Θεόδωρος, Κωνσταντίνος, Κάλλιστος, Θεόφιλος και Βασώης οι Άγιοι Μάρτυρες υπήρχον εν Αμορίω τα πρώτα φέροντες κατά τον καιρόν κατά τον οποίον εβασίλευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο μισόχριστος Θεόφιλος (829 – 842), όστις δια την φρικτήν επίθεσιν την οποίαν ήγειρεν εναντίον των σεπτών και αγίων Εικόνων και δια τας ποικίλας και σκληράς τιμωρίας, τας οποίας επέβαλλε κατά των προσκυνούντων αυτάς, παρεχώρησεν ο Θεός και εκίνησαν πόλεμον κατ’ αυτού οι Σαρακηνοί. Πόσας δε ήττας υπέστη ούτος υπ’ αυτών, πόσαι καταστροφαί προεκλήθησαν εις την Αυτοκρατορίαν και πόσαι πολιτείαι και χώραι και νήσοι ηρημώθησαν δια την εικονομαχίαν του, είναι αδύνατον να περιγράψη τις. Δια μίαν δε και μόνην πόλιν θέλομεν διηγηθή ενταύθα, εις την οποίαν ηχμαλωτίσθησαν οι Άγιοι ούτοι τεσσαράκοντα δύο Μάρτυρες. Κατά το έτος ωλη΄ (838) από Χριστού, ο Χαλίφης της Βαγδάτης Μοτασέμ, όστις ήτο τότε ο ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός των Σαρακηνών, ώρμησε με μεγάλην δύναμιν στρατευμάτων εναντίον της περιφήμου πόλεως Αμορίου και εντός δεκατριών ημερών κατακρημνίσας τα τείχη της δια των νηχανικών λιθοβόλων οργάνων, υπεδούλωσεν αυτήν.
Τότε τους μεν απλούς στρατιώτας καθώς και όλους τους κατοίκους αυτής ως και εκείνους, οίτινες είχον καταφύγει εις αυτήν εκ των πέριξ, επρόσταξε να φονεύσουν με τα ξίφη των, τους δε αρχηγούς των στρατευμάτων έσυρεν αιχμαλώτους εις την χώραν του. όταν δε έφθασεν εκεί, εφυλάκισεν όλους τούτους εις σκοτεινήν και δυσώδη φυλακήν, με διπλάς και τριπλάς αλύσεις δεδεμένους, προστάξας τους φύλακας να τους βασανίζουν δια της πείνης παρέχοντες εις αυτούς ολίγον μόνον άρτον και ολιγώτερον ύδωρ. Να τους κρατούν δε εις απομόνωσιν τόσον, ώστε να μη δύναται να συνομιλήση με αυτούς άλλος τις, εκτός από τους φύλακας. Ποίος όμως άλλος εκτός από Σε μόνον, Χριστέ Βασιλεύ, δύναται να γνωρίζη κατ’ ακρίβειαν το είδος των βασάνων, τας οποίας υπέστησαν και το πλήθος των δακρύων και των ανεκδιηγήτων οδυνηρών στεναγμών τους οποίους καθ’ ημέραν εξέπεμπον ένεκα των πολυειδών μαρτυρίων, τα οποία προς χάριν Σου καθ’ ημέραν υφίσταντο; Διότι δεν έπιναν οι ευλογημένοι εκείνοι τόσον νερόν, όσον δάκρυ έχυνον από τους οφθαλμούς των, ούτε έτρωγον τόσον άρτον, εκείνοι οι οποίοι πολλάκις έθρεψαν πλήθος πτωχών, όσον έτρωγον από την σάρκα των αι φθείρες και τα ζωϋφια, τα οποία εσύροντο εις την γην. Ως κλίνην είχον την γην και στρώματα την βρωμεράν και λεπτήν κόνιν, από την οποίαν έβριθε το δάπεδον. Εάν δε και ερρίπτετο ποτέ κρυφίως εις τινα εξ αυτών βδελυκτόν τι και ακάθαρτον ιμάτιον, ήτο μεγαλυτέρα η βάσανος, την οποίαν υφίστατο εξ αυτού, λόγω του ότι έβριθον τα τοιαύτα εξολοθρευτικών ζωϋφίων. Από δε το σκότος το οποίον επεκράτει εκεί δεν ηδύναντο ούτε κατά την μεσημβρίαν να ίδουν και να γνωρίσουν ακριβώς ο εις του άλλου το πρόσωπον. Δεν ήτο συγκεχωρημένον εις αυτούς να υπάγουν εις το λουτρόν, ούτε να κουρευθούν, ούτε να καθίσουν εις τας ακτίνας του ηλίου, ούτε καν να τας ίδουν. Μετά δε την πάροδον χρόνου αρκετού από της φυλακίσεως, ένεκα της παντελούς στερήσεως και αυτού του άρτου, εζήτησαν από τους φύλακας την άδειαν να εξέλθουν τινές εξ αυτών δια να ζητήσουν ελεημοσύνην και να λάβουν και οι φύλακες το μερίδιόν των, κατά την εκείνων συνήθειαν. Αλλά και όταν ποτέ συγκατέβησαν εις το να τους επιτρέψουν τούτο, δέκα στρατιώται ηκολούθουν έκαστον από τους δεδεμένους φυλακισμένους. Όταν δε επέστρεφον εις τας φυλακάς, εκόπτετο ο ελεεινότατος εκείνος άρτος, τον οποίον προσέφερον οι Άραβες και ηρευνάτο. Ομοίως εξητάζοντο και τα ευτελή αγγεία όπου είχον, μήπως και ήτο κεκρυμένον εις αυτά επιβουλευτικόν τι γράμμα. Και έως ότου μεν έμενεν εισέτι εις τους γενναίους εκείνους η προτέρα δύναμις του σώματος, δεν προέβαλλον εις αυτούς οι βάρβαροι λόγον τινά περί πίστεως· όταν δε τους είδον, ότι εξηντλήθησαν τελείως από τας ταλαιπωρίας και εξηράνθησαν τα σώματα αυτών, τότε δια προσταγής του Χαλίφου επήγαν εις την φυλακήν τινές εκ των υπηρετών της θρησκείας των, οίτινες εθεωρούντο από αυτούς οι ευλαβέστεροι, υποκρινόμενοι φιλανθρωπίαν. Αφού δε ηνοίχθη η φυλακή, μετά παράκλησιν δήθεν αυτών προς τους αρχιφύλακας, ήρχισαν εκείνοι να ομιλούν προς τους φυλακισμένους δίδοντες εις αυτούς αργύρια και ενδύματα. Τούτο δε αφού πολλάκις επανέλαβον, ήρχισαν δοκιμάζοντες να τους παρασύρουν και εις άρνησιν της του Χριστού Πίστεως. Διότι ο δεινός εκείνος εθνάρχης, ο κατακτήσας την θαυμαστήν τότε πόλιν του Αμορίου, την τόσον μεγάλην και πάμπλουτον, ενόμιζεν ότι δεν θα εκέρδιζε τίποτε, αν δεν επετύγχανε να οδηγήση τους Αγίους τούτους εις την ιδικήν του θρησκείαν. Διότι, έλεγεν, η νίκη επί της ψυχής είναι τόσον μεγαλυτέρα από την νίκην κατά του σώματος όσον ανωτέρα είναι και η ψυχή από το σώμα· το δε να νικήση κανείς το σώμα και να το καταβάλη, χωρίς να δυνηθή να εγγίση εις την ψυχήν, τούτο είναι ευκολώτατον και εις τα θηρία. Ως ήκουσαν οι Άγιοι αυτό το οποίον τους επρότεινον εκείνοι, το κατέπτυσαν ωσάν μίασμα βδελυκτόν και απαίσιον και παντελώς δεν το εδέχθησαν. Εκείνοι τότε, οι οποίοι τους παρεκίνουν εις την άρνησιν του Χριστού, είπον προς αυτούς· «Δεν είναι καλόν έργον η υψηλοφροσύνη και η κενοδοξία· στοχασθήτε καλώς πρότερον αυτά τα οποία σας λέγομεν και εάν δεν σας συμβουλεύωμεν τα καλά και συμφέροντα εις σας, μη θελήσητε να τα παραδεχθήτε. Σεις λοιπόν ελησμονήσατε τα φίλτατα τέκνα σας και την φυσικήν και αναγκαίαν αγάπην των γλυκυτάτων γονέων και γυναικών σας, την οποίαν ευλαβούνται και τα θηρία; Ελησμονήσατε την γλυκυτάτην απόλαυσιν των υπαρχόντων σας; Την συναναστροφήν των συγγενών και φίλων σας; Την πολλήν περιποίησιν και δούλευσιν των ευχαρίστων και ηγαπημένων δούλων σας; Την παρά των βασιλέων τιμήν, την δόξαν των υφισταμένων, τα ήθη της πατρίδος σας»; Και μετά μικρόν πάλιν τους είπον· «Ποίος ευρισκόμενος εις τοιούτον κίνδυνον και εις στέρησιν τόσων καλών δεν ήθελεν εύρει τρόπον δια να απολαύση κανέν από αυτά όπου είπομεν; Εάν δε είναι δυνατόν να επιτύχητε σεις όλα ταύτα και θέλετε να αρνηθήτε ματαίως την σωτηρίαν σας, τούτο δεν ήθελε παραδεχθή κανείς από τους γνωστικούς και συνετούς, ότι είναι έργον φρονίμου ανδρός. Εάν δε απορείτε και δεν γνωρίζετε τον τρόπον δια του οποίου σας προσφέρονται τα αγαθά ταύτα, ημείς θέλομεν σας τον διδάξει, φιλανθρώπως. Υποκριθήτε ότι δήθεν υποχωρείτε, συμπροσευχηθήτε μαζί με τον ηγεμόνα και αφ’ ου απολαύσετε από αυτόν μυρία αγαθά, εις καιρόν πολέμου φεύγοντες, επανέρχεσθε εις την πίστιν σας και εις το έθνος σας, γενόμενοι νικηταί και θαυμαστοί εις όλους ύστερα από την ήτταν την οποίαν υπέστητε». Τότε οι γνήσιοι δούλοι του Χριστού απεκρίθησαν εις αυτούς· «Εάν περιεπίπτετε σεις εις ταύτα τα δεινά, εις τα οποία ευρισκόμεθα ημείς τώρα, άραγε ηθέλατε καταδεχθή να κάμητε τοιαύτα, άτινα συμβουλεύετε εις ημάς»; Εκείνοι δε απεκρίθησαν· «Και ποίον άλλο είναι αναγκαιότερον από την ζωήν, ή να είναι αύτη ελευθέρα και απολαυστική»; Τους εβεβαίωνον δε με όρκον, ότι ήθελον πραγματοποιήσει ταύτα εξ άπαντος, οι δε φιλόχριστοι ευθύς είπον προς αυτούς· «Αλλ’ ημείς δεν δυνάμεθα να δεχθώμεν νουθεσίαν δια την Πίστιν μας από ψυχήν, ήτις είναι αστήρικτος εις την ιδικήν της πίστιν». Ταύτα αφού ήκουσαν εκείνοι ανεχώρησαν κατεντροπιασμένοι και άπρακτοι, και μάλιστα αφ’ ου έπαθον, παρά όπου επέτυχον, εκείνο το οποίον επεδίωκον, επιστρέψαντες εις τον χαλίφην των, όστις τους έστειλε. Μετά δε παρέλευσιν ημερών τινών άλλοι ακολουθούντες τον τρόπον των προτέρων μετέβησαν εις την φυλακήν, δια να διανείμουν δήθεν και αυτοί ελεημοσύνην και υποκρινόμενοι ότι δακρύουν, ελυπούντο πολύ και εθρήνουν τούτους, διότι δήθεν ετιμωρούντο δι’ άγνοιαν και απιστίαν λέγοντες· «Ω αλλοίμονον, πόσα κακά προξενεί η απιστία εις εκείνους, οίτινες δεν γνωρίζουν τον μέγαν προφήτην Μωάμεθ. Διότι ιδού· οι άνθρωποι ούτοι, οι ευρισκόμενοι τώρα εις τα φοβερά ταύτα δεσμά, δεν είναι μεγάλοι άνθρωποι; Δεν είναι συγγενείς βασιλέων; Δεν είναι διδάσκαλοι πολεμικής εμπειρίας και άλλων πολλών; Και η δύναμις του σώματός των δεν είναι ανάλογος με την τέχνην των; Η κατασκευή και μόνον των όπλων των δεν παρακινεί εις πόλεμον και εκείνους όπου δεν γνωρίζουν να πολεμούν; Δεν ήσαν μετ’ αυτών μυριάδες συμβοηθών; Διότι οι στρατιώται και μόνον, εκτός του πλήθους των Ελλήνων, οι οποίοι ηχμαλωτίσθησαν εις το Αμόριον, ήσαν, καθώς ανεφέρθη εις τον πιστότατον ημών Χαλίφην, περισσότεροι από επτά μυριάδας (70.000). Τι άλλο είναι εκείνο το οποίον εξενεύρισε και εξησθένησεν όλην εκείνην την φοβεράν δύναμιν, παρεκτός και μόνον η αθέτησις παρ’ αυτών του προφήτου Μωάμεθ; Η πίστις και μόνη εις τούτον δεν έδωσε την νίκην εις τους δούλους του προφήτου εναντίον αυτών; Επειδή όμως και ούτοι άνθρωποι είναι, δεν είναι θαυμαστόν πως δεν εγνώρισαν το συμφέρον των, διότι είναι αμαθείς εις τα της πίστεως του προφήτου. Διότι εκείνοι οίτινες δεν γνωρίζουν το συμφέρον των, όταν συναισθανθούν τούτο και το γνωρίσουν, φυσικόν είναι να απολαμβάνουν συμπαθείας, να είναι δηλαδή άξιοι συγγνώμης, καθώς θα πρέπει να συμβή και δια τούτους, εάν θελήσουν να κατανοήσουν την αλήθειαν». Αφού ταύτα εθρηνολόγησαν οι υποκριταί εκείνοι εις επήκοον πάντων, εστράφησαν προς τους δεσμίους και τους λέγουν· «Σεις, δια τους οποίους λέγομεν ταύτα, εάν μεταστραφήτε από την στενήν οδόν εις την οποίαν σας προστάζει να περιπατήτε ο υιός της Μαρίας και περιπατήσητε την πλατείαν και ευρύχωρον εις τε την παρούσαν ζωήν και εις την μέλλουσαν, την οποίαν επαγγέλλεται εις ημάς ο φιλάνθρωπος και μέγας προφήτης Μωάμεθ, θέλετε μακαρίζει ημάς, ως καλούς συμβούλους και αιτίους πολλών καλών εις τον εαυτόν σας. Τι άπιστον διδάσκει ο ιδικός μας προφήτης, όστις λέγει, ότι ο Θεός δύναται εκείνον ο οποίος τον υπακούει και εδώ να τον χορτάση από πάσαν τρυφήν και απόλαυσιν και εκεί να του δώση κληρονομίαν τον παράδεισον; Ή είναι πτωχός ο Θεός από χρήματα ή άλλα αγαθά δια να παραχωρήση εις ημάς προς απόλαυσιν; Ω αλλοίμονον, δια την απιστίαν των ανοήτων ανθρώπων, πόσον είναι ασυλλόγιστοι! Ο Θεός μεν να δίδη και εδώ και εκεί τα χαρίσματά του διπλά, σεις δε να έχητε οίησιν και να καταφρονήτε την καλωσύνην και ευεργεσίαν Εκείνου, από την υπερβολικήν σας υπερηφάνειαν, δια την οποίαν έχει να σας κολάση εξ άπαντος. Ή μήπως δεν κάμνετε και σεις τούτο, όταν ποτέ δίδετε καλόν τι εις τους υπηρέτας σας; Εάν τους ίδητε να υποκρίνωνται, ότι δεν το θέλουν, ή καθόλου δεν το δέχονται, δεν προξενείτε εις αυτούς πληγάς αντί της ευεργεσίας και του καλού το οποίον τους εδίδετε, επειδή κατεφρονήθητε από αυτούς; Εάν δε άνθρωποι θνητοί κάμνουν τούτο, δεν θέλει κάμει αυτό πολύ περισσότερον εις σας ο αθάνατος Θεός; Δεχθήτε λοιπόν την τοιαύτην διδασκαλίαν του προφήτου και αφ’ ου ελευθερωθήτε από τα σκληρά βάσανα, απολαύσατε τα αγαθά του Θεού, άτινα ευρίσκονται ενώπιόν σας και εν όσω ζήτε και όταν αποθάνητε. Διότι ο Θεός, επειδή είναι εύσπλαγχνος και επειδή είδεν ότι οι άνθρωποι, βλέποντες την σκληράν νομοθεσίαν του Ιησού, αγανακτούν, απέστειλε τον προφήτην αυτού Μωάμεθ, όστις ελαφρύνει όλα τα βάρη και απομακρύνει όλην εκείνην την στενοχωρίαν του Ιησού. Ομού δε με όλην την απόλαυσιν και τρυφήν των παρόντων αγαθών επαγγέλλεται και την ευφροσύνην, ήτις προέρχεται εκείθεν και από την πίστιν μόνην σώζει τους υπακούοντας εις αυτόν». Όταν ήκουσαν τας φλυαρίας ταύτας οι φρόνιμοι εκείνοι άνδρες, ατενίσαντες ο εις τον άλλον με ανδρείον και σοφόν βλέμμα, εχαμογέλασαν και απήγγειλαν σιγά την ωδήν του Προφήτου Δαβίδ· «Διηγήσαντό μοι παράνομοι αδολεσχίας, αλλ’ ουχ ως ο νόμος σου, Κύριε· πάσαι αι εντολαί σου αλήθεια· αδίκως κατεδίωξάν με, βοήθησόν μοι» (Ψαλμ. ριη: 85 – 86). Προς δε τους απεσταλμένους είπον· «Νομίζετε την διδασκαλίαν ταύτην αληθινήν και θεάρεστον; Το να νικάσθε δηλαδή εις εκάστην πράξιν από τας ορέξεις της σαρκός, το δε λογικόν, το οποίον έχετε, να δουλεύη και να υποτάσσηται εις τον θυμόν, εις την πονηρίαν και εις τας διαφόρους ηδονάς, κανέν δε από ταύτα να μη νικάται από την φρόνησιν και να εμποδίζηται από τον χαλινόν της εγκρατείας; Εάν πολιτεύηται και ζη την ζωήν του τοιουτοτρόπως ο άνθρωπος, κατά τι διαφέρει από το άλογον θηρίον; Ημείς, ω άνδρες, είμεθα μαθηταί εκείνων, οίτινες λέγουν προς τον Θεόν· «Ου μη αποστώμεν από σου, αλλ’ ένεκα σου θανατούμεθα· όλην την ημέραν ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» (Ρωμ. η: 36, Ψαλμ. μγ: 23) και «ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. η: 38-39). Ταύτα ακούσαντες εκείνοι και φρονούντες, ότι κανείς εκ των Αγίων δεν ήτο ανώτερος από τα άλογα ζώα, επέστρεψαν και αυτοί προς τον χαλίφην των ηλεγμένοι και κατησχυμμένοι. Παρήλθεν αρκετός καιρός και άλλοι τινές, γυμνοσοφισταί καλούμενοι, υποκρινόμενοι πρόφασιν ομοίαν προς τους προτέρους, ήτοι προτιθέμενοι δήθεν να δώσουν ελεημοσύνην, ήλθον πάλιν εις την φυλακήν. Αφ’ ου δε διένειμαν την ελεημοσύνην των και εκάθισαν, είπον εις τους Μάρτυρας· «Τι πράγμα είναι αδύνατον εις τον Θεόν»; Οι δε Μάρτυρες απεκρίθησαν «Ουδέν διότι τούτο αρμόζει εις την θείαν φύσιν, δηλαδή, να μη είναι τίποτε αδύνατον εις τον Θεόν». Είπον τότε εκείνοι· «Εφ’ όσον λοιπόν όλα είναι δυνατά εις τον Θεόν, ας εξετάσωμεν εις ποίον χαρίζει ο Θεός την δύναμίν του κατά τον παρόντα καιρόν· εις τους Έλληνας ή τους Ισμαηλίτας; Εις ποίους έδωκε κληρονομίαν τα τόσον ευτυχισμένα και δεδοξασμένα γένη, εις σας ή εις ημάς; Ποίων τα στρατεύματα νικούν και μεγαλύνονται και ποίων θερίζονται ως χόρτος και κατανικώνται; Δεν είναι δίκαιος ο Θεός; Εφ’ όσον λοιπόν είναι δίκαιος, δεν ήθελε δώσει εις ημάς πλουσίως και ενδόξως τας ευεργεσίας του, εάν δεν εύρισκεν ημάς πληρωτάς των εντολών του. και εάν δεν έβλεπε σας απίστους εις τον προφήτην του, δεν ήθελε σας καταντήσει αιχμαλώτους εις ημάς». Απεκρίθησαν οι Άγιοι· «Εάν μεν επείθεσθε εις τας διδασκαλίας των Αγίων Προφητών, εύκολον ήτο εις ημάς να αποδείξωμεν, ότι ο τοιούτος λογισμός σας είναι ψευδής, δια δε της θεοπνεύστου Γραφής να καθορίσωμεν τίνος τόπον κατέχετε σεις· επειδή όμως δεν παραδέχεσθε την Θείαν Γραφήν, αλλά πείθεσθε μόνον εις τον ιδικόν σας διδάσκαλον και ονειδίζετε ημάς, ότι πάσχομεν ταλαιπωρίας δια την εις τον Μωάμεθ απιστίαν, αποκριθήτε μας εις το εξής: Εάν δύο άνθρωποι έχουν διαφοράν και μάχονται μεταξύ των δι’ ένα αγρόν και ο εις διϊσχυρίζεται και φιλονεικεί, χωρίς μάρτυρας, ότι πρέπει να βεβαιωθή και να παραχωρηθή εις αυτόν ο τοιούτος αγρός, ο δε άλλος προσφέρει, χωρίς φιλονεικίαν, πολλούς και δεδοκιμασμένους πιστούς μάρτυρας, οι οποίοι μαρτυρούν ότι ο αγρός ανήκει εις τούτον περισσότερον, παρά εις εκείνον, σεις οι Σαρακηνοί, ποίος από τους δύο ηθέλετε αποφασίσει να παραλάβη τον αγρόν»; Εκείνοι τότε απεκρίθησαν· «Είναι φανερόν, ότι εις εκείνον όστις παρουσιάζει τους πιστοτάτους μάρτυρας». Είπον τότε οι Άγιοι προς αυτούς· «Λοιπόν με εύλογον τρόπον και ημείς κρίνομεν τούτο το δίκαιον δια τον διδάσκαλον υμών των Ισμαηλιτών και δια τον Μονογενή Υιόν του Θεού, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Ήλθεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός γενόμενος εκ Παρθένου άνθρωπος, καθώς ακούομεν πολλάκις και σας όπου το λέγετε και είχε μαζί του όλους τους παλαιούς και αληθείς Προφήτας όπου προέλεγον τον ερχομόν Του. Απεστάλη, καθώς λέγετε σεις, από τον Θεόν και ο Μωάμεθ, φέρων εις σας τρίτην νομοθεσίαν. Δεν έπρεπε και αυτός να έχη δύο από τους Προφήτας του Θεού, ή καν ένα συνήγορον όπου να λέγη περί αυτού, δια να αποδείξη ότι απεστάλη από τον Θεόν»; Αφ’ ου δε η τοιαύτη συνομιλία επεξετάθη επ’ αρκετόν ακόμη από τους φιλοχρίστους, εις εκ των Μαρτύρων, ο Άγιος Βασώης, χαριεντιζόμενος και περιγελών τους Αγαρηνούς, είπεν· «Έχει και ο προφήτης των Αγαρηνών τον περίφημον και αληθέστατον Προφήτην Ησαϊαν, όστις προλέγει περί αυτού και εάν δεν επρόκειτο να προκαλέση λύπην εις τους λογίους τούτους άνδρας, ήθελον αναφέρει και το σχετικόν περί εκείνου ρητόν αυτού». Τότε εκείνοι, αν και ηγανάκτησαν εσωτερικώς, διότι ηννόησαν την σημασίαν των λόγων του Αγίου, εν τούτοις προσποιούμενοι πραότητα, απεκρίθησαν· «Ημείς γνωρίζομεν να δίδωμεν συγγνώμην εις εκείνους, οι οποίοι σφάλλουν εξ αγνοίας, διότι εάν δεν τους συμπαθήσωμεν, τότε τα πράγματα αλλάζουν, διότι τούτο είναι ύβρις και ατιμία του προφήτου». Ηρώτησε τότε αυτούς ο Βασώης· «Δεν λέγετε σεις, ότι ο Μωάμεθ είναι το τέλος και η σφραγίς των προφητών»; Απεκρίθησαν εκείνοι· «Αληθώς ούτος είναι ο αψευδής και πρόκριτος προφήτης». Λέγει ο φιλόχριστος Βασώης· «Ο Προφήτης του Θεού Ησαϊας λέγει· «Αφείλε Κύριος από Ισραήλ κεφαλήν και ουράν» (Ησ. θ: 14). Ερμηνεύων δε ο Άγιος τι σημαίνουν αυτά τα οποία είπε, προσέθεσε· «Κεφαλή είναι ο Χαλίφης σας ως αρχηγός του έθνου σας και ουρά είναι ο προφήτης σας, όπως δηλαδή και σεις τελευταίον των προφητών τον ονομάζετε όστις διδάσκει άνομα. Αυτός είναι η ουρά, όλοι δε σεις, μεγάλοι και μικροί, είσθε οι τα πρόσωπα θαυμάζοντες, οι προσωπολήπται και μη συγχίζεσθε δια τούτο· διότι, δεν έδωσε πράγματι εις σας ο Μωάμεθ το άνομον πρόσταγμα, ότι εκείνος ο οποίος αποδιώκει την γυναίκα του δια τι παράπτωμα, δεν είναι συγκεχωρημένον να την αναλάβη και πάλιν, εάν εκείνη δεν συμμιχθή πρότερον με άλλον άνδρα; Αλλά μήπως τούτο μόνον είναι το παράνομον της προφητείας και νομοθεσίας του; Δια τούτο εγώ πιστεύω, ότι ο Προφήτης Ησαϊας τον Μωάμεθ πράγματι ονομάζει ουράν». Η γενναία και απροσχημάτιστος αύτη ομολογία της αληθείας υπό του μακαρίου Βασώη εις άλλην περίπτωσιν θα προεκάλει ασυγκράτητον την οργήν των Αγαρηνών. Θέλοντες όμως ούτοι να φέρουν εις πέρας την εντολήν του αυθέντου των και να κερδήσουν τους Μάρτυρας, συνεκράτησαν την οργήν των και είπον προς τους Αγίους· «Ημείς γνωρίζομεν να φιλοσοφούμεν και να μη συγχυζώμεθα· δια τούτο και σας υπομένομεν προς απόδειξιν της αληθείας. Ας επανέλθωμεν λοιπόν επί του προκειμένου. Όταν η εντολή περί της οποίας ομιλείτε αρέσκει εις τον Θεόν, ποίοι είσθε σεις οι οποίοι εναντιώνεσθε εις αυτόν; Δια δε την μαρτυρίαν, την οποίαν ζητείτς, σας λέγομεν, ότι δεν έχει ανάγκην ο Μωάμεθ από μαρτυρίαν ανθρώπου, διότι ο Θεός τον έκαμε προφήτην και αυτός τον επρόσταξε τοιούτους νόμους να νομοθετήση». Απτόητος τότε ο φιλόχριστος Βασώης συνέχισεν· «Άραγε από τον Θεόν διετάχθη ο Μωάμεθ να σας παραδώση και τούτον τον νόμον, του να έχετε το πάθος της πολυγαμίας, ή καλλίτερον να είπω την γυναικομανίαν κατά τον καιρόν των νηστειών σας, ήτοι εις το ραμαζάνι σας, και την τρυφήν και αδηφαγίαν, εις την οποίαν ρίπτεσθε ολοκλήρους τας νύκτας εκείνας, έως την αυγήν»; Και εκείνοι απήντησαν· «Πράγματι από τον Θεόν διετάχθη». Οι Άγιοι είπον· «Απομένει ακόμη να λυθή και εκείνο το οποίον είπατε, περί των νικών, τας οποίας επιτυγχάνετε εις τους πολέμους και τας οποίας θέλετε να αποδίδετε εις την δήθεν ευσέβειαν των στρατευμάτων σας. Άρα γε, δεν ηκούσατε τας παλαιάς νίκας των Περσών, οι οποίοι ενίκησαν όλον σχεδόν τον τότε γνωστόν κόσμον και δεύτερον τας νίκας των Ελλήνων, οι οποίοι υπεδούλωσαν και τους Πέρσας; Κατόπιν δεν ηκούσατε τας νίκας των παλαιών Ρωμαίων, οίτινες εκυρίευσαν όλην την οικουμένην; Τι λοιπόν απαντάτε εις αυτά; Οι τοιούτοι ήσαν ευσεβείς; Δεν επίστευον όλοι εις την πολυθεϊαν; Δεν προσεκύνουν τα είδωλα; Πόθεν λοιπόν περεχωρήθησαν εις αυτούς αι τόσαι νίκαι και η τόση κυριαρχία»; Ταύτα ειπόντων των Αγίων και αφού εκείνοι έμειναν άναυδοι, είπον και πάλιν οι Άγιοι· «Εκ της Αγίας Γραφής και εξ όλων όσων είπομεν, φανερόν είναι, ότι ο Θεός δίδει την νίκην εις ένα στράτευμα αναλόγως προς τον επιδιωκόμενον σκοπόν. Δίδεται δηλαδή η νίκη και εις τους ευσεβείς και εις τους ασεβείς. Και εις μεν τους ευσεβείς δίδεται όταν ο Θεός θέλη να δοξασθή το όνομά του το άγιον, εις δε τους ασεβείς, όταν ο Θεός θέλη να τιμωρήση τους ευσεβείς δια τας παρεκτροπάς των. Όταν δηλαδή οι ευσεβείς βυθίζωνται εις την αμαρτίαν και παραμένουσιν αμετανόητοι, προσκρούοντες ούτω εις τον νικοποιόν Θεόν δια μέσου της αχαριστίας. Προς τούτο πρέπει να γνωρίζωμεν, ότι προς τιμωρίαν των αμαρτανόντων ο Θεός μεταχειρίζεται όχι τους καλούς και τους πραοτάτους των ανθρώπων, αλλά τους σκληρούς και πονηροτάτους· αυτό δε είναι εκείνο το οποίον σας κάμνει να απατάσθε και να υπερηφανεύεσθε, νομίζοντες ότι είσθε ευσεβείς, αν και δεν είσθε. Αλλά και τούτο επιτρέπει ο Θεός δια σας προς μεγαλυτέραν τιμωρίαν σας. Αρκετά όμως είναι αυτά τα οποία είπομεν. Επειδή λοιπόν ημείς είμεθα Χριστιανοί, δεν δεχόμεθα διδάσκαλον αμαρτύρητον και ασύμφωνον προς τους Αγίους Προφήτας, δια να μη τον είπωμεν και αντίθετον εκείνων». Ταύτα εκείνοι ακούσαντες και εννοήσαντες το απαράτρεπτον των Αγίων Μαρτύρων, επέστρεψαν εις τον αρχηγόν των, αναφέροντες εις αυτόν τα περί του ακλονήτου φρονήματος των ανδρών και την πεποίθησίν των εις την του Χριστού Πίστιν, οι δε Άγιοι μετά θερμών δακρύων ηυχαρίστουν τον Θεόν, διότι ηξιώθησαν να είναι Χριστιανοί και να πάσχουν τόσα δεινά δια τον αληθή Θεόν, δεόμενοι με λύπην πολλήν υπέρ εκείνων, οίτινες είχον κυριευθή από την πλάνην του αθέου Μωάμεθ. Παρεκάλουν δε τον Θεόν να απαλλάξη αυτούς από την τόσον μωράν και παράλογον πλάνην. Τοιουτοτρόπως διήλθον οι Άγιοι κατακεκλεισμένοι εις την φυλακήν επτά ολόκληρα έτη, δεινώς υποφέροντες από την σκληρότητα και τας θλίψεις της φυλακής. Παρά ταύτα δεν έπαυσαν από του να μελετούν νύκτα και ημέραν τας υμνολογίας του Προφητάνακτος Δαβίδ, ούτε ημέλησαν από τας συνηθισμένας προσευχάς, κοινώς και κατ’ ιδίαν, αλλ’ ανέπεμπον ακατάπαυστον ευχαριστίαν εις τον Θεόν δι’ όλα τα εις αυτούς συμβαίνοντα, ιδιαιτέρως δε δια την ψυχικήν αυτών σωτηρίαν, ήτις παρ’ Εκείνου απειργάζετο δια διαφόρων τρόπων. Διότι, αφ’ ου εκαθαρίσθησαν δια της θλίψεως από την αμαρτίαν της ηδονής και εφωτίσθησαν κατά τον νουν με την πολυχρόνιον προσευχήν και ησυχίαν, εσκέπτοντο λέγοντες· «Τι να ανταποδώσωμεν εις τον Κύριον, όπου μας ηγάπησε τοιουτοτρόπως και μας ηξίωσε να υπομένωμεν τοιαύτα παθήματα δι’ Αυτόν; Διότι τους πόνους αυτούς, τους οποίους, όταν ευρισκώμεθα εις τον κόσμον, δεν υπεφέραμεν ούτε να τους ακούσωμεν δια την αρετήν, ιδού όπου τώρα επί επτά έτη τους εδέχθημεν αβλαβώς και τους υπεμείναμεν, επειδή βεβαίως μάς ενδυναμώνει η Χάρις του Θεού. Αλλ’ είθε να είπωμεν και ημείς εξ όλης μας της ψυχής «ποτήριον σωτηρίου λήψομαι και το όνομα Κυρίου επικαλέσομαι» (Ψαλμ. ριε: 4). Ενώ λοιπόν οι Άγιοι ευρίσκοντο εις στενοχωρίαν και άσκησιν, μελετώντες καθ’ ημέραν τον νόμον του Θεού, κατά την ε΄ (5ην) του μηνός Μαρτίου έρχεται εις την φυλακήν αρνησίχριστος τις ονόματι Βοώδης, όστις υπήρξε ποτέ αρχηγός του στρατεύματος των Βυζαντινών, γνωστός εις τους Αγίους και όστις, καθώς ελέγετο, ήτο ο προδώσας εις τους Σαρακηνούς την μεγάλην εκείνην πόλιν του Αμορίου, και εν συνεχεία ηρνήθη και την Πίστιν του Χριστού και εδέχθη την θρησκείαν των Σαρακηνών. Σταθείς λοιπόν ούτος πλησίον της εισόδου της φυλακής εκάλεσεν ένα εκ των φυλακισμένων Αγίων, Κωνσταντίνον ονόματι, άνδρα λόγιον και εστολισμένον δια πάσης αρετής, όστις ετύγχανε νοτάριος του πατρικίου Θεοφίλου και συνδεσμώτης του και δια τινος οπής του είπε μυστικώ τω τρόπω, ότι θέλει να του ομιλήση εμπιστευτικώς. Δι’ αυτό να φροντίση να απομακρύνη πρώτον τους ευρισκομένους πλησίον, ώστε να μη είναι παρών ουδείς άλλος, διότι θέλει να του είπη μυστικά τινα. Την πρόσκλησιν ταύτην αποδεχθέντος του ευσεβεστάτου Κωνσταντίνου, λέγει προς αυτόν ο Βοώδης· «Γνωρίζεις πολύ καλά, φρονιμώτατε κύριε, πόσην αγάπην είχον ανέκαθεν εις τον αυθέντην σου τον πατρίκιον και πόσον τον αγαπώ έως σήμερον. Έμαθον λοιπόν, ότι απεφάσισεν ο ηγεμών να τον θανατώση αύριον, εάν δεν υπακούση εις αυτόν να συμπροσευχηθή μαζί του. Δια τούτο έσπευσα, ίνα σε ενημερώσω και να σου είπω την γνώμην μου, την οποίαν, εάν ακούσητε, θα λυτρωθήτε από τον τοιούτον θάνατον. Εις τούτο πρέπει και συ να συμβάλης, καταπείθων τον πατρίκιον να συμπροσευχηθή με τον ηγεμόνα. Αλλά και συ ο ίδιος κάμε τούτο μαζί του, κατά δε την ψυχήν μη χωρισθήτε από την Πίστιν του Χριστού και ο Θεός θέλει γίνει ίλεως εις σας, λόγω της ανάγκης εις την οποίαν ευρίσκεσθε». Τότε ο αληθώς φιλόχριστος εκείνος ανήρ, αφού εχάραξε δια της χειρός του το σημείον του Τιμίου Σταυρού εναντίον του ασεβούς εκείνου στόματος, είπε· «Κύριος ο Θεός να σε καταργήση, διάβολε· φύγε από κοντά μας, εργάτα της ανομίας». Ταύτα ειπών ο ευσεβής Κωνσταντίνος επέστρεψεν εις το βάθος της φυλακής του. Ηρώτησε δε τότε αυτόν ο θεοφιλής πατρίκιος ποίος ήτο εκείνος, όστις τον εκάλεσε και δια ποίαν αιτίαν. Ούτος δε ο φιλόθεος και φιλόστοργος ανήρ την μεν απόφασιν του θανάτου του ανήγγειλε κατ’ ιδίαν και μυστικώς, την δε άθεον συμβουλήν απεσιώπησεν, επειδή εφοβήθη μήπως ενεργήση κατ’ αυτού ο πονηρός διάβολος και τον εμποδίση από την ορμήν του θανάτου με τους λογισμούς της δειλίας, επειδή απεφασίσθη να αποκεφαλισθή μόνος αυτός. Ο Μάρτυς όμως του Χριστού Θεόφιλος, ευχαριστήσας τον Θεόν, είπεν· «Ας γίνη το θέλημα του Κυρίου». Διαμοιράσας ύστερον τα πενιχρά του υπάρχοντα δια χειρός τού ηγιασμένου Κωνσταντίνου, παρεκίνησεν όλους τους συνδεσμίους να παρασταθούν όλην την νύκτα εις δοξολογίαν Θεού, όπερ και έπραξαν. Την πρωϊαν έρχεται εις την φυλακήν αξιωματικός τις με φοβεράν φαντασίαν και με στρατιώτας ωπλισμένους, απεσταλμένος από τον ηγεμόνα και διατάξας να ανοιχθή η θύρα της φυλακής, επρόσταξε να εξέλθουν έξω οι πρώτοι άρχοντες εκ των φυλακισμένων. Εξήλθον τότε της φυλακής τεσσαράκοντα δύο άνδρες, ο δε αξιωματικός διέταξε να κλεισθή και πάλιν η θύρα. Ότε δε παρουσιάσθησαν έμπροσθέν του οι Άγιοι, είπε προς αυτούς· «Πόσα έτη νομίζετε ότι παρήλθον αφ’ ότου ενεκλείσθητε εις την φυλακήν»; Απεκρίθησαν οι Μάρτυρες· «Εκείνο το οποίον γνωρίζεις, ερωτάς; Επτά έτη είναι». Εκείνος είπεν· «Εγνωρίσατε κατά το διάστημα τούτο της μακράς ανοχής, την μακροθυμίαν, την φιλανθρωπίαν και την συμπάθειαν την οποίαν έδειξεν εις σας ο πιστότατος ηγεμών ημών; Δεν τον εκυρίευσεν ο θυμός, όστις εξάπτει πάντοτε τους ανθρώπους εναντίον των εχθρών των. Διότι εάν ήτο άλλος, θα σας είχε προ πολλού θανατώσει, όχι δε μόνον ο μέγας ημών ηγεμών, αλλ’ ούτε και ο άξιος αντιπρόσωπος αυτού έπραξε τούτο δια σας. Δεν έπρεπε λοιπόν και σεις, οίτινες εγνωρίσατε την πραότητά του και την μακροθυμίαν, την οποίαν έδειξεν εις σας τους αιχμαλώτους εχθρούς του, δεν έπρεπε, λέγω, να παρακαλήτε τον Θεόν δι’ αυτόν και να τον αγαπάτε εξ όλης ψυχής»; Ταύτα οι Άγιοι ακούσαντες απεκρίθησαν· «Επειδή υπάρχει νόμος εις ημάς, όστις μας προστάσσει να προσευχώμεθα δι’ εκείνους οίτινες μας βλάπτουν, τούτο το κάμνομεν και χωρίς να μας το είπητε· αλλά να τον αγαπώμεν κατά τον τρόπον, τον οποίον είπες, δεν το συγχωρεί εις ημάς ο ιδικός μας Προφήτης, ο οποίος λέγει προς τον Θεόν· «Τους μισούντας Σε, Κύριε, εμίσησα… τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς» (Ψαλμ. ρλη: 11-22). Λέγει ο αξιωματούχος εκείνος· «Πως είναι δυνατόν να εύχεται τις υπέρ εκείνου, τον οποίον μισεί; Όθεν και σεις ψεύδεσθε λέγοντες τούτο». Απεκρίθησαν οι Άγιοι· «Την αλήθειαν λέγομεν, διότι παρακαλούμεν τον Θεόν να εμφυτεύση εις την καρδίαν του την αληθινήν θεογνωσίαν, αντί εκείνης, την οποίαν νομίζει τώρα ότι έχει. Διότι αυτή δεν είναι αληθινή. Εάν δε εγίνετο τούτο, δηλαδή να προσέλθη εις την αληθινήν θεογνωσίαν, ηθέλομεν φροντίσει όχι μόνον να τον αγαπώμεν, αλλά και να τον τιμώμεν όπως πρέπει, καθώς ο αυτός Προφητάναξ Δαβίδ λέγει· «Εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός» (Ψαλμ. ρλη: 17). Λέγει τότε εκείνος· «Ο λόγος ούτος ελέχθη δια το ιδικόν μας έθνος. Τόσον ανόητοι είναι οι άρχοντες των Ελλήνων, ώστε νομίζουν, ότι τόσον πλήθος λαού και τοσαύτη κυριότης έθνους τόσον μεγάλου και ανδρειοτάτου, συγκροτείται και συνίσταται χωρίς την θείαν Πρόνοιαν»; Εις τους λόγους τούτους του άρχοντος απεκρίθησαν οι Άγιοι· «Δεν λέγομεν ημείς τούτο, διότι γνωρίζομεν, ότι δεν είναι δυνατόν να είναι τις εστερημένος από την θείαν πρόνοιαν, έστω και εάν δεν ήκουσε ποτέ την λέξιν Θεός, ή και εάν υβρίζη ακόμη αυτόν αδιάντροπα. Ημείς λέγομεν, ότι η γνώμη και το φρόνημα, το οποίον έχετε σεις δια τον Θεόν, είναι σφαλερόν. Διότι σεις αποδίδετε εις τον Θεόν ιδιότητας, αι οποίαι δεν αρμόζουν εις την αγαθότητα και την δικαιοσύνην Αυτού. Λέγετε δηλαδή και σεις δια τον Θεόν, ότι είναι ποιητής και κτίστης πάντων ορατών και αοράτων, αλλά συγχρόνως συκοφαντείτε Αυτόν, ότι είναι ποιητής των καλών ομού και των κακών και δημιουργός της αληθείας και του ψευδους, του νόμου και της ανομίας, της δικαιοσύνης και της αδικίας, της ημερότητος και της αυθαδείας, της πραότητος και της θρασύτητος, της σωφροσύνης και της ακολασίας και όλων των άλλων δυνάμεων και ενεργειών, αίτινες είναι αντίθετοι προς Αυτόν και τας οποίας δεν είναι του παρόντος να απαριθμήσωμεν όλας. Εάν λοιπόν εκείνα, τα οποία λέγετε σεις περί του Θεού, ήτο δυνατόν να αποδειχθούν ως αληθή, ίσως ηθέλομεν είπει, ότι σεις έχετε την αληθινήν θεογνωσίαν. Επειδή όμως η αιτία της κακίας είναι μακράν από την μακαρίαν εκείνην ουσίαν της Θεότητος, περισσότερον από όσον είναι μακράν από τον ήλιον το βαθύ σκότος και από όσον είναι μακράν το μη ον από το κυρίως και μόνον Όν, πως είναι δυνατόν να μη ελεχθήτε, ότι δεν έχετε αληθή θεογνωσίαν, αλλά νομίζετε ότι έχετε; Επακόλουθον της πλάνης ταύτης είναι το να μισήτε τον όντως όντα Θεόν». Απορών τότε ο Σαρακηνός λέγει προς τους Αγίους· «Τι λοιπόν; Άλλον Θεόν λέγετε σεις δημιουργόν της κακίας και της αμαρτίας, αίτινες προσεκολλήθησαν εις όλους τους ανθρώπους; Υπάρχουν τότε δύο θεοί, εις καλός και εις κακός; Πως τότε ήθελε συσταθή ο κόσμος, εάν υπήρχον δύο θεοί αντιμαχόμενοι ο εις προς τον άλλον»; Οι Άγιοι απεκρίθησαν· «Ημείς άλλον Θεόν παρά τον αγαθόν δεν ονομάζομεν, μη γένοιτο· αλλά λέγομεν ότι εις εκ των Αγγέλων, με γνώμην αυτοπροαίρετον, εσκέφθη να ενεργήση αντίθετα προς το θέλημα του Θεού· τούτο δε και μόνον διανοηθείς, ευθύς περιέπεσεν εις μισοθεϊαν, έπειτα δε και εις μισανθρωπίαν. Τοιουτοτρόπως εξεβλήθη του Παραδείσου και παρεχωρήθη εις αυτόν παρά Θεού να δοκιμάζη το ιδικόν μας αυτεξούσιον. Εάν δηλαδή κλίνωμεν εις τον Θεόν, ή συρώμεθα από τους λογισμούς τους οποίους σπείρει ο αποστάτης εκείνος άγγελος κρυφίως εις ημάς. Σεις λοιπόν με το να επλανήθητε από αυτόν, αποδίδετε τας κακουργίας εκείνου εις τον απαθή και αναλλοίωτον Θεόν». Λέγει ο Σαρακηνός· «Αλλ’ ο Προφήτης Μωάμεθ διδάσκει, ότι ο παντοδύναμος Θεός είναι αίτιος πάσης πράξεως ανθρώπου και καλής και κακής». Λέγουν τότε προς αυτόν οι Άγιοι· «Λοιπόν, ως φαίνεται, άλλον θεόν ανέπλασεν εις τον εαυτόν του ο Μωάμεθ αγαθοδαίμονα, ωσάν τους ειδωλολάτρας, και τούτον παρέδωκεν εις σας να σέβεσθε, ο οποίος ούτε υπήρξεν ούτε μέλλει να υπάρξη. Ημείς γνωρίζομεν και ομολογούμεν αληθινόν Θεόν εκείνον, τον οποίων κηρύττουν οι Άγιοι Προφήται και οι Απόστολοι του Χριστού, ότι είναι αίτιος μόνον των καλών και άλλον Θεόν δεν γνωρίζομεν». Τοιαύτα και τα τούτοις όμοια λεγόντων των Αγίων ηγανάκτησεν ο Σαρακηνός και μη έχων τι έτερον να είπη, λέγει προς τους Αγίους· «Λοιπόν δεν θέλετε να συμπροσευχηθήτε σήμερον μαζί με τον πιστότατον ηγεμόνα ημών; Διότι δια τούτο απεστάλην από αυτόν προς σας. Γνωρίζω δε, ότι μεταξύ σας υπάρχουν τινές, οι οποίοι ποθούν να επιτύχουν τούτο, να συμπροσευχηθούν δηλαδή μετά του ηγεμόνος· τούτους δε όταν ίδουν οι άλλοι εκείνοι, οίτινες δεν εννοούν να υποχωρήσουν, ότι εδοξάσθησαν και ετιμήθησαν, ευθύς θέλουν κλαύσει πολύ δια την ιδικήν των αγνωσίαν και δυστυχίαν». Τότε οι Άγιοι, όλοι με μίαν φωνήν απεκρίθησαν· «Παρακαλούμεν τον αληθή και μόνον Θεόν, όχι μόνον ο ηγεμών, αλλά και συ και όλον το έθνος των Σαρακηνών να αρνηθήτε την άθεον πλάνην του Μωάμεθ και να προσκυνήτε και να λατρεύητε τον Θεόν, όστις κηρύττεται δια των Αγίων Προφητών και Αποστόλων του Χριστού και όχι ημείς να αφήσωμεν το φως και να έλθωμεν εις το σκότος». Λέγει ο Σαρακηνός· «Αισθάνεσθε τι λέγετε; Προσέξατε μήπως μετανοήσητε κατόπιν, διότι η απείθειά σας αυτή δεν θέλει μείνει χωρίς μεγάλην τιμωρίαν». Τότε οι Άγιοι, πεπληρωμένοι πίστεως και δυνάμεως θείας, απεκρίθησαν· «Ημείς αφιερώσαμεν τας ψυχάς μας εις τον αθάνατον και αληθινόν Θεόν και εις αυτόν έχομεν το θάρρος μας μέχρι της εσχάτης μας αναπνοής, ότι δεν θα αρνηθώμεν την εις Αυτόν πίστιν μας». Είπε τότε εκείνος· «Το κρίμα της ορφανίας των τέκνων σας και της χηρείας των γυναικών σας μέλλει να σας ελέγξη εν ημέρα Κρίσεως. Διότι εάν ηθέλετε συμπροσευχηθή ομού με τον πιστότατον ηγεμόνα ημών εξ αρχής, ηδύνατο αυτός να προστάξη τον άνανδρον βασιλέα σας να εξαποστείλη το ταχύτερον εδώ όλους αυτούς εν πάση ασφαλεία. Όμως εάν έως τώρα ημελήσατε να το κάμετε, δεχθήτε τουλάχιστον τώρα και ομολογήσατε τον Μωάμεθ προφήτην και, καθώς είπον, θέλετε ίδει αμέσως όλους τους συγγενείς σας. Διότι και η συνάντησίς των θέλει είναι ποθεινοτέρα. Γυνή βασιλεύει σήμερον εις την επικράτειαν των Ελλήνων, η οποία δεν θέλει δυνηθή να εναντιωθή εις την προσταγήν του μεγάλου ηγεμόνος ημών. Δια δε πλούτον και χρήματα μη φροντίσητε, διότι ενός έτους την βασιλικήν εισφοράν της Αιγύπτου, την οποίαν έχει να σας δώση ο φιλοφρονέστατος χαλίφης, θέλει είναι αρκετή ώστε να είναι πλούσιοι και οι απόγονοί σας μέχρι δεκάτης γενεάς». Τότε οι Άγιοι με μίαν φωνήν, ως εξ ενός στόματος εξελθούσαν, εβόησαν εξ όλης ψυχής· «Ανάθεμα εις τον Μωάμεθ και εις όλους εκείνους οι οποίοι τον ομολογούν ως προφήτην». Μη δυνάμενος πλέον τότε ο Σαρακηνός να υποφέρη περισσότερον την γενναιότητα των Ομολογητών του Χριστού, επρόσταξε τους οπλοφορούντας στρατιώτας να τους συλλάβουν, να δέσουν όπισθεν τας χείρας των και να τους σύρουν ως πρόβατα εις τον τόπον της σφαγής. Συνέδραμε λοιπόν πλήθος πολύ Σαρακηνών και Χριστιανών να ίδουν την σφαγήν των. Όταν δε έφθασαν πλησίον του ποταμού Ευφράτου, εις πόλιν μεγάλην καλουμένην Σάμαρα, καλέσας ο Σαρακηνός ένα από τους Μάρτυρας, Θεόδωρον τον επιλεγόμενον Κρατερόν, λέγει προς αυτόν· «Συ όστις άλλοτε ήσο Κληρικός και μάλιστα Ιερεύς των Χριστιανών, επειδή απέκρυψας τον βαθμόν αυτόν και έλαβες στρατιωτικά όπλα και έγινες ανθρωποκτόνος, διατί τώρα προσποιείσαι τον Χριστιανόν, αφ’ ου ηρνήθης προ πολλού την εις Χριστόν Πίστιν; Δεν πρέπει συ μάλιστα να καταφύγης εις την διδασκαλίαν του προφήτου και αποστόλου Μωάμεθ και να επιτύχης από αυτόν βοήθειαν και σωτηρίαν; Επειδή δεν έχεις καμμίαν ελπίδα παρρησίας εις τον Χριστόν, διότι τον ηρνήθης εκουσίως». Τότε ο Μάρτυς του Χριστού Θεόδωρος λέγει προς αυτόν· «Δια τούτο έχω χρέος πολύ περισσότερον να χύσω τώρα το αίμα μου δια την εις Αυτόν Πίστιν και αγάπην, δια να μου δώση συγχώρησιν ο αγαθός Θεός, δι’ όσα ημάρτησα εις Αυτόν. Εάν κανείς ιδικός σου δούλος φύγη ποτέ από σε και κατόπιν επιστρέψη και αγωνίζηται δια σε έως θανάτου, δεν θα συγχωρηθή δια την προτέραν του αχαριστίαν από σε και δεν θα γίνη δεκτός δια την μετέπειτα ευγνωμοσύνην και ευχαριστίαν του»; Λέγει ο Σαρακηνός· «Ας γίνη τώρα το θέλημά σου· εγώ όμως είπον εις σε το συμφέρον σου». Ενώ δε οι Άραβες εκείνοι δήμιοι ητοίμαζον τα ξίφη των και άλλοι από το εν μέρος, άλλοι δε από το άλλο, εσήκωναν αυτά υψηλά κάμνοντες επίδειξιν εμπρός εις τους οφθαλμούς των Μαρτύρων, δια να τους κάμουν να δειλιάσουν, ο θεοφιλέστατος εκείνος Κρατερός, έχων όλην αυτού την φροντίδα εστραμμένην προς τον ευλογημένον πατρίκιον, μήπως καταλάβη αυτόν πάθος δειλίας, όταν ίδη την σφαγήν των φίλων του, σταθείς πλησίον του, λέγει προς αυτόν· «Αυθεντα μου, επειδή τυγχάνει να είσαι πρόκριτος εξ όλων ημών, κατά τε την υπεροχήν της κατά κόσμον αξίας, αλλά δη και της των θεοφιλών αρετών τοιαύτης, πρέπει και πρώτος εξ όλων ημών να δεχθής από τον Επουράνιον Βασιλέα και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον στέφανον του Μαρτυρίου, καθ’ ότι και από τον επίγειον βασιλέα πρώτος εξ όλων ημών ελάμβανες τας χάριτας». Τότε ο γενναιόφρων πατρίκιος απεκρίθη· «Συ μάλιστα, καρτερόψυχε, κάμε τούτο πρώτος και θέλεις έχει ακόλουθον εμέ και όλους τούτους, οι οποίοι είναι μαζί μας». Τότε ο μακάριος Θεόδωρος, αφ’ ου έκαμε την προσευχήν του και παρέδωκεν εις τον Θεόν την ψυχήν του, επλησίασεν εις τον δήμιον· και αφού ούτος ετελειώθη προθύμως και ενδόξως, ακολουθούντες ετελειώθησαν μετά χαράς και οι άλλοι Άγιοι Μάρτυρες, προτιμώντες ο εις τον άλλον, κατά τα βασιλικά αξιώματα, τα οποία είχον, ως να μετέβαινον εις την βασιλικήν τράπεζαν. Ουδείς δε εξ αυτών έδειξε δειλίαν ή δισταγμόν, ούτως ώστε και αυτός ο άρχων έμεινεν εκστατικός δια την τοσαύτην τόλμην, την οποίαν επέδειξαν και το ακατάβλητον, έως τέλους, θάρρος των κατά του θανάτου. Αυτή είναι η υπέρ Χριστού άθλησις των Αγίων τούτων Τεσσαράκοντα δύο Μαρτύρων, των εν Αμορίω· τοιούτον είναι το υπέρτης αγάπης του Χριστού μακάριον τέλος των, αν και αι αρχαί τούτου είναι κυρίως οι πόλεμοι κατά των αθέων και αι πολλαί ταλαιπωρίαι αυτών, οι οποίοι υπερησπίζοντο την Εκκλησίαν του Χριστού και κατά το Ιερόν Ευαγγέλιον, επρόδιδαν τας ψυχάς των δια την σωτηρίαν των αδελφών των. Ούτοι είναι οι πρόκριτοι των λεγομένων τρισαριστέων, οι οποίοι εστεφανώθησαν τριπλούν στέφανον νίκης, επειδή, πρώτον δεν ενικήθησαν από την αίρεσιν του βασιλέως Θεοφίλου του εικονομάχου, δεύτερον ηγωνίσθησαν γενναίως δια την σωτηρίαν της πατρίδος και τρίτον εδέχθησαν προθύμως την σφαγήν δια την Πίστιν του Χριστού οι ισάριθμοι και ομότιμοι με τους μεγάλους εκείνους και παλαιούς Τεσσαράκοντα Αγίους του Χριστού Μάρτυρας, φανερώνοντες μυστικώς, δια της δυάδος, ήτις προσετέθη εις αυτούς, ότι αύτη η αγία Δευτέρα τεσσαρακοντάς είναι ομοία και ίση με αυτούς τους παλαιούς, οι οποίοι ετελειώθησαν κατά τας ημέρας της αγίας και μεγάλης Τεσσαρακοστής, δια να γίνουν συμμέτοχοι με τους παλαιούς και κατά τον χρόνον και κατά την Πίστιν και κατά τους στεφάνους τούτων. Η ασάλευτος Πίστις κατέταξε πολλούς εις τον Χριστόν· και εκείνους μεν οι οποίοι απεσκίρτησαν της Πίστεως τους ανεκάλεσεν, εκείνους δε οίτινες εκλονίζοντο, εστερέωσε και εκείνους οίτινες επληγώθησαν, διεφύλαξεν αβλαβείς. Δεν ενίκησαν αυτούς αι κολακείαι των ηδονών· δεν εξενεύρισε τον τόνον τού προς Θεόν πόθου αυτών η πολυχρόνιος ταλαιπωρία και η τιμωρία την οποίαν υπέμειναν μέσα εις την φυλακήν· δεν εφόβισε το ανδρικόν φρόνημα αυτών η βαρβαρική απανθρωπία και αυθάδεια· δεν επλάνησεν αυτούς ο εχθρός και πλάνος των ψυχών, παρ’ όλον ότι εκίνησεν εναντίον αυτών τα πάντα ως δόλωμα, υπόσχεσιν πλούτου και εξουσίας, απόλαυσιν πολλών αποκτημάτων και δούλων, φόβους, απειλάς, στενοχωρίας, ονειδισμούς· και όχι άλλοτε μεν να τους πολεμή, άλλοτε δε να απέχη, αλλά καθ’ όλον το διάστημα των επτά ετών δεν έπαυσεν από του να επιβουλεύηται και να ενοχλή αυτούς, δια να τους χωρίση από την αγάπην του Χριστού. Αλλ’ οι του Χριστού καλλίνικοι Μάρτυρες απεδίωξαν αυτόν νενικημένον και κατησχυμμένον εις όλα και κατά πάντα, επειδή δεν ελυπήθησαν το σώμα των, αλλά την ψυχήν των μόνην επεριποιήθησαν. Αυτοί οίτινες το οδυνηρόν και λυπηρόν της φυλακίσεως έκαμαν αφορμήν αφοσιώσεως και κέρδους της Βασιλείας των ουρανών. Αλλ’ ω καλλίνικοι Μάρτυρες, θυσία καθαρά και τελεία, ω σφάγια του Κυρίου εκλεκτά και θεόδεκτα, δια μέσου ημών εταπεινώθη η έπαρσις των βαρβάρων και εγνώρισαν φανερά πόσον πλήθος αθέων νικάται από ολίγους στρατιώτας του Χριστού· και ότι εδόθη εις αυτούς η κατά των Χριστιανών παρρησία, όχι δια την μεγάλην αυτών δύναμιν ή την ευσέβειαν, αλλά δια το πλήθος των ιδικών μας αμαρτημάτων. Επειδή ολίγοι δούλοι του Χριστού θεάρεστοι ευκόλως τους κατετρόπωσαν και τους ενίκησαν δια της νίκης εκείνης, την οποίαν νομίζοντες και αυτοί μεγαλυτέραν από την νίκην των σωμάτων, μετεχειρίσθησαν κάθε τρόπον δια να σας νικήσουν, αλλά δεν ηδυνήθησαν. Σεις λοιπόν, οίτινες εγίνετε κοινωνοί των ιδικών μας παθημάτων, επειδή γνωρίζετε την ιδικήν μας δυστυχή και ολισθηράν ζωήν και την σύγχυσιν και ταραχήν, ήτις ευρίσκεται εις αυτήν, είθε να γενήτε πρόθυμοι μεσίται δι’ ημάς εις τον Χριστόν, δια τον οποίον ηγωνίσθητε και να παρακαλήτε Αυτόν δια την σωτηρίαν των ψυχών και των σωμάτων ημών εν αυτώ Χριστώ τω Κυρίω ημών, μεθ’ ου τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου