Δίκαιον είναι και πρέπον εις όλους τους φιλοχρίστους να τιμώσι με λόγους και να εγκωμιάζωσι τον έχοντα την ονομασίαν των δωρεών του Θεού Μάρτυρα, ήτοι τον μέγαν Στρατηλάτην Θεόδωρον, του οποίου την μνήμην πανηγυρίζομεν σήμερον· όστις έφθασε μεν εις το άκρον της αρετής και της πίστεως, πολλούς δε αγώνας υπέμεινε δια την ευσέβειαν, και πολλάς νίκας κατά των απίστων εποίησε, και ακολούθως έλαβε δια ταύτα παρά Κυρίου τους αμαράντους στεφάνους. Δίκαιον, λέγω, είναι και πρέπον, και χρέος έχουν όσοι αγαπώσι τον Θεόν, να μεγαλύνωσι με ευφημίας τους ευδοκιμήσαντας εις τους τοιούτους υπέρ ευσεβείας αγώνας. Διότι εκείνα τα έργα, τα οποία είναι εις τον Θεόν αρεστά, έγιναν και εις αυτούς ποθητά, δι’ ο και παρ’ ημών πρέπει ταύτα να εγκωμιάζωνται ως επαινετά. Το δε να εγκωμιάζωνται ταύτα, τούτο την μεν αρετήν των τοιούτων ανδρών κάμνει αθάνατον εις όλους τους αιώνας, τους δε άλλους ανθρώπους παρακινεί εις το να τους μιμούνται και αυτοί κατά δύναμιν. Διότι φυσικόν ιδίωμα έχει η δια λόγου ενθύμησις των εναρέτων, να θερμαίνη τους φιλαρέτους εις το όμοιον ζήλον, με το να εντυπώνη και να μορφώνη εις την ψυχήν τους τούς θεοειδείς χαρακτήρας της αρετής εκείνων, εκ του οποίου, τι ακολουθεί;
Το να απολαύσουν δηλαδή και αυτοί δια της μιμήσεως, την αυτήν δόξαν, και τους αυτούς επαίνους των παρ’ αυτών εγκωμιαζομένων. Ποίος λοιπόν δεν θέλει δράμει θερμώς εις την σημερινήν πανήγυριν, δια να αποδώση το πολυκερδές τούτο χρέος των εγκωμίων εις τον Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον; Ποίος δεν θέλει ποθήσει να γίνη συγκοινωνός των αθλητικών του αγώνων δια της διηγήσεως, καθόσον ούτος θέλει λάβει τοιαύτην μεγάλην ευεργεσίαν εις τον εαυτόν του δια της μιμήσεως; Ποίος δεν θέλει προτιμήσει περισσότερον από κάθε αναγκαίαν του υπηρεσίαν, το να τρέξη εις τον Ναόν του Μάρτυρος και ν’ ακούση τους ιερούς αυτού αγώνας και τα μαρτύρια; Αλλά τις, και ποίος εστάθη ο Άγιος Μάρτυς ούτος Θεόδωρος, και ποίαν είχε πατρίδα, ποίους γονείς, και από ποίαν αιτίαν ανέβη εις τόσην δόξαν εγκόσμιον ομού και υπερκόσμιον, και με ποίον τρόπον ζήσας ετελεύτησε; Ταύτα, λέγω, πάντα καλόν είναι να διηγηθώμεν με συντομίαν, καθώς διδάσκουσιν οι νόμοι των εγκωμίων (αν και ο ήλιος είναι ανώτερος από κάθε εγκώμιον) πρώτον μεν εις δόξαν Θεού, από τον Οποίον δίδεται παν δώρημα τέλειον και πάσα δόσις αγαθή, κατά τον Αδελφόθεον Ιάκωβον (Ιακ. α: 17)· δεύτερον δε εις έπαινον του Αγίου Θεοδώρου, όστις δια την ενάρετον αυτού πολιτείαν και δια την προαίρεσιν και προθυμίαν, την οποίαν είχεν εις τα καλά, κάθε προσπάθειαν της σαρκός κατά κράτος ενίκησεν. Αφήνων λοιπόν κατά μέρος την ουράνιον πατρίδα του Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου, ως ακατάληπτον εις τον νουν και ανεκδιήγητον εις τον λόγον, της οποίας αυτός εστάθη και υιός και πολίτης αληθινός, θέλω διηγηθή μόνον περί της επιγείου αυτού πατρίδος, ήτις ήτο τα Ευχάϊτα, τόπος, όστις ευρίσκεται εις το άκρον της Ανατολής, και συνορεύει με την Μαύρην θάλασσαν. Εκ της πατρίδος ταύτης εβλάστησε και ο άλλος ομώνυμος τούτου Θεόδωρος ο Τήρων, όστις έζησε την ομοίαν με τούτον στρατιωτικήν ζωήν, και ετελείωσε με το αυτό τέλος του Μαρτυρίου. Καθώς δε είχον και οι δύο το αυτό όνομα, ούτως ηκολούθησε να έχουν και την αυτήν ευσέβειαν, και τους αυτούς αγώνας, και την αυτήν ανδρείαν, και νίκην και θάνατον (αν πρέπει να ονομάσω θάνατον εκείνον, όστις τους μετεβίβασεν εις την αθάνατον ζωήν). Το δε μεγαλύτερον προνόμιον, εις το οποίον η πατρίς των καυχάται, είναι, διότι έχει εις τον εαυτόν της τεθησαυρισμένα τα μαρτυρικά Λείψανα και των δύο Αγίων Θεοδώρων, και προβάλλει ταύτα εις όλους τους ασθενείς και δεομένους, ως κοινόν και ασύλητον καταφύγιον. Διότι έπρεπεν ομού με τον Στρατηλάτην Θεόδωρον να ευρίσκεται και ο ομώνυμος αυτού στρατιώτης Θεόδωρος. Αυτή η ιδία πατρίς των Αγίων Θεοδώρων, ως κήπος αειθαλής, εβλάστησεν ένα ευωδέστατον και μυρίπνοον άνθος, ένα ιερόν και θαυματουργόν άνδρα. Αυτή δε εστάθη και πατρίς ενός βασιλέως των εν Κωνσταντινουπόλει βασιλευσάντων. Δια να ειπώ δε καθολικώς, η πατρίς αύτη των Αγίων Θεοδώρων, τα Ευχάϊτα, εβλάστησε και βασιλείς, και Αρχιερείς, και Μάρτυρας, οίτινες ήσαν όλοι άξιοι να ονομάζωνται βασιλείς, οι μεν κατ’ όνομα μόνον, οι δε και κατά το πράγμα. Επειδή, όστις νικήση τα πάθη και γίνη παθοκράτωρ, ούτος πραγματικώς και κατά αλήθειαν πρέπει να ονομάζεται αυτοκράτωρ και βασιλεύς. Η πατρίς αύτη του Αγίου Θεοδώρου είναι πεπλουτισμένη ακόμη και από τοποθεσίαν ωραίαν, από διαφόρους καρπούς, από κάθε ευτυχίαν και από παν αγαθόν, εις τα οποία ταύτα κοσμικά και πρόσκαιρα καλά, είναι προσηλωμένοι οι του κόσμου άνθρωποι, και καυχώνται εις τα μικρά ταύτα και ευκαταφρόνητα, ως να ήσαν μεγάλα και θαυμαστά. Και ταύτα μεν αφορούν την επίγειον του Μάρτυρος πατρίδα, εκείνο όμως το οποίον κυρίως ενδιαφέρει τους ευσεβείς είναι η αρετή. Διότι μόνη η αρετή ενωμένη με την ευσέβειαν είναι αξία να ανταποκριθή και να υπερβή όλα τα αγαθά του κόσμου, τα σήμερα όντα, και αύριον φθειρόμενα. Επειδή αυτή προξενεί εις εκείνους, οι οποίοι την εργάζονται, χάριν αληθινήν και αιώνιον, και όχι φθειρομένην και τρεπτήν· και επειδή οι την αρετήν μεταχειριζόμενοι, ως φρόνιμοι και στοχαστικοί, δεν απατώνται, κατά τους άλλους κούφους και ματαιόφρονας ανθρώπους, από την κενήν δόξαν του κόσμου. Δεν χαίρουσι και δεν υπερηφανεύονται ούτε εις το όνομα της πατρίδος και των προγόνων των, ούτε εις τον πολύν πλούτον, ούτε εις την ένδοξον ζωήν, ούτε εις τα μεγάλα αξιώματα. Τι λέγω; Αυτοί ούτε νομίζουν όλως, ως μεγάλον κανένα από τα φαινόμενα αγαθά, διότι, αν αυτοί απέρριψαν ταύτα ως ουτιδανά, πως ημπορούν έπειτα να τα νομίζουν μεγάλα; Και αν αυτοί εκαταφρόνησαν την τοιαύτην ευδαιμονίαν, πως δύνανται ύστερον να καυχώνται δι’ αυτήν ίνα φαίνωνται ενδοξότεροι; Πάντα λοιπόν τα παρόντα ως ουδέν λογιζόμενοι οι ενάρετοι, έχουσι μόνον το πολίτευμά των εις τον ουρανόν, κατά τον Απόστολον (Φιλιπ. γ: 20), και από τον ουρανόν μένουν αχώριστοι, και προς τον ουρανόν τρέχουσι, τόσον δια των εναρέτων έργων της πράξεως όσον και δια μέσου της του νοός θεωρίας και αναβάσεως. Ο Μάρτυς λοιπόν Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, ο νυν εις ευφημίαν προκείμενος, όχι μόνον υπερέβαλε πολλούς κατά τα ανωτέρω τυχηρά αγαθά, αλλά τους υπερέβαλεν ακόμη και κατά την έξωθεν σοφίαν των λόγων, και κατά την ρητορικήν και τα μαθήματα τόσον, ώστε ωνομάζετο από όλους βρυορρήτωρ, ήτοι βρύσις της ρητορικής, από του οποίου το στόμα έτρεχεν ο λόγος γλυκύτερος από μέλι, καθώς λέγει ο ποιητής Όμηρος. Προς τούτοις υπερέβαλλε τους πολλούς κατά το κάλλος και την ευμορφίαν του σώματος, κατά την συμμετρίαν των μελών, κατά την ανδρείαν και κατά την ηλικίαν και το ανάστημα, το οποίον παρωμοίαζε με υψηλήν και καλλίκλωνον κυπάρισσον. Αφήνω τη περιγραφήν της αξιωματικής ενδυμασίας, και των άλλων εξωτερικών γνωρισμάτων τα οποία εφόρει ο Άγιος ως βασιλικός άνθρωπος, όπου ήτο. Δεν λέγω δια το εύτακτον αυτού περιπάτημα· το σεμνόν μειδίαμα των χειλέων του· τα χρυσά μαλλία της κεφαλής του· την της πολεμικής τέχνης εμπειρίαν του· και την εις πολλά άλλα ευδοκίμησιν και επιδεξιότητά του· τα οποία όλα τον κατέστησαν άνδρα ζηλευτόν εις τον κόσμον, και από όλους αξιαγάπητον. Ταύτα, λέγω, πάντα τα σιωπώ, διότι, αν και ο Άγιος Θεόδωρος εγένετο περιβόητος δι’ αυτά εις τους τότε ανθρώπους, όμως αυτός δεν κατεδέχετο να φιλοτιμήται εις τα τοιαύτα εξωτερικά του σώματος αγαθά, καθώς ούτε ο λέων φιλοτιμείται εις το εξωτερικόν δέρμα του. Εκείνος ο μακάριος εφιλοτιμείτο εις την ευγένειαν της γνώμης· εις την απλότητα του ήθους, εις την ταπείνωσιν του φρονήματος, και εις την καταφρόνησιν όλων εκείνων, τα οποία τον ημπόδιζαν να αποκτήση τας αρετάς. Μεταχειρισθείς δε την δύναμιν του αυτεξουσίου, εις εκείνα τα οποία δεν έπρεπε, δεν έστρεφε ούτε καν τον νουν του εις αυτά, αλλά και με τον νουν, και με τας αισθήσεις ένα σκοπόν τελειότητον είχεν εις όλην την ζωήν του, να ομοιωθή με τον Θεόν κατά το δυνατόν εις τον άνθρωπον, χωρίζων μεν τον εαυτόν του από την προσπάθειαν των αισθητών τούτων, μελετών δε κατά νουν τα κάλλη των νοητών, και στολίζων την ψυχήν του με τα διάφορα ήθη των αρετών, ως δια θείων τινών σημείων και στολισμών. Δια τούτο και όταν ήθελε μεταχειρισθή κανέν επιχείρημα, πολιτικόν ή πολεμικόν, έκαμνε να θαυμάζουν οι ορώντες δια την αρίστην διοίκησιν, και τους φρονίμους τρόπους, και αγαθούς σκοπούς, τους οποίους εφεύρισκε και εμεθοδεύετο επάνω εις αυτό. Πολλάκις δε τόσον εγλυκαίνετο ο νους του εις την του Θεού νοεράν θεωρίαν, ώστε από την γλυκύτητα εκείνην εγκατέλειπε κάθε ανθρώπινον επιτήδευμα. Δια τούτων πάντων όχι μόνον ο ίδιος ωφελείτο ο μακάριος, αλλά και τους άλλους, οι οποίοι τον εμιμούντο, ωφέλει δια της διδασκαλίας του, πλουτίζων αυτούς δια του νοερού φωτός της αληθείας και της γνώσεως, και μεταδίδων εις αυτούς πλουσιώτατα, και χωρίς φθόνον, τας δωρεάς και χάριτας, με τας οποίας αυτός ηξιώνετο από τον Θεόν, αναλόγως και κατά την ανάγκην, την οποίαν είχεν έκαστος εξ αυτών, είτε της ψυχής, είτε του σώματος. Και αληθώς φερώνυμος ήτο ο Θεόδωρος, διότι, κατά το όνομά του ήσαν και τα έργα του. Διότι εγνώριζεν ο Άγιος, ότι όστις θέλει να αγαπήση τον Θεόν, πρέπει να αγαπά και τον πλησίον του, ως τον εαυτόν του (πλησίον δε ονομάζει η θεία Γραφή, πάντα άνθρωπον, όστις επλάσθη κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωσιν). Δια τούτο και όταν έδιδεν εις τους άλλους αγαθόν τι σωματικόν ή ψυχικόν ενόμιζεν, ότι αυτός το λαμβάνει, και όταν πάλιν δεν έδιδεν, ενόμιζεν ιδικήν του την ζημίαν· γνωρίζων καλώς, ότι είναι περισσότερον μακάριον το να δίδη τις παρά να λαμβάνη, καθώς είναι γεγραμμένον εις τας Πράξεις (κ: 25). Ήτο προς τούτοις ο Μάρτυς Θεόδωρος και ζώσα εικών της ημερότητος και πραότητος και εργάτης αληθινός όλων των λοιπών κατά Θεόν αρετών. Το δε μεγαλύτερον από όλα, ήτο ταπεινός εις το πνεύμα, και μέτριος εις το φρόνημα τόσον, ώστε δεν ενόμιζε μέγα πράγμα, το ότι φυλάττει τας εντολάς του Κυρίου, αλλά και έλεγε, και υπελόγιζε τον εαυτόν του αχρείον δούλον, καθώς είπεν ο Κύριος· «όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε, ότι δούλοι αχρείοι εσμέν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ: 10). Διότι ποίαν χάριν οφείλομεν εις το πυρ επειδή θερμαίνει; Ή εις την χιόνα επειδή ψυχραίνει; Διότι ταύτας τας ενεργείας τας έχουν κατά φύσιν. Τοιουτοτρόπως και εις τον άνθρωπον, ποία χάρις θέλει του καταλογισθή, επειδή κάμνει το καλόν και την αρετήν, εφόσον δια τούτο το τέλος εδημιουργήθη παρά του Θεού εκ του μη όντος εις το είναι; Όθεν και το Πνεύμα το Άγιον δια του Εκκλησιαστού λέγει· «Τέλος λόγου· το παν άκουε· τον Θεόν φοβού, και τας εντολάς αυτού φύλαττε· ότι τούτο πας ο άνθρωπος» (Εκκλ. ιβ: 13). Πάντας, δηλαδή, τους λόγους τούτους άκουε· τον Θεόν φοβού και τας εντολάς αυτού φύλαττε, διότι αυτός είναι ο προορισμός παντός ανθρώπου. Δια τοιούτων και άλλων ομοίων κατορθωμάτων στολίσας την ζωήν του ο Αθλητής Θεόδωρος, προγυμνασθείς δε και επ’ αρκετόν και ποιήσας τον εαυτόν του επιτήδειον εις άλλους τελείους αγώνας, λαμβάνει από τον βασιλέα το αξίωμα του στρατηλάτου, και γίνεται εις από τους μεγάλους άρχοντας της συγκλήτου. Και πρώτον μεν εθανάτωσε φθοροποιόν τινά δράκοντα, όστις έβλαπτε την πατρίδα του, με το όπλον του Σταυρού, και με την δύναμιν της Πίστεως. Έπειτα δε, επειδή ο καιρός τον εκάλει εις τους μεγαλυτέρους αγώνας του Μαρτυρίου, δια να κάμη εις αυτούς την απόδειξιν της ανδρείας του, δεν κατήσχυνε τα πρότερα κατορθώματά του με τα ύστερα. Όχι· αλλά μάλιστα τα εκύρωσεν, αποδείξας δια τούτων αληθέστατα και εκείνα. Διότι εφάνη εις και ο αυτός. Ανδρείος δηλονότι και μεγαλόψυχος, τόσον εις τας πράξεις των αρετών, όσον και εις τους αγώνας του Μαρτυρίου, ή μάλλον ειπείν εφάνη πλέον ανδρειότερος εις το Μαρτύριον, και υπερέβαλε τα πρότερα με τα ύστερα. Όθεν φθάσας εις κατάστασιν τελειοτάτης φρονήσεως, όσον μάλλον έβλεπεν, ότι είχε περισσοτέρους εχθρούς εναντίον του, τόσον περισσότερον εμεγαλοψύχει και ηνδρίζετο, δια να τους νικήση, καθώς με την Χάριν του Θεού τούτο κατώρθωσε, νικήσας με την χρηστότητά του την κακίαν των απίστων· με την μακροθυμίαν του τον θυμόν των και με την των πόνων και βασάνων υπομονήν του, την εκείνων αγριότητα και θηριωδίαν. Ο τρόπος ούτος της νίκης του Θεοδώρου υπήρξε βεβαίως πρωτοφανής και πρωτάκουστος, ήτο όμως αποτέλεσμα όχι της ανθρωπίνης δυνάμεως, αλλά της θείας, ήτις, κατά τον Απόστολον Παύλον, εν ασθενεία τελειούται (Β΄ Κορ. ιβ: 9). Ο δε τύραννος και διώκτης Λικίνιος, με το να ήτο άνθρωπος πολυμήχανος και φυσικά εφευρετικός της κακίας, υπερασπιστής με υπερβολήν της θρησκείας των Ελλήνων, και προσηλωμένος εις τας μιαράς τελετάς και θυσίας των ειδώλων, την μεν ασέβειαν ενόμιζεν ευσέβειαν, το δε ψεύδος αλήθειαν. Υπερβαίνων δε όλους τους παλαιοτέρους διώκτας των Χριστιανών εις τας κολακείας των λόγων και εις τας απειλάς, και εις το να εφευρίσκη φοβερά βασανιστήρια κατά των Μαρτύρων δεν ηρκείτο εις το να σύρη τους ταπεινούς μόνον ανθρώπους εκ των υπηκόων του εις την πλάνην των ειδώλων, αλλ’ ηγωνίζετο να προσελκύση πρότερον τους ενδόξους και ονομαστούς, στοχαζόμενος ο πανούργος ότι αν επιτύχη εις τους μεγαλυτέρους, πολλώ μάλλον θέλει επιτύχει εις τους μικροτέρους, και ακολούθως θέλει επιτύχει λαμπροτέραν την νίκην. Πλην ματαίως ο δυστυχής εκοπίασε, επειδή τα πράγματα ηκολούθησαν όλως εναντίον. Διότι εφ’ όσον οι μεγάλοι και ονομαστοί άνδρες δεν ενικήθησαν υπ’ αυτού, αλλ’ έμειναν στερεοί εις την Πίστιν του Χριστού, εκ τούτου και οι μικρότεροι εστερεώθησαν εις αυτήν. Ούτως ο δόλιος τύραννος έχασε την ελπίδα την οποίαν έτρεφε, πανσόφως καταβληθείς από την δύναμιν του Χριστού, όστις δράσσεται τους σοφούς εν τη πανουργία αυτών, κατά τον Απόστολον (Α΄ Κορ. γ: 19, Ιώβ ε: 13). Όθεν επειδή ο Άγιος Θεόδωρος ήτο πανταχού ονομαστός και περίφημος δια την ευσέβειαν της Πίστεώς του, εστάλησαν οι υπηρέται του Λικινίου προς αυτόν, προσκαλούντες αυτόν να υπάγη εις την Νικομήδειαν, εις την οποίαν διέτριβε τότε ο τύραννος, δια να θυσιάση εις τα είδωλα. Ο δε Άγιος με την τέχνην των λόγων και της σοφίας του καταπείθει τούτους να παρακινήσουν τον Λικίνιον να έλθη αυτός προς τον Θεόδωρον, παραλαμβάνων μεθ’ εαυτού και τα πολυτιμότερα είδωλα των θεών του, δια να θυσιάση δήθεν εις αυτά ο Θεόδωρος, και με το παράδειγμά του να παρακινηθούν και οι άλλοι εις το να θυσιάσουν. Επείσθη εις ταύτα ο ανόητος τύραννος, και καταβληθείς δια σοφών χειρισμών ο εν κακία σοφός από τον εν αληθεία σοφόν Θεόδωρον, έρχεται ως δούλος ο βασιλεύς προς τον Άγιον, με πολλήν φαντασίαν, έχων φορτωμένους εις τα ζώα και τους αναισθήτους θεούς του, ως μάταιον τι βάρος της γης, ως λέγει ο ποιητής Όμηρος. Προϋπαντά τον τύραννον ο Θεόδωρος και θέλων να τον περιπαίξη περισσότερον, δεν φανερώνει εις αυτόν ουδόλως εκείνο, το οποίον εμελέτα να κάμη, αλλά, αφού επήρε τους χρυσούς και αργυρούς εκείνους θεούς, συντρίβει αυτούς εις λεπτά τεμάχια, και τους διαμοιράζει εις τους πτωχούς, τούτο δε γίνεται αφορμή και να μαρτυρήση. Διότι, αφού έμαθε τούτο ο Λικίνιος, πρώτον μεν επί ώραν πολλήν έμεινεν άφωνος και εκστατικός, δια τον φοβερόν αυτόν και ανέλπιστον εμπαιγμόν, τον οποίον έλαβεν. Αφού δε συνήλθεν εις εαυτόν, φέρει παρευθύς τον Θεόδωρον έμπροσθέν του, και με θυμόν ασυγκράτητον εκσφενδονίζει κατ’ αυτού όσας ύβρεις ηδύνατο. Ο δε Θεόδωρος δεν εφοβήθη ουδόλως τας ύβρεις, ουδέ τον θυμόν του βασιλέως έβαλε κατά νουν, αλλά σηκώσας την κεφαλήν υψηλά, αποκρίνεται προς τον τύραννον με λόγους τοιούτους: «Δεν επιτρέπεται, λέγει, ω βασιλεύ, ο λογικός και φρόνιμος άνθρωπος να θυμώνη και να ταράττεται εις εκείνα τα οποία δεν πρέπει. Εγώ δεν συνέτριψα θεούς, καθώς συ νομίζεις, όχι· αλλά χρυσίον και αργύριον, και διεμοίρασα ταύτα εις τους πτωχούς. Επειδή το χρυσίον και το αργύριον δεν έγινεν από τον Θεόν δια να προσκυνήται. Άπαγε! Αλλά δια να χρησιμεύη εις τας ανάγκας των ανθρώπων. Κατά πολύ ανόητον πράγμα είναι το να νομίζη τις, ότι οι θεοί κατασκευάζονται από άνθρωπον. Και ο μεν ποιητής τούτων άνθρωπος να είναι θνητός, τα δε ποιήματά του να νομίζωνται, ότι είναι αθάνατα. Δεν είναι πρέπον, ω βασιλεύ, η ύλη του χρυσού και του αργύρου, ήτις έγινε δια τας ανάγκας των ανθρώπων, να τιμάται με την ονομασίαν του θεού, ήτοι να ονομάζεται θεός. Και εφ’ όσον ο δούλος δεν ονομάζεται ποτέ με το όνομα του αυθέντου του, παρ’ όλον ότι ο δούλος και ο αυθέντης είναι μιάς και της αυτής φύσεως, εάν δε τυχόν έπραττε τοιούτον τι ο δούλος, τούτο θα εθεωρείτο μεγάλη ατιμία από τον κύριόν του· πόσον μεγάλη ατιμία προξενείται εις την μακαρίαν φύσιν του Θεού, από το να μετέχωσι του θείου αυτής ονόματος τα τεχνητά έργα των ανθρώπων; Φεύ και αλλοίμονον εις την τοιαύτην ανοησίαν! Ο θνητός άνθρωπος να κατασκευάζη θεού κεφαλήν και μέλη, καθώς αυτός θέλει, κωφά και ακίνητα, και έπειτα να λατρεύη, και να φοβήται το έργον των χειρών του. Ποία άλλη αγνωσία ημπορεί να ευρεθή από ταύτην μεγαλυτέρα; Είθε να γίνουν όμοιοι με τα είδωλα, αναίσθητοι δηλαδή και ακίνητοι, και εκείνοι, οι οποίοι τα κατασκευάζουν και όσοι ελπίζουν εις αυτά, ως λέγει ο Προφήτης Δαβίδ· «Όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά, και πάντες οι πεποιθότες επ’ αυτοίς» (Ψαλμ. ριγ: 16, ρλδ: 18). Και διατί, ω ταλαίπωροι, δεν προσκυνείτε καλλίτερα τον κεραμέα και τον λιθογλύφον, και τον χρυσοχόον, οι οποίοι με την τέχνην των κατασκευάζουν τους θεούς σας, αλλ’ αυτούς μεν ομολογείτε θνητούς, τα δε έργα αυτών νομίζετε αθάνατα; Όντως τυφλόν πράγμα είναι η αγνωσία, την οποίαν έχετε, άθλιοι. Διότι όχι μόνον προσκυνείτε ως θεούς τα είδωλα, τα οποία έχουσιν ανθρώπου μορφήν, αλλά και εκείνα, τα οποία εικονίζουν άλογα ζώα. Δια τούτο είσθε τελείως νεκροί κατά τον νουν, προσκυνούντες θηρία, και πετεινά, και ζώα, χερσαία τε και θαλάσσια, από τα οποία δίκαιον είναι και να κατασπαραχθήτε. Εγώ ένα Θεόν λατρεύω, άποσον, αϊδιον, ανείδεον, αόρατον, αναλλοίωτον, αεί όντα, και ζώντα, και ούτε αρχήν έχοντα, ούτε τέλος· ο οποίος, με τον ζώντα και ενυπόστατον Λόγον Του, και με το ομοούσιον Πνεύμα Του εδημιούργησε τα πάντα εκ του μη όντος. Και δια να είπω με συντομίαν, αυτός ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού έγινεν άνθρωπος, δια να χαρίση εις ημάς την αφθαρσίαν, και δια μέσου του Πάθους και της Αναστάσεώς του μας έδωκε την απάθειαν. Αυτός αναληφθείς εις τους ουρανούς συνανεβίβασε το ανθρώπινον σώμα, και ετίμησεν όλον το γένος ημών με την απαρχήν του ιδικού μας προσλήμματος. Αυτός ελπίζομεν με απόλυτον βεβαιότητα, ότι μέλλει να έλθη με άρρητον δόξαν και δύναμιν, δια να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη, και να αποδώση εις ένα έκαστον κατά τα έργα του. Αύτη η ομολογία της Πίστεως, βασιλεύ, είναι η ιδική μου σωτηρία· και δι’ αυτήν είμαι έτοιμος να αποθάνω. Διότι ο δι’ αυτήν θάνατος είναι ζωή αληθινή. Επειδή κατά τους φρονίμους, προτιμότερον είναι να αποθάνη τις καλώς και δια την αλήθειαν, παρά να ζη κακώς και εν τω ψεύδει. Εις εμέ ζωή είναι ο Χριστός, όστις γίνεται τα πάντα εις πάντας (Α΄ Κορ. θ: 22) και ο δια Χριστόν θάνατος λογίζεται δι’ εμέ κέρδος αιώνιον και αθάνατον(Φιλ. α: 21). Λοιπόν κάμε το ταχύτερον ό,τι νομίζεις, ω δικαστά, και μη αργοπορής. Διότι με το να θελήσης να με βασανίσης, επειδή είπον εις σε την αλήθειαν, γνώριζε ότι συ μεν θα μεταχειρισθής αδίκως την εξουσίαν σου, καταφρονών το δίκαιον και την αλήθειαν, εις εμέ όμως μέλλεις να κάμης μίαν επιθυμητήν χάριν, επειδή το ταχύτερον θέλεις με αποστείλει εις τον Θεόν μου». Ταύτα ακούσας ο ματαιόφρων Λικίνιος, δεν είχε μεν τι να αποκριθή· τετυφλωμένος όμως από την πλάνην, ανάπτει όλος από τον θυμόν, σηκώνει τας οφρύς, βλέπει τον Άγιον με φονικά όμματα, διηγείται τον μεγάλον εμπαιγμόν και την χλεύην, την οποίαν του έκαμε, κλαίει, θρηνεί, ολοφύρεται δια την συντριβήν των θεών του, και ούτω γενόμενος ακράτητος, και όλος πυρ από την οργήν, προστάζει τους υπηρέτας να βασανίσουν τον Άγιον. Και πρώτον μεν καταξέει με πολλάς πληγάς το σώμα του Μάρτυρος· έπειτα τον τιμωρεί με μαχαίρας, ανάπτει πυράν, ετοιμάζει σταυρόν, και όλα τα άλλα τιμωρητικά όργανα, με τα οποία ο του Χριστού Μάρτυς βασανιζόμενος, τα απεδείκνυε όλα κατώτερα της ανδρείας του. Διότι εφιλονίκει ο μεγαλόψυχος να νικήση με το πήλινον σώμα του κάθε είδους βασάνων. Ω του θαύματος! Τας σάρκας του κατέκοπτον αι μάχαιραι, το σώμα του κατέκαιε το πυρ· τα μέλη του συνέτριβον τα στρεβλωτήρια, τας χείρας του εκάρφωνον εις τον σταυρόν, τας κόρας των οφθαλμών του εξώρυσσον τα βέλη, όλον το σώμα του κατεσπάραττον τα μαρτύρια, ο δε Θεόδωρος έμενεν ανίκητος, αντιπαρερχόμενος με φρόνημα ανδρείον και προαίρεσιν μεγαλόψυχον τα και εις μόνην την ακοήν φοβερώτατα βάσανα. Τι πρώτον να επαινέση τις, ή τι δεύτερον να θαυμάση; Την στερεότητα της πίστεως του Θεοδώρου ή την προς Θεόν διάπυρον αγάπην του; Την βεβαίαν ελπίδα του, ή το θάρρος της γενναιότητος και ευτολμίας και καρτερίας του; Εύγε αληθώς δια την εν πάσι θερμότητά του. Εύγε και υπερεύγε δια την εις πάντα μεγαλοψυχίαν του! Πόλεμος βέβαια εγίνετο παράδοξος εις το Μαρτύριον του Θεοδώρου πυρός και σαρκός, μαχαίρας και σώματος· και την νίκην ελάμβανεν ουχί το πυρ και η μάζαιρα, αλλά το καιόμενον και τεμνόμενον σώμα. Δεδεμένος ήτο από τον βασιλέα ο Άγιος, και ο μεν βασιλεύς εβασάνιζεν, ο δε Μάρτυς εβασανίζετο. Και με όλα όμως ταύτα πάλιν ο βασιλεύς ενικάτο,και ο πάσχων ενίκα και δέσμιος. Οι πολλοί ετιμώρουν τον ένα, και πάλιν ο εις ενίκα τους πολλούς, και τους τιμωρούντας κατήσχυνεν ο τιμωρούμενος. Ω των υπερφυσικών και μεγάλων πραγμάτων! Τις είδεν ή τις ήκουσε ποτέ τοιούτον παράδοξον πόλεμον, και τοιαύτην παράδοξον νίκην; Ο ασθενής να καταβάλλη τους δυνατούς; Το πρόβατον να νικά τους λύκους; Βέβαια δάκτυλος Θεού είναι ο ταύτα ενεργήσας και συνεργήσας, καθώς είπον οι μάγοι ποτέ εις τον Φαραώ (Εξ. η: 19). Βέβαια απόδειξις είναι ψυχής κρεμασμένης όλως διόλου από τον ουρανόν, και όλης αφιερωμένης εις τον Θεόν. Ω λογισμέ του Θεοδώρου παθών αυτοκράτορ! Ω νου, από την χείρα του Θεού κυβερνώμενε· ω δύναμις της ευσεβείας ακαταγώνιστε, την οποίαν αι πύλαι του άδου να νικήσουν δεν ηδυνήθησαν, και από την οποίαν οι δαίμονες ενικήθησαν! Απέκαμεν ο τύραννος εφευρίσκων κατά του Μάρτυρος νέα βάσανα. Εκουράσθησαν τιμωρούντες οι υπηρέται. Το θέατρον όλων των παρεστώτων ανθρώπων έμεινεν έκθαμβον, ο δε Μάρτυς Θεόδωρος δεν απέκαμνεν από τας τοσαύτας τιμωρίας βασανιζόμενος, αλλά περισσότερον εις την Πίστιν εδυναμώνετο. Ω της του Θεοδώρου ψυχής, ομού και σώματος, ανδρείας! Ποίος αδάμας λίθος δεν ήθελε νικηθή; Ποία άλλη στερεά φύσις σωμάτων δεν ήθελε καμφθή από τα τόσα εναντία; Δεν ήθελε καή από το πυρ; Δεν ήθελεν αναλύσει από τα τόσα φρικτά κολαστήρια; Ποίον πλοίον ήθελε δυνηθή να αντιπαλαίση με τόσα άγρια και αλλεπάλληλα κύματα; Αλλ’ όμως ο γενναίος Μάρτυς του Χριστού Θεόδωρος ούτε ενικήθη από αυτά, ούτε όλως εταράχθη ή εφοβήθη από τους τιμωρούντας. Ω συ λοιπόν, άνθρωπε, υπέρ άνθρωπον, όστις εξομοιούσαι με τους ασωμάτους Αγγέλους! Ω Μάρτυς της αληθείας ανίκητε! Πως είναι δυνατόν να επαινέση τις την ανδρείαν σου; Πως να εγκωμιάση την καρτερίαν σου; Πως να θαυμάση την υπομονήν σου; Πως να επαινέση την φιλοθεϊαν σου; Τις να ειπή αξίως και, καθώς πρέπει, τα εγκώμια τα οποία σου αξίζουν; Ποίος λόγος να παραστήση τους υπέρ λόγον επαίνους σου! Ποίος είναι ικανός να παραστήση καθαρώς τα πολυειδή κολαστήρια, τα οποία έλαβες; Τους δριμυτάτους πόνους σου; Τας ανυποφόρους βασάνους σου; Την πείναν την οποίαν εδοκίμασες εν τη φυλακή; Τα δεσμά; Τον τιμωρητικόν σταυρόν; Και τούτον μεν πρότερον εσήκωσας επί τον ώμων σου, και ηκολούθησας τω Χριστώ, δια της εργασίας των εντολών, ύστερον δε και πραγματικώς εις αυτόν εκρεμάσθης, μη αρνηθείς τον Δεσπότην σου, αλλά Εκείνον μιμούμενος, και γενόμενος κοινωνός του Πάθους Του, δια να συγκοινωνήσης Αυτώ, και της δόξης, και Βασιλείας Του; Επειδή η δόξα φυσικώς ακολουθεί εις το πάθος, καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος· «είπερ συμπάσχομεν, ίνα και συνδοξασθώμεν» (Ρωμ. η: 17). Προς τούτοις τις να διηγηθή τα θαύματα, τα οποία έγιναν εις τον καιρόν του Μαρτυρίου σου; Τις να παραστήση την παρηγορίαν, την οποίαν εξ ουρανών απέστειλε προς σε ο Κύριος, με την οποίαν ελαφρώθης από τους πόνους και τα βάσανα, και έγινες πάλιν υγιής ως και πρότερον; Τις να διηγήται το πλήθος των Ελλήνων, οι οποίοι εκ της απιστίας επέστρεψαν εις την Πίστιν του Χριστού δια μέσου σου; Αλλά και τα λοιπά πάντα, όσα ηκολούθησαν εις την άθλησίν σου; Τις να παραστήση την δια ξίφους αποτομήν της αγίας σου κεφαλής, η οποία εστάθη έσχατον μεν τέλος του Μαρτυρίου σου, αρχή δε των αθανάτων στεφάνων, των οποίων ηξιώθης εν ουρανοίς; Έμαθες, αδελφέ, πόση βροχή υπερανθρώπων δοκιμασίων και σατανικών πειρασμών έπεσεν εις τον Στρατηλάτην Θεόδωρον; Ήκουσας πόσοι ανεμοστρόβιλοι βασάνων έπνευσαν κατ’ επάνω του; Επληροφορήθης πόσοι σφοδροί πόνοι κατ’ αυτού εκινήθησαν; Εγνώρισας πόσας βίας της φύσεως ανυποφόρους, από την αρχήν μέχρι τέλους του Μαρτυρίου του έλαβε; Θαύμασον λοιπόν, αδελφέ, την υπομονήν και γενναιότητα του Στρατηλάτου Θεοδώρου. Θαύμασον την μεγαλοψυχίαν του, στοχαζόμενος, ότι ο αδαμάντινος ούτος Θεόδωρος θαρσαλέως και μεγαλοψύχως εισήλθεν εις τον αγώνα του Μαρτυρίου, και εις τόσα πολλά και μεγάλα βασανιστήρια, και όλα τα ενίκησε με την θείαν Χάριν και συνεργείαν, κατά τον πόθον και την ελπίδα του· επειδή κατά τον Απόστολον· «η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται η δε υπομονή δοκιμήν· η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε: 3 – 5). Διότι εις τούτους και τους τοιούτους αποστολικούς λόγους προσέχων ο γενναίος Θεόδωρος, και συλλογισθείς, ότι τα βάσανα μεν ταύτα του σώματος είναι πρόσκαιρα, τα δε μέλλοντα αγαθά είναι αιώνια, και κρίνας ταύτα με ορθόν σκοπόν, ως θρόνος αισθήσεως, όπου ήτο, κατά τον Παροιμιαστήν, λέγοντα: «ανήρ συνετός θρόνος αισθήσεως» (Παρ. ιβ: 23). Δια τούτο με την αγάπην των αιωνίων εδίωξεν από την καρδίαν του τον φόβον των προσκαίρων. Όπως δε εις κολυμβητής, όστις ήθελε δοκιμάσει να διαπεράση ένα μέγα πέλαγος, με σκοπόν να απολαύση μεγάλα τινά αγαθά, τα οποία ευρίσκονται εις το τέλος εκείνου του πελάγους, ούτος, λέγω, εν όσω μεν κολυμβά μέσα εις το πέλαγος, έχει και φόβον τινά, μήπως κουρασθείς καταβυθισθή. Αφού όμως διαπεράση όλον τον προκείμενον πέλαγος, και φθάση εις τον λιμένα, επαινείται μεν δια την τέχνην του κολυμβήματος, και δια την δύναμιν του σώματος, απολαμβάνει δε και τα αγαθά, τα οποία ήλπιζε. Τοιουτοτρόπως και ο Μάρτυς Θεόδωρος. Εν όσω μεν ευρίσκετο ακόμη εις το μέγα πέλαγος του Μαρτυρίου, είχε φόβον μήπως και αποκάμη από τα βάσανα και καταποντισθή. Αφού δε ετελείωσε τον αγώνα της αθλήσεως, με την θείαν Χάριν και δύναμιν, και έφθασεν εις τον επιθυμητόν λιμένα της Βασιλείας των ουρανών, τότε ο φόβος από αυτόν εφυγαδεύθη, και ήλθεν η χαρά, η λύπη έφυγε, και η ηδονή τον περιεκύκλωσεν, ο κόπος επέρασε, και η ανάπαυσις μένει αιώνιος. Και πρότερον μεν εν δάκρυσι κατέβαλλε τα σπέρματα, αλλά τώρα θερίζει εν αγαλλιάσει τα δράγματα (Ψαλμ. ρκε: 5 – 6), και κινεί όχι μόνον τους ανθρώπους, αλλά και τους Αγγέλους, εις το να επαινούν, και να εγκωμιάζουν τους τοιούτους μεγάλους αγώνας, και την λαμπράν ταύτην νίκην του. Τι λέγω; Και αυτόν τον αγωνοθέτην Χριστόν επαινέτην έχει, και στεφανοδότην ο Μάρτυς Θεόδωρος, από τον οποίον μέλλει να λάβη τελειοτέραν την αμοιβήν των αγώνων του εν τω καιρώ της κοινής αναστάσεως. Τότε θέλει εκλάμψει ως ο ήλιος, καθώς είπεν ο Κύριος · «τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν, ως ο ήλιος εν τη Βασιλεία του πατρός αυτών» (Ματθ. ιγ: 43). Τότε θέλει καλλωπισθή με τα στίγματα, τα οποία έλαβε δια την ευσέβειαν· θέλει ωραϊσθή με τας θεοειδείς και ιεράς αρετάς, αξιούμενος της εν φωτί των ζώντων καταστάσεως. Τότε θέλει χορτασθή από την ανεκλάλητον εκείνην και θείαν μακαριότητα, και θέλει συναριθμηθή μετά των Αγγέλων ο αγγελοειδής, ο το γεώδες της σαρκός με τας πνευματικάς εργασίας αποτιναξάμενος μετά των Μαρτύρων ο περιφανέστατος Μάρτυς· μετά των Δικαίων ο Δίκαιος· μετά των Αποστόλων και των Προφητών ο της εκείνων αρετής θερμός ζηλωτής. Διότι δίκαιον είναι να συνδοξάζεται με τους Αγίους εκείνους, τους οποίους με τους αγώνας του εμιμήθη· και εκείνων, των οποίων ηγάπησε την πολιτείαν, τούτων θέλει απολαύσει και την κληρονομίαν. Επειδή των ομοίων πόνων, όμοια είναι και τα βραβεία· και των αυτών άθλων, τα αυτά είναι τα έπαθλα και οι στέφανοι. Και λοιπόν ο Μάρτυς Θεόδωρος, καθώς δεν εφάνη κατώτερος της αρετής των απ’ αρχής κόσμου αγωνισθέντων Δικαίων δια την ευσέβειαν, ούτω με δίκαιον τρόπον μέλλει να λάβη και τον μισθόν των αυτών Δικαίων. Όθεν έχει να λάβη τον μισθόν του Άβελ, δια τον άδικον θάνατόν του· τον μισθόν της ελπίδος του Ενώς· τον μισθόν της ευαρεστήσεως του Ενώχ· το ανταπόδομα της εν τω κατακλυσμώ της ασεβείας σωτηρίας του Νώε· την αμοιβήν της φιλοξενίας και πίστεως του Αβραάμ· της υπακοής του Ισαάκ· της απλότητος του Ιακώβ· της σωφροσύνης του Ιωσήφ· της διδασκαλίας του Μωϋσέως, της πραότητος του Δαβίδ, της σοφίας του Σολομώντος, της ανδρείας του Σαμψών, της δικαιοσύνης του Σαμουήλ και της εν θλίψεσι και πειρασμοίς υπομονής του Ιώβ. Εξισούται ακόμη ο Μάρτυς Θεόδωρος και με τον Προφήτην Δανιήλ. Διότι νέος ων κατά την ηλικίαν, εφάνη γέρων κατά την φρόνησιν, και γενόμενος και αυτός, ως τον Δανιήλ, ανήρ επιθυμιών, εθανάτωσεν τον δράκοντα, και τους θεούς των απίστων συνέτριψε και ελέπτυνε, έφραξε δε και τα στόματα των θηριομόρφων ανθρώπων, των λαλούντων κατά του Θεού αδικίαν, ώσπερ ο Δανιήλ έφραξε τα στόματα των λεόντων. Όμοιος είναι ο Θεόδωρος και με τους Αγίους Τρεις Παίδας, και τους αυτούς στεφάνους έχει να λάβη, διότι και αυτός δεν έστερξε να προσκυνήση τους χρυσούς και αργυρούς θεούς των Ελλήνων, καθώς εκείνοι δεν επροσκύνησαν την εικόνα του Ναβουχοδονόσορος. Αλλά τι επιχειρώ εγώ να παραστήσω τους ουρανίους μισθούς, και τα υπέρ κατάληψιν νοητά αγαθά, τα οποία μέλλει να απολαύση ο Μάρτυς Θεόδωρος; Ακόμη και αυτά τα αισθητά αγαθά, και αυτήν την φθειρομένην δόξαν και τιμήν, την οποίαν εδώ κάτω απολαμβάνει, δεν είμαι ικανός να παραστήσω. Διότι η μεν αγία ψυχή του Θεοδώρου ευρίσκεται εν ουρανοίς, ομού με τας μακαρίας ψυχάς των απ’ αιώνος Δικαίων το δε αθλητικόν και νικηφόρον αυτού σώμα ευρίσκεται τεθησαυρισμένον μέσα εις ιεράς θήκας, και αναβλύζει εις όλους, τους ευσεβώς αυτό προσκυνούντας θείας δωρεάς και χαρίσματα. Τους ασθενείς ιατρεύει, τους πάσχοντας θεραπεύει, τους εν κινδύνοις και συμφοραίς βοηθεί· τους λυπουμένους παρηγορεί, τους τεθλιμμένους χαροποιεί, τους καταδίκους ελευθερώνει· εις εκείνους, οίτινες χάσουν κανέν πράγμα, το φανερώνει· και απλώς, εις πάντας τους αυτόν επικαλουμένους γίνεται τα πάντα, κατά τον Απ. Παύλον (Α΄ Κορ. θ: 22), επειδή πάντα είναι δυνατά εις τον Άγιον, με την δοθείσαν εις αυτόν παντοδύναμον του Θεού Χάριν και δύναμιν. Εδώ δεν πρέπει να φέρωμεν εις το μέσον τους αθλητάς των εξωτερικών αγώνων, τους παλαιστάς, λέγω, τους πυγμάχους ή τους άλλους αθλητάς, και να συγκρίνωμεν με αυτούς τον Μάρτυρα Θεόδωρον, και ακολούθως, εκ της συγκρίσεως ταύτης και ομοιώσεως, να προσφέρωμεν εις τον Άγιον περισσότερον έπαινον. Όχι. Διότι καθώς δεν ημπορεί να συγκριθή ο κάνθαρος με τον αετόν, ή το σκότος με τον ήλιον, τοιουτοτρόπως ούτε οι εξωτερικοί αθληταί και νικηταί δύνανται να συγκριθούν με τον γενναίον Θεόδωρον. Εκείνοι μεν διότι προς αίμα και σάρκα πολεμούντες, νικώσιν· ούτος δε με τους ασάρκους δαίμονας, και με τα πνευματικά της πονηρίας πολεμήσας, κατά κράτος αυτούς ενίκησε. Δια τούτο εκείνους μεν ας αφήσωμεν έξω του λόγου μας, και ούτε τα ονόματά των ας ενθυμηθώμεν δια των χειλέων μας, καθώς λέγει ο Δαβίδ (Ψαλμ. ιε: 4), καθόσον, όχι μόνον αυτοί, αλλ’ ούτε όλος ο φαινόμενος κόσμος είναι δυνατόν να συγκριθή με τον μέγαν Θεόδωρον. Ας πανηγυρίσωμεν λοιπόν την μνήμην του αθλοφόρου τούτου Μάρτυρος, και ας κάμωμε τον επίλογον λέγοντες, ότι ο Μάρτυς ούτος Θεόδωρος, από αγαθήν ρίζαν φυτρώσας, εβλάστησε καρπός ευκλεής, επειδή «εκ του καρπού το δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. ιβ: 33), καθώς είπεν ο Κύριος. Ανετράφη θεοσεβώς, έζησε σεμνώς, εζήλωσε, διότι είδε να αθετήται η ευσέβεια, επαρρησίασε δια λόγου και έργου την αλήθειαν· ήλεγξε το ψεύδος, εκήρυξε την Πίστιν· εστηλίτευσε των ειδώλων την αθεϊαν, αντεστάθη εις τον θυμόν του τυράννου Λικινίου· ηναντιώθη εις την αμαρτίαν και τον διάβολον μέχρις αίματος, και δοκιμασθείς ως άδολον χρυσίον εντός του χωνευτηρίου τόσων και τόσων βασάνων, εφύλαξε την εις Χριστόν Πίστιν καθαράν και ανόθευτον. Ταύτα πάντα απέβησαν εις αυτόν Μαρτύριον αληθώς ανδρειότατον και τελειότατον, καθώ είπεν ο Κύριος· «αποβήσεται δε υμίν εις μαρτύριον» (Λουκ. κα: 13). Αλλ’, ω Μαρτύρων περιφανέστατε και λαμπρότατε Θεόδωρε, ο περιβόητος γενόμενος αθλητής, και με πολλά αριστεύσας ανδραγαθήματα· το άνθος της φύσεως, το έρεισμα της Πίστεως, το άγαλμα της αρετής, το κλέος της αθλήσεως, το δεκτόν εις τον Χριστόν ολοκαύτωμα, η θυσία η τω Θεώ θυσιασθείσα, το λογικόν σφάγιον, η τελεία προσφορά, το δώρον του Θεού το αξιόθεον, ο πολίτης του ουρανού και του Παραδείσου· ο χορεύων πέριξ του αθλοθέτου Χριστού, με όλους τους χορούς των Αγγέλων και τα τάγματα των Μαρτύρων· ο στεφανωθείς παρά Χριστού με τον στέφανον της δικαιοσύνης ως νικητής· ο αξιωθείς της του Θεού Βασιλείας, και νυν ευρισκόμενος εκεί, όπου είναι όλων των ευφραινομένων η κατοικία, κατά τον Δαβίδ (Ψαλμ. πστ: 7), και όπου ακούεται ο γλυκύτατος ήχος της χαράς των εορταζόντων (Ψαλμ. μα: 5) επάκουσον ημών δεομένων σου. Πρόσδεξαι, Άγιε, το εγκώμιον τούτο το μικρόν μεν και ευτελέστατον, ως προς την αξίαν την ιδικήν σου, όχι όμως ως προς την ιδικήν μας προθυμίαν τε και προαίρεσιν, και χάρισαι ημίν πλουσιοπαρόχως εκείνα τα αγαθά, τα οποία είναι πολύτιμα. Ήτοι χάρισαι την συγχώρησιν των αμαρτιών ημών, την της ζωής ημών διόρθωσιν, των ασθενειών ημών την ίασιν, την εν ταις συμφοραίς ημών ταχείαν βοήθειαν· τέλος του βίου αγαθόν και θεάρεστον, και μετά το τέλος, την των αιωνίων αγαθών απόλαυσιν· Χάριτι και οικτιρμοίς του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Σωτήρος ημών Θεού, Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και λατρεία, παρά πάσης πνοής, συν τω Πατρί, και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις αυτού πρεσβείαις ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου