Μεγάλη αληθώς και πολλά ωφέλιμος της ταπεινοφροσύνης η αρετή! Εάν μεν στοχασθής πόσην ωφέλειαν έχει ο ταπεινός εις τούτον τον πρόσκαιρον κόσμον, θαυμάζεις και απορείς· ο υπερήφανος ζητεί επαίνους και πρωτεία, θέλει τιμάς και προσκυνήματα, παρατηρεί τα δεξιά και αριστερά και τας πρωτοκαθεδρίας, ζυγοστατεί πάντα λόγον και εξετάζει την αξίαν παντός προσώπου. Όθεν όπου δεν ευρίσκει τα υπό της υπερηφανείας αυτού ζητούμενα και τα κολακεύοντα την υπερήφανον αυτού γνώμην, δυσαρεστείται και αγανακτεί, πολλάκις δε και περιφρονών και υβρίζων φεύγει εκείθεν.
Πόσαι κολακείαι, πόσαι δεήσεις, πόσα προσκυνήματα είναι αναγκαία, ίνα μικράς τινος ευεργεσίας αυτού απολαύσης; Εάν δε αυτός έχη ανάγκην ευεργεσίας, επειδή δια την υπερηφάνειάν του δεν καταδέχεται να υποκλίνη την κεφαλήν και να προσκυνήση τον δυνάμενον να ευεργετήση αυτόν, δια τούτο μένει εστερημένος της ευεργεσίας. Όθεν δια ταύτα ο υπερήφανος γίνεται δυσάρεστος, δυσπρόσιτος, μισητός, φευκτός και άχρηστος. Ο δε ταπεινός άνθρωπος, επειδή ουδέ τιμάς ζητεί, ουδέ προσκυνήσεις, ουδέ επαίνους, ουδέ πρωτεία θέλει, ουδέ τόπους παρατηρεί, ουδέ λόγια, ουδέ πρόσωπα, αναπαύεται εις πάντα τόπον, αρέσκεται εις πάσαν συναναστροφήν και υποφέρει ανδρείως και τα μη ανήκοντα εις την τάξιν αυτού και αξίαν· γίνεται χρήσιμος χωρίς κολακείας και επαίνων, ευεργετεί όσον δύναται χωρίς πολλών δεήσεων και προσκυνημάτων, όταν δε αυτός έχη ανάγκην πράγματος τινός, εύκολα τούτου απολαμβάνει, επειδή εύκολα δια την ταπείνωσιν της καρδίας αυτού τον καθένα και παρακαλεί, και, εάν η ανάγκη τούτο ζητή, προσκυνεί και έως εδάφους της γης. Όθεν πάντοτε και ήσυχος είναι, και πράος, και ευπρόσιτος, και φίλος και υπό πάντων αγαπώμενος. Και αυτοί δε οι υπερήφανοι μισούσι μεν τους υπερηφάνους, αγαπώσι δε τους ταπεινόφρονας. Εάν δε συλλογισθής την ψυχικήν του ταπεινού ωφέλειαν, ευρίσκεις εις αυτόν τόσα χαρίσματα και τόσα θεία δώρα, ώστε εκστατικός μένει ο νους σου. Ο θυμός είναι υιός της υπερηφανείας· αυτός σε κυριεύει ή διότι νομίζεις ότι κατεφρονήθης ή διότι στοχάζεσαι ότι δεν υπηρετήθης καθώς σου πρέπει. Δια τούτο οι υπερήφανοι είναι θυμώδεις και οργίλοι· ταπεινός δε άνθρωπος ουδέποτε εφάνη δούλος του θυμού ή της οργής υπηρέτης. Όστις είναι ταπεινός, εκείνος είναι και πράος τη καρδία. Έχει λοιπόν ο ταπεινός τους δύο χαρακτήρας του Ιησού Χριστού, ήτοι την πραότητα και την ταπείνωσιν. «Μάθετε απ’ εμού», είπεν ο Κύριος, «ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. ια: 29). Μακάριος λοιπόν εκείνος ο άνθρωπος όστις απέκτησε τον ατίμητον της ταπεινοφροσύνης θησαυρόν· αυτός μεν είναι εικών ζώσα και ομοίωμα έμψυχον του Ιησού Χριστού, ημείς δε ενατενίζοντες εις αυτόν, βλέπομεν εν αυτώ του Κυρίου ημών τους αγίους χαρακτήρας. Κερδαίνει δε ο ταπεινός κέρδος πολύ και μέγα· την ανάπαυσιν κερδαίνει της ψυχής αυτού: «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Οποίαν δε ανάπαυσιν νοήσης είτε την πρόσκαιρον και φθαρτήν, είτε την αιώνιον και άφθαρτον, ορθόν είναι το νόημά σου, διότι ο ταπεινός άνθρωπος και των δύο απολαμβάνει αναπαύσεων. Του υπερηφάνου η καρδία εις την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν ουδέποτε έχει ανάπαυσιν, επειδή ουδέποτε δύναται να απολαύση όσα η υπερηφάνεια αυτού φαντάζεται. Του ταπεινού η καρδία εις ταύτην την ζωήν έχει πάσαν ησυχίαν και άνεσιν, επειδή πολύ εύκολα ευρίσκει όσα η ταπείνωσις αυτού ζητεί. Ο υπερήφανος εις την μέλλουσαν ζωήν δεν έχει άνεσιν, αλλ’ ουδέ σωτηρίαν, επειδή ο Θεός αντιτάσσεται εις αυτόν· ο ταπεινός εκεί ευρίσκει την τελείαν άνεσιν και σωτηρίαν, επειδή έχει την χάριν του Θεού· «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Παροιμ. γ: 34). Ακούσατε και άλλα χαρίσματα του ταπεινού, ίνα έτι μάλλον θαυμάσητε. Ο ουρανός είναι ο θρόνος του Θεού, επειδή εν τω ουρανώ ακαταπαύστως δοξολογεί Αυτόν πάσα η επουράνιος στρατιά των αγγελικών δυνάμεων· μετά δε τον ουρανόν θρόνον έχει την καρδίαν του ταπεινού και κατοικητήριον, εις το οποίον αναπαύεται. Ιδού πως περί τούτου ελάλησεν ο Θεός δια στόματος του Προφήτου Ησαϊου: «ο ουρανός μοι», είπε, «θρόνος και η γη υποπόδιον των ποδών μου· ποίον οίκον οικοδομήσετέ μοι; Και ποίος τόπος της καταπαύσεώς μου; Πάντα γαρ ταύτα εποίησεν η χείρ μου, και έστιν εμά πάντα ταύτα, λέγει Κύριος» (Ησαϊας ξστ: 1 – 2). Άνθρωποι, λέγει, εγώ έχω θρόνον τον ουρανόν και η γη είναι υποπόδιον των ποδών μου· η χειρ μου εποίησε τα πάντα, υπό την εξουσίαν μου είναι πάντα τα ορατά και αόρατα· ποίον οίκον δύνασθε να οικοδομήσετε άξιον δι’ εμέ; Ποίος νομίζετε σεις ότι είναι ο τόπος εις τον οποίον εγώ κατοικώ και αναπαύομαι; Εις ποίον άλλον τόπον επιβλέπω εγώ ή ποίος άλλος τόπος είναι άξιος της καταπαύσεώς μου, ειμή η καρδία του ταπεινού, όστις είναι ήσυχος και πράος και τρέμει τους λόγους μου; «Και επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου»; (Αυτόθ. 2). Απέδειξε δε ο Θεός εμπράκτως τα λόγια ταύτα ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου (Γαλατ. δ: 4). Ότε δια την άμετρον αυτού ευσπλαγχνίαν ηυδόκησεν ο Θεός, ίνα εξαποστείλη τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον, ίνα λάβη φύσιν ανθρωπίνην δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, τότε εις ουδένα άλλον επέβλεψεν, ειμή εις τον ταπεινόν και ησύχιον και τους λόγους Αυτού τρέμοντα, εις την Αγίαν Παρθένον Μαρίαν επέβλεψε και Αυτήν διώρισεν, ίνα δανείση σάρκα εις τον άσαρκον Υιόν και Λόγον Αυτού. Αυτήν διώρισε θρόνον Αυτού και κατοικητήριον, Αυτή εγένετο τόπος της καταπαύσεως Αυτού, Αυτή οίκος της θείας Αυτού δόξης, επ’ Αυτήν δε επέβλεψεν, επειδή Αυτή ήτο η όντως ταπεινή και επομένως Αυτή μόνη η αξία της τοσαύτης υψώσεως. Βλέπε δε το βάθος της ταπεινώσεως Αυτής! Ο μεν θείος Άγγελος ανήγγειλεν εις Αυτήν ότι έσεται Μήτηρ του Βασιλέως των βασιλευόντων, του Αγίου των Αγίων, του Δημιουργού της κτίσεως, του Υιού του Θεού, διο είπε προς Αυτήν· «Και το γεννώμενον εκ Σου άγιον κληθήσεται Υιός Θεού» (Λουκά α: 35), Αυτή δε μηδόλως λογιζομένη το ύψος εις το οποίον ανεβίβαζεν Αυτήν το μητρικόν αξίωμα, απεκρίνατο προς τον Άγγελον λέγουσα· Εγώ ειμί δούλη του Θεού, «ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Αυτόθ. 38). Η μακαρία Ελισάβετ φωνή μεγάλη εχαιρέτιζε και ηυλόγει αυτήν, και εμακάριζεν ως Μητέρα του Θεού, βοώσα· «Και πόθεν μοι τούτο, ίνα έλθη η Μήτηρ του Κυρίου μου προς με»; (Αυτόθ. 43) Αυτή δε, μεγαλύνουσα τον Θεόν και αγαλλομένη τω πνεύματι, απεκρίνατο προς την Ελισάβετ ότι Αυτήν ηξίωσεν ο Θεός ταύτης της υπερβαλλούσης Χάριτος, επειδή επέβλεψεν εις την ταπείνωσιν Αυτής: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης Αυτού» (Αυτόθ. 48). Ω του θαύματος! όπου βάθος ταπεινώσεως άμετρον, εκεί ανάβασις υπερυψώσεως ανεξιχνίαστος· «ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Αυτόθ. ιη: 14). Αλλά διατί η ταπείνωσις είναι τόσον προτετιμημένη, διατί αυτή αναβιβάζει τον άνθρωπον εις τα ύψη της θείας δόξης και λαμπρότητος; Πρώτον μεν, επειδή ο Θεός είναι δίκαιος· αυτός πλάσας τον άνθρωπον λογικόν, κατά δίκαιον λόγον θέλει ίνα αυτός μετέρχηται το λογικόν αυτού χάρισμα εις διάκρισιν των πραγμάτων και μη δεν πράττη μηδέ λέγη ως άλογος και αδιάκριτος· θέλει ενί λόγω ίνα πας άνθρωπος υπάρχη φρόνιμος· δια τούτο παρήγγειλε το «γίνεσθε ουν φρόνιμοι ως οι όφεις» (Ματθ. ι: 16). Εάν δε περιερευνήσης τα πράγματα ως πρέπει, βλέπεις φανερά ότι ο μεν υπερήφανος είναι μωρός, ο δε ταπεινός είναι φρόνιμος. Πάντα τα αγαθά δι’ όσα ο μεν υπερήφανος υψηλοφρονεί, ο δε ταπεινός ταπεινοφρονεί, μερίζονται εις τέσσαρα είδη· εις αγαθά φυσικά, τα οποία είναι η ευφυϊα, η ωραιότης, η ανδρεία και τα όμοια· εις αγαθά κτητά, τα οποία είναι η επιστήμη, η σοφία, η τέχνη και τα όμοια· εις αγαθά τυχηρά λεγόμενα, τα οποία είναι ο πλούτος, η δόξα, τα αξιώμετα και τα όμοια· και εις αγαθά προαιρετικά, τα οποία είναι η αγάπη, η υπομονή, η υπακοή και αι λοιπαί προαιρετικαί αρεταί. Δια τα τοιαύτα πράγματα πας άνθρωπος ή υπερηφανεύεται ή ταπεινούται. Βλέπε δε πως ο μεν υπερηφανευόμενος είναι μωρός, ο δε ταπεινούμενος είναι φρόνιμος. Εάν τις πλούσιος και ένδοξος άνθρωπος ενεχείριζεν εις άλλον τινά προς καιρόν μέρος των υπαρχόντων αυρού, εκείνος δε, ο παραλαβών αυτά, αμνημοσήσας παντελώς ότι τα παραδοθέντα εις αυτόν είναι ξένα πράγματα, ελογίζετο αυτά ίδια, και, περιερχόμενος ένθεν κακείθεν, εκαυχάτο επί τα ξένα πράγματα, ώσπερ εάν ήσαν ίδια αυτού κτήματα, προς τούτοις δε αντί του να οικονομή αυτά κατέφθειρε προς μόνην ιδίαν χρήσιν, τότε τι ενόμιζες τον τοιούτον άνθρωπον, φρόνιμον ή μωρόν; Αναμφίβολον είναι ότι ενόμιζες αυτόν μωρότατον και εγέλας επί τη μωρία αυτού και αφροσύνη. Εάν δε ο παραλαβών τα ξένα αγαθά ελογίζετο αυτά πάντοτε ξένα και ουχί ίδια, εκήρυττε δε πανταχού ότι, όσα αγαθά έχω, δεν είναι ιδικά μου, αλλά ξένα είναι, του δείνος, όστις ενεχείρισέ μοι αυτά προς καιρόν, και ωκονόμει δι’ αυτά κατά την παραγγελίαν του παραδόντος αυτά εις τας χείρας αυτού, τον τοιούτον άνθρωπον φρόνιμον έλεγες ή μωρόν; Βέβαια έκρινες αυτόν φρόνιμον και εθαύμαζες αυτόν επί τη φρονήσει και συνέσει αυτού. Ο πρώτος λοιπόν τούτων των δύο ανθρώπων είναι ο υπερήφανος, ο δε δεύτερος είναι ο ταπεινός. Διότι πάντα τα αγαθά και τα φυσικά και τα κτητά και τα τυχηρά του Θεού είναι, και εξ Αυτού και δι’ Αυτού δίδονται εις τους ανθρώπους· «ότι εξ αυτού και δι’ αυτού και εις αυτόν τα πάντα» (Ρωμ. ια: 36). Αυτά είναι τα τάλαντα, και αυτός διανέμει αυτά κατά την εκάστου δύναμιν (Ματθ. κε: 15) ίνα, προς καιρόν καλώς αυτά οικονομήσαντες, λάβωμεν τον δια την καλήν οικονομίαν άφθαρτον στέφανον. Και αυτά δε τα αγαθά της προαιρέσεως ήτοι της αρετής τα κατορθώματα του Θεού είναι, επειδή χωρίς Αυτού ου δυνάμεθα ποιείσαι ουδέν (Ιωάν. ιε: 5), και επειδή «ο Θεός εστιν ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν» (Φιλιπ. β: 13). Ποίον λοιπόν λέγεις φρόνιμον, τον Ιακώβ όστις, όταν προσέφερε τα δώρα προς τον αδελφόν αυτού τον Ησαύ, ταπεινοφρόνως ωμολόγησε την αλήθειαν, ειπών ότι ο Θεός, ελεήσας αυτόν, έδωκεν εις αυτόν πάντα, όσα είχε, «λάβε τας ευλογίας μου», είπεν, «ας ήνεγκά σοι· ότι ηλέησέ με ο Θεός, και έστι μοι πάντα» (Γεν. λγ: 11), ή τον Ναβουχοδονόσορα, όστις μετά εξαισίας υπερηφανείας υπερυψών την εξουσίαν αυτού, εφοβέριζε τους Αγίους τρεις Παίδας, λέγων· «Και τις εστι Θεός, ος εξελείται υμάς εκ χειρός μου»; (Δαν. γ:15)· τίνα λέγεις φρόνιμον, τον Παύλον όστις εκήρυττεν ότι ουχί αυτός, αλλ’ η Χάρις του Θεού κατώρθωσε πάσας τας αρετάς, όσας είχεν, «ουκ εγώ δε, αλλ’ η Χάρις του Θεού η συν εμοί» (Α΄ Κοριν. ιε: 10), ή τον Φαρισαίον, όστις εκόμπαζε, λέγων ότι αυτός ετέλεσε της αρετής αυτού τα έργα, «νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα, όσα κτώμαι»; (Λουκ,ιη: 12). Ο υπερήφανος λοιπόν καταφρονών της διακρίσεως το χάρισμα, γίνεται μωρός, ο δε ταπεινός, μετερχόμενος την υπό Θεού δοθείσαν εις αυτόν λογικήν δύναμιν, γίνεται φρόνιμος. Δια τούτο, την μεν παράλογον μωρίαν των υπερηφάνων αποστρεφόμενος ο Θεός αντιτάσσεται εις αυτούς, την δε εύλογον φρόνησιν των ταπεινών προσδεχόμενος, δίδει εις αυτούς χάριν. Δεύτερον δε προτιμάται η ταπείνωσις, επειδή ο Θεός είναι προνοητής. Η ταπείνωσις κατακρατεί και συνέχει πάντα τα λογικά και αυτοπροαίρετα κτίσματα εις την υπακοήν και ευλάβειαν του Θεού· όταν δε αυτή λείψη, ευθύς εισέρχεται αντ’ αυτής η ανυποταξία και η από του Θεού αποστασία. Ενόσω ο Εωσφόρος ήτο ταπεινός, έμεινεν εις την υπακοήν και ευλάβειαν του Θεού· όταν δε έφυγεν η ταπείνωσις από του νοός αυτού, ευθύς, αποστατήσας από της υπακοής του Θεού, εγένετο αντάρτης, ευθύς είπεν εν τη διανοία αυτού· «Εις τον ουρανόν αναβήσομαι, επάνω των αστέρων του ουρανού θήσω τον θρόνον μου, αναβήσομαι επάνω των νεφών, έσομαι όμοιος τω Υψίστω» (Ησαϊας ιδ: 13 – 14). Έσυρε δε εις την αποστασίαν το τρίτον των Αγγέλων, ως είδε τούτο εις την εαυτού αποκάλυψιν ο επιστήθιος Ιωάννης. «Και η ουρά αυτού», λέγει, «σύρει το τρίτον των αστέρων του ουρανού και έβαλεν αυτούς εις την γην» (Αποκάλ. ιβ: 4).Ενόσω τα ταπεινά εφρόνουν οι Πρωτόπλαστοι, έμενον εις την υπακοήν του Θεού και δεν ετόλμησαν να παραβούν την εντολήν Αυτού· ότε δε, ακούσαντες το «έσεσθε ως θεοί» (Γεν. γ: 5), εδίωξαν μεν από της καρδίας αυτών την ταπείνωσιν, εδέχθησαν δε της υπερηφανείας τους λογισμούς, τότε ευθύς έφυγεν η υπακοή και αντεισήλθεν η ανυποταξία, τότε ήπλωσαν ευθύς τας χείρας αυτών και εγεύθησαν του απηγορευμένου καρπού και κατέστησαν εαυτούς τε και όλον το εξ αυτών ανθρώπινον γένος παναθλίους και δυστυχείς. Τρίτον δε προτιμάται η ταπείνωσις, επειδή ο Θεός είναι φιλάνθρωπος. Ο Θεός καθ’ υπερβολήν αγαπών το γένος των ανθρώπων, θέλει ίνα πάντες οι άνθρωποι σωθώσιν. Ουδείς δε δύναται να σωθή άνευ της μετανοίας, επειδή πάντες είμεθα αμαρτωλοί, καθότι έγκειται η διάνοια ημών επί τα πονηρά εκ νεότητος ημών (Γεν. η: 21), ουδείς δύναται μετανοήσαι χωρίς της ταπεινώσεως. Εάν μη γνωρίσωμεν των αμαρτιών ημών το βάρος και των ανομιών ημών την αισχρότητα, δεν δυνάμεθα να μετανοήσωμεν· όταν δε ταύτα γνωρίσωμεν ως πρέπει, τότε φεύγει ευθύς η δαιμονική υπερηφάνεια και έρχεται η αγία ταπείνωσις, ήτις φέρει κατάνυξιν εις την καρδίαν, δάκρυα εις τους οφθαλμούς, απόφασιν διορθώσεως εις την ψυχήν, το «ελέησόν με ο Θεός» εις το στόμα. Ταύτα δε βλέπων ο πολυεύσπλαγχνος, συγχωρεί πάσας τας αμαρτίας ημών· «θυσία τω Θεώ, πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και ταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει» (Ψαλμ. ν: 19). Δια τούτο λοιπόν η ταπείνωσις είναι τόσον αναγκαία, δια τούτο προτετιμημένη και υπερηυξημένη των άλλων αρετών, δια τούτο υπερυψοί τον άνθρωπον εις τα ύψη της θείας δόξης και μακαριότητος, διότι θέλει ημάς ο Θεός φρονίμους και ουχί μωρούς, θέλει ημάς υπηκόους των θείων αυτού προσταγμάτων και ουχί αποστάτας της παντοδυνάμου αυτού εξουσίας, θέλει ημάς δεδικαιωμένους δια της μετανοίας και ουχί κατακεκριμένους δια της αμαρτίας. Η δικαιοσύνη και η πρόνοια και η φιλανθρωπία του Θεού χαρίζει τοσαύτα πολλά και μεγάλα προνόμια εις της ταπεινοφροσύνης την αρετήν. Ταπείνωσις λοιπόν αρετή μεγάλη, αρετή δεδοξασμένη, αρετή σωτηριώδης· ταπείνωσις σύνδεσμος της μεταξύ αλλήλων αγάπης, φωτισμός του νοός μου, οδηγία της ψυχής μου, βάλσαμον των αμαρτιών μου, οδός της σωτηρίας μου, κλίμαξ ανάγουσά με εις το ύψος της δόξης και εις τα επουράνια του Θεού σκηνώματα· πως άρα δυνάμεθα ημείς να γίνωμεν άξιον κατοικητήριόν σου; Όταν οι μεταλλουργοί σκαλίζωσι μόνην την άνω επιφάνειαν της γης, τότε χώμα ευρίσκουσι και κονιορτόν· όταν δε σκάπτοντες φθάσωσιν εις το βάθος της γης, τότε συναντώσι το καθαρόν χρυσίον. Ενόσω ημείς βλέπομεν την έξω επιφάνειαν των πραγμάτων, ύλην υπερηφανείας ευρίσκομεν και επάρσεως· όταν δε εμβάσωμεν τον νουν ημών εις το βάθος της καταστάσεως αυτών, τότε εξάγομεν τον θησαυρόν της ταπεινώσεως, τότε αγρεύομεν της ταπεινοφροσύνης την αρετήν, καθώς οι κολυμβηταί, οι καταβαίνοντες εις το βάθος της θαλάσσης, αλιεύουσι τους μαργαρίτας. Άνθρωπε, τι σε φυσά και επαίρει; Η ευφυϊα του νοός σου; το κάλλος του προσώπου σου; η ανδρεία του σώματός σου; Μη βλέπης μόνον τα έξω, μη βλέπης μόνην την τούτων επιφάνειαν· εάν ταύτα μόνα βλέπης, υπερηφανεύεσαι· βλέπε τα έσω, προσήλωσον τον νουν σου εις το βάθος και την εσωτερικήν τούτων κατάστασιν· τότε βλέπεις ότι αυτά είναι φύσει μεταβλητά από μιας ώρας εις άλλην· τότε βλέπεις ότι αύριον εξαφανίζει αυτά ο θάνατος και μεταβάλλει εις σκωλήκων βρώμα και δυσωδίαν· τότε δε, γνωρίζων το είναι σου και την ευτέλειάν σου, καταπιέζεις τα φυσήματά σου δια τα αγαθά της φύσεως, και ταπεινοίς την καρδίαν σου. Τι σε φυσά; Η σοφία σου και η επιστήμη σου; Μη βλέπης τα έξω, αλλά συλλογίσου τα έσω, μη την επιφάνειαν, αλλά το βάθος. Εάν στοχασθής τα έσω και το βάθος, βλέπεις αμάθειαν και ουχί σοφίαν, σκότος και ουχί επιστήμην· βλέπεις ότι όσα και αυτοί οι νομιζόμενοι σοφοί γινώσκουσιν ως προς εκείνα, όσα αγνοούσι, λόγον έχουσιν, ον αι μυριάδες των μυριάδων προς το εν, ως μία ρανίς ύδατος προς όλην την θάλασσαν. Ολίγα είναι τα γνωστά και τα πλείονα τούτων επί υποθέσεων στηριζόμενα· συστήματα υπό τινων οικοδούμενα και υπό πολλών καταργούμενα· βλέπεις ότι δεν δύνασαι να κατανοήσης ουδέ ενός μύρμηκος την φύσιν και τα ιδιώματα· όθεν ταπεινοίς την έπαρσιν δια τα κτητά αγαθά σου, και συντρίβεις του νοός σου την υπερηφάνειαν. Άνθρωπε, διατί αίρεις τας οφρύς και καυχάσαι ότι υπερέχεις τους άλλους; Δια τα αγαθά τα τυχερά; Δια τον πλούτον σου; δια τα αξιώματά σου; δια την προστασίαν των αρχόντων; Βλέπε βαθύτερα· αύριον στρέφει ο τροχός του κόσμου και τον πλούτον σου σκορπίζουσιν αι συμφοραί, τα δε αξιώματά σου εξευτελίζει ο εξουσιαστής, οι δε προστάται σου μεταβάλλουσι γνώμην και τύχην· αύριον τέλος πάντων έρχεται ο θάνατος, και άλλοι μεν παραλαμβάνουσι τον πλούτον σου, ίσως εκείνοι, τους οποίους μισείς και αποστρέφεσαι, ως καπνός δε εξουθενούνται τα αξιώματά σου, άπρακτοι δε διαμένουσιν όχι μόνον οι προστάται και φίλοι, αλλά και αυτοί οι συγγενείς σου. Έρχεται ο θάνατος, και τότε, καν έχης του Κροίσου τα τάλαντα, καν έχης βασιλικά αξιώματα, καν έχης πάσαν την δόξαν του κόσμου τούτου, εν μόνον σάβανον μένει σοι και τρεις πήχεις γης δια τον τάφον σου· «διότι πάσα σαρξ ως χόρτος, και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου· εξηράνθη ο χόρτος, και το άνθος αυτού εξέπεσε» (Α΄ Πέτρου α: 24). Εάν ταύτα στοχάζεσαι, καταβιβάζεις τα όμματά σου κάτω εις την γην και πληροίς τον νουν σου ταπεινοφροσύνης. Άνθρωπε, διατί υπερηφανεύεσαι και κατακρίνεις τους άλλους ως αμαρτωλούς και απηλπισμένους; Διότι απέχεις από τας κτηνώδεις και σαρκικάς αμαρτίας; Διότι νηστεύεις και προσεύχεσαι και ελεείς τους πτωχούς; Αλλά στρέψε τα όμματά σου εις τον εσωτερικόν άνθρωπον, όπου η αρετή θεμελιούται· εάν εξετάσεις τα βάθη της συνειδήσεώς σου, τότε βλέπεις τας ακαθαρσίας του νοός σου, τον βόρβορον της καρδίας σου και τους μολυσμούς της ψυχής σου· τότε βλέπεις πόσα λείπουσιν εις αναπλήρωσιν του χριστιανικού χρέους σου· τότε βλέπεις ότι πάσαν ώραν και πάσαν στιγμήν αναβαίνει δια των θυρίδων σου (Ιερεμ. θ: 21), ήτοι δια των αισθήσεών σου, ο θάνατος εις την ψυχήν σου· εάν ερευνήσης ακριβώς τας προσβολάς της αμαρτίας, τους συνδυασμούς, τας πάλας, τας συγκαταθέσεις εις την ανομίαν και τας ακαθάρτους επιθυμίας της καρδίας σου, τότε βλέπεις τον εαυτόν σου βεβυθισμένον εις το πλήθος των ανομιών σου· όθεν αντί να μεγαλορρημονής, ως ο Φαρισαίος, τύπτεις το στήθος ως ο Τελώνης, και εν ταπεινοφροσύνη και μετανοία κραυγάζεις· «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκά ιη: 13). Τότε λοιπόν γινόμεθα ταπεινόφρονες, όταν στοχαζώμεθα τα πράγματα ως πρέπει, όταν συλλογιζώμεθα συχνώς την ώραν του θανάτου και εις τι καταντώμεν μετά θάνατον, όταν διακρίνωμεν ότι ει τι και αν έχωμεν, δεν είναι ιδικόν μας, αλλά του Θεού, όταν μνημονεύωμεν ότι χωρίς της ταπεινοφροσύνης ουδείς δύναται να σωθή, όταν τέλος πάντων έχωμεν έμπροσθεν μεν των οφθαλμών ημών του Τελώνου και του Φαρισαίου το παράδειγμα, ένδον δε εις αυτό το κέντρον της καρδίας ημών ταύτα του Σωτήρος ημών τα θεία λόγια: «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκά ιη: 14). Ταις των Αγίων Πάντων μεγαλουργών Σου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου