Τη αυτή ημέρα Κυριακή της Αποκρέω, της Δευτέρας και αδεκάστου Παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μνείαν ποιούμεθα.
Μετά τας δύο παραβολάς, ήτοι της του Τελώνου και Φαρισαίου και της του Ασώτου, οι θειότατοι Πατέρες διέταξαν να ποιώμεν την μνήμην της Δευτέρας του Χριστού Παρουσίας, ίνα μη τις ακούων εν εκείναις την φιλανθρωπίαν του Θεού πέση εις αμέλειαν, λέγων κατά νουν, φιλάνθρωπος είναι ο Θεός, και όταν παύσω από την αμαρτίαν, εύκολα θέλω διέλθει το παν. Δια τούτο έταξαν ενταύθα την ανάμνησιν της φοβεράς εκείνης ημέρας, δια να εκφοβήσουν τους αμελείς με την υπόμνησιν του θανάτου και των αναμενομένων βασάνων, και ούτω τους διεγείρωσιν εις κατόρθωσιν αρετής, ώστε να μη αποβλέπωσι μόνον εις την φιλανθρωπίαν του Θεού και αποθαρρούσιν, αλλά να συλλογίζωνται και ότι υπάρχει Δίκαιος Κριτής, όστις αποδίδει εις έκαστον κατά τα έργα αυτού.
Άλλως τε και κατ’ άλλον τρόπον, επειδή κατά την χθες παρέστησαν εις το μέσον αι ψυχαί, έπρεπε κατά την σήμερον να έλθη ο Δίκαιος αυτών Κριτής. Τρόπον τινά δε και η παρούσα εορτή ως τέλος είναι πασών των εορτών· επειδή αύτη θέλει είναι τελευταία όλων των καθ’ ημάς. Διότι πρέπει να συλλογιζώμεθα ότι εις την επομένην Κυριακήν θέλομεν βάλει την αρχήν του κόσμου και αυτήν την από του Παραδείσου έξωσιν του Αδάμ. Η δε παρούσα είναι τέλος όλων των ημετέρων έργων και πράξεων, και όλου τούτου του κόσμου. Έβαλον δε οι θειότατοι Πατέρες την ανάμνησιν της Δευτέρας Παρουσίας κατά την παρούσαν ημέραν της Αποκρέω, καθώς νομίζω, δια να συστείλουν την τρυφήν και την αφροσύνην, από τον φόβον της εορτής και να σύρουν τους ανθρώπους εις την συμπάθειαν των πλησίον. Αλλά και άλλως, επειδή κατά την ερχομένην Κυριακήν με το πρόσωπον του Αδάμ θέλομεν αποβληθή τυπικώς από την τρυφήν του Παραδείσου, έως ότου έλθη ο Χριστός και μας επαναγάγη πάλιν εις τον Παράδεισον. Δευτέρα δε Παρουσία αύτη ονομάζεται επειδή πρώτον, κατά την θείαν Αυτού οικονομίαν, σωματικώς προς ημάς επεδήμησεν, αλλ’ ηρέμα και χωρίς δόξης, νυν δε μέλλει να έλθη μετά υπερφυών θαυμασίων και περιφανούς της λαμπρότητος ουρανόθεν και μετά σώματος, δια να γνωρισθή από όλους, ότι ούτος είναι ο και το πρώτον ελθών και το γένος των ανθρώπων ελευθερώσας και πάλιν μέλλει να κρίνη αυτό, αν εφύλαξε καλώς τα παραδοθέντα εις αυτό. Πότε όμως μέλλει να γίνη η Δευτέρα Αυτού Παρουσία ουδείς γνωρίζει. Πλην εδήλωσε σημεία τινά, τα οποία μέλλουν να προηγηθούν και τα οποία Άγιοι τινές διεσάφησαν πλατύτερον. Λέγεται δε ότι μετά την παρέλευσιν των επτά χιλιάδων ετών θέλει γίνει η Δευτέρα Παρουσία. Πρωτύτερα δε από την Δευτέραν Παρουσίαν θέλει έλθει ο Αντίχριστος, ο οποίος, καθώς λέγει ο Άγιος Ιππόλυτος, θέλει γεννηθή από γυναίκα πόρνην, κατά το φαινόμενον παρθένον, πλην Εβραίαν ούσαν, από την φυλήν του Δαν, υιού του πατριάρχου Ιακώβ, και θέλει δήθεν περιπατήσει την κατά Χριστόν πολιτείαν· και θαύματα θέλει κάμει, όσα και ο Χριστός, και νεκρούς θέλει αναστήσει, όμως θέλει κάμει όλα αυτά κατά φαντασίαν, και την γέννησιν και την σάρκωσιν και τα λοιπά πάντα, καθώς λέγει ο θείος Απόστολος, και τότε λέγει, θέλει αποκαλυφθή ο υιός της απωλείας εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασι ψεύδους. Πλην όχι ότι αυτός ούτος ο διάβολος μέλλει να σαρκωθή, καθώς λέγει ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αλλά άνθρωπος εκ πορνείας γεννηθείς μέλλει να δεχθή μέσα του όλην την ενέργειαν του σατανά, και αίφνης θέλει επανασταθή. Έπειτα θέλει φανή δήθεν καλός και μέτριος, και τότε θέλει γίνει πείνα μεγάλη, και τρόπον τινά θέλει κάμει βοήθειαν εις τον λαόν. Αλλά και τας θείας Γραφάς θέλει μελετήσει εκείνος, και νηστείαν θέλει κάμει, και από τους ανθρώπους μέλλει να βιασθή, και βασιλεύς μέλλει να ανακηρυχθή, και εις το γένος των Εβραίων θέλει δείξει μεγάλην αγάπην, και εις την Ιερουσαλήμ θέλει τους αποκαταστήσει και τον ναόν των θέλει ανακαινίσει. Επτά όμως προ του Αντιχρίστου έτη, καθώς λέγει ο Δανιήλ, θέλει έλθει ο Ενώχ και ο Ηλίας κηρύττοντες εις τον λαόν να μη τον δεχθούν. Αυτός δε θέλει τους συλλάβει και θέλει τους τυραννήσει, έπειτα θέλει κόψει και τας κεφαλάς αυτών. Όσοι δε θέλουν να μένουν ευσεβείς, θέλουν φεύγει μακράν εις τα όρη, τους οποίους ευρίσκων εκείνος, δια των δαιμόνων, θέλει επιβάλλει κατ’ αυτών διαφόρους τιμωρίας. Τα δε επτά έτη εκείνα θέλουν κολοβωθή, ήτοι θέλουν ελαττωθή προς χάριν των εκλεκτών. Τότε θέλει γίνει και πείνα μεγάλη και τα στοιχεία θέλουν μεταβληθή, τόσον ώστε θα κινδυνεύσουν να αφανισθούν όλοι. Ύστερα από όλα αυτά αίφνης θέλει γίνει η παρουσία του Κυρίου, ως αστραπή από τον ουρανόν· και ο Τίμιος αυτού Σταυρός θέλει προποσεύεσθαι, και ποταμός πυρός βράζων θέλει τρέχει έμπροσθεν αυτού, καθαρίζων την γην από τας ακαθαρσίας και τους μολυσμούς των ανομιών. Παρευθύς δε θέλει συλληφθή ο Αντίχριστος και οι ιδικοί του υπηρέται και θέλουν παραδοθή εις το πυρ το αιώνιον. Τότε θέλουν σαλπίσει οι Άγγελοι, και συγχρόνως όλον το ανθρώπινον γένος από τα τετραπέρατα της οικουμένης θέλει συναθροισθή εις την Ιερουσαλήμ, διότι κατά την γνώμην τινών αυτή είναι η μέση του κόσμου, και εκεί εκάθισαν θρόνοι εις κρίσιν· όμως όλοι θέλουν ευρεθή με τα ίδια των σώματα και τας ψυχάς, όλοι μετεστοιχειωμένοι εις αφθαρσίαν, και όλοι μέλλει να έχουν μίαν μορφήν· και αυτά δε τα στοιχεία θέλουν μεταβληθή εις καλλιτέραν κατάστασιν. Τότε με ένα λόγον ο Κύριος θέλει χωρίσει τους Δικαίους από τους αμαρτωλούς, και όσοι έπραξαν τα αγαθά θέλουν αποφασισθή να υπάγουν εις την αιώνιον ζωήν. Οι δε αμαρτωλοί, ως εγώ, θέλουν κατακριθή εις την αιώνιον βάσανον και ουδέποτε θέλουν παύσει τα βάσανα αυτά. Και καθώς βλέπομεν εις εκείνην την ημέραν, ο Κριτής δεν θέλει ζητήσει νηστείας, ούτε σωματικάς κακοπαθείας, ότι καλά μεν είναι και αυτά, αλλά θέλει ζητήσει τα πολύ τούτων καλλίτερα, ελεημοσύνην δηλαδή και συμπάθειαν. Θα είπη δηλαδή τότε ο Κύριος εις τους Δικαίους και εις τους αμαρτωλούς εξ τινά· «Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με· ησθένησα και επεσκέψασθέ με· εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με… εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε: 35 – 40). Τα οποία ταύτα έκαστος δύναται να τα κάμη, κατά την ιδίαν δύναμιν. Τότε λοιπόν πάσα γλώσσα θέλει ομολογήσει Κύριον Ιησούν Χριστόν, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν. Αι βάσανοι δε όπως περιγράφονται εις το ιερόν Ευαγγέλιον, είναι αύται· κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων, σκώληξ μη τελευτών· πυρ μη σβεννύμενον· σκότος εξώτερον (Ματθ. η: 12, ιγ: 42, 50, κβ: 13, κδ: 51, κε: 30, Λουκά ιγ: 28, Μάρκου θ: 48). Ταύτα πάντα η Εκκλησία του Θεού δεχομένη, ήτοι οι θείοι Πατέρες, τρυφήν μεν και Βασιλείαν ουρανών ονομάζουσιν την μετά του Θεού και των Αγίων συνδιαγωγήν, και την έλλαμψιν του θείου φωτός και την παντοτεινήν ανάβασιν. Βάσανον δε και σκότος και τα τοιαύτα, τον από του Θεού χωρισμόν και μακρυσμόν και την των ψυχών δια του συνειδότος δαπάνην, ενθυμούμενοι, ότι από την αμέλειάν των και δια πρόσκαιρον τρυφήν, της θεϊκής ελλάμψεως εστερήθησαν. Τη αφάτω σου φιλανθρωπία Χριστέ ο Θεός, της ευκταίας σου φωνής ημάς καταξίωσον, και τοις εκ δεξιών σου προβάτοις ημάς ελεήσας συναρίθμησον. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου