Σαλπίσατε, ω ιερείς, λέγει η Γραφή, κατά την πρώτην του νέου μηνός, δια της σάλπιγγος, ως και κατά την επίσημον ημέραν της μεγάλης εορτή σας (Ψαλμ. π: 4). Τούτο είναι πρόσταγμα προφητικόν. Δι’ ημάς όμως, με φωνήν ισχυροτέραν από τον ήχον οιασδήποτε σάλπιγγος και με τρόπον χαρακτηριστικώτερον από οιονδήποτε μουσικόν όργανον, τα αναγνώσματα του Ησαϊου φανερώνουν την εορτήν των ημερών αυτών, ήτις έρχεται, ο οποίος τον μεν ιουδαϊκόν τρόπον της νηστείας απέκρουσεν, έδειξε δε εις ημάς τον ορθόν τρόπον της αληθινής νηστείας. «Όταν νηστεύετε μη ευρίσκεσθε εις διαμάχην και αντιδικίαν με τους άλλους ανθρώπους, αλλά καταπαύετε πάσαν αφορμήν αδικίας» (Ησ. νη: 4 – 6). Αυτά λέγει ο Ησαϊας. Και ο Κύριος ημών λέγει· «Όταν νηστεύετε, μη γίνεσθε σκυθρωποί… συ δε πλύνε το πρόσωπόν σου και άλειψε την κεφαλήν σου» (Ματθ. στ: 16 – 17), χωρίς να σκυθρωπάζετε δια τας ημέρας, αι οποίαι έρχονται, αλλά υποδεχόμενοι αυτάς με φαιδρότητα και ευχάριστον διάθεσιν, όπως αρμόζει εις Αγίους. Κανείς δεν στεφανώνεται όταν δυσανασχετή, κανείς δεν στήνει τρόπαιον νίκης, όταν έχη πρόσωπον κατηφές. Μη γίνεσαι σκυθρωπός, βλέπων ότι αποκαθίσταται η υγεία σου.
Διότι είναι άτοπον να μη χαίρωμεν δια την υγείαν της ψυχής μας, αλλά να λυπούμεθα δια την αλλαγήν της τροφής, αποδίδοντες ούτω περισσοτέραν σπουδαιότητα εις τας απολαύσεις της κοιλίας μας, παρά εις την φροντίδα δια την ψυχήν μας. Διότι ο μεν κόρος περιορίζει την ευεργεσίαν του εις την κοιλίαν και μόνον· ενώ το κέρδος, το οποίον προέρχεται από την νηστείαν, αναφέρεται εις την ψυχήν. Γίνου εύθυμος, διότι από τον ιατρόν σού εδόθη φάρμακον, το οποίον εξαφανίζει τας αμαρτίας. Όπως δηλαδή οι σκώληκες, οι οποίοι ζουν εις τα εντόσθια των παιδίων, εξαφανίζονται με πικρά τινα και δυσάρεστα φάρμακα, κατά τον ίδιον τρόπον και την αμαρτίαν, η οποία κρύπτεται εις το βάθος, την φονεύει η νηστεία, όταν εισέλθη εις την ψυχήν μας, τουλάχιστον εκείνη η νηστεία, η οποία αληθώς είναι αξία να ονομάζεται ούτω. «Άλειψε την κεφαλήν σου και πλύνε το πρόσωπόν σου»(Ματθ. στ: 16 – 17). Ο λόγος ούτος σε καλεί εις κάποια μυστήρια. Εκείνος ο οποίος ήλειψε την κεφαλήν του, εχρίσθη με ηγιασμένον έλαιον· εκείνος ο οποίος έπλυνε το πρόσωπόν του, εκαθαρίσθη από τας αμαρτίας του. Όσα νομοθετούνται δια τα μέλη του σώματος, να θεωρής ότι νομοθετούνται δια τον έσω άνθρωπον, δια την ψυχήν. Να χρίσης την κεφαλήν σου με το άγιον χρίσμα, δια να γίνης μέτοχος του Χριστού, και ούτω να προσέλθης εις την νηστείαν. Μη αλλοιώνης το πρόσωπόν σου, όπως κάμνουν οι υποκριταί. Αλλοιώνεται το πρόσωπον, όταν η εσωτερική διάθεσις επισκοτίζεται με την εξωτερικήν επίπλαστον εμφάνισιν, ως εάν η διάθεσις αυτή να καλύπτεται υπό του ψεύδους δια τινος παραπετάσματος. Υποκριτής είναι εκείνος ο οποίος υποδύεται εις το θέατρον άλλο πρόσωπον, και ενώ είναι δούλος πολλάς φοράς υποδύεται το πρόσωπον του άρχοντος, ή ενώ είναι ένας κοινός θνητός, υποδύεται το πρόσωπον του βασιλέως. Ούτω και εις την παρούσαν ζωήν, πολλοί παριστάνουν θέατρον, ως εάν ευρίσκωνται επί της σκηνής του θεάτρου, άλλα μεν έχοντες εις το βάθος της καρδίας των και άλλα παρουσιάζοντες επιφανειακώς εις τους ανθρώπους. Μη αλλοιώνης λοιπόν το πρόσωπόν σου. Οποίος είσαι, τοιούτος να φαίνεσαι. Μη μεταβάλλης την εμφάνισίν σου, ώστε να φαίνεσαι σκυθρωπός, επιδιώκων την καλήν φήμην, την οποίαν θα αποκτήσης, όταν δίδης την εντύπωσιν ότι είσαι εγκρατής και νηστεύεις. Διότι από την ευεργεσίαν, η οποία διατυμπανίζεται δεν προέρχεται κανέν όφελος, ούτε από την νηστείαν, η οποία διακηρύσσεται, υπάρχει κανέν κέρδος. Όσα δηλαδή γίνονται με σκοπόν την επίδειξιν δεν απλώνουν τους καρπούς των μέχρι του μέλλοντος αιώνος, αλλά τελειώνουν εις τον εκ των ανθρώπων προερχόμενον έπαινον. Σπεύσον λοιπόν με φαιδρότητα προς τα δώρα της νηστείας. Η νηστεία είναι αρχαίον δώρον, το οποίον ούτε παλαιώνει ούτε γηράσκει, το οποίον διαρκώς ανανεώνεται και ανθεί διαρκώς ακμάζον. Νομίζεις μήπως ότι τοποθετώ την αρχαιότητα της νηστείας εις την εποχήν του Μωσαϊκού νόμου; Η νηστεία είναι αρχαιοτέρα και από τον Μωσαϊκόν νόμον. Εάν έχης ολίγην υπομονήν, θα πεισθής ότι ο λόγος μου ούτος είναι αληθής. Μη νομίσης ότι αρχή της νηστείας υπήρξεν η ημέρα του εξιλασμού, η οποία είχεν ορισθή δια τον Ισραήλ κατά τον έβδομον μήνα, κατά την δεκάτην ημέραν του μηνός (Λευιτ. κγ: 27). Εμπρός λοιπόν, προχωρών δια της ιστορίας, ερεύνησον δια να ανεύρης την αρχαιότητα αυτής. Η καθιέρωσις της νηστείας δεν είναι εφεύρημα νεωτέρων χρόνων· το κειμήλιον αυτό είναι κληρονομία των Πατέρων μας. Ό,τι δήποτε δε διακρίνεται δια την αρχαιότητά του, είναι σεβαστόν. Να σεβασθής λοιπόν την λευκήν κεφαλήν της νηστείας. Η νηστεία έχει την ιδίαν ηλικίαν με την ανθρωπότητα· η νηστεία ενομοθετήθη εις τον Παράδεισον. Την πρώτην εντολήν νηστείας έλαβεν ο Αδάμ. Από τον καρπόν του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θα φάγετε (Γεν. β: 17). Αυτό δε το, δεν θα φάγετε, είναι νομοθεσία νηστείας και εγκρατείας. Εάν η Εύα δεν έτρωγεν από τον καρπόν του ξύλου, δεν θα είχομεν ανάγκην από την παρούσαν νηστείαν. Διότι δεν έχουσιν ανάγκην ιατρού οι υγιείς, αλλ’ οι κακώς εις την υγείαν έχοντες (Ματθ. θ: 12, Μάρκ. β: 17, Λουκ. ε: 31). Υπέστημεν όμως πολλάς κακώσεις δια της αμαρτίας· ας θεραπευθώμεν λοιπόν δια της μετανοίας· μετάνοια όμως χωρίς νηστείαν κανέν αποτέλεσμα δεν φέρει. Η γη θα είναι επικατάρατος, ακάνθας και τριβόλους θα φυτρώση (Γεν. γ: 17 – 18). Έλαβες εντολήν να υποβάλλεσαι εις περιορισμούς, όχι να επιδίδεσαι εις υλικάς απολαύσεις. Δια της νηστείας δώσε απολογίαν εις τον Θεόν. Αλλά και η εις τον Παράδεισον συμπεριφορά είναι εικών της νηστείας όχι μόνον διότι ο άνθρωπος ζων μαζί με τους Αγγέλους δια της ολιγαρκείας κατώρθωνε να ομοιωθή προς αυτούς, αλλά και όσα επενόησεν η εφευρετικότης των ανθρώπων μετά ταύτα, δεν τα είχον επινοήσει εκείνοι οι οποίοι έζων εις τον Παράδεισον· ούτε οινοποσίαι, ούτε θυσίαι ζώων ούτε όσα άλλα θολώνουν τον νουν του ανθρώπου. Επειδή δεν ενηστεύσαμεν, εξεδιώχθημεν από το Παράδεισον· ας νηστεύσωμεν λοιπόν, δια να επανέλθωμεν εις αυτόν. Δεν βλέπεις τον πτωχόν Λάζαρον του Ευαγγελίου, ότι διατης νηστείας εισήλθεν εις τον Παράδεισον; (Λουκ. ιστ: 20 – 31). Μη μιμηθής την παρακοήν της Εύας, μη δεχθής πάλιν ως σύμβουλον τον όφιν (Γεν γ: 1 – 6), ο οποίος εξ ενδιαφέροντος δήθεν δια το σώμα υποδεικνύει την βρώσιν. Μη προβάλλης ως δικαιολογίαν σωματικήν ασθένειαν. Τας τοιαύτας προφάσεις δεν τας λέγεις εις εμέ, αλλ’ εις εκείνον ο οποίος γνωρίζει επακριβώς την αλήθειαν. Να νηστεύης δεν ημπορείς (ειπέ μου), ημπορείς όμως να χορταίνεσαι μέχρι κόρου καθ’ όλην σου την ζωήν και να κατακουράζης το σώμα σου με το βάρος των φαγητών τα οποία τρώγεις. Εγώ όμως γνωρίζω ότι οι ιατροί παραγγέλλουν δια τους ασθενείς νηστείαν και ασιτίαν και όχι ποικιλίαν φαγητών. Πως λοιπόν συ ο οποίος δύνασαι να εκτελής τα μεν, προφασίζεσαι ότι δεν ημπορείς να εκτελής τα δε; Τι είναι ευκολώτερον δια την κοιλίαν; Να περάση την νύκτα με ολιγοφαγίαν ή να είναι εξηπλωμένη εις την κλίνην παραφορτωμένη από την αφθονίαν των φαγητών; Και δια να είπω ακριβέστερον, όχι να είναι εξηπλωμένη, αλλά διαρκώς να στριφογυρίζη επάνω εις την κλίνην, στενάζουσα και διατρέχουσα τον κίνδυνον να διαρραγή από το πολύ φαγητόν; Εκτός εάν μου είπης, ότι και οι πλοίαρχοι είναι ευκολώτερον να σώσουν ένα παραφορτωμένον πλοίον από εν άλλο με ολιγώτερον φορτίον και επομένως ελαφρότερον. Διότι το μεν ένα πλοίον, το οποίον φέρει φορτίον μεγάλου βάρους, όταν ολίγον ανυψωθούν τα κύματα, το κατεπόντησαν· ενώ το άλλο με το ελαφρότερον φορτίον ευκόλως υπερνικά την τρικυμίαν, επειδή ουδέν το εμποδίζει να ανυψούται υπεράνω των κυμάτων. Και τα σώματα λοιπόν των ανθρώπων, όταν μεν παραφορτώνωνται με την αδιάκοπον πολυφαγίαν και τον κόρον, ευκόλως καταβάλλονται υπό των ασθενειών. Ενώ όταν χρησιμοποιούν τροφήν ελαφράν και μετρίαν και το εκ της ασθενείας κακόν διαφεύγουν, όπως το ελαφρόν πλοίον διαφεύγει κατά την τρικυμίαν και σώζεται, και την υπάρχουσαν ήδη ενόχλησιν απέκρουσαν, όπως αποκρούεται το εξαφνικόν φύσημα ισχυράς ριπής του ανέμου. Εκτός εάν, κατά την γνώμην σου, το να παραμένης ήσυχος είναι περισσότερον κοπιαστικόν από το να τρέχης και το να είσαι ήρεμος από το να παλαίης, οπότε βεβαίως θα είπης ότι δια τους ασθενείς είναι καταλληλότερον το να τρώγουν κατά κόρον από το να περιορίζωνται εις ολίγην και ελαφράν τροφήν. Η δύναμις, η οποία συντηρεί κάθε ζώον, την μεν ολιγάρκειαν και την λιτότητα ευκόλως την προσαρμόζει προς το τρεφόμενον ζώον· ενώ όταν περιλάβη ποικιλίαν και αφθονίαν φαγητών, η δύναμις αύτη δεν εξαρκεί να ολοκληρώση το έργον της και ούτω εδημιουργήθησαντα διάφορα είδη των ασθενειών. Αλλ’ ας προχωρήσωμεν εις την ιστορίαν της νηστείας και ας εξετάσωμεν την αρχαιοτάτην καθιέρωσιν αυτής και πως πάντες οι Άγιοι, ως πατρικήν κληρονομίαν δεχθέντες αυτήν, διεφύλαξαν με τόσην ακρίβειαν, παραδίδοντες αυτήν από πατρός εις υιόν· όθεν και διεσώθη μέχρις ημών το απόκτημα με την συνέχειαν της διαδοχής. Εις τον Παράδεισον δεν υπήρχεν οίνος, ούτε θυσίαι ζώων ούτε κρεοφαγίαι. Μετά τον κατακλυσμόν έγινε γνωστός ο οίνος· μετά τον κατακλυσμόν εφηρμόσθη το φάγετε τα πάντα, ως εάν είναι λάχανα (Γεν : θ: 3). Όταν οι άνθρωποι απηλπίσθησαν δια την πνευματικήν τελείωσίν των, τότε επέτρεψαν εις εαυτούς πάσαν απόλαυσιν. Απόδειξις δε του ότι οι άνθρωποι δεν εγνώριζον τον οίνον είναι ο Νώε, ο οποίος ηγνόει την χρήσιν του οίνου. Διότι ο οίνος δεν είχεν εισέλθει ακόμη εις την ζωήν των ανθρώπων, ούτε τον είχον συνηθίσει οι άνθρωποι. Επειδή λοιπόν ο Νώε ούτε άλλον είχεν ίδει να χρησιμοποιή οίνον ούτε και ο ίδιος τον είχε δοκιμάσει, δι’ αυτό έπαθεν την εξ αυτού προερχομένην βλάβην χωρίς να φυλαχθή. Διότι εφύτευσεν ο Νώε αμπελώνα και έπιεν από τον καρπόν του και εμέθυσεν (Γεν. θ: 20 – 21). Όχι διότι ήτο μέθυσος, αλλά διότι δεν εγνώριζεν ότι έπρεπε να πίη τον οίνον με μέτρον. Τόσον πολύ μεταγενέστερον του Παραδείσου είναι το εύρημα της οινοποσίας, ενώ τόσον αρχαία είναι η σεμνή νηστεία. Αλλά και δια τον Μωϋσήν γνωρίζομεν, ότι μετά μακράν νηστείαν ετόλμησε να πλησιάση και να ανέλθη εις το όρος Σινά. Ούτε θα ετόλμα να ανέλθη εις την καπνιζομένην κορυφήν, ούτε θα είχε το θάρρος να εισέλθη εις την πυκνήν ομίχλην, η οποία την εσκέπαζεν (Εξ. λδ: 28), κάτω δε από το όρος η λαιμαργία παρέσυρε τον λαόν εις την ειδωλολατρίαν. Εκάθησε δηλαδή ο λαός να φάγη και να πίη και κατόπιν εσηκώθησαν όλοι δια να παίξουν. Την παραμονήν εις το όρος επί τεσσαράκοντα ημέρας και την ικεσίαν του πιστού δούλου του Θεού κατέστησεν άχρηστον μιάς ημέρας μόνον κραιπάλη. Τας πλάκας δηλαδή των εντολών τας οποίας παρέλαβεν η νηστεία γεγραμμένας με τον δάκτυλον του Θεού, τας συνέτριψεν η μέθη. Διότι ο Προφήτης έκρινεν ότι λαός, ο οποίος παρεδίδετο εις την μέθην, δεν ήτο άξιος να λαμβάνη νομοθεσίαν εκ μέρους του Θεού (Εξ. λβ: 19). Εις μίαν και μόνον στιγμήν, ο λαός εκείνος, ο οποίος εγνώριζε τον Θεόν από τα θαύματα τα οποία είχε πραγματοποιήσει εις αυτόν, εκυλίσθη και πάλιν εις την ειδωλομανίαν των Αιγυπτίων. Τοποθέτησε λοιπόν και τα δύο, το εν απέναντι του άλλου, και βλέπε πως η νηστεία μάς φέρει πλησίον του Θεού, και πως η απόλαυσις καταστρέφει την σωτηρίαν. Αλλ’ αν θέλης, συνέχισε την οδόν σου και προχώρησον χαμηλότερα. Ποίον ήτο εκείνο το οποίον εξηυτέλισε τον Ησαύ και τον έκαμε δούλον του αδελφού του; Δεν ήτο μία μερίς φαγητού, δια την οποίαν του παρεχώρησε τα πρωτοτόκια; (Γεν. κε: 31 – 34). Τον δε Σαμουήλ δεν τον εχάρισεν εις την μητέρα του η προσευχή μετά της νηστείας; (Α΄ Βασ. α: 7 – 11). Ποίον πράγμα έκαμεν ακατανίκητον τον μέγα αριστέα, τον Σαμψών; Όχι η νηστεία, κατόπιν της οποίας συνελήφθη εις την κοιλίαν της μητρός του; Η νηστεία τον εκυοφόρησεν, η νηστεία τον εγαλούχησεν, η νηστεία τον έκαμεν άνδρα, την νηστείαν δε ταύτην διέταξεν ο Άγγελος εις την μητέρα του. Όσα προέρχονται από την άμπελον να μη φάγη και οίνον ή άλλα ποτά να μη πίη (Κριτ. ιγ: 3 – 4). Η νηστεία γεννά Προφήτας. Τους ισχυρούς τούς καθιστά ισχυροτέρους. Η νηστεία καθιστά τους νομοθέτας σοφούς, είναι αγαθόν φυλακτήριον της ψυχής, είναι συγκάτοικος ασφαλής, αποτελεί όπλον δια τους αγωνιζομένους, είναι άσκησις δια τους αθλητάς. Αύτη αποκρούει τους πειρασμούς, αύτη παρακινεί προς ευσέβειαν, αύτη είναι συγκάτοικος της διαρκούς πνευματικής προσοχής, η νηστεία δημιουργεί σωφροσύνην. Εις τους πολέμους ανδραγαθεί, εν ειρήνη διδάσκει την ησυχίαν. Τον αφωσιωμένον εις τον Θεόν αγιάζει, τον ιερέα τον καθιστά τελειότερον. Διότι δεν είναι δυνατόν άνευ νηστείας να τολμήση να ιερουργήση όχι μόνον εις την σημερινήν μυστικήν και αληθινήν λατρείαν, αλλ’ ούτε κατά την τυπικήν λατρείαν του μωσαϊκού νόμου. Η νηστεία έκαμε τον Ηλίαν θεατήν του μεγάλου εκείνου οράματος, που αναφέρει η Γραφή. Αφού δηλαδή εκαθάρισε την ψυχήν του με την νηστείαν τεσσαράκοντα ημερών, τότε ηξιώθη να ίδη εις το σπήλαιον Χωρήβ τον Κύριον, όσον είναι δυνατόν εις τους ανθρώπους να ίδουν τον Θεόν (Γ΄ Βασ. ιθ: 8 – 15). Αφού ενήστευσεν, ανέστησε τον υιόν της χήρας (αυτ. ιζ: 20 – 23), γενόμενος δια της νηστείας ισχυρότερος και από τον θάνατον. Από το στόμα του Ηλία, μετά μακράν νηστείαν, εξήλθεν η φωνή, η οποία απέκλεισε τον ουρανόν, προς τιμωρίαν του παρανομούντος λαού, επί τρία έτη και μήνας εξ (αυτ. ιζ:1). Διότι δια να μαλακώση την καρδίαν των σκληροτραχήλων εκείνων, επροτίμησε να καταδικάση και τον εαυτόν του μαζί με εκείνους εις την κακοπάθειαν. Δια τούτο, ζη Κύριος, είπεν, εάν θα πέση ύδωρ επί της γης, εάν δεν το είπω εγώ. Και δια του λιμού, ο οποίος ηκολούθησε την ανομβρίαν, επέβαλε την νηστείαν εις τον λαόν, ώστε να επανορθώση την εκ των υλικών απολαύσεων και του ασώτου βίου πολλαπλασιασθείσαν κακίαν. Και ο βίος του Ελισσαίου οποίος υπήρξε; Κατά ποίον τρόπον εφιλοξενήθη υπό της Σουναμίτιδος; Και πως επεριποιείτο αυτός τους Προφήτας τους οποίους εφιλοξενούσε; Δεν περιώριζε την φιλοξενίαν του εις άγρια λάχανα και ολίγον άλευρον; Όταν δε εξ αγνοίας ετέθη μέσα εις τον λέβητα και η δηλητιριασμένη αγριοκολοκύνθη, και εκινδύνευον να αποθάνουν εκ του δηλητηρίου οι τρώγοντες, εξουδετερώθη το δηλητήριον δια της ευλογίας του νηστευτού (Δ΄ Βασ. δ: 38 – 44). Με μίαν λέξιν, εάν εξετάσης το πράγμα, θα εύρης ότι η νηστεία εχρησίμευσεν ως οδηγός εις όλους τους Αγίους, ώστε να πολιτευθούν σύμφωνα με τας εντολάς του Θεού. Υπάρχει κάποιο φυσικόν σώμα, το οποίον καλείται αμίαντος, το οποίον δεν καίεται εάν τεθή εις το πυρ και το οποίον, όταν ευρίσκεται εις την φωτιάν, δίδει την εντύπωσιν ότι απηνθρακώθη, όταν δε αφαιρεθή από το πυρ, ως εάν εκαθαρίσθη δι’ ύδατος, φαίνεται λαμπρότερον. Παρόμοια εδείχθησαν και τα σώματα των Τριών εκείνων Παίδων, διότι είχον το αμόλυντον. Ευρισκόμενοι δηλαδή μέσα εις την μεγάλην φλόγα της καμίνου, ως εάν ήσαν κατεσκευασμένοι εκ χρυσού και όχι εκ σαρκός και οστών, τόσον λαμπρότεροι εφαίνοντο κατόπιν της πυρακτώσεώς των εις την κάμινον (Δαν. γ: 24 – 27). Βεβαίως απεδείχθησαν ανώτεροι του χρυσού, διότι το πυρ δεν τους απηνθράκωσεν, αλλά τους εφύλαξεν ακεραίους. Και τούτο μολονότι τίποτε δεν θα ήτο δυνατόν να ανθέξη την φλόγα εκείνην, την οποίαν ετροφοδότουν δια νάφθης και πίσσης και κληματίδων, ώστε να αξαπλούται αύτη εις τεσσαράκοντα εννέα πήχεις γύρωθεν, και κατατρώγουσα όσα έφθανε να κατακαύση και πολλούς εκ των Χαλδαίων. Εις εκείνην λοιπόν την πυρκαϊάν εισελθόντες οι Τρείς Παίδες, αφού προηγουμένως είχον νηστεύσει, κατεπάτουν αυτήν και ανέπνεον τας φλόγας της ως ελαφράν και δροσιστικήν αύραν. Ούτε τας τρίχας της κεφαλής των δεν ετόλμησε να εγγίση το πυρ, επειδή και αυταί είχον τραφή δια της νηστείας. Ο δε Δανιήλ, ο ανήρ των επιθυμιών, ο οποίος επί τρεις εβδομάδας δεν έφαγεν άρτον ούτε έπιεν ύδωρ, έμαθε και τους λέοντας να νηστεύουν, όταν ερρίφθη εις τον λάκκον. Ως εάν δηλαδή το σώμα του να ήτο κατεσκευασμένον εκ λίθου ή χαλκού ή από κάποιο άλλο στερεώτερον υλικόν, οι λέοντες δεν ηδύναντο να εμπήξουν εις αυτό τους οδόντας των. Όπως η βαφή καθιστά τον χάλυβα σκληρότερον και ανθεκτικώτερον, κατά τον ίδιον τρόπον και η νηστεία, ισχυροποιήσασα το σώμα του Δανιήλ, το κατέστησεν ακατανίκητον δια τους λέοντας και δεν ετόλμησαν ούτε καν να ανοίξουν το στόμα των εναντίον του (Δαν. στ: 16 – 18). Η νηστεία έσβεσε την δύναμιν του πυρός, η νηστεία έφραξε τα στόματα των λεόντων (Εβρ. ια: 33). Η νηστεία αναβιβάζει την προσευχήν εις τον ουρανόν, ως εάν μεταβάλλεται εις πτέρυγας, αι οποίαι την μεταφέρουν προς τα άνω. Η νηστεία είναι αύξησις των οίκων, μήτηρ της υγείας, παιδαγωγός δια τους νέους, στολισμός δια τους μεγαλυτέρους την ηλικίαν, καλός σύντροφος δια τους οδοιπόρους, ασφαλής συγκάτοικος δια τους διαμένοντας μετ’ αυτής. Ο ανήρ δεν είναι δυνατόν να υποπτεύση ότι η σύζυγός του μολύνει τον γάμον των, όταν βλέπη την γυναίκα του να νηστεύη. Δεν βασανίζεται από ζηλοτυπίαν η γυνή, η οποία βλέπει τον άνδρα της νηστεύοντα τακτικώς. Ποίος ηλάττωσε την περιουσίαν του δια της νηστείας; Μέτρησον σήμερον όσα ευρίσκονται εις τον οίκον σου και μέτρησον αυτά και μετά ταύτα. Τίποτε από όσα υπάρχουν δεν θα λείψη εξ αιτίας της νηστείας. Κανέν από τα ζώα σου δεν θα κλαύση τον θάνατόν του, πουθενά αίμα, ουδεμία καταδικαστική απόφασις εκφερομένη υπό της αχορτάστου κοιλίας κατά των ζώων. Εσταμάτησεν η μάχαιρα των μαγείρων· η τράπεζα αρκείται εις τα ολίγα. Το Σάββατον εδόθη εις τους Ιουδαίους, όπως λέγει η Γραφή, «δια να αναπαυθή το υποζύγιόν σου και ο υπηρέτης σου» (Έξ. κγ: 12). Ας γίνη η νηστεία αιτία αναπαύσεως από τους συνεχείς κόπους ενός ολοκλήρου έτους δια τους υπηρέτας. Ξεκούρασε τον μάγειρόν σου, δώσε άδειαν εις τον τραπεζοκόμον σου· σταμάτησε την χείρα του οινοχόου σου να μη χύνη οίνον εις το ποτήριόν σου, ας σταματήση κάποτε και αυτός ο οποίος κατασκευάζει τα διάφορα γλυκίσματα. Ας ησυχάση κάποτε και ο οίκος σου από τους διαφόρους θορύβους και από τον καπνόν και από την κνίσσαν και από όσους τρέχουν διαρκώς επάνω – κάτω δια να υπηρετήσουν την κοιλίαν, ως εάν πρόκειται δια καμμίαν ανικανοποίητον κυρίαν. Κάποτε και οι εισπράκτορες των φόρων επιτρέπουν εις τους φορολογουμένους να ανακουφισθούν ολίγον. Ας δώση και η κοιλία κάποιαν ανάπαυλαν εις το στόμα, ας κάμη προς χάριν μας πενθήμερον ανακωχήν, αυτή η οποία διαρκώς ζητεί και ουδέποτε παύει, αυτή η οποία σήμερον λαμβάνει και αύριον λησμονεί τι έλαβεν. Όταν γεμίση, φιλοσοφεί περί εγκρατείας, όταν αδειάση, λησμονεί όσα εδίδασκεν, όταν ήτο γεμάτη. Η νηστεία δεν γνωρίζει τι είναι το δάνειον· η τράπεζα του νηστεύοντος δεν μυρίζει τόκους· τον ορφανόν υιόν του νηστευτού δεν πνίγουν οι τόκοι των δανείων του πατρός του, περιτυλισσόμενοι ως όφεις περίτον λαιμόν του. Αλλά και κατ’ άλλον τρόπον η νηστεία γίνεται αφορμή δι’ ευφροσύνην. Όπως δηλαδή η δίψα κάμνει το ποτόν ευχάριστον, ούτω και η νηστεία, όταν προηγηθή, καθιστά ευχάριστον την τράπεζαν και η νηστεία καθιστά περισσότερον ευχάριστον την απόλαυσιν του φαγητού. Όταν δηλαδή η νηστεία τεθή εις το μέσον και διακόψη την συνέχειαν της απολαύσεως, τότε θα αισθανθής μεγαλυτέραν την ευχαρίστησιν εκ του φαγητού, ως εάν έλειπε μακράν και ήδη επέστρεψεν. Ώστε εάν θέλης να κάμης επιθυμητήν δια σε την τράπεζάν σου, δέξου την αλλαγήν που δημιουργεί η νηστεία. Συ όμως, επειδή είσαι κυριευμένος από την επιθυμίαν της απολαύσεως, τα ελησμόνησες αυτά και ούτω μειώνεις την απόλαυσιν και εξαφανίζεις την ηδονήν δια της φιληδονίας. Τίποτε δεν είναι τόσον επιθυμητόν, ώστε, όταν συνεχώς το απολαμβάνωμεν, εις το τέλος να μη το περιφρονήσωμεν. Εκείνα δε των οποίων η απόκτησις είναι σπανία, αυτών η απόλαυσις είναι ιδιαιτέρως ευχάριστος. Ούτω και ο Πλάστης ημών εσκέφθη, δια της εναλλαγής εις τον βίον, να διατηρήται η ευχαρίστησις από όσα μας εδώρησε. Δεν βλέπεις ότι και ο ήλιος είναι περισσότερον ευχάριστος μετά την νύκτα και η αφύπνισις μετά τον ύπνον και η υγεία περισσότερον επιθυμητή μετά ασθένειαν; Και η τράπεζα λοιπόν είναι περισσότερον ευχάριστος μετά την νηστείαν, εξ ίσου και δια τους πλουσίους και εκείνους οι οποίοι δύνανται να έχουν αφθονίαν φαγητών και δια τους ολιγαρκείς και εκείνους των οποίων η δίαιτα είναι λιτή και πρόχειρος. Φοβήθητε το παράδειγμα του πλουσίου. Εκείνον παρέδωσεν εις το πυρ της κολάσεως η απόλαυσις εις όλην την ζωήν του (Λουκ. ιστ: 19 – 31). Ο πλούσιος κατηγορήθη όχι διότι διέπραξεν αδικίας, αλλά διότι έζη διαρκώς μέσα εις την τρυφήν και δια τούτο εψήνετο εις την φλόγα της καμίνου. Δια να σβήσωμεν λοιπόν εκείνο το πυρ, χρειάζεται νερόν. Και όχι μόνον δια την μέλλουσαν ζωήν είναι ωφέλιμος η νηστεία, αλλά και δια το υλικόν σώμα μας είναι ωφελιμωτέρα. Η υπερβολική δηλαδή σωματική υγεία έχει μεταπτώσεις και παλινδρομήσεις, επειδή η φύσις κάμπτεται και αδυνατεί να φέρη το βάρος της ευεξίας. Πρόσεξε μήπως περιφρονών τώρα το ύδωρ, ύστερον επιθυμήσης μίαν σταγόνα εξ αυτού, όπως και ο πλούσιος. Ουδείς περιήλθεν εις κραοπάλην από το ύδωρ. Ουδενός ανθρώπου η κεφαλή επόνεσε ποτέ, διότι την εζάλισε το ύδωρ. Κανείς δεν εχρειάσθη ξένους πόδας, όταν ως ποτόν εχρησιμοποίει το ύδωρ. Κανενός δεν εδέθησαν οι πόδες, ούτε ηχρηστεύθησαν αι χείρες, όταν εποτίζοντο μόνον με ύδωρ. Η δυσπεψία, η οποία κατ’ ανάγκην συνοδεύει την πολυφαγίαν και την πολυποσίαν, αυτή δημιουργεί τας σοβαράς ασθενείας του σώματος. Το χρώμα του προσώπου του νηστεύοντος είναι σεμνόν, όχι αναιδώς ερυθρόν, αλλά στολισμένον με μίαν ωχρότητα. Η οποία μαρτυρεί σωφροσύνην. Οφθαλμοί ήρεμοι, βάδισμα ήσυχον, πρόσωπον σοβαρόν, το οποίον δεν προσβάλλει ακόλαστος γέλως, συμμετρία εις τους λόγους, καθαρότης καρδίας. Ενθυμήσου όσους έγιναν Άγιοι από της παλαιοτέρας εποχής, προς τους οποίους δεν δύναται να συγκριθή ο κόσμος ολόκληρος, οι οποίοι περιεφέροντο εδώ και εκεί φορούντες δέρματα αιγών, στερούμενοι και θλιβόμενοι και κακοπαθούντες (Εβρ. ια: 37 – 38), εκείνων να μιμηθής τον τρόπον της ζωής, εάν θέλης να λάβης και την μερίδα εκείνων. Ποίος ανέπαυσε τον Λάζαρον του Ευαγγελίου εις τους κόλπους του Αβραάμ; (Λουκ. ιστ: 20 – 22). Δεν τον ανέπαυσεν η νηστεία; Ο δε βίος του Ιωάννου του Προδρόμου ήτο μία συνεχής νηστεία. Ούτε κλίνην είχεν, ούτε τράπεζαν, ούτε γην καλλιεργήσιμον, ούτε βουν δια να την οργώση, ούτε σίτον, ούτε μυλωνάν, ούτε τίποτε από όσα είναι αναγκαία δια την παρούσαν ζωήν. Δια τούτο και μεγαλύτερος από τον Ιωάννην τον Βαπτιστήν μεταξύ των ανθρώπων δεν παρουσιάσθη. Η νηστεία μεταξύ των άλλων ανεβίβασε τον Παύλον εις τον τρίτον ουρανόν (Β΄ Κορ. ιβ: 2 – 4), την οποίαν ανέφερεν όταν απηρίθμει τους λόγους δια τους οποίους εκαυχάτο εις τας θλίψεις του (Β΄ Κορ. στ: 5, ια: 27). Αλλά το κεφάλαιον αυτών, τα οποία είπον έως τώρα, αποτελεί ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οποίος δια της νηστείας επροφύλαξε την σάρκα, την οποίαν εφόρεσε προς χάριν μας, και δι’ αυτής απέκρουσε τας εναντίον του προσβολάς του διαβόλου, διδάσκων κατ’ αυτόν τον τρόπον ημάς να ασκούμεν και να εκγυμνάζωμεν δια της νηστείας τους εαυτούς μας, όταν έχωμεν να αντιμετωπίσωμεν πειρασμούς· δια της στερήσεως δε έδωσεν ο Κύριος τρόπον τινά λαβήν εις τον διάβολον δια την πάλην. Διότι διαφορετικά ο διάβολος δεν θα ήτο δυνατόν να πλησιάση τον Κύριον εφ’ όσον ήτο Θεός, εάν ο Κύριος δεν κατήρχετο δια της στερήσεως εις το επίπεδον των ανθρώπων. Επανερχόμενος όμως εις τους ουρανούς, έλαβε τροφήν, επιβεβαιών δι’ αυτού του τρόπου την υλικήν φύσιν του αναστηθέντος σώματος. Συ δε, όταν μεν παραπαχύνης τον εαυτόν σου και πληθαίνης τας σάρκας σου, δεν γίνεσαι μαλθακώτερος; Όταν δε αποξηραίνης τον νουν σου δια της στερήσεως των σωτηρίων και ζωοποιών διδαγμάτων, δεν λέγεις τίποτε; Ή αγνοείς, ότι, όπως εις τον πόλεμον όταν ο εις εκ των αντιπάλων προσλάβη και σύμμαχον, τούτο γίνεται αιτία να ηττηθή ο αντίπαλός του, κατά τον ίδιον τρόπον εκείνος ο οποίος προσθέτει λίπη εις τας σάρκας του καταπολεμεί το πνεύμα, και ότι εκείνος ο οποίος γίνεται σύμμαχος του πνεύματος υποδουλώνει την σάρκα; Διότι τα δύο ταύτα, σαρξ και πνεύμα, είναι αντίθετα μεταξύ των. Ώστε εάν θέλης να κάμης ισχυρόν τον νουν, να δαμάσης την σάρκα δια της νηστείας. Αυτήν δηλαδή την σημασίαν έχει εκείνο το οποίον λέγει ο Απόστολος, ότι όσον ο εξωτερικός άνθρωπος φθείρεται, τόσον ο εσωτερικός ανανεώνεται (Β΄ Κορ. δ: 16), και το όταν ασθενώ, τότε είμαι ισχυρός (αυτ. ιβ: 10). Δεν θα περιφρονήσης τας τροφάς, αι οποίαι φθείρονται; Δεν θα επιθυμήσης την τράπεζαν της Βασιλείας των ουρανών, την οποίαν πάντως θα προετοιμάση η νηστεία εις την παρούσαν ζωήν; Αγνοείς ότι δια της αμαρτίας της λαιμαργίας και της πολυφαγίας ετοιμάζεις παχύτερον τον σκώληκα, ο οποίος θα σε βασανίζη εκεί; Διότι ποίος με την συνεχή πολυφαγίαν και με την αδιάκοπον υλικήν απόλαυσιν έλαβε ποτέ κανένα χάρισμα πνευματικόν; Ο Μωϋσής εχρειάσθη δευτέραν νηστείαν, δια να λάβη την δευτέραν νομοθεσίαν (Εξ. λδ: 28). Εάν μαζί με τους Νινευίτας δεν ενήστευον και αυτά τα άλογα ζώα, δεν θα διέφευγον την απειλήν της καταστροφής (Ιωνά γ: 4 – 10). Ποίων τα μέλη και τα οστά διεσκορπίσθησαν εις την έρημον; Ουχί εκείνων οι οποίοι ήθελον να φάγουν κρέας; Έως ότου εκείνοι ηρκούντο εις το μάννα και το ύδωρ, το οποίον ανέβλυζεν από τον βράχον, ενικούσαν τους Αιγυπτίους, διήρχοντο δια μέσου της θαλάσσης· άρρωστος ανάμεσα εις αυτούς δεν υπήρχεν· όταν όμως επεθύμησαν τα μαγειρευμένα κρέατα και κατ’ επιθυμίαν τουλάχιστον επέστρεψαν εις την Αίγυπτον, δεν είδον την γην της επαγγελίας. Δεν φοβείσαι το παράδειγμά των; Δεν φρίττεις δια την λαιμαργίαν, μήπως γίνη αιτία να στερηθής των αγαθών, τα οποία ελπίζεις να απολαύσης εις τους ουρανούς; Αλλά και ο Προφήτης Δανιήλ δεν θα έβλεπε τας οπτασίας τας οποίας είδεν, εάν δια της νηστείας δεν έκαμνε καθαρωτέραν την ψυχήν του (Δαν. α: 8 – 20). Από την πλουσίαν τροφήν δηλαδή αναδίδονται αναθυμιάσεις τινές ομοιάζουσαι με πυκνόν σύννεφον, αι οποίαι διακόπτουν τας ελλάμψεις του Αγίου Πνεύματος αι οποίαι γίνονται εις τον νουν. Εάν δε υπάρχη και κάποιο είδος τροφής δια τους Αγγέλους, η τροφή αυτή είναι άρτος, ως λέγει ο Προφήτης· «Άρτον Αγγέλων έφαγεν άνθρωπος» (Ψαλμ. οζ: 25). Ούτε κρέατα, ούτε οίνον, ούτε όσα φροντίζουν να έχουν οι υποδουλωμένοι εις την κοιλίαν. Η νηστεία είναι όπλον εναντίον της στρατιάς των δαιμόνων. Διότι το είδος αυτό δεν εξέρχεται ειμή με προσευχήν και νηστείαν (Ματθ. ιζ: 21, Μάρκ. θ: 29). Και τα μεν καλά, τα οποία προέρχονται από την νηστείαν είναι τόσον πολλά, ενώ ο κόρος γίνεται αιτία διαφόρων ακολασιών. Διότι την υλικήν απόλαυσιν και την μέθην και τα παντός είδους καρυκεύματα και τα άλλα ακολουθεί αμέσως και κάθε είδος ακολασίας, από εκείνας αι οποίαι μόνον εις τα ζώα αρμόζουν. Άλλοτε οι άνθρωποι μεταβάλλονται εις θηλυμανείς ίππους, από την διέγερσιν που γεννά εις την ψυχήν η μανία της υλικής απολαύσεως. Εις τους μεθυσμένους παρατηρούνται αι εναλλαγαί του φύλου, ήτοι η αναζήτησις του άρρενος εις το θήλυ και του θήλεως εις το άρρεν. Η νηστεία, όμως και αυτά τα έργα τα συνδεδεμένα με τον γάμον εκτελεί με μέτρον και περιορίζουσα την υπερβολήν των εκ του νόμου επιτρεπομένων, δημιουργεί ένα λογικόν περιορισμόν, ώστε να παραμένωσιν εν τη προσευχή. Μη περιορίζης όμως το εκ της νηστείας προερχόμενον καλόν εις μόνην την αποχήν από της πλουσίας τροφής. Διότι αληθινή νηστεία είναι η αποξένωσις από κάθε κακόν. Παύσε πάσαν αφορμήν αδικίας· εγκατάλειψε την αιτίαν, δια την οποίαν προξενείς λύπην εις τον πλησίον σου, διάγραψε ό,τι σου οφείλει (Ησ. νη: 6). Μη νηστεύετε και συγχρόνως ευρίσκεσθε εις διαμάχας και προστριβάς. Κρέας δεν τρώγεις, κατατρώγεις όμως τον αδελφόν σου. Οίνον δεν πίνεις, αλλά δεν συγκρατείς την γλώσσαν σου να μη υβρίζη. Περιμένεις να νυκτώση δια να βάλης εις το στόμα σου τροφήν, αλλ’ όλην την ημέραν σου την περνάς εις τα δικαστήρια. Αλλοίμονον εις τους μεθύοντας, αλλ’ όχι από οίνον. Ο θυμός είναι μέθη της ψυχής, η οποία την κάμνει έξω φρενών, όπως και ο οίνος. Και η λύπη όμως είναι μέθη, η οποία καταπνίγει την διάνοιαν. Και ο φόβος είναι ένα είδος μέθης, όταν προέρχεται από αιτίας που δεν πρέπει. Δια τούτο λέγει ο ψαλμωδός· «από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου» (Ψαλμ. ξγ: 2), από τον φόβον εχθρού λύτρωσε την ψυχήν μου. Και γενικώς καθέν από τα διάφορα ψυχικά πάθη, το οποίον προκαλεί ταραχήν της διανοίας, ορθώς είναι δυνατόν να ονομασθή μέθη. Κάμε μου την χάριν να προσέξης τον οργιζόμενον, πως από το πάθος της οργής γίνεται ωσάν μεθυσμένος. Δεν είναι πλέον κύριος του εαυτού του, δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του τον εαυτόν του, αγνοεί τους παρόντας. Ως εν νυκτερινή μάχη, ανατρέπει τα πάντα, σκοντάπτει παντού· λέγει λόγους απρεπείς, γίνεται δυσκολοσυγκράτητος, λέγει λοιδορίας, κτυπά, φοβερίζει, κάμνει όρκους, φωνάζει, είναι έτοιμος να σκάση. Απόφευγε αυτού του είδους την μέθην, αλλά μη δεχθής και να μεθύσης με οίνον. Μη προτιμήσης την πολυποσίαν από την υδροποσίαν. Ας μη σε καθοδηγή προς την νηστείαν η μέθη. Δεν είναι δυνατόν δια της μέθης να πραγματοποιηθή είσοδος εις την νηστείαν, όπως βεβαίως και δια της πλεονεξίας δεν είναι δυνατόν να γίνη είσοδος εις την δικαιοσύνην, ούτε δια της ακολασίας εις την σωφροσύνην και γενικώς, δια της κακίας εις την αρετήν. Άλλη είναι η θύρα δια της οποίας εισέρχεται κανείς εις την νηστείαν. Η μέθη οδηγεί εις την ακολασίαν, η ολιγάρκεια εις την νηστείαν. Όστις επιδίδεται εις τον αθλητισμόν γυμνάζεται από πριν, ο νηστεύων πρέπει και προηγουμένως να είναι εγκρατής. Μη αποθηκεύης την κραιπάλην των πέντε ημερών, ως εάν θέλης να ισοφαρίσης τας ημέρας της νηστείας ή να ξεγελάσης τον Νομοθέτην. Διότι ούτω κοπιάζεις ανωφελώς, καταπονών μεν το σώμα, μη ανακουφίζων δε την στέρησιν. Το θησαυροφυλάκιόν σου δεν έχει εμπιστοσύνην, αποθηκεύεις εις τρυπημένον πίθον. Και ο μεν οίνος φεύγει, ακολουθών τον δρόμον του, απομένει δε η αμαρτία. Ο υπηρέτης φεύγει, όταν ο κύριός του τον δέρη, συ όμως εξακολουθείς να παραμένης με τον οίνον, μολονότι κάθε ημέραν σε κτυπά εις την κεφαλήν; Το καλύτερον μέτρον δια την χρήσιν του οίνου είναι η ανάγκη του σώματος. Εάν υπερβής τα όρια, αύριον θα έλθης με πονοκέφαλον, θα χασμάσαι, θα έχης ιλίγγους, θα αποπνέης την οσμήν ξινισμένου οίνου, θα νομίζης ότι όλα γύρω σου γυρίζουν, όλα τρέμουν. Διότι η μέθη προκαλεί μεν ύπνον, ο οποίος είναι αδελφός του θανάτου, αλλά και εγρήγορσιν η οποία ομοιάζει με όνειρον. Άραγε γνωρίζεις ποίος είναι αυτός τον οποίον πρόκειται να υποδεχθής; Είναι εκείνος ο οποίος υπεσχέθη προς ημάς ότι Εγώ και ο Πατήρ θα έλθωμεν και θα κατοικήσωμεν εντός αυτού (Ιωάν. ιδ: 23). Διατί λοιπόν σπεύδεις και δια της μέθης αποκλείεις την είσοδον εις τον Κύριον; Διατί παρακινείς τον εχθρόν σου να σπεύση να καταλάβη τα οχυρώματά σου; Η μέθη δεν υποδέχεται τον Κύριον, η μέθη αποδιώκει το Άγιον Πνεύμα. Όπως ο καπνός αποδιώκει τας μελίσσας, ούτω τα πνευματικά χαρίσματα αποδιώκει η κραιπάλη. Η νηστεία είναι η σεμνότης της πόλεως, η ησυχία της αγοράς, η ειρήνη των οικογενειών, η διαφύλαξις των υπαρχόντων μας. Θέλεις να ίδης την σεμνότητα της νηστείας; Κάμε μου την χάριν να συγκρίνης την σημερινήν εσπέραν με την αυριανήν ημέραν και θα ίδης ότι η πόλις ήλλαξεν από την αναταραχήν και τον θόρυβον εις την μεγάλην ησυχίαν. Εύχομαι δε και η σημερινή ημέρα να ομοιάζη με την αυριανήν κατά την σεμνότητα, και η αυριανή ημέρα ουδόλως να υπολείπεται της σημερινής ως προς την φαιδρότητα. Ο δε Κύριος, όστις μας ωδήγησε μέχρι της ημέρας ταύτης είθε να χαρίση εις ημάς, αυτό το οποίον γίνεται και με τους αγωνιστάς. Επειδή δηλαδή εις τους προκαταρκτικούς τούτους αγώνας εδείξαμεν αντοχήν και καρτερίαν, να μας αξιώση να φθάσωμεν και εις την επίσημον ημέραν της απονομής των στεφάνων, εδώ μεν εις τας ημέρας της αναμνήσεως του σωτηρίου Πάθους του Κυρίου, εις δε τον μέλλοντα αιώνα εις την ανταπόδοσιν των όσων επράξαμεν εις την παρούσαν ζωήν, κατά την δικαίαν κρίσιν του Χριστού, ότι Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου