Λουκάς ο Νέος Οσιομάρτυς του Χριστού κατήγετο από την Αδριανούπολιν, από την ενορίαν του Αγίου Νικολάου, και ο μεν πατήρ αυτού ωνομάζετο Αθανάσιος, η δε μήτηρ αυτού Δομνίτσα. Επειδή όμως εις ηλικίαν εξ ετών έμεινεν ο Άγιος ορφανός από πατέρα και ανετρέφετο με πτωχείαν από την μητέρα του, ευρούσα εκείνη έμπορον τινά Ζαγοραίον παρέδωκεν εις αυτόν το παιδίον, ίνα το ανατρέφη βοηθούμενος και αυτός, κατά το δυνατόν, εις την υπηρεσίαν του. Ο δε έμπορος, ευθύς ως έλαβεν υπό την προστασίαν του το παιδίον, εταξίδευσε δι’ εμπορικάς του ανάγκας εις την Ρωσίαν· έπειτα επιστρέψας εις την Κωνσταντινούπολιν, εις την οποίαν είχε κατάστημα, έμεινεν εκεί. Ημέραν δε τινά, ευρεθέν το παιδίον έξω της οικίας, εφιλονίκησε μετά τινος παιδίου Τούρκου και το έδειρε.
Τούτο ιδόντες οι εκεί ευρεθέντες Τούρκοι ώρμησαν ως θηρία ανήμερα και ήρπασαν τον Λουκάν να τον ξεσχίσουν και να τον θανατώσουν από τον θυμόν των. Ο δε Λουκάς, παιδίον τότε δεκατριών ετών, βλέπων τον εξαφνικόν κίνδυνον, εταράχθη τας φρένας από τον υπερβολικόν φόβον και εφώναζεν· «Αφήσατέ με και γίνομαι Τούρκος». Ούτως έπαυσε την ορμήν των και έσβεσε τον θυμόν των. Τον επήρε λοιπόν από την ώραν εκείνην Τούρκος τις έχων μεγάλην φήμην και με χαράν μεγάλην, αφού τον έφερεν εις την κατηραμένην οικίαν του, παρευθύς τον επρόσταξε και ηρνήθη τον Χριστόν, φευ του κακού! Και την Αγίαν αυτού Πίστιν, ομολογήσας την εκείνου αντίχριστον θρησκείαν. Αλλά αφ’ ου ησύχασαν οι λογισμοί και η καρδία του από τον φόβον, ήλθεν εις τον εαυτόν του, εγνώρισε το μέγα κακόν, το οποίον έκαμε και παρευθύς μετενόησεν. Όθεν, παρ’ όλον ότι ο ασεβής του εδείκνυε μεγάλην εύνοιαν και αγάπην υποσχόμενος εις αυτόν τρυφάς και αναπαύσεις, πολυτελή ενδύματα και χρήματα, δόξαν και κάθε είδους απόλαυσιν, αυτός ο ευλογημένος, αν και ήτο ακόμη δέκα τριών ετών παιδίον, δεν ηπατήθη από του κόσμου την ματαιότητα, αλλά εμίσει και κατεφρόνει όλα ταύτα, ωσάν να είχε φθάσει πλέον εις ωριμότητα του τελείου ανδρός. Επειδή όμως δεν υπήρχε τρόπος να φύγη εκείθεν ο αοίδιμος Λουκάς και να λυτρωθή των παγίδων του διαβόλου, έκαμεν όπως ημπόρεσε και διεμήνυσεν εις τον έμπορον τον αυθέντην του, να κάμη εκείνος τον δυνατόν τρόπον να τον λυτρώση, πριν να λάβη την περιτομήν. Ο δε έμπορος, ευθύς ως έλαβε την χαριεστάτην είδησιν, έτρεξε παρευθύς με προθυμίαν και ζήλον εις τον Ρώσον διοικητήν της φρουράς και του διηγήθη την υπόθεσιν, παρακαλών θερμώς να λυτρώση την κινδυνεύουσαν ψυχήν με όποιον τρόπον ημπορέση. Υπήκουσε τότε ο Ρώσος αξιωματικός και έστειλεν ευθύς άνθρωπον ιδικόν του, ίνα ζητήση από τον αγάν το παιδίον. Ο αγάς τότε απεκρίθη με πολλάς δικαιολογίας, ότι ούτε εζήτησε το παιδίον, ούτε το εβίασε να έλθη εις την οικίαν του, αλλά με την θέλησίν του ήλθε και έγινε Τούρκος και ότι είναι αδύνατον πλέον να το δώση. Ταύτα ακούσας ο απεσταλμένος έφυγεν· εκείνος δε ο κατάρατος, φοβηθείς μήπως ζητηθή εκ δευτέρου το παιδίον, έδεσεν ευθύς τας χείρας του και δια βίας χωρίς εκείνος καθόλου να συγκατανεύση, το περιέταμε. Μαθών ο Ρώσος εκείνος το γενόμενον, είπε προς τον έμπορον· «Αφ’ ου ούτω συνέβη το γεγονός, τίποτε άλλο δεν είναι δυνατόν να γίνη, παρά σύγχυσις και ταραχή χωρίς όφελος· λοιπόν κάμε τρόπον και ειδοποίησε το παιδίον να προσέχη να εύρη ευκαιρίαν να φύγη από εκεί και όταν φύγη ας έλθη εδώ». Ταύτα πληροφορηθείς ο Λουκάς παρά του εμπόρου, μετ’ ολίγας ημέρας ευκαιρίας τυχούσης έφυγεν εκείθεν. Όταν δε διέβαινε τον Γαλατάν, του εξέβαλον τα τούρκικα φορέματα και του εφόρεσαν χριστιανικά. Επιβιβάσαντες δε τούτον εις πλοίον, τον έστειλαν εις την Σμύρνην, οπόθεν μετέβη προς τα νοτιοανατολικά της Σμύρνης, εις πόλιν καλουμένην Θείρα, όπου έμεινεν ολίγον καιρόν αγνώριστος. Εκεί ησθένησεν, επόνεσαν δε και οι οφθαλμοί του. Όθεν επήγεν εις Πνευματικόν εξωμολογήθη όλα τα κατ’ αυτόν. Ο Πνευματικός τότε, θεόθεν πεφωτισμένος, πρώτον μεν τον παρηγόρησε καλώς δια την άρνησιν, έπειτα δε τον συνεβούλευσε πατρικώς, ότι δεν συμφέρει λόγω του συμβάντος τούτου να περιφέρεται εις τουρκικούς τόπους, αλλά να υπάγη το ταχύτερον εις το Άγιον Όρος, φεύγων τους ενδεχομένους κινδύνους και εκεί να επιμεληθή της σωτηρίας του. Ο νέος ταύτα ακούσας εδέχθη μετά χαράς την πνευματικήν συμβουλήν και μετ’ ολίγας ημέρας, αφ’ ου επανήλθεν η υγεία του και έπαυσεν ο πόνος των οφθαλμών του, κατέφυγεν, ως εις λιμένα σωτήριον, εις το Άγιον Όρος. Εκεί ο Λουκάς μετέβη πρώτον εις την Μεγίστην Λαύραν και έκαμεν υπηρέτης εις το αρχονταρίκι δι’ ολίγον καιρόν· εκείθεν αναχωρήσας ήλθεν εις την Μονήν των Ιβήρων, όπου εξωμολογήθη εις Προεστώτα τινά της Μονής το ότι είχε τουρκεύσει και ότι έμενεν αδιόρθωτος. Τότε ο Προεστώς εκείνος τον έστειλεν εις την Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου εις τον Πνευματικόν, εκεί δε διωρθώθη παρ’ αυτού καθώς έπρεπε, κατά την τάξιν της Εκκλησίας. Παραμείνας δε και εν τη των Ιβήρων Μονή ολίγον καιρόν, έφυγε πάλιν εις την Μονήν του Σταυρονικήτα, όπου έμεινεν εις Προεστώτα τινά, από τον οποίον εκουρεύθη γενόμενος ρασοφόρος. Αλλά μετ’ ολίγον καιρόν έφυγεν από εκεί και μετέβη εις το Μοναστήριον του Ζωγράφου. Ουδέ όμως εις το Μοναστήριον αυτό έκαμε πολύν καιρόν, επειδή ο κοινός εχθρός της των ανθρώπων σωτηρίας, όπου και αν επήγαινε, τον ηνώχλει με διαφόρους πειρασμούς και δεν τον άφηνε να ησυχάση κατά τον πόθον του. Ο προγνώστης Θεός όμως, προβλέπων το τέλος των πειρασμών, συνεχώρει να πειράζηται ο μακάριος Λουκάς υπό του σατανά. Τόσον δε επλήθυναν οι πειρασμοί του, ώστε ηναγκάσθη να φύγη εντελώς από το Άγιον Όρος και να έλθη εις τον κόσμον, με σκοπόν να γίνη κανδηλανάπτης εις τινα Εκκλησίαν. Αλλ’ ο Θεός δεν ηυδόκησε να επιτύχη ο σκοπός του, διότι προώριζεν αυτόν δι’ άλλην οδόν. Όθεν, ούτε εις τας Κυδωνίας, ούτε εις τα Μοσχονήσια, ούτε εις την Μυτιλήνην, όπου μετέβη, δεν εύρε τόπον και προστασίαν δια να μείνη. Όθεν μετέβη ακολούθως και εις την Σμύρνην, αλλά ούτε και εκεί τον εδέχθη τις ένεκεν του φόβου της πανώλους, ήτις εμάστιζε τότε τους τόπους εκείνους. Απελπισθείς λοιπόν δια την αποτυχίαν του, μάλλον δε κυριευθείς από φόβον υπερβολικόν εξ αιτίας της θανατηφόρου νόσου, ήτις είχε προσβάλει την Σμύρνην, επέστρεψε πάλιν εις το Άγιον Όρος και ήλθεν αμέσως εις την Μονήν του Ξηροποτάμου, όπου, αφού διέμεινεν ολίγον καιρόν μετά τινος συμπατριώτου του Μοναχού, έφυγε και μετέβη εις το Μοναστήριον του Κουτλουμουσίου, κατόπιν δε επήγε πάλιν εις την Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, προς τον Πνευματικόν όστις κατ’ αρχάς τον διώρθωσεν, εξομολογηθείς δε τους λογισμούς του, του ενεπιστεύθη όλους τους πειρασμούς του. Ο Πνευματικός τότε εσκέφθη να τον αποστείλη εις τινα Σκήτην να ησυχάση και εφρόντισεν επιμελώς περί τούτου, επειδή όμως ήτο αγένειος δεν τον εδέχοντο. Τον έστειλε λοιπόν εις την Μονήν του Οσίου Γρηγορίου, μήπως τον αναπαύση εκεί κανείς εκ των αδελφών, όπου επί τέλους και επέτυχε του ποθουμένου. Διότι τον εδέχθη εκεί ως υπηρέτην εις Προηγούμενος και ηυχαριστήθη πολύ ο Λουκάς. Έπειτα τον διώρισεν εις την υπηρεσίαν της Εκκλησίας, πολύ δε ένεκα τούτου ανεπαύθη ο μακάριος. Ο μισόκαλος όμως δεν ησύχαζεν, αλλά και εκεί του έφερε νέους πειρασμούς. Όθεν έφυγε, μάλλον δε τον εξεδίωξαν και από του Γρηγορίου, αν και τους παρεκάλει ο ευλογημένος, μετά δακρύων, να μη τον αποδιώξουν χωρίς αφορμήν. Είπομεν ανωτέρω, ότι ο εχθρός της σωτηρίας του διάβολος εκίνησε κατ’ αυτού πολλούς και διαφόρους πειρασμούς, τους οποίους, συντομίας χάριν, δεν γράφομεν και ότι ο Θεός, προγνωρίζων το μέλλον, επέτρεψε να ενοχλήται ο δούλος Του. Ιδού τώρα το τέλος και η εκ των πειρασμών ωφέλεια. Διωχθείς εκ της Μονής του Οσίου Γρηγορίου ο καλός ούτος Λουκάς, πολύ ελυπήθη. Εν ω δε ήτο εις απορίαν που να υπάγη και εσυλλογίζετο τούτο, ήλθεν εις τον νουν του τοιούτος θεϊκός λογισμός. «Το Άγιον Όρος, είπε καθ’ εαυτόν, είναι λιμήν της σωτηρίας των ανθρώπων, εις τον οποίον ησυχάζουν τόσα πλήθη Μοναχών, μόνον δε εγώ δεν ημπορώ να σταθώ ούτε εδώ ούτε εις κανέν άλλο μέρος. Δεν είναι λοιπόν άλλο το αίτιον, παρά διότι έχω επάνω μου την μιαράν σφραγίδα του διαβόλου, την περιτομήν, και δια τούτο δεν δύναμαι να ησυχάσω και να κάμω καμμίαν προκοπήν. Τούτο λοιπόν θα κάνω. Θα υπάγω να ομολογήσω τον Χριστόν παρρησία, δια να αποβάλω από τον εαυτόν μου την διαβολικήν σφραγίδα, και να αποπλύνω την αμαρτίαν της αρνήσεώς μου με την ροήν του αίματός μου· τούτο θέλει με αναπαύσει και τούτο θέλει είναι η σωτηρία μου». Ταύτα συλλογισθείς και καλώς μελετήσας μέσα εις την Εκκλησίαν, επήγεν εις τον Γέροντά του και του εφανέρωσε τους λογισμούς τούτους. Τότε εκείνος προσεπάθησε πολύ να τον εμποδίση, φοβούμενος το άδηλον της εκβάσεως. Όθεν λέγει προς αυτόν· «Απόφυγε, τέκνον, αυτόν τον κίνδυνον και εάν οι άλλοι δεν σε θέλουν εις το Μοναστήριον, εγώ είμαι πρόθυμος να αναχωρήσω μαζί σου και να είμεθα εις όλην μας την ζωήν αχώριστοι· ή, εάν θέλης, ας υπάγωμεν εις κανέν ταξίδιον». Αυτά και άλλα πολλά είπεν εις τον Άγιον ο Γέρων αυτού, δεν ηδυνήθη όμως να τον πείση να παραιτηθή του λογισμού του. Ανεχώρησε τότε ο Λουκάς και μετέβη εις την Σκήτην της Αγίας Άννης. Εκεί εύρεν Ιερομόναχον τινά Βησσαρίωνα, τον οποίον εγνώριζεν. Ούτος τον εδέχθη ως πατήρ φιλόστοργος με πάσαν ευμένειαν και αγάπην, ο δε Λουκάς διηγήθη λεπτομερώς την αιτίαν, δια την οποίαν τον εδίωξαν από του Γρηγορίου, ως και την ταπεινήν παράκλησιν όπου έκαμεν εις εκείνους να μη τον διώξουν και ότι εκείνοι δεν εδυσωπήθηκαν, ούτε έδειξαν προς αυτόν ίχνος φιλανθρωπίας, μάλιστα ο πρωτεύων, αν και ο Λουκάς διηγήθη εις αυτόν όλα τα συμβάντα. Αφού δε του εξιστόρησεν όλους τους πειρασμούς του, τέλος λέγει προς τον Ιερέα Βησσαρίωνα· «Αλλά συ, Πάτερ, γνωρίζεις την καταστασίν μου»; Αποκριθέντος δε του Ιερέως ότι δεν γνωρίζει περί τίνος εννοεί, λέγει πάλιν ο Άγιος· «Μάθε λοιπόν, Άγιε, Πάτερ, ότι εγώ ο άθλιος είμαι τουρκευμένος». Συνεχίσας δε του απεκάλυψε απ’ αρχής εν λεπτομερεία την αιτίαν της αρνήσεώς του, ως και τον σκοπόν του να μαρτυρήση. Ακούσας ταύτα ο Ιερομόναχος λέγει προς τον Άγιον· «Ο σκοπός σου, τέκνον μου, είναι καλός· όμως τα εις σε συμβαίνοντα δεν συντρέχουν, δια να βάλης αυτόν εις ενέργειαν, επειδή είσαι νέος πολύ και ωραίος, οι δε Τούρκοι είναι μοχθηρότατοι, όπως τους γνωρίζομεν. Όθεν φοβούμαι μήπως δεν θελήσουν να σε θανατώσουν εις τοιαύτην ηλικίαν και είναι ενδεχόμενον να περιπέσης εις άλλον πειρασμόν. Ησύχασε λοιπόν εδώ, διότι η μετάνοια είναι δυνατόν να σε σώση. Αφού δε φυτρώση το γένειόν σου, τότε σε στέλλω εγώ εις αδελφόν τινά εδώ εις την Σκήτην όπου, διάγων θεαρέστως την ζωήν σου, θέλεις σωθή». Ταύτα αφού είπεν ο Ιερομόναχος, ο ευλογημένος Λουκάς διηγήθη εις αυτόν απ’ αρχής τους πειρασμούς, τους οποίους εδοκίμασεν εις το Όρος, πολύ δε συνετρίβη και επόνεσεν η καρδία του Βησσαρίωνος ακούσαντος τα παθήματα του Λουκά. Όθεν παρηγόρησεν αυτόν με αγάπην αποδεικνύων την ωφέλειαν, ήτις προέρχεται από τους πειρασμούς, δια της Χάριτος του Χριστού. Δια το Μαρτύριον όμως δεν του έδιδε γνώμην. Ο δε Μάρτυς είπε· «Δεν υπάρχει τρόπος, Πάτερ, να σταθώ πλέον και ο Θεός βοηθός· μόνον σε παρακαλώ, στείλε με εις Πνευματικόν να εξομολογηθώ, να με συμβουλεύση δια την σωτηρίαν μου». Έστειλε λοιπόν τότε ο Βησσαρίων τον Άγιον εις τον Πνευματικόν Ανανίαν, εις τον οποίον και εξωμολογήθη τους λογισμούς του με πολλήν ακρίβειαν και κατάνυξιν χύνων άφθονα δάκρυα· ο δε Πνευματικός επήνεσε μεν την γνώμην του και τον σκοπόν του, του παρουσίασεν όμως και όλα τα ενδεχόμενα εμπόδια και τας πολυειδείς βασάνους των τυράννων. Αλλ’ ο Μάρτυς με πόθον διάπυρον έλεγεν· «Όλα ταύτα θέλω υποφέρει, Πάτερ τίμιε, με την Χάριν του Ιησού Χριστού». Τότε του λέγει ο Πνευματικός· «Πρέπει λοιπόν πρώτον να δοκιμασθής και να ετοιμασθής καλώς με νηστείας, με γονυκλισίας, με προσευχάς και με αναγνώσεις». Απεκρίθη ο Λουκάς με προθυμίαν· «Ας δοκιμασθώ». Ηρώτησε τότε ο Ανανίας· «Γνωρίζεις τινά εδώ εις την Σκήτην»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Γνωρίζω τον Ιερέα Βησσαρίωνα». Ηρώτησε πάλιν ο Ανανίας· «Σε δέχεται άραγε, να μείνης μαζί του πεντήκοντα ημέρας δια να δοκιμασθής»; Απεκρίθη ο Λουκάς· «Ελπίζω να με δεχθή». Λέγει ο Ανανίας· «Πήγαινε λοιπόν και εάν σε δέχεται, ειπέ του να έλθη εδώ, να του ομιλήσω και εγώ». Τότε ο Λουκάς μετέβη προς τον Ιερομόναχον Βησσαρίωνα, του είπε την γνώμην του Πνευματικού και τον παρεκάλεσε με πολλά δάκρυα να τον δεχθή, προβάλλων εις αυτόν τους παρά Θεού μισθούς. Τότε ο Βησσαρίων, αφού εσκέφθη ολίγον, του είπε· «Σε δέχομαι, αλλά να λάβω πρότερον και την γνώμην της Συνοδείας μου, δια να μη σκανδαλισθούν, επειδή είσαι αγένειος· θέλω όμως να μου φέρης έγγραφον άδειαν από τον Γέροντά σου, δια να μη σκανδαλισθή και εκείνος». Ταύτα αφού έγιναν, ήλθεν ο Ιερεύς Βησσαρίων προς τον Πνευματικόν Ανανίαν και συνομιλήσαντες δια την διόρθωσιν του νέου, έκριναν εύλογον να τον δοκιμάσουν με πολλούς κόπους και μεγάλας νηστείας. Διώρισαν λοιπόν εις τον Λουκάν οκτακοσίας γονυκλισίας καθ’ εκάστην ημέραν, πολλάς προσευχάς, η δε τροφή του να είναι άρτος και ύδωρ μόνον, άπαξ του ημερονυκτίου. Ο Λουκάς με άρρητον χαράν εδέχθη τον ορισθέντα κανόνα και ούτως αγωνιζόμενος ητοιμάζετο καλώς δια το υπέρ Χριστού πάθος, μελετών αδιακόπως τον υπέρ Εκείνου θάνατον. Και ταύτα μεν ούτως εγένοντο· ο δε μισόκαλος τόσον εκινήθη πάλιν και εφρύαξε κατ’ αυτού, ώστε, εξ αιτίας του φθόνου του, ετάραξε την ειρήνην της αγίας εκείνης Συνοδείας και εάν ο Θεός δεν ήθελεν ευδοκήσει να συντομεύση τον δρόμον του προς το Μαρτύριον, δεν θα ευρίσκετο τρόπος να μείνη εκεί, έως ότου συμπληρωθούν αι πεντήκοντα ημέραι. Αλλ’ ωκονόμησεν ο θέλων πάντας σωθήναι και ήτο έτοιμος τότε δια να φύγη άνθρωπος τις, Νικόλαος ονόματι, όστις είχε ναυλωμένον μικρόν σκάφος, δια να φορτώση Αγιορειτικόν εμπόρευμα δια την Σμύρνην και επειδή ήτο φίλος πιστός του Ιερέως Βησσαρίωνος, άλλην δε φοράν δεν θα εύρισκον τοιούτον άνθρωπον ουδέ άλλο πλοιάριον δι’ εκείνα τα μέρη, δεν ανέμεναν να συμπληρωθούν αι πεντήκοντα ημέραι, αλλά μετά τριάκοντα δύο ημέρας της δοκιμασίας εκείνης απεφάσισαν να τον στείλουν με τον Νικόλαον. Προσκαλέσας λοιπόν αυτόν ο Βησσαρίων, εξεμυστηρεύθη την υπόθεσιν και αυτός ο καλός Χριστιανός ευρέθη πολύ πρόθυμος. Όθεν συνεφώνησαν να τον πάρη μαζί του και να τον αποβιβάση εις την Μυτιλήνην, αυτός δε να συνεχίση το ταξίδιόν του δια την Σμύρνην. Τούτο ήρεσε και εις τον Λουκάν, όστις επεθύμει πολύ να ταξιδεύση εις την Μυτιλήνην, επειδή εγνώριζε την φιλομάρτυρα γνώμην των Μυτιληναίων από το Μαρτύριον του Αγίου Νεομάρτυρος Θεοδώρου. Διότι και άνθρωπον προς παρηγορίαν του έφεραν εις την φυλακήν και κοινωνίαν των Αχράντων Μυστηρίων του έστειλαν και τον εβοήθησαν παντοιοτρόπως κατά το δυνατόν. Μετά ταύτα έκαμαν ευχέλαιον και εκοινώνησεν ο νέος των Αχράντων Μυστηρίων, ίνα βαδίση την ποθουμένην οδόν του Μαρτυρίου. Ταύτα, ως είπομεν, έχων υπ’ όψει ο μακάριος Λουκάς, εδέχθη μετά χαράς να ακολουθήση τον Νικόλαον. Παρεκάλεσεν όμως μετά δακρύων τον Γέροντα Βησσαρίωνα να τον ενδύση πρώτον το Μέγα και Αγγελικόν Σχήμα και δεύτερον, εάν είναι δυνατόν, να τον συνοδεύση προς παρηγορίαν του, μιμούμενος κατά τούτο τον θείον Θεόδωρον, όστις έλαβεν εκ Χίου συνοδίτην και βοηθόν. Μαθών ταύτα ο Πνευματικός Ανανίας, είπε προς τον Βησσαρίωνα· «Εάν είχον εγώ υγιείς τους πόδας μου, θα τον συνώδευον· αλλ’ επειδή έχω τούτο το εμπόδιον, πήγαινε η πανοσιότης σου, βοήθησον τον αδελφόν και θέλεις γίνει Μάρτυς κατά προαίρεσιν». Ούτως ο μεν Πνευματικός έκειρε τον Λουκάν Μεγαλόσχημον, ο δε Βησσαρίων ανέλαβεν αυτόν μετά την κουράν υποσχεθείς να γίνη συνοδίτης του. Έπειτα ελθών εις τον Πνευματικόν του Πατέρα και στηριχθείς καλώς υπ’ αυτού, έλαβε την ευχήν του. Τότε μετέβησαν μετά του Λουκά ίνα αποχαιρετήσουν τον Πνευματικόν Πατέρα Ανανίαν, εκείνος δε λαβών τον νέον από τας τρίχας της κεφαλής, είπε προς τον Βησσαρίωνα τον φοβερόν τούτον λόγον· «Ιδού, τον παραδίδω εις τας χείρας σου δια να τον περιποιήσαι μέχρι του θανάτου του». Ευχηθείς δε αυτούς, απέλυσεν εν ειρήνη. Εκείνοι δε, παρόντος και του Αγίου Δεσπότου πρώην Λακεδαιμονίας, έλαβον την ευλογίαν του. Ούτως αφού ητοιμάσθησαν, ανεχώρησαν από την Αγίαν Άνναν και ήλθον εις την Μονήν του Ξηροποτάμου, κατά την εορτήν των Αγίων Τεσσαράκοντα. Εκεί ευρόντες τον προαναφερθέντα Νικόλαον επεβιβάσθηκαν εις το ιστιοφόρον τη δεκάτη του Μαρτίου και τη δεκάτη Τρίτη του αυτού μηνός έφθασαν εις την Τένεδον. Ο δε ευλογημένος Λουκάς, εκ της πολλής προθυμίας, την οποίαν είχε να τελειώση ταχέως τον αγώνα του Μαρτυρίου, ιδών τους Τούρκους, είπε εις τον Βησσαρίωνα· «Ιδού, Πάτερ, είναι και εδώ Τούρκοι· τι με εμποδίζει να μαρτυρήσω; Ας τελειώσω εδώ τον αγώνα μου». Ω γνώμης θεοφιλούς! Ω αγάπης διαπύρου προς τον Χριστόν! «Ιδού, λέγει, Τούρκοι, τι με εμποδίζει να λάβω τον ποθούμενον θάνατον»; Άλλος ευνούχος Κανδάκης ο Λουκάς. «Ιδού ύδωρ, είπεν εκείνος· τι κωλύει με βαπτισθήναι»; (Πραξ. η: 36 ). Όσην προθυμίαν είχεν εκείνος να βαπτισθή εις το ύδωρ, πράγμα το οποίον και ελαφρόν είναι και εύκολον, τόσην είχε και ο Λουκάς να βαπτισθή με το αίμα του, πράξις η οποία και βαρυτέρα εξ όλων είναι και δυσκολωτάτη. Και τούτο μεν εζήτει ο Λουκάς, δεν εφάνη όμως εύλογον εις τον Βησσαρίωνα να μαρτυρήση εκεί, αφ’ ενός μεν διότι ήτο τότε εκεί πλήθος αγρίων πολεμιστών, εξ άλλου, δε, δια να μη απομακρυνθή από την απόφασιν των Πατέρων. Αναχωρήσαντες λοιπόν εκείθεν μετά δύο ημέρας, ήλθον εις τα Μοσχονήσια εις κάποιον ευλογημένον Χριστιανόν Χατζή Ανδρέαν ονόματι, όστις τους εδέχθη ως ανθρώπους Θεού και τους έκαμε μεγάλην περιποίησιν. Αναχωρήσαντες είτα εκείθεν ήλθον εις την Μυτιλήνην μετά του Νικολάου και απεβιβάσθησαν εις χωρίον Πάμφυλα καλούμενον, μίαν ώραν μακράν ευρισκόμενον από την πόλιν. Ευθύς δε ως εξήλθον του πλοιαρίου, ο Λουκάς έβαλε μετάνοιαν εις τους ναύτας και είπεν εις τούτους τρεις φοράς· «Συγχωρήσατέ μοι, αδελφοί, και ο Θεός να σας συγχωρήση». Έπειτα έπεσεν εις την γην μετά πολλής ταπεινώσεως και ησπάζετο δακρύων τους πόδας του Γέροντός του Ιερομονάχου Βησσαρίωνος, κρατών δε αυτούς ώραν ικανήν τους κατεφίλει βρέχων αυτούς με τα δάκρυά του και λέγων· «Πόδες άγιοι, οίτινες δι’ εμέ τον αμαρτωλόν εκοπιάσατε, ο Θεός να σας πληρώση τους κόπους σας». Και αποτεινόμενος προς τον ευλογημένον εκείνον συνοδίτην του, λέγει προς αυτόν· «Πάτερ τίμιε, συ ο οποίος δια την εμήν αγάπην άφησας την ησυχίαν και την συνοδείαν σου, ο Χριστός να σου αποδώση επαξίως τους μισθούς εις την Βασιλείαν Του». Έπειτα δε από ολίγον λέγει πάλιν· «Άγιε Γέροντα, ενόμιζον ότι μόλις θα έφθανον εδώ, θα εδειλίαζον, αλλ’ ευλογητός ο Θεός, συμβαίνει όλως το αντίθετον. Διότι, αφ’ ότου επάτησα εις την γην της Μυτιλήνης, εγέμισεν η ψυχή μου από τόσην χαράν και αγαλλίασιν, ώστε με βιάζει και διψώ επιθυμών πότε να φθάσω εις το ποθούμενον στάδιον του Μαρτυρίου». Ο δε Ιερεύς Βησσαρίων τον ενουθέτησε καλώς να μη φοβήται, αλλά να έχη όλην την ελπίδα του εις τον Θεόν και να μη ελπίζη μόνον εις την ιδικήν του δύναμιν, όταν δε συν Θεώ τελειώση τον καλόν αγώνα του Μαρτυρίου, να πρεσβεύη και υπέρ της εκείνου σωτηρίας. Μετά ταύτα ήρχισαν να περιπατούν δια να μεταβούν εις τι χωρίον, το οποίον ήτο μακράν από τον αιγιαλόν, έως εν τέταρτον της ώρας. Βαδίζοντες δε εις την οδόν των συνήντησαν γεωργόν τινά και τον ηρώτησαν εάν είναι Τούρκοι εις το χωρίον εκείνο. Μαθόντες δε παρ’ αυτού, ότι δεν ευρίσκονται εκεί Τούρκοι, ήλθον χαίροντες και αμέσως μετέβησαν εις την Εκκλησίαν. Εκεί ήλθε και ο παρεφημέριος Γρηγόριος, προς τον οποίον, ερωτήσαντα πόθεν ήλθον και τι ζητούν, απήντησαν, ότι έρχονται από το Όρος. Εν τω μεταξύ έφθασε και ο εφημέριος Παρθένιος από την χώραν, όστις τους εχαιρέτησε μετά πολλής χαράς, μαθών δε ότι είναι από το Άγιον Όρος, τους ηρώτα περί αυτού, επειδή είχε μείνει εκεί άλλοτε και ενεθυμείτο όλα με μεγάλην αγάπην. Τότε ο Λουκάς, στρέψας και ιδών την εικόνα της Αγίας Βαρβάρας, είπεν εις τον συνοδίτην του· «Βλέπεις την Αγίαν Βαρβάραν πως την εδυνάμωσεν ο Κύριος και εμαρτύρησε δια την αγάπην Του, υπομείνασα τόσα πικρά βάσανα, αν και ήτο γυναίκα»; Τούτο ακούσας ο εφημέριος, θεόθεν κινηθείς, απήντησεν· «Όχι μόνον τότε εδυνάμωνεν ο Θεός παραδόξως τους Μάρτυρας, αλλά και τώρα εις τας ημέρας μας. Ολίγοι χρόνοι έχουν παρέλθει αφ’ ότου εμαρτύρησεν εδώ ο Άγιος Θεόδωρος». Αρξάμενος δε, τους διηγήθη με πόθον πολύν και κατάνυξιν όλα τα μαρτύρια του Θεοδώρου, τόσον ώστε και οι τρεις κατενύγησαν, δοξάσαντες τον Θεόν με χαρμόσυνα δάκρυα. Μετά ταύτα ανεχώρησεν ο εφημέριος, εκείνοι δε έμειναν εκεί δια να αναγνώσουν τον Εσπερινόν. Τότε λέγει ο Λουκάς· «Βλέπεις, άγιέ μου Γέροντα, πως είναι θέλημα του Κυρίου να μαρτυρήσω; Εύρομεν Εκκλησίαν της Αγίας Βαρβάρας, ήτις είναι Μάρτυς· μας διηγήθη ο εφημέριος, χωρίς να μας γνωρίζη, το Μαρτύριον του Αγίου Θεοδώρου, από το οποίον τόσον ήναψεν η καρδία μου, ώστε δεν δύναμαι να υπομένω πλέον. Αυτά τα δύο λοιπόν είναι καλά σημεία δια τον σκοπόν μας· μόνον να κοινωνήσωμεν και να φύγωμεν χωρίς αργοπορίαν». Την επομένην ημέραν, δηλαδή την Πέμπτην, εζήτησαν και έψαλαν οι εφημέριοι ευχέλαιον και παράκλησιν, την δε νύκτα εκείνην διήλθον άϋπνοι με τα κομβοσχοίνια των εις το κελλίον του Ιερέως Παρθενίου, ίνα ετοιμασθούν δια την Αγίαν Κοινωνίαν. Έπειτα εξομολογηθείς ο Λουκάς μετά κατανύξεως και πολλών δακρύων λεπτομερώς, όσα ημάρτυσεν ως άνθρωπος, εζήτησε και τον εσταύρωσεν ο Πνευματικός με την Αγίαν λόγχην, οι δε οφθαλμοί του εφαίνοντο ως αέναος πηγή δακρύων και ούτω δακρυρροών είπε· «Γέροντά μου, δεν με λυπείσαι»; Ηρώτησε τότε εκείνος· «Τι θέλεις; Τι ζητείς παρ’ εμού»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Πολλούς λογισμούς μου έφερεν ο εχθρός, οι οποίοι ως φοβερά κύματα ταράττουσι την διάνοιάν μου· ο εις λογισμός μου λέγει· Δεν λυπείσαι την νεότητά σου, να χασης την ζωήν σου δια ματαίας ελπίδας»; Ο άλλος επιμένει, ότι όλα αυτά τα οποία σου λέγουν είναι ψεύματα και ούτε Μάρτυρες υπάρχουν, ούτε ανάστασις, ούτε κρίσις και ανταπόδοσις». Αφού δε είπε ταύτα, έπεσεν εις τους πόδας του παρακαλών να του αναγνώση ό,τι τον φωτίση ο Θεός, προς απομάκρυνσιν των βλασφήμων εκείνων λογισμών. Του ανεγνωσε τότε ο Ιερεύς τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου, του θείου Χρυσοστόμου και άλλας ευχάς. Έφθασε δε ο καιρός της Προηγιασμένης και η ώρα καθ’ ην έμελλον να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων. Ενώ δε ο Λουκάς έβαλε μετάνοιαν εις τους Χριστιανούς, δια να λάβη συγχώρησιν, κατά την συνήθειαν, είδον όλοι παράδοξον πράγμα, το οποίον δεν είδον ποτέ εις άνθρωπον· το έδαφος της γης εβράχη από τα δάκρυά του. Μετά την μετάληψιν των Θείων Μυστηρίων και την Απόλυσιν ερωτά ο Βησσαρίων· «Πως έχεις, τέκνον, από τους λογισμούς»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Καλώς έχω, δοξασμένος ο Θεός. Ευθύς μετά την θείαν Κοινωνίαν διεσκορπίσθησαν και ηφανίσθησαν όλοι οι κακοί λογισμοί και τώρα είναι ήσυχος ο νους μου· μόνον ας πηγαίνωμεν εις την υπηρεσίαν μας το ταχύτερον». Μετά ταύτα ήλθον και οι δύο εις το κελλίον του εφημερίου, εκεί δε εζήτησεν ο Λουκάς να γευθούν ολίγον άρτον και να αναχωρήσουν εις τον δρόμον των· εζήτησε δε να πίουν και ολίγον οίνον, διότι ήτο πολύ εξηντλημένος από την νηστείαν και από τους κόπους, αλλά και κατάξηρος, από την αέναον ροήν των δακρύων. Πλην, ο κυρίως σκοπός του δεν ήτο να πίη οίνον δια να ενδυναμωθή με αυτόν, αλλά διότι εμελέτα κατά νουν το Σωτήριον Πάθος του Χριστού, το οποίον μετέβαινεν εθελουσίωςνα λάβη. Δια τούτο ηθέλησε να κάμη ο μακάριος το ίδιον εκείνο, το οποίον έκαμεν εις τους μαθητάς Του ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, κρατών εις τας χείρας του το ποτήριον. Διότι, όταν ο Παρθένιος έφερε τον οίνον εις την τράπεζαν, έλαβεν ο Λουκάς το ποτήριον εις την δεξιάν του και ηρώτησε τους άλλους δύο· «Πως είπεν ο Χριστός εις τους Μαθητάς Του κατά τον Δείπνον τον Μυστικόν»; Εκείνοι τότε του το ενεθύμισαν, λέγοντες· «Ου μη πίω απ’ άρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου, έως της ημέρας εκείνης, όταν αυτό πίνω μεθ’ υμών καινόν εν τη Βασιλεία του Πατρός μου». (Ματθ. κστ: 29 ). Ας γνωρίση ο καθείς από τούτο, με ποίαν όρεξιν ή, μάλλον ειπείν, με ποίους θεϊκούς λογισμούς έφαγε τον άρτον και έπιε τον οίνον ο μακάριος Λουκάς. Ευθύς δε μετάτο γεύμα, ιδού έρχεται ο περεφημέριος Γρηγόριος και λέγει· «Εμάθετε τι έγινεν εις την πόλιν»; Απεκρίθησαν εκείνοι· «Όχι, ειπέ μας τι έγινεν»; Λέγει εκείνος· «Έφυγε το Κουτσουμπέλι με την μητέρα του και τας τρεις αδελφάς του, όλοι ομού οκτώ ψυχαί και δεν γνωρίζει κανείς που υπάγουν». Ο δε Λουκάς ερωτήσας και μαθών, ότι αυτοί οι φυγάδες ήσαν Τούρκοι και έφυγον δια να γίνουν Χριστιανοί, εχάρη υπερβολικά και εδόξασε τον Θεόν, η δε υπερβολή της χαράς τον εβίαζε να μεταβή το συντομώτερον εις τον υπέρ Χριστού θάνατον. Όθεν ηγέρθη παρευθύς και εξεδύθη τα Μοναχικά ενδύματα, δια να ενδυθή τα κοσμικά, με τα οποία έμελλε να παρουσιασθή. Πρώτον λοιπόν έβαλε κατάσαρκα το εσώρασον το Μοναχικόν, έπειτα του εφόρεσεν ο Παρθένιος αγιοταφίτικον σάβανον και με το έλαιον του Αγίου Τάφου εσχημάτισε Σταυρόν εις την κεφαλήν του, πρώτον εις το μέτωπον και μετά εις τας τρίχας της κεφαλής του. Κατόπιν έδεσε τεμάχιον υφάσματος αιματωμένου από το υποκάμισον του Αγίου Νεομάρτυρος Θεοδώρου και έπειτα του εφόρεσε τα άλλα ενδύματα. Ελθόντες δε μετά ταύτα οι τρεις ομού εις τον Ναόν της Αθληφόρου Αγίας Βαρβάρας, έψαλαν μετά κατανύξεως και δακρύων πολλών παράκλησιν προς αυτήν, αιτούντες υπέρ του Νέου Μάρτυρος Λουκά την θείαν αυτής αντίληψιν και βοήθειαν. Ακολούθως ησπάσαντο αλλήλους, ο δε ευλογημένος Λουκάς δεν ηυχαριστήθη μόνον εις τον ασπασμόν του προσώπου, αλλά πεσών εις την γην ησπάζετο μετά δακρύων τους πόδας των Ιερέων και μάλιστα του Γέροντός του Βησσαρίωνος, λέγων προς αυτόν· «Ευχαριστώ σοι, τίμιε Γέρον, δια την αγάπην την οποίαν έδειξες εις ημάς και δι’ όλα εκείνα τα οποία με επαρηγόρησες και με εστήριξες εις τον προκείμενον αγώνα». Και ο μεν Αθλητής του Χριστού Λουκάς ταπεινούμενος έλεγε ταύτα προς τους Ιερείς· εκείνοι δε τίνας λόγους έλεγον προς αυτόν; Ω τις να ήκουε τους λόγους των ή να έβλεπεν εκείνας τας πηγάς των δακρύων των και να μη συμπονέση, ή να δείξη και αυτός τους οφθαλμούς του ως δύο δακρυρρόους πηγάς! «Παύσαι, τέκνον, του έλεγον, παύσαι, αδελφέ, τι λέγεις; Ημείς οι αμαρτωλοί έχομεν χρέος να σε αγαπώμεν, διότι υπερηγάπησας τον Χριστόν και θυσιάζεις υπέρ Αυτού όλον τον εαυτόν σου. Μη ζητείς λοιπόν παρ’ ημών συγχώρησιν, συ μάλλον συγχώρησον ημάς τους αμαρτωλούς». Ο δε μακάριος Λουκάς με μεγάλην συντριβήν και ταπείνωσιν έλεγεν· «Όχι, αδελφοί, εγώ είμαι αμαρτωλός και ζητώ συγχώρησιν». Συγχρόνως έφθασε και ο άλλος εφημέριος και εξεκίνησαν και οι τέσσαρες προς την οδόν της πόλεως, οι δε εφημέριοι τους συνώδευσαν μέχρι της Εκκλησίας της Παναγίας, εις θέσιν καλουμένην Λευκολαίμη και εκεί απεχωρίσθησαν. Όταν έμειναν μόνοι, ο Ιερομόναχος Βησσαρίων μετά του Μάρτυρος Λουκά εισήλθον εις την Εκκλησίαν και αφού έψαλαν παράκλησιν, πάλιν εξεκίνησαν προς την πόλιν. Και ο μεν Μάρτυς προεπορεύετο περί το έν μίλιον έμπροσθεν, ο δε Βησσαρίων ηκολούθει όπισθεν. Αφ’ ου δε επροχώρησαν ολίγον διάστημα δρόμου, επόνεσεν η καρδία του Μάρτυρος δια τον ακολουθούντα Γέροντα, διότι και προ ολίγου μετά πόνου πολλού, συντριβής και δακρύων απεχωρίσθησαν οι ευλογημένοι· όθεν εκάθησε και τον επερίμενεν. Όταν όμως επλησίασεν ο Βησσαρίων συνέπεσε να πλησιάση μετ’ αυτού και Τούρκος τις να βαδίζουν μαζί. Δια τούτο, μολονότι ο Βησσαρίων εστοχάσθη ότι κάποιαν ανάγκην έχει ο Μάρτυς και δια τούτο εκάθησεν, εν τούτοις δεν ωμίλησε προς αυτόν ουδόλως, δια να αποφύγη την περιέργειαν του Αγαρηνού. Όθεν συνέχισε τον δρόμοντου και τον επροσπέρασεν. Ο Λουκάς όμως, βλέπων αυτόν απομακρυνόμενον, του εφώναξε· «Γέροντα, στάσου». Εκ τούτου ηννόησεν ο Αγαρηνός, ότι ήσαν συνοδοιπόροι. Όταν δε ο Μάρτυς τον έφθασε, λέγει προς αυτόν· «Ας εισέλθωμεν εις τούτον τον φραγμένον τόπον, ίνα ανταλλάξωμεν τον τελευταίον εν Χριστώ ασπασμόν και ούτω να χωρισθώμεν». Τούτου γενομένου, εστήριξε πάλιν ο Γέρων τον υποτακτικόν με όσα ήτο ανάγκη και ούτως απεχωρίσθησαν. Όταν ο Μάρτυς επροχώρησεν ολίγον διάστημα, έστρεψε πάλιν και του είπε· «Να γράψης, Γέροντα, εις την μητέρα μου να την παρηγορήσης, δια να μη λυπήται πλέον δι’ εμέ και να προσκυνήσης εκ μέρους μου τον Πνευματικόν μου πατέρα, τον Δεσπότην και όλους τους αδελφούς». Ταύτα ειπών ο Μάρτυς εξεκίνησε και εβάδιζε τον δρόμον του, ο δε Βησσαρίων έμεινεν οπίσω εις μιάς ώρας απόστασιν, έως ότου παρουσιασθή ο Μάρτυς εις το κριτήριον· ελθών δε έπειτα εις την χώραν, ηρώτα να μάθη που είναι το Διονυσιάτικον Μετόχι. Την ώραν εκείνην ιδού και έρχεται δρομαίος ο Μάρτυς, και δια να μη δώση υποψίαν εις τους παρευρεθέντας, είπε προς τον Γέροντα με σοβαρότητα· «Αββά, πόθεν έρχεσαι»; Ο δε Αββάς απεκρίθη· «Από το Άγιον Όρος». Λέγει πάλιν ο Μάρτυς· «Έχεις πολλάς ημέρας όπου ήλθες»; Απεκρίθη πάλιν εκείνος· «Τρεις». Τότε με τρόπον του είπεν ο Μάρτυς· «Θέλω, Γέροντα, να σου ομιλήσω». Ελθόντες τότε εις παράμερον τόπον λέγει ο Μάρτυς προς τον Βησσαρίωνα με συντριβήν καρδίας· «Γέροντα, το πυρ του Χριστού δεν ήναψε· τι είναι τούτο; Ποία άραγε να είναι η αιτία»; Αμέσως ο Γέρων τον ερωτά· «Πως έκαμες; Με ποίον τρόπον μετεχειρίσθης την αρχήν»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Επήγα εις τον Ναζήρ αγάν και είπον προς αυτόν· «Εγώ ηγόρασα μίαν σφραγίδα, την οποίαν μου επώλησαν ως από χρυσόν κατεσκευασμένην· όταν όμως την εδοκίμασα, εγνώρισα ότι ήτο εκ χαλκού. Παρακαλώ λοιπόν, δος μοι έγγραφον διαταγήν, να υπάγω να κριθώ με τον άνθρωπονο οποίοςμε εγέλασε». Τότε εκείνος μου είπε· «Φέρε τον άνθρωπον εδώ να κριθήτε». Του λέγω εγώ· «Δεν έρχεται». Εκείνος τότε μου λέγει· «Πάρε ένα κλητήρα να τον φέρη». Εγώ του είπον· «Δεν θέλω να κριθώ εδώ, αλλά εις τον δικαστήν». Αυτός τότε οργισθείς επήρε το τσιμπούκι του να με κτυπήση, εγώ δε ανεχώρησα εκείθεν χωρίς να είπω άλλον λόγον εις αυτόν». Ταύτα αφού ήκουσεν ο Βησσαρίων, είπεν εις τον Μάρτυρα· «Α! Δεν μετεχειρίσθης το πράγμα καλώς· ο Ναζήρ αγάς δεν δίδει διαταγήν, αλλ’ ο ιεροδικαστής του». Ταύτα ακούσας ο Λουκάς πολύ ελυπήθη και λέγει· «Και τώρα τι με συμβουλεύεις, Πάτερ, να κάμω»; Απεκρίθη εκείνος· «Ό,τι σε φωτίση ο Κύριος κάμε». Λέγει πάλιν ο Μάρτυς· «Ειπέ μοι ένα λόγον και η αγιωσύνη σου. Μήπως θα είναι καλόν να δοκιμασθώ ολίγον καιρόν ακόμη, μήπως δεν δυνηθώ να ανθέξω έως τέλους»; Ο λόγος ούτος εισήλθεν ως μάχαιρα δίστομος εις την καρδίαν του Γέροντος, διότι εθεώρησε τούτο ως σημείον δειλίας. Στενοχωρηθείς δε πολύ, δεν εγνώριζε τι να αποφασίση· θεόθεν όμως φωτισθείς, του λέγει· «Ο Χριστός όστις ίσταται επί της κεφαλής σου την ώραν ταύτην, ό,τι σε φωτίση και ό,τι σου είπη νοερώς, εκείνο κάμε». Ο λόγος ούτος εφάνη παράδοξος εις τον Μάρτυρα, αλλά και πολύ αποφασιστικός. Όθεν ηρώτησε τον Γέροντα· «Βλέπεις τον Χριστόν να ίσταται επάνω από την κεφαλήν μου»; Απεκρίθη ο Βησσαρίων· «Ναι, τον βλέπω να ίσταται άνωθέν σου και συν Αυτώ όλα τα τάγματα των Αγίων Αγγέλων, ο χορός των Αποστόλων και τα πολυάριθμα πλήθη των Αγίων Μαρτύρων· όλοι δε αυτοί αναμένουν να κάμης συ την αρχήν και εκείνοι να δώσουν το τέλος». Ενθουσιασθείς τότε ο Μάρτυς λέγει προς τον Βησσαρίωνα· «Και λοιπόν, όταν ο Χριστός είναι μαζί μου και έρχεται εις βοήθειάν μου, τότε είμαι έτοιμος. Τι λοιπόν χάνω τον καιρόν; Ευλόγησόν με και σταύρωσόν με». Ταύτα δε ειπών και ασπασθείς την δεξιάν του Γέροντος εχάθη ως αστραπή από τους οφθαλμούς του, ευθύς δε ευρέθη επάνω εις το δικαστήριον. Κατά την ώραν εκείνην ευρέθησαν εκεί και οι κλητήρες του Ναζήρ αγά. Αποταθείς δε ο Μάρτυς προς ένα εξ αυτών, είπεν· «Αδελφέ, στοχάζομαι ότι είσαι Χριστιανός». Απεκρίθη εκείνος· «Ναι, Χριστιανός είμαι». Οι άλλοι όμως κλητήρες είπον· «Ψεύματα, δεν είναι Χριστιανός». Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Εγώ τον γνωρίζω από τον χαρακτήρα του προσώπου του». Είπε δεταύτα, διότι ο εφημέριος του χωρίου Παρθένιος, του είχε περιγράψει τα γνωρίσματά του και το όνομά του. Λέγει δε προς αυτόν· «Δος μοι, αδελφέ μου, ολίγον ύδωρ». Λαβών δε αυτό εκάθισε και έπιεν. Ευχαριστήσας είτα τον Θεόν είπεν εις τον κλητήρα· «Ο Θεός να σου το πληρώση εν τη Βασιλεία των ουρανών». Ευθύς τότε παρουσιασθείς εις τον κριτήν, λέγει προς αυτόν μεγάλη τη φωνή· «Είναι δίκαιον να με γελάσουν ως να ήμην μικρόν παιδίον»; Ο κριτής τότε ηρώτησε· «Τις σε εγέλασεν»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Με εγέλασε κάποιος δίδων μοι μίαν σφραγίδα». Είπε δε τούτο εννοών της σαρκός την περιτομήν. Ο δε κριτής, μη γνωρίζων το συμβάν, εζήτει να ίδη την σφραγίδα. Τότε ο Μάρτυς χωρίς να χάση καιρόν, νομίζων δε δόξαν του την υπέρ Χριστού αισχύνην, έκαμεν ευθύς κίνησιν να ανοίξη το ένδυμά του, δια να δείξη δήθεν εις αυτούς την σφραγίδα. Αλλ’ όταν εκείνοι αντελήφθησαν την κίνησίν του ταύτην, κατησχύνθησαν και εφώναξαν· «Τι ζητείς να κάμης; Στάσου, στάσου»! Ο δε Μάρτυς λέγει· «Εγώ, ότε ήμην μικρόν παιδίον έως δεκατριών ετών εξηπατήθην από σας και ήλθον εις την θρησκείαν σας, μη διακρίνων ακόμη την αλήθειαν από το ψεύδος και έμεινα εις την πλάνην και την απάτην της θρησκείας σας ολίγον καιρόν, επειδή, όπως σας είπον, ήμην παιδίον ανήλικον. Αφ’ ου δε ήλθον εις ηλικίαν, εγνώρισα, ότι η θρησκεία σας δεν είναι αληθινή, αλλά απατηλή· αυτός δε, τον οποίον λέγετε προφήτην, δεν είναι προφήτης, αλλά απατεών και μυθολόγος, όστις σας ηπάτησεν όλους και τον επιστεύσατε. Πληροφορηθείς λοιπόν καλώς, ότι η θρησκεία σας είναι σκότος, την αρνούμαι έμπροσθέν σας και ομολογώ την προτέραν μου Πίστιν, την Χριστιανικήν, η οποία είναι φως αληθινόν. Και πιστεύω και προσκυνώ ως αληθινόν Θεόν τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, όστις μέλλει να κρίνη όλον τον κόσμον, ζώντας και νεκρούς, και να αποδώση εκάστω κατά τα έργα αυτού. Τούτον, αν δεν πιστεύσετε και σεις, όπως εγώ τον πιστεύω, μέλλετε να κολασθήτε». Ταύτα εκείνοι ανελπίστως ακούσαντες εσίγησαν και κανείς δεν απεκρίθη. Ο δε κριτής τον ηρώτησε· «Πόθεν είσαι»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Απ’ εδώ, εντόπιος». Ηρώτησε πάλιν ο κριτής· «Και που ήσουν έως τώρα»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Εις την Ρωσίαν». Λέγει ο δικαστής· «Πως δεν έμεινες εκεί»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Ούτω μας προστάζουν τα βιβλία μας· εκεί όπου αρνηθή κανείς την Πίστιν του, εκεί πάλιν να την ομολογήση». Ερωτά πάλιν ο δικαστής· «Ποίος σε έφερεν εδώ»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Ένα Ρωσικόν πλοίον». Ηρώτησεν ο δικαστής· «Και που εστάθμευσες»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Πουθενά δεν εστάθην, αλλά κατ’ ευθείαν ήλθον εδώ». Στρέφει τότε ο δικαστής προς τους άλλους, και λέγει· «Είναι τρελλός, ίδετε αν γνωρίζη τα υποδήματά του». Τρέχει τότε έξω ο Μάρτυς και αρπάσας τα υποδήματά του τα φέρει έμπροσθέν του λέγων· «Δεν είμαι τρελλός, όπως με λέγεις· ιδού τα υποδήματά μου, τα οποία ηγόρασα από την Κωνσταντινούπολιν». Ο δε κριτής, ιδών την πράξιν του Αγίου, είπε· «Σε λυπούμαι, παιδί μου, και αν δεν με υπακούσης, έχεις να δοκιμάσης πολλά μαρτύρια, τα οποία δεν ήκουσες έως τώρα. Συλλογίσου λοιπόν καλά». Λέγει ο Μάρτυς· «Εγώ πρώτον εσυλλογίσθην όλας αυτάς τας τιμωρίας, τας οποίας ημπορείτε να μου κάμετε, και έπειτα ήλθα· λοιπόν ό,τι έχετε να μου κάμετε, κάμετέ το μίαν ώραν πρωτύτερα και χωρίς αργοπορίαν, επειδή εγώ δεν αρνούμαι την καθαράν και αμώμητον Πίστιν μου, διότι είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να αποθάνω· τον Χριστόν μου προσκυνώ, τον Χριστόν μου ποθώ· εδώ όπου ασυλλόγιστα τον ηρνήθην, εδώ πάλιν τον ομολογώ τώρα και τον κηρύττω με ελευθέραν και καθαράν την σκέψιν μου». Οι Αγαρηνοί τότε του υπεσχέθησαν πολλά και πλούσια δώρα, δια να τον απατήσουν, έπειτα δε τον ηπείλησαν με φοβεράς τιμωρίας, δια να τον τρομάξουν· αλλ’ ο Μάρτυς έμεινεν εις όλα ως αδάμας στερρότατος και η γνώμη του καθόλου δεν μετεβάλλετο. Η δε διαλογική συζήτησις μεταξύ των τυράννων και του Μάρτυρος δεν είναι πλάσμα των ιδικών μας στοχασμών, αλλά είναι αληθής και πραγματική, επειδή ο Χριστιανός εκείνος κλητήρ του Ναζήρ αγά, τον οποίον ανωτέρω ανεφέραμεν ότι ανέπαυσε τον Άγιον και του έδωσε και έπιεν ύδωρ, Ιωάννης ονόματι, ήτο εκεί παρών και μετά μεγάλης προσοχής ήκουσε τα λεχθέντα. Ο δε κριτής και οι μετ’ αυτού, ιδόντες το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, επρόσταξαν να τον δέσουν και να τον οδηγήσουν εις την οικίαν του Ναζήρη. Αλλ’ ο Μάρτυς δεν εδέχθη τούτο, ειπών· «Διατί να με δέσετε; Εγώ ήλθον αυτόκλητος, χωρίς να με ζητήσετε, και τώρα φοβείσθε μήπως φύγω; Εγώ, με την θέλησίν μου μεταβαίνω όπου θέλετα». Μετά τους λόγους τούτους δεν τον έδεσαν, αλλά τον εκράτει εις μόνον εκ των συνοδών του, οι δε άλλοι ηκολούθουν. Ενώ δε ο Άγιος εβάδιζεν εις την οδόν, εζήτει και έδιδε συγχώρησιν εις τους Χριστιανούς, τους οποίους συνήντα. Ο δε Γέρων και συνοδίτης του, Ιερομόναχος Βησσαρίων, έχων πόθον να τον ίδη, παρέμεινε πλησίον της οικίας του Ναζήρη. Όταν δε είδεν αυτόν ο Μάρτυς εστέναξε μέγαν και βαρύν στεναγμόν, αλλά δεν ήτο δυνατόν να του ομιλήση. Εκείνος δε, ιδών το πρόσωπον του Μάρτυρος, υπερεθαύμασε, διότι έλαμπε θαυμασίως και υπερφυώς. Έδειξε δε τούτο ο Θεός εις τον Βησσαρίωνα, ίσως δια να ειρηνεύση τους τεταραγμένους λογισμούς του ως προς το άδηλον τέλος του Μάρτυρος. Όταν δε έφθασαν εις την οικίαν του Ναζήρη και ήρχισαν ανερχόμενοι την κλίμακα αυτής, κατήρχετο εξ αυτής ο Μητροπολίτης της Μυτιλήνης, συνοδευόμενος υπό τινων Ιερέων και δημογερόντων, τους οποίους είχε καλέσει ο Ναζήρης προς εξέτασιν δια την φυγήν της τουρκικής οικογενείας. Ο Μάρτυς τότε, κύψας ταπεινώς την κεφαλήν, είπε προς τον Αρχιερέα· «Ποίησον, Δέσποτα Άγιε, υπέρ εμού του αμαρτωλού δέησιν προς Κύριον». Τούτο ιδόντες και ακούσαντες οι επάρατοι συνοδοί του Αγίου ώρμησαν όλοι κατ’ επάνω του, ως άγρια θηρία και εκτύπων αυτόν εις την κεφαλήν, εις το πρόσωπον ή όπου ο καθείς ηδύνατο. Ωθούντες δε και σύροντες αυτόν, τον έφεραν εις τον προθάλαμον όπου τον επρόσταξαν να μένη γονατιστός. Έμενε λοιπόν εκεί ο Μάρτυς χαίρων και αγαλλόμενος, έως να τον ζητήση ο αγάς. Ο δε Μητροπολίτης και οι δημογέροντες ησθάνοντο πολλήν λύπην και φόβον και έλεγον συνομιλούντες μεταξύ των· «Η μία φωτιά ήναψεν επάνωεις την άλλην και ο Θεός να κάμη το έλεός του εις ημάς». Αλλά παρ’ όλους αυτούς τους φόβους, ο ευλογημένος Αρχιερεύς δεν έλειψεν από το χρέος του, αλλ’ έστειλε παρευθύς ευχετικά και προτρεπτικά γράμματα εις τας Εκκλησίας, να ψάλλουν παρακλήσεις εις την Θεοτόκον, λέγοντες τον στίχον· «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθησον τον δούλον σου». Τα ίδια έκαμαν και εις τα χωρία και όλη σχεδόν η νήσος κατά τον ίδιον τρόπον εμερίμνα, διότι πανταχού έφθασεν η περί του Μάρτυρος είδησις. Όθεν όλοι οι άλλοι ούτω καθ’ υπερβολήν εφοβούντο, ο δε του Κυρίου στρατιώτης παρουσιάσθη τελείως απτόητος και με όλον το θάρρος εις τον Ναζήρην, όστις είχε μάθει όσα είπεν ο Μάρτυς εις τον κριτήν, ως και όσα εκείνος είπε προς τον Μάρτυρα. Δεν τον ηρώτησε λοιπόν τίποτε δι’ αυτά, αρχίσας ως εξής την ομιλίαν· «Συ, είπεν, ήλθες πρωτύτερα να ζητήσης γραπτήν βεβαίωσιν από εμέ· τώρα δε τι είναι αυτά τα οποία ήκουσα περί σού; Έλα εις τον νουν σου, παιδί μου, έλα εις την πίστιν μας, αν θέλης να σε τιμήσω και να σου προσφέρω ό,τι αγαπάς και ό,τι επιθυμείς και, εάν υπακούσης εις εμέ, θα σε έχω ωσάν υιόν μου. Γνώριζε όμως ότι, αν παρακούσης, έχω να σου κάμω πολλάς και σκληράς τιμωρίας». Προς τους λόγους τούτους του Ναζήρη ο Μάρτυς απεκρίθη χωρίς ουδεμίαν συστολήν ή φόβον, ειπών· «Γνώριζε και συ ότι, όσα κακά και αν μου κάμης, έστω και μυρίας βασάνους, δεν είναι δυνατόν να με χωρίσης από τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν». Ταύτα λέγοντος του Μάρτυρος ήλθε πρόσκλησις εις τον Ναζήρην να υπάγη εις το δικαστήριον, όπου επρόκειτο να αναγνωσθή βασιλική διαταγή, ήτις μόλις είχε ληφθή. Του έλεγον δε να φέρη μαζί του και τον Μάρτυρα, να εξετασθή εκεί εις το δικαστήριον, όπου ήτο πλήθος Αγαρηνών συνηθροισμένον από τρεις κωμοπόλεις της νήσου, ήτοι την Καλλονήν, την Μόλυβδον και την πόλιν της Μυτιλήνης. Τούτου γενομένου παρεστάθη πάλιν ο Μάρτυς εις τρίτην εξέτασιν εμπρός εις όλον εκείνο το πλήθος. Περισσότερον από δύο ώρας τον ανέκριναν εκεί, μεταχειριζόμενοι υποσχέσεις, κολακείας και απειλάς, χωρίς όμως βάσανα, αυτός δε, ο αξιοθαύμαστος, αφόβως και με υπερφυσικήν γενναιότητα και ανδρείαν απεκρίνετο εις όλους. Και τόσον σοφώς και θαυμασίως διελέγετο περί της ημετέρας Πίστεως και τόσον φανερώς και ασυστόλως ήλεγχε το ψεύδος της αντιθέου θρησκείας των Αγαρηνών, ώστε εκείνοι οι ίδιοι οι εχθροί εθαύμαζον διερωτώμενοι που και πότε έμαθεν εν παιδίον τόσην σοφίαν, επειδή ηγνόουν, οι άφρονες, την Κυριακήν υπόσχεσιν την λέγουσαν· «Το γαρ Άγιον Πνεύμα διδάξει υμάς εν αυτή τη ώρα, α δει ειπείν» (Λουκ. ιβ: 12), ως και το, «Εγώ γαρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν, η ου δυνήσονται αντειπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν» (Λουκ κα: 15 ).Εθαύμαζον μεν διότι δεν ηδύνατο να τον αποστομώσουν, εξεπλήσσοντο δε και ηγανάκτουν τόσον δια την παρρησίαν και την αφοβίαν του, όσον και δια τους πολλούς και πικρούς ελέγχους της ανοσίου θρησκείας των, καθώς και δια τας εξουθενώσεις εκείνου του απατεώνος ψευδοπροφήτου των. Τέλος πάντων κατησχυμμένοι οι Αγαρηνοί και μη έχοντες τι άλλο να κάμουν, είπον προς τον Άγιον· «Τρεις ημέρας σου δίδομεν προθεσμίαν και στοχάσου καλώς ή να έλθης εις την πίστιν μας, την οποίαν μόνος σου εζήτησες και εδέχθης ως καλήν, ή έχεις να πάθης πολλά και δεινά βασανιστήρια, εάν επιμείνης εις το πείσμα σου». Είτα παραλαβόντες αυτόν οι υπηρέται, τον έρριψαν εις την φυλακήν και ησφάλισαν τους πόδας του εις το ξύλον. Αφού ταύτα εγένοντο, λέγει ο κριτής προς τους παρισταμένους· «Αυτά τα πράγματα άλλος δεν τα κάμνει παρά ο Δεσπότης και οι δημογέροντες· αυτοί κάμνουν τους Τούρκους Ρωμαίους και μας προξενούν τόσην ατιμίαν». Τούτον τον λόγον ακούσας ο Τούρκος, δια τον οποίον προείπομεν ότι τους έφθασαν εις την οδόν, είπεν· «Εγώ γνωρίζω τον Μοναχόν, ο οποίος τον έφερεν εδώ και προ ολίγου τον είδον εις την θύραν του Ναζήρ αγά και αν αγαπάτε να σας τον φέρω εδώ». Τούτο βεβαίως ήτο οικονομία Θεού, δια να μη πέση η κατηγορία εις τους Μυτιληναίους και διωχθούν όλοι αγρίως, αλλά να φανερωθή ότι ξένος άνθρωπος τον έφερεν εκεί. Ο δε ευλογημένος εκείνος Βησσαρίων περιεφέρετο εκεί πλησίον, δια να μάθη τι έγινεν. Επίσης και ο Νικόλαος, ο οποίος τους έφερεν από το Άγιον Όρος. Δια να μανθάνη και εκείνος τα γεγονότα, έφερεν εμπόρευμα και το επώλει εκεί πλησίον εις την οικίαν του Ναζήρη. Ο Βησσαρίων τότε είχε πλησιάσει εκεί, προφασιζόμενος δε ότι βλέπει το εμπόρευμα του Νικολάου, ετόλμησε και ολίγον κατ’ ολίγον εισήλθεν εντός της θύρας του δικαστηρίου. Τον είδεν όμως ο επί κεφαλής των φυλάκων και αφού του έδωκε με πολύν θυμόν δύο ραπίσματα εις το πρόσωπον, απωθών αυτόν με αγριότητα, τον έβγαλεν έξω. Δεν τον έμελεν όμως και θα ήτο ευχαριστημένος να πάθη πολλά, αρκεί μόνον να μη απομακρυνθή από τον τόπον εκείνον, έως ότου μάθη και ίδη το τέλος. Διότι πολύ έτρεμεν η καρδία του, επειδή δεν εγνώριζε τι έμελλε να ακολουθήση. Αν δε ο Νικόλαος δεν ήθελεν ακούσει τα λεχθεντα περί αυτού εις το δικαστήριον και δεν είχεν εγκαίρως ειδοποιήσει αυτόν περί τούτου και αν δεν είχεν απομακρυνθή από εκεί και δια της βίας βεβαίως ήθελε πέσει εις τας χείρας των ζητούντων Αγαρηνών ο Βησσαρίων. Ο δε Αρχιερεύς έστειλε τον Ιωάννην, τον οποίον πολλάκις ανεφέραμεν, τον κλητήρα του Ναζήρη, εις την φυλακήν, όστις ηρώτησε τον Μάρτυρα μήπως ήθελε να μεταλάβη. Του έστειλε δε και χαρτίον και μελάνην, δια να γράψη το όνομά του και την πατρίδα του. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Προσκυνώ τον άγιον Δεσπότην και τον παρακαλώ να λάβη την φροντίδα να μου αποστέλλη την Αγίαν Κοινωνίαν από αύριον καθ’ εκάστην ημέραν, διότι σήμερον εκοινώνησα εις τα Πάμφυλα, αυτά δε τα οποία ζητεί να γράψω, θα τα πληροφορηθή από τον Γέροντά μου, όστις ευρίσκεται εις το Διονυσιάτικον Μετόχι». Έπειτα λέγει προς τον Ιωάννην· «Αδελφέ, εάν ήτο τρόπος να έλθη τις Χριστιανός εδώ εις την φυλακήν προς παρηγορίαν μου, πολύ θα το ήθελον». Τούτο ακούσαντες οι δημογέροντες εφρόντισαν και εύρον πρόθυμον τινά Χριστιανόν, Χίον, Ευστράτιον ονόματι, τον οποίον δήθεν εφυλάκισαν δια να πληρώση τον οφειλόμενον φόρον του. Τούτου γενομένου εχάρη καθ’ υπερβολήν ο Μάρτυς, αλλά μετ’ ολίγον ελυπήθη και πάλιν, διότι φύλαξ τις είπεν εις τον Ναζήρην· «Γνώριζε, αυθέντα, ότι αυτόν τον άνθρωπον δεν τον εφυλάκισαν οι δημογέροντες δια τον φόρον, αλλά τον έβαλον μέσα, δια να στηρίζη το παιδίον εις την πίστιν των»! Όθεν ο Ναζήρης επρόσταξεν ευθύς και τον απεφυλάκισαν. Ως δε έμαθεν ο Μάρτυς την προδοσίαν του Αγαρηνού, εστέναξε και είπεν· «Η θεία Δίκη να τον εύρη». Και, ω του θαύματος! ευθύς διωγκώθη το πρόσωπόν του, ωσάν από ανεμοπύρωμα, τον κατέλαβε μέγας παροξυσμός και τόσον εχειροτέρευσεν, ώστε και εκείνος ο ίδιοςτο εννόησε και απορών εσυλλογίζετο πόθεν του ήλθε. Μετά τούτο λέγει ο Μάρτυς προς τον Ιωάννην· «Αδελφέ, δεν θέλω πλέον παρηγορίαν εξ ανθρώπων, διότι έχω την Θεοτόκον παρηγορούσαν με». Ούτως άμεινεν εις την σκοτεινήν φυλακήν, χαίρων και δοξάζων τον Θεόν. Ο δε αγάς πολύ συχνά τον εκάλει και με κολακείας και υποσχέσεις προσεπάθει να αλλάξη την γνώμην του, έπειτα δε τον εστενοχώρει και με απειλάς. Αλλ’ αυτός ο γενναίος εφαίνετο ως αδάμας στερρότατος. Είχεν όμως φροντίδα και δια τον Γέροντά του. παρεκάλεσε λοιπόν τον Ιωάννην να μεταβή εις την κατοικίαν του, δια να τον παρηγορήση και να είπη εις αυτόν ότι είναι ακλόνητος και να μη φοβήται, μόνον να παρακαλή τον Θεόν να τον βοηθήση μέχρι τέλους. Αλλ’ όταν ο Ιωάννης επέστρεψε και του είπεν ότι δεν τον ευρήκεν, ελυπήθη ο Μάρτυς, νομίσας ότι έφυγε πριν ή μάθη το ποθούμενον τέλος του. Τον έστειλε δε εκ δευτέρου, ίνα τον αναζητήση μήπως και τον εύρη. Αφού λοιπόν ο Ιωάννης τον ανεζήτησεν επ’ αρκετόν, εύρε τούτον τον ευλογημένον προσευχόμενον ασκεπή, μετά θερμών δακρύων. Μαθών δε ο Μάρτυς τα του Γέροντός του, εχάρη και ηυχαρίστησε τον Ιωάννην, δια την χάριν την οποίαν του έκαμε. Τέλος, αφ’ ου συνεπληρώθη η προθεσμία των τριών ημερών και έμενε στερεός και ακλόνητος ο Μάρτυς, το Σάββατον εκείνο ο Ναζήρης εκάλεσε τον Μητροπολίτην και είπε προς αυτόν· «Το παιδίον τούτο απεφασίσαμεν να κρεμάσωμεν, αν δε σας φανή καλόν, κάμετε εκείνο το οποίον εκάμετε και δια τον άλλον». Είπε δε ταύτα ο Ναζήρης εννοών τον Άγιον Νεομάρτυρα Θεόδωρον. Διότι όλα τα τότε συμβάντα εις αυτόν διηγήθησαν εις τον Ναζήρην οι εντόπιοι και τα εγνώριζεν. Ο δε Αρχιερεύς απήντησε· «Βάλε φύλακας και δι’ εκείνον, όστις θα τολμήση να πλησιάση εκεί, ας είναι θάνατος η τιμωρία». Με τον λόγον τούτον ησύχασε και ημέρωσεν αυτόν. Έπειτα στέλλει γράμματα, δια να αναγνωσθούν εις όλας τας Εκκλησίας και κηρύττει να μη τολμήση τις να πλησιάση εις το άγιον Λείψανον, διότι κατά την απόφασιν του Ναζήρ αγά, η ποινή του παραβάτου δεν θα είναι χρηματική, αλλά χωρίς αμφιβολίαν θάνατος. Την Κυριακήν το πρωϊ λέγει πάλιν ο Ναζήρης εις τον Μάρτυρα· «Η απόφασίς σου εξεδόθη και σε καταδικάζει να κρεμασθής. Αλλάεγώ πολύ σε λυπούμαι και θα ήθελες κάμει καλά, να με ακούσης· συλλογίσου, διότι δεν έχεις πλέον καιρόν». Ο Μάρτυς όμως με γενναίον φρόνημα απεκρίθη· «Εάν λοιπόν με λυπήσαι, καθώς λέγεις, στείλε με μίαν ώραν ενωρίτερον εις τον Χριστόν μου, δια να πιστεύσω και εγώ ότι πράγματι με λυπείσαι και θέλεις το καλόν μου». Όταν ήκουσεν εκείνος τούτο, απηλπίσθη τελείως και επρόσταξε να τον πάρουν να τον κρεμάσουν. Παραλαβόντες τότε αυτόν οι υπηρέται, ως και πλήθος πολύ εκ των Αγαρηνών, τον συνώδευον εις τον τόπον της καταδίκης. Εκεί ο Μάρτυς εζήτησε να τον αφήσουν να απομακρυνθή ολίγον δια δήθεν σωματικήν του ανάγκην. Ούτοι δε παρέδωκαν αυτόν εις τον Ιωάννην, ίνα τον φυλάττη. Ευθύς δε, ως εχωρίσθη από τους πολλούς, έκαμε τρεις μεγάλας μετανοίας και δώδεκα μικράς, δεηθείς εις τον Θεόν δι’ όλους τους Χριστιανούς και εξαιρέτως δια τους κοπιάσαντας υπέρ αυτού, ευχαριστήσας δε τον Χριστόν, διότι τον ηξίωσε να ομολογήση το όνομά Του το Άγιον ενώπιον των ασεβών, λέγει προς τον Ιωάννην· «Πολύ λυπούμαι, αδελφέ, διότι δεν με εβασάνισαν· εγώ επεθύμουν να πάθω πολλά και κατόπιν να με καύσουν, τίποτε όμως δεν μου έκαμαν». Ταύτα ακούσας ο Ιωάννης, εθαύμασε και λέγει εις τον Άγιον· «Αδελφέ, μη λυπείσαι δια τούτο, διότι όσα ήθελεν ο Θεός να πάθης, τόσα έπαθες· είναι άλλωστε τίποτε σκληρότερον από τον θάνατον»; Τότε ο Μάρτυς επέστρεψε προς τους συνοδούς του και εβάδιζεν ο μακάριος με προθυμίαν πολλήν προς το Μαρτύριον. Ενώ δε έσπευδεν, επάτησε την πτέρναν ενός εξ αυτών, εκείνος δε στρέψας λέγει προς τον Μάρτυρα· «Εις γάμον υπάγεις και τρέχεις ούτω; Ή εις κανέν περιβόλιον να ξεφαντώσης»; Ο δε Μάρτυς απήντησεν· «Αν εγνώριζες που υπάγω εγώ και που έχεις να υπάγης συ, θα έτρεχες να φθάσης πρωτύτερα από εμέ, αλλά μετά θάνατον θα ίδης που έχω να υπάγω εγώ και που έχεις να υπάγης συ· διότι, εάν μείνης Τούρκος μέχρι τέλους, θέλεις άθλιε, καταδικασθή εις το σκότος του Άδου το εξώτερον». Προς ταύτα ο Τούρκος δεν απεκρίθη, αλλ’ εσιώπησεν. Επειδή δε εκείνοι ήθελον να τον κρεμάσουν εις την τουρκικήν συνοικίαν, τους κατέπεισεν ο ευλογημένος Ιωάννης, όστις ήτο πάντοτε αχώριστος από τον Μάρτυρα, και τον έφεραν εκεί όπου κατώκουν Χριστιανοί δια να τον κρεμάσουν. Ευθύς δε ως έφθασεν εκεί, εκρέμασαν πρώτον το σχοινίον, δια να ίδη και τρομοκρατηθή ο Άγιος, έπειτα δε επέρασαν την θηλειάν εις τον λαιμόν του, μετ’ ολίγην δε ώραν του λέγει ο επί κεφαλής της συνοδείας· «Κάμε μετάνοιαν, διότι θα σε κρεμάσω». Όμως ο Μάρτυς απήντησε· «Τον Χριστόν μου προσκυνώ και πιστεύω». Άλλος τότε του είπε· «Ας έλθη ο Χριστός να σε σώση». Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Δεν θέλω να με λυτρώση εδώ, θέλω να αποθάνω δια την αγάπην Του». Τέλος πάντων έσυραν το σχοινίον και τον εκρέμασαν. Προσευχόμενος δε, χωρίς να ταραχθή ή να κινηθή κανέν μέλος του σώματός του, παρέδωκεν εν ειρήνη την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού και έλαβε παρ’ αυτού του Μαρτυρίου τον στέφανον εις τους χιλίους οκτακοσίους δύο χρόνους από Χριστού, Μαρτίου κγ΄ (23η), ημέρα Κυριακή, ώρα Δευτέρα. Εκρέματο δε εκεί το ιερώτατον του Αγίου σώμα τρεις ημέρας και τρεις νύκτας πεπληρωμένον Χάριτος θείας. Οι οφθαλμοί του και το στόμα του ήσαν κεκλεισμένα, φαινόμενον ως να εκοιμάτο και όχι ότι ήτο σώμα νεκρόν. Διετηρείτο δε λευκότατον ως κρίνον, χωρίς να πάθη τίποτε από ό,τι πάσχουν τα νεκρά σώματα. Ούτε μυίαι, ούτε κανέν άλλο ζωϋφιο επλησίασε να το εγγίση. Το δε θαυμασιώτερον όλων ήτο η άρρητος ευωδία, ήτις εξήρχετο εκ του αγίου τούτου σώματος. Ταύτα μαθών ο ευλογημένος Γέρων αυτού, εξεδύθη τα αγιορείτικα ράσα και ενεδύθη τα του εφημερίου, δια να μη γνωρίζεται και έσπευσεν ίνα ίδη το άγιον Λείψανον. Ουχί δε μόνον άπαξ έπραξε τούτο, αλλά πολλάκις, παρακινούμενος από την άρρητον εκείνην πνευματικήν ευωδίαν, την οποίαν ησθάνετο. Έχαιρε δε και ηγάλλετο και εδόξαζεν εξ όλης ψυχής τον εν τοις Αγίοις αυτού δοξαζόμενον Θεόν. Κατά την ημέραν μάλιστα του Ευαγγελισμού, απορρίψας πάντα φόβον, εκάθησε πλησίον του αγίου Λειψάνου από της έκτης ώρας της ημέρας μέχρι της ενάτης δια να αισθάνεται την ευωδίαν εκείνην. Οι δε λοιποί Χριστιανοί, διστάζοντες να πλησιάσουν και να δείξουν την προς τον Μάρτυρα ευλάβειάν των, διότι εφοβούντο τους Αγαρηνούς φύλακας, διέβαινον εκείθεν, ίνα βλέπουν μόνον το άγιον Λείψανον και να αισθάνωνται την εξ αυτού ευωδίαν, δοξάζοντες τον Θεόν, διότι ενίσχυσεν εν τοιούτον παιδίον να αγωνισθή, να νικήση και να καταισχύνη τους ορατούς και αοράτους εχθρούς. Μετά τρεις ημέρας καταβιβάσαντες οι Αγαρηνοί το άγιον Λείψανον έθεσαν αυτό επί πλοίου και ανήχθησαν εις το πέλαγος. Έφερον δε μεθ’ εαυτών και πέτραν μεγάλην βάρους ογδοήκοντα περίπου οκάδων, την οποίαν αφού έδεσαν εις τον λαιμόν του Αγίου, ανεσήκωσαν με κόπον πολύν την πέτραν μετά του Αγίου Λειψάνου και τα έρριψαν εις την θάλασσαν, εις βάθος υπέρ τας τριάκοντα οργυιάς, δια να μη το εκβάλη η θάλασσα έξω εις την ξηράν και το εύρουν οι Χριστιανοί. Αλλά και εδώ ηξίωσε θαύματος ο Θεός τον νέον αυτού Μάρτυρα. Διότι το μέγα εκείνο βάρος της πέτρας εσύρετο υπό του αγίου Λειψάνου ως να ήτο ελαφρότατον πτερόν και εις θαυμασμόν και έκπληξιν των ορώντων Χριστιανών και Αγαρηνών έπλεεν επάνω εις τα κύματα της θαλάσσης. Έξαφνα δε την ώραν εκείνην πνεύσας άνεμος φοβερώτατος, τόσον ετάραξε την θάλασσαν, ώστε εάν δεν ήσαν Χριστιανοί εις το πλοίον, ήθελε τούτο ευθύς καταποντισθή. Και οι μεν Χριστιανοί είχον την ελπίδα της σωτηρίας των εις τον Άγιον, οι δε Τούρκοι εταράχθησαν πολύ νομίζοντες ότι έχασαν τας φρένας των, με το να βλέπουν τόσον παράδοξα γεγονότα. Διότι η φοβερά εκείνη τρικυμία εγένετο πέριξ μόνον του πλοίου, το δε άλλο πέλαγος ήτο όλον ήσυχον και ατάραχον· ο άνεμος ήτο σφοδρότατος και το πλοίον με όλα τα ιστία του ανοικτά έμενεν ακίνητον και ατάραχον, αν και από όλα τα μέρη το εσκέπαζον τα φοβερά εκείνα κύματα. Ταύτα βλέπων ο υπαξιωματικός της φρουράς, υπό φόβου και τρόμου ανεκδιηγήτου καταληφθείς, εστράφη προς τον ειρημένον Χριστιανόν φύλακα και είπεν προς αυτόν· «Τι είναι τούτο, Γιαννάκη»; Ο δε καλός εκείνος Ιωάννης απεκρίθη προς αυτόν· «Δεν εννοείς τι είναι; Βλέπεις εις όλον το πέλαγος ησυχίαν, εδώ μόνον φυσά άνεμος και είναι τρικυμία και ερωτάς ακόμη τι είναι; Οργή Θεού είναι και θα μας καταποντίση· επειδή αυτός, τον οποίον ερρίψατε εις την θάλασσαν, είναι άνθρωπος του Θεού και έπρεπε να τον αφήσετε να τον θάψουν οι Χριστιανοί». Λέγει ο υπαξιωματικός· «Και εγώ το ήθελον, όπως και ο αγάς, να τον δώσωμεν εις τους Χριστιανούς, δια να πάρωμεν χρήματα, αλλά τι να κάμωμεν αφού δεν ήθελον οι εντόπιοι»; Εν τέλει όμως η θάλασσα έρριψεν έξω το πλοίον, το οποίον συνετρίβη και με πολύν κίνδυνον εσώθησαν οι άνθρωποι· το δε Άγιον Λείψανον δια της θείας Προνοίας ερρίφθη έξω κατά την νύκτα εκείνην και το εκήδευσαν κρυφίως οι Χριστιανοί. Ο δε ευλογημένος Ιερομόναχος Βησσαρίων, αγνοών τούτο, έχαιρε μεν δια την λαμπράν νίκην του Μάρτυρος, έτι δε και διότι εξεπλήρωσε την εντολήν του Πνευματικού Πατρός Ανανίου, όστις του είχε παραδώσει τον Μάρτυρα, ίνα τον επιμεληθή έως θανάτου και με χαρμόσυνα δάκρυα εδόξαζε τον Θεόν δια πάντα τα γενόμενα, αλλά ελυπείτο, καθ’ υπερβολήν, δια την στέρησιν του αγίου Λειψάνου. Κατά την νύκτα όμως, εμφανισθείς εις αυτόν καθ’ ύπνον ο Άγιος, του λέγει· «Μη λυπείσαι, Πάτερ· είμαι έξω από την θάλασσαν». Ερευνήσας δε την επαύριον, έμαθεν ότι εξήλθε το άγιον Σώμα και το ενεταφίασαν κρυφίως· πλην όμως, παρ’ όλον ότι το άγιον Λείψανον ήτο κεκρυμμένον, όμως η εν αυτώ θεία Χάριςεφαίνετο και ενήργει θαυματουργίας εις τους πιστούς και ακούσατε. Ο Ιωάννης, τον οποίον πολλάκις ανεφέραμεν, είχεν ανασπάσει τρίχας τινάς από την κεφαλήν του Μάρτυρος μέσα εις το πλοίον και δύο ονύχια του ποδός του. Είχεν επίσης λάβει και πρότερον, ζώντος του Αγίου, το μανδήλιον δια του οποίου εσπόγγιζε τα αέναα δάκρυά του, τον σκούφον του και μίαν ζώνην του Αγίου, την οποίαν είχε δώσει εις αυτόν ο συνοδίτης του Ιερεύς Βησσαρίων, ήτις ήτο κατεσκευασμένη από τας τρίχας της κεφαλής του, αι οποίαι έφευγον ενώ εκτενίζετο κατάτην ημέραν όπου ήθελε λειτουργήσει. Αυτά όλα κατέχων ο Ιωάννης έδωκεν εις πολλούς, ως και εις τους δύο εφημερίους του χωρίου Πάμφυλα, Παρθένιον και Γρηγόριον, οίτινες είχον λάβει από τον ίδιον τον Μάρτυρα το κομβοσχοίνιόν του. Συνέβη λοιπόν, μετά τον θάνατον του Αγίου, να πάθη συγγενής τις του Ιερέως Παρθενίου δεινήν ασθένειαν· έγινε φρενοβλαβής και ήτο πλέον αποφασισμένος από τους ιατρούς δια θάνατον. Ο δε Παρθένιος, ψάλλων αγιασμόν και βρέξας τα ειρημένα άγια Λείψανα εντός του ηγιασμένου ύδατος, επότισε τον ασθενή· και, ω της προς Θεόν παρρησίας του Μάρτυρος! Ο αποφασισμένος εις θάνατον και ήδη νεκρωμένος ανεκάθισε παρευθύς και εζήτησε φαγητόν και έφαγεν, εις το εξής δε έχαιρε πλήρους υγείας δοξάζων τον Θεόν και τον θαυματουργόν αυτού ιατρόν Λουκάν. Αλλά και άλλην παράδοξον ιατρείαν ετέλεσε κατά τας ημέρας εκείνας ο Μάρτυς δια της χάριτος των αγίων Λειψάνων του. Γυνή τις είχεν κρατημένον και ξηρόν από ημιπληγίαν ολόκληρον το εν μέρος του σώματος, τον ένα πόδα και την μίαν χείρα. Το δε χειρότερον, είχε πόνους φρικτούς και νυχθημερόν εφώναζε με μεγάλας φωνάς από τους πόνους. Προς θεραπείαν της ανέγνωσαν τα τέσσαρα Ευαγγέλια και έκαμαν όσα ιατρικά ηδυνήθησαν, αλλά καμμίαν θεραπείαν δεν έλαβεν, αντιθέτως μάλιστα οι πόνοι ηύξανον από ημέρας εις ημέραν. Αλλ’ η τόσον κακώς έχουσα γυνή, ευθύς ως την εσταύρωσεν ο εφημέριος Γρηγόριος με τα ειρημένα άγια του Μάρτυρος Λείψανα, ευθύς ιατρεύθη και έγινε καλά, ευχαριστούσα τον Θεόν και τον θείον αυτού Νεομάρτυρα Λουκάν· ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν και ημείς πάντες των σωματικών και ψυχικών παθών και των αιωνίων βασάνων του Άδου και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω η δόξα και το κράτος, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου