ΤΩ ΣΑΒΒΑΤΩ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ

Τη αυτή ημέρα μνείαν επιτελείσθαι ΠΑΝΤΩΝ  ΤΩΝ  ΑΠ’ ΑΙΩΝΟΣ ΚΟΙΜΗΘΕΝΤΩΝ ευσεβών πατέρων και αδελφών ημών, επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου, οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν.                    

Τω Σαββάτω τούτω, όπερ προηγείται της κατά την αύριον τελουμένης μνήμης της Δευτέρας του Κυρίου Παρουσίας, οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν να επιτελώμεν μνήμην όλων των απ’ αιώνος ευσεβώς τελευτησάντων ανθρώπων, από φιλανθρωπίαν εις τούτο κινούμενοι. Τούτο δε εθέσπισαν επειδή μεταξύ των πολλών και διαφόρων θανάτων, οίτινες συμβαίνουν εις τους ανθρώπους, ίσως πολλοί πένητες και άποροι δεν ηξιώθησαν των εκκλησιαστικών ψαλμωδιών και μνημοσύνων. Δια τούτο οι θείοι Πατέρες διέταξαν, όπως η μήτηρ ημών η μία Αγία Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξος Εκκλησία κάμνη μνημόσυνα κοινά δι’ όλους, δια να περιλαμβάνωνται μέσα εις τα κοινά αυτά μνημόσυνα και όσοι κατά μέρος δεν έτυχον των συνήθων μνημοσύνων, ένεκεν αιτίας τινός. Ταύτην την περί των μνημοσύνων διάταξιν έλαβον οι θείοι Πατέρες, και κατά παράδοσιν, από τους ιερούς Αποστόλους. Εδίδασκον δε ούτοι ότι τα υπέρ των κεκοιμημένων γενόμενα, μεγάλην εις αυτούς προξενούσιν ωφέλειαν.

Εν πρώτοις λοιπόν, η του Θεού Εκκλησία επιτελεί σήμερον τα κοινά μνημόσυνα, κατά τον τρόπον τούτον όπου είπομεν, κατά δεύτερον δε, επειδή κατά την αύριον Κυριακήν εθέσπισαν την ανάμνησιν της Δευτέρας του Χριστού παρουσίας, ούτως αρμοδίως διώρισαν να γίνωνται σήμερον όλων των ψυχών τα μνημόσυνα, ούτως ώστε να δεώμεθα και ημείς και να παρακαλούμεν τον φοβερόν και αλάνθαστον Κριτήν να γένη ίλεως προς αυτούς, δεικνύων προς αυτούς την φυσικήν του συμπάθειαν, και να τους κατατάξη, εις εκείνην την τρυφήν, την οποίαν ο ίδιος υπέσχετο. Eίναι δε και άλλος λόγος ακόμη δια τον οποίον οι Άγιοι Πατέρες εθέσπισαν τα σημερινά μνημόσυνα. Επειδή δηλαδή είχον σκοπόν, εις την μεθεπομένην Κυριακήν να βάλουν και την εξορίαν του Αδάμ, τρόπον τινά προεπινοούσιν, ως μίαν κατάπαυσιν και τέλος όλων των ανθρωπίνων με την σημερινήν κατάπαυσιν, δια να αρχίσουν εκείθεν, ήτοι από την εξορίαν του Αδάμ, ως από αρχήν. Επειδή το πλέον τελευταίον από όλα του κόσμου τούτου είναι η εξέτασις των ιδικών μας πράξεων, ήτις μέλλει να γένη από τον αδέκαστον Κριτήν. Εν Σαββάτω δε πάντοτε κοινώς μνημονεύομεν των ψυχών, επειδή το Σάββατον, όπερ είναι όνομα Εβραϊκόν, ερνηνεύεται κατάπαυσις. Και λοιπόν, επειδή και οι αποθαμμένοι έπαυσαν από τα βιοτικά, και από όλα τα άλλα, ήτοι φροντίδας και περισπασμούς, δια τούτο και κατά την ημέραν, ήτις σημαίνει κατάπαυσιν, ποιούμεν υπέρ αυτών τας δεήσεις, και τούτο επεκράτησε να γίνηται, ως είπομεν, καθ’ έκαστον Σάββατον. Αλλ’ εις το σημερινόν τούτο κοινώς κυρίως μνημονεύομεν δεόμενοι του Θεού δι’ όλους τους ευσεβείς. Διότι, με το να γνωρίζουν καλώς οι θείοι Πατέρες, ότι τα γινόμενα υπέρ των κεκοιμημένων, μνημόσυνα, δηλαδή, και ελεημοσύναι, και λειτουργίαι, μεγάλην ωφέλειαν προξενούσιν εις αυτούς, δια τούτο παρακινούσι και διδάσκουσι, και μερικώς έκαστος να τα κάμνη δια τους ιδικούς του, και κοινώς η Εκκλησία γενικώς, καθώς εκ των Αγίων Αποστόλων αυτήν την πράξιν παρέλαβον, ως προείπομεν, και ο μέγας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης αυτό τούτο παραδίδωσιν. Ότι δε ωφελούσι τας ψυχάς τα υπέρ αυτών υπό της Εκκλησίας γινόμενα, και από άλλα μεν πολλά τούτο δεικνύεται, μάλιστα δε και εκ της ιστορίας του Οσίου Πατρός ημών Μακαρίου, ότι αυτός ο ευλογημένος Πατήρ ευρών ποτε ξηρόν κρανίον ανδρός ασεβούς Έλληνος, εκεί όπου εβάδιζεν εις την οδόν του, ηρώτησεν αυτό, εάν εις τον άδην αισθάνωνται ποτέ καμμίαν παραμυθίαν. Και απεκρίθη το κρανίον λέγον· «Ναι, τίμιε Πάτερ, πολλήν άνεσιν λαμβάνομεν, όταν υπέρ των κεκοιμημένων παρακαλής τον Θεόν». Διότι έκαμνε τούτο ο μέγας Μακάριος, και παρεκάλει τον Θεόν να του αποκαλύψη, ανίσως εκ των προσευχών αυτού ελάμβανον οι προκεκοιμημένοι καμμίαν ωφέλειαν. Αλλά και Γρηγόριος ο Διάλογος, δια προσευχής τον βασιλέα Τραϊανόν έσωσεν, όμως ήκουσεν από τον Θεόν, δεύτερον να μη παρακαλέση υπέρ ασεβούς. Προς τούτοις έχομεν από την Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν, ότι και Θεοδώρα η βασίλισσα εξήρπασε των βασάνων τον εικονομάχον Θεόφιλον τον άνδρα της, με τας εκτενείς προσευχάς και δεήσεις της Εκκλησίας, και των Αγίων και Ομολογητών ανδρών. Βεβαιώνουσι δε πολλοί μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας ως καλάς και ωφελίμους τας υπέρ των κεκοιμημένων γινομένας ελεημοσύνας, από τους οποίους είναι εις και ο Θεολόγος Γρηγόριος, εις τον επιτάφιον όπου κάμνει εις τον αδελφόν του τον Καισάριον. Μετά τον θείον Γρηγόριον και ο μέγας Χρυσόστομος εν τη προς Φιλιππησίους, ούτω λέγει· «Ας επινοήσωμεν δια τους κεκοιμημένους ωφέλειαν· ας δώσωμεν εις αυτούς την δυνατήν βοήθειαν, ελεημοσύνας, λέγω, και προσφοράς, ότι μεγάλην ωφέλειαν και πολύ το κέρδος προξενούσιν εις αυτούς τα παρ’ ημών γινόμενα». Ότι ουχ ούτως απλώς και ματαίως αυτά ενομοθετήθησαν και εις την Εκκλησίαν του Θεού υπό των ιερών Αποστόλων παρεδόθησαν, και επί των φρικτών Μυστηρίων να μνημονεύη ο Ιερεύς υπέρ των κεκοιμημένων. Και πάλιν ο αυτός χρυσούς Άγιος λέγει· «Εις την διαθήκην σου βάλε συγκληρονόμον ομού με τα τέκνα και τους συγγενείς σου και το όνομα του κριτού, ας έχη δε μέσα ο χάρτης και την ενθύμησιν των πτωχών, και εγώ σου γίνομαι τούτων εγγυητής». Και ο μέγας Αθανάσιος, λέγει· «καν εις τον αέρα ο ευσεβής τελειωθείς διελύθη, μη αποφεύγης, από το να ανάπτης εις τον τάφον του κηρίον και έλαιον, παρακαλών Χριστόν τον Θεόν· ότι δεκτά είναι ταύτα από τον Θεόν και πολλήν προξενούσι την αντίδοσιν». Έως να φθάση λοιπόν η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, όσα υπέρ των κεκοιμημένων γίνονται, ωφέλειαν προξενούσι κατά τους θείους Πατέρας, και μάλιστα εις εκείνους όπου είχον πράξει ολίγα τινά καλά, και εν μετανοία και εξομολογήσει εξήλθον από την παρούσαν ζωήν. Ει δε γράφονται ολίγα τινά (καθώς πρέπει) εν τη θεία Γραφή, προς σωφρονισμόν των πολλών, αλλ’ ως επί το πλείστον, η φιλανθρωπία του Θεού νικά. Πρέπει δε να γνωρίζωμεν, ότι μετά θάνατον οι δίκαιοι όλοι θέλουν γνωρίσει αλλήλους, και όσους ουδέποτε είδον, καθώς λέγει ο θείος Χρυσόστομος, βεβαιώνων τον λόγον του από την παραβολήν του πλουσίου και του Λαζάρου. Όμως όχι από σωματικόν σημείον, επειδή όλοι θέλουν έχει μίαν ηλικίαν, τα δε φυσικά γνωρίσματα θέλουσι λείψει· μόνον δε με το διορατικόν χάρισμα της ψυχής θέλουν γνωρίζει ο εις τον άλλον, καθώς λέγει και ο Θεολόγος Γρηγόριος εν τω εις Καισάριον τον αδελφόν του επιταφίω, ούτω λέγων· «Καισάριον όψομαι, φαιδρόν, ένδοξον, οίος μοι κατ’ όναρ πολλάκις εφάνης, αδελφών φίλτατε». Λέγει δε και ο μέγας Αθανάσιος εν τω υπέρ των κεκοιμημένων λόγω, ότι και πριν της κοινής Αναστάσεως οι Άγιοι έλαβον χάρισμα παρά Θεού να γνωρίζουν αλλήλους και να συνευφραίνωνται· οι δε αμαρτωλοί και τούτου είναι εστερημένοι. Εις δε τους Αγίους Μάρτυρας εδόθη, λέγει, το να εφορώσι και τα παρ’ ημών τελούμενα και να μας επισκέπτωνται εις τας ανάγκας μας. Εις δε την ημέραν εκείνην όλοι θέλουν γνωρίσει αλλήλους, όταν και τα κεκρυμμένα έχουν να φανερωθούν. Πρέπει δε να γνωρίζωμεν, ότι κατά το παρόν, ήτοι προ της κοινής Αναστάσεως, αι ψυχαί των δικαίων ευρίσκονται εις τόπους τινάς προς τούτο διωρισμένους· και πάλιν των αμαρτωλών, εις άλλο μέρος, και οι μεν δίκαιοι με την καλήν των ελπίδα χαίρουσιν, οι δε αμαρτωλοί, με το να αναμένωσι τα δεινά, λυπούνται. Επειδή οι Άγιοι δεν έλαβον ακόμη την επαγγελίαν των αγαθών, κατά τον θείον Απόστολον, λέγοντα· «του Θεού περί ημών κρείττον τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσιν» (Εβρ. ια: 40). Ας μη νομίζη δε τις, ότι όλοι εκείνοι, όπου κρημνίζονται ή πνίγονται εις την θάλασσαν, ή εις το πυρ καίονται ή από θανατηφόρους επιδημίας, ή από ψύχος και πείναν εκτρίβονται, ας μη νομίζη, λέγω, τις, ότι κατά προσταγήν Θεού ταύτα πάσχουσιν. Ότι τα έργα της θείας Προνοίας άλλα γίνονται κατά το προηγούμενον θέλημα του Θεού, όπου λέγεται ευδοκία, και άλλα γίνονται κατά το δεύτερον, ήτοι επόμενον, όπου λέγεται παραχώρησις, άλλα δε πάλιν γίνονται προς πληροφορίαν και σωφρονισμόν άλλων. Και ο μεν Θεός ως προγνώστης πάντα βλέπει και πάντα γινώσκει, όσα μέλλουν να γίνουν και με το θέλημά του γίνονται, είτε το προηγούμενον, είτε το επόμενον, καθώς δια τα στρουθία λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον (Ματθ. ι: 29 – 31, Λουκ. ιβ: 6 – 7). Όμως ο Κύριος δεν ορίζει, τουτέστι δεν αποφασίζει ούτως ή ούτως να γίνουν, ήτοι ούτος φερ’ ειπείν να πνιγή, εκείνος δε να αποθάνη με τον φυσικόν θάνατον, ή ούτος μεν γέρων να αποθάνη, εκείνος δε νήπιον· αλλά μίαν φοράν απεφάσισε τον καθολικόν και ανθρώπινον χρόνον και τους διαφόρους τρόπους των θανάτων, και προορισμός δεν είναι ζωής. Ει δε και λέγει ο μέγας Βασίλειος ζωής όρον, αλλά το: «Γη ει, και εις γην απελεύσει» (Γεν. γ: 19) εννοεί ο θείος Πατήρ· διότι αν ήτο διωρισμένη η ζωή εκάστου ανθρώπου, διατί λέγει προς Κορινθίους ο Απόστολος, ότι με το να μεταλαμβάνετε αναξίως το Σώμα και Αίμα του Χριστού, δια τούτο εν ημίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι, και κοιμώνται ικανοί, ήτοι αποθνήσκουσι πολλοί; Και διατί ο μέγας Προφήτης Μωϋσής, λέγει: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης της αγαθής;» (Έξοδ. κ: 12). Και πάλιν ο Δαβίδ λέγει· «Μη αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου» (Ψαλμ. ρα: 25) και «παλαιστάς έθου τας ημέρας μου» (Ψαλμ. λη: 6). Και ο Σολομών: «ίνα μη αποθάνης εν ου καιρώ σου» (Εκκλ. ζ: 18), και εν τω Ιώβ, προς τον Ελιφάζ λέγει ο Θεός: «Ιώβ δε ο θεράπων μου εύξεται περί υμών, ότι ει μη πρόσωπον αυτού λήψομαι, ει μη γαρ δι’ αυτόν απώλεσα αν υμάς» (Ιώβ μβ: 8). Αλλά και από το εξής είναι φανερόν, ότι δεν είναι διωρισμένη η ζωή, ότι δηλαδή αν ήτο όρος ζωής, δια ποίαν αιτίαν παρακαλούμεν τον Θεόν και ιατρούς καλούμεν και υπέρ των παιδίων ευχόμεθα, δια να ζήσουν; Και τούτο δε τελευταίον πρέπει να γνωρίζωμεν· τα βεβαπτισμένα νήπια αποθνήσκοντα απολαύουσι της τρυφής· τα δε αφώτιστα και τα των εθνών, ούτε εις τρυφήν, ούτε εις την γέεναν υπάγουσιν. Αφού λοιπόν η ψυχή εξέλθη από το σώμα, καμμίαν φροντίδα δεν έχει δια τα του κόσμου, αλλά μόνον δια τα εκεί φροντίζει. Τρίτα δε μνημόσυνα ποιούμεν, ότι τη Τρίτη ημέρα ο άνθρωπος αλλάζει την όψιν και μεταβάλλεται. Ένατα δε, ότι τότε όλη η πλάσις φθείρεται και μόνη μένει η καρδία. Τεσσαρακοστά δε, ότι και αυτή η καρδία απόλλυται. Και η γέννησις δε ούτω προβαίνει· τη Τρίτη ημέρα σχεδιάζεται η καρδία. Τη ενάτη πήγνυται και γίνεται εις σάρκα· τη δε τεσσαρακοστή εις τελείαν όψιν καταντά. Δια ταύτην λοιπόν την αιτίαν κάμνομεν τα μνημόσυνα των ψυχών· τας οποίας είθε να κατατάξη ο Δεσπότης Χριστός εν ταις των Δικαίων αυτού σκηναίς, και ημάς ελεήσαι ως μόνος αθάνατος. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: