτάσει εγκαίρως, ως τη μέρα που γεννάται ο
Χριστός, να φυλάξει τον όρκο του, που είχε δώσει στη Λουλούδω.
»
Μερικοί λένε, πως το Άνθος του Γιαλού έγινε ανθός, αφρός του κύματος. Κι η
Σπίθα εκείνη, η φωτιά του πελάγου που είδες, Μάνο, είναι η ψυχή του
Βασιλόπουλου, που έλιωσε, σβήστηκε στα σίδερα της σκλαβιάς, και κανείς δεν την
βλέπει πια, παρά μόνο όσοι ήταν καθαροί τον παλιό καιρό , και οι ελαφροΐσκιωτοι
στα χρόνια μας».
(1906)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου