Αγαθή η Αγία και ένδοξος του Χριστού Παρθενομάρτυς ήτο από την Κατάνην της Σικελίας, διέλαμπε δε δια την ωραιότητα του σώματος, το κάλλος της ψυχής και τον πλούτον των σωματικών αγαθών. Εβασίλευε δε κατά τους χρόνους εκείνους ο ασεβέστατος Δέκιος, ο οποίος εθανάτωσε τον Φίλιππον, τον προ αυτού βασιλέα, δια να λάβη την βασιλείαν. Θέλων δε ο αξιοκατάκριτος να αποδείξη ότι δεν εφόνευσε τον Φίλιππον από επιθυμίαν να βασιλεύση, αλλά διότι εκείνος εσέβετο δήθεν τον Χριστόν, εκίνησε διωγμόν μέγαν κατά των Χριστιανών ο παμμίαρος και έστειλεν εις όλας τας πόλεις και χώρας άρχοντας και ηγεμόνας, προστάσσων αυτούς να ερευνώσιν επιμελώς και να κάμνωσι πάντα τρόπον και μέθοδον να εξαλείψουν και να αφανίσουν παντελώς το όνομα του Χριστού.
Μεταξύ λοιπόν των άλλων επάρχων όπου έστειλεν, ήτο σκληρός τις και απάνθρωπος, Κυντιανός εις το όνομα, τον οποίον έκαμεν ηγεμόνα να ορίζη όλην την Σικελίαν. Είχε δε ούτος ανάμεσα εις τας άλλας αισχρουργίας και ταύτα τα τρία ελαττώματα· πρώτον κατήγετο από χωρικούς και χονδρούς ανθρώπους, ανελθών εις εκείνο το αξίωμα από κακάς πράξεις· δεύτερον ήτο βεβυθισμένος εις τον βόρβορον της σαρκός· τρίτον δε, ήτο υπερβολικά φιλάργυρος. Κατά την εποχήν λοιπόν εκείνην ευρίσκετο εις την Κατάνην η κεκοσμημένη ψυχή τε και σώματι με διαφόρους αρετάς και αγαθάς πράξεις, αγαθή εις την γνώμην και την καρδίαν, καθώς ήτο και η επωνυμία της. Το όνομα των γονέων της δεν ευρίσκεται γεγραμμένον εις τας γραφάς, διότι απέθανον εις την ασέβειαν· αύτη όμως η θεοδίδακτος κόρη επροσκύνει και εσέβετο τον Εσταυρωμένον Χριστόν και τον αγαπούσε με όλην την δύναμιν της ψυχής, κατά την θείαν εντολήν την λέγουσαν· «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της δυνάμεώς σου» (Δευτ. στ: 5). Είχε δε τρία χαρίσματα πλέον των άλλων παρθένων· πρώτον, κατήγετο από τους ευγενεστέρους άρχοντας, δεύτερον, ήτο ευμορφοτέρα και ωραιοτέρα από όλας τας κορασίδας εκείνης της πόλεως, και αφιέρωσεν εις τον Θεόν την παρθενίαν της, την οποίαν απεφάσισε να φυλάξη άφθορον, τρίτον δε, ήτο πολύ πλουσία και είχε κινητά και ακίνητα πράγματα, τα οποία διεμοίρασεν η ιδία εις τους πτωχούς αφειδώς και ευσπλαγχνικώτατα. Όταν λοιπόν ήκουσεν ο Κυντιανός την καλήν φήμην και τας αρετάς και αγαθάς πράξεις της Αγαθής, έβαλεν εις την καρδίαν του πονηρά, και διελογίζετο εν εαυτώ ταύτα· «Εάν κάμω τρόπον να φέρω την Αγαθήν εις το θέλημά μου, να την πάρω δια γυναίκα μου, αξιώνομαι τρία πράγματα· πρώτον μεν πληρώνω την σαρκικήν μου επιθυμίαν, απολαμβάνων τοιαύτην ευμορφίαν και ωραιότητα· δεύτερον μετέχω της ευγενείας του αίματός της, όταν την κάμω γυναίκα μου, ο οποίος τώρα είμαι από ευτελείς και χωρικούς ανθρώπους· τρίτον δε και τελευταίον πάντων, λαμβάνω τον πλούτον της όλον εις τας χείρας μου και γίνομαι πλουσιώτερος πάντων». Ταύτα μελετών εις την καρδίαν του ο ανόσιος τύραννος επρόσταξε να φέρωσιν αυτήν ενώπιόν του και βλέπων αυτήν τοσούτον ωραίαν, ίστατο άφωνος ώραν πολλήν, ως εκστατικός, θαυμάζων τοιούτον κάλλος· έπειτα την εκολάκευσε με υποσχέσεις να συγκαταβή εις την γνώμην του, υποσχόμενος προς αυτήν τιμάς πολλάς, μεγαλεία και αξιώματα. Αλλά η σοφή και πάγκαλος κόρη δεν έλαβε ποσώς υπ’ όψιν τα ληρώδη του φλυαρήματα, αλλά του έδωσε τοιαύτην απολογίαν με γνωστικούς λόγους, ώστε τον έκαμε να γνωρίση ευθύς εξ αρχής το αμετάθετον της καρδίας της. Βλέπων λοιπόν ο ασύνετος ότι δεν επετύγχανε τίποτε με τας κολακείας και υποσχέσεις του, προσεκάλεσε κακήν τινα και άσεμνον γυναίκα, ονόματι Φροντισίαν, η οποία είχεν εννέα θυγατέρας και ηκολούθουν άπασαι τον της μητρός αυτών άσωτον βίον, κυλιόμεναι εις τον βόρβορον της σαρκικής αμαρτίας· και λέγει προς αυτάς ο παμμίαρος· «Λάβετε την κόρην ταύτην εις την οικίαν σας και κάμετε πάντα τρόπον να την φέρετε εις την γνώμην σας, και εάν αυγκλίνη εις την σαρκικήν πράξιν να κάμη το θέλημά μου, θέλω σας δώσει τόσα χαρίσματα, ώστε να εξέλθετε από το καταφρονεμένον επάγγελμά σας». Επήραν λοιπόν αι αναίσχυντοι εκείναι γυναίκες την ευλογημένην Αγαθήν εις τον οίκον των και έθλιβον και εβασάνιζον αυτήν επί ένα ολόκληρον μήνα αδιαλείπτως, υποσχόμεναι προς αυτήν μεγάλας δωρεάς και χαρίσματα· πολλάκις δε την εφοβέριζον και με απειλάς διαφόρων τιμωριών και κολάσεων, της έδιδον ολίγον φαγητόν και ολίγον ύδωρ, και δεν την άφηναν να αναπαυθή ειμή μόνον ολίγον, την υπέβαλλον εις αγρυπνίαν κατά το περισσότερον διάστημα της νυκτός λέγουσαι προς αυτήν όσα ηδύναντο να την παρακινήσουν εις την σαρκικήν απόλαυσιν και κοσμικήν ματαιότητα, τα οποία δεν είναι πρέπον να γράψωμεν, δια να μη μιαίνωμεν τας ακοάς σας· η δε Αγία έλεγε προς εκείνας ταύτα· «Ο νους μου είναι θεμελιωμένος και στερεωμένος εις τον Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν, τον ακρογωνιαίον λίθον, οι δε λόγοι σας είναι άνεμος· αι υποσχέσεις και απειλαί σας ποτάμια ύδατα, τα οποία δύνανται μεν να κτυπήσωσιν εις τον στερρότατον πύργον του νοός μου, δεν θα δυνηθώσιν όμως παντελώς να τον διασείσωσιν· όσον δε τον πολεμήσετε δυνατώτερα, τόσον τον ευρίσκετε εις την αγάπην του Κτίστου μου στερεώτερον». Ταύτα έλεγεν η Αγία δακρυρροούσα και ικετεύουσα τον Θεόν να της δώση Χάριν, να έλθη εις την δόξαν του Μαρτυρίου το γρηγορώτερον. Μετά τριάκοντα ημέρας, βλέπουσα η Φροντισία, ότι όσον ενουθέτει την Αγίαν, τόσον εύρισκεν αυτήν στερεωτέραν και αμετάτρεπτον, επήγεν εις τον ηγεμόνα και του λέγει· «Αληθώς ευκολώτερα ημπορεί κανείς να μαλάξη τον σίδηρον και τους σκληρούς λίθους, να τους κάμη μαλακωτέρους του ύδατος, παρά την καρδίαν της κόρης ταύτης να μετατρέψη από την γνώμην της· περισσότερον από τριάκοντα ημέρας την εδίδασκα με τας θυγατέρας μου και της ελέγαμεν ερωτικά και άσεμνα λόγια, τας ιδικάς σου υποσχέσεις και δωρεάς, τας απειλάς τιμωριών και πικροτάτου θανάτου· αλλά εις μάτην εκοπιάσαμεν, διότι ενικήθημεν μάλλον ή να νικήσωμεν· λοιπόν κάμε ει τι βούλεσαι». Τότε εθυμώθη περισσώς ο τρισκατάρατος άρχων και προστάσσει να φέρωσι την Αγίαν ενώπιόν του. Τούτου δε γενομένου, την ερώτησε να ειπή το γένος της και την κατάστασιν· η δε είπε προς αυτόν· «Εγώ είμαι γυνή ελευθέρα, γεννημένη από τους ευγενικωτέρους άρχοντας ταύτης της πόλεως, καθώς το γνωρίζουσιν όλοι ούτοι οι συμπολίται μου». Λέγει ο ηγεμών· «Εάν είσαι ελευθέρα, καθώς λέγεις, διατί έχεις πράξεις και τάξεις, ωσάν να ήσουν δούλη τινός;» Απεκρίθη η Αγαθή· «Διότι είμαι δούλη του Δεσπότου Χριστού και ουδενός άλλου». Λέγει ο άρχων· «Λοιπόν, αν είσαι δούλη, δεν είσαι ελευθέρα». Απήντησεν η Αγία· «Ο τέλειος δούλος του Δεσπότου Χριστού είναι καθολικά ελεύθερος και ει τις είναι αυθέντης του εαυτού του, λέγεται φυσικά κύριος του κόσμου παντός και με τον τρόπον τούτον είναι ελεύθερος από όλα τα κτίσματα». Λέγει προς αυτήν ο άρχων· «Μη αναμένωμεν πλέον εις λόγια άκαιρα· ή θυσίασε εις τους θεούς μου, ή θα σε αφανίσω με σκληροτάτας τιμωρίας». Απεκρίθη η Αγία· «Παρακαλώ τον Κύριόν μου, να γίνης όμοιος του θεού σου». Οι λόγοι ούτοι κατετάραξαν τον τύραννον και προστάσσει τους υπηρέτας να συντρίψουν το στόμα της Αγίας, δια να μη τολμήση πλέον να εξυβρίση τον θεόν του. Τούτου γενομένου, λέγει προς αυτόν η Αγία· «Θαυμάζω εις σε, ω ηγεμών, όστις νομίζεσαι φρόνιμος άνθρωπος, πως έδειξες εις αυτό πολλήν αφροσύνην· εγώ δια σε εδεήθην καλόν και τιμήν, να γίνης όμοιος του θεού σου, και συ εκέλευσας, άγνωστε, να με δείρωσιν· εάν οι θεοί σας είναι καλλίτεροι από σας, έπρεπε να με ευχαριστής, όπου επιθυμώ το συμφέρον σου· ει δε και είναι χειρότεροι, αισχύνθητε, τετυφλωμένοι, και εντραπήτε, προσκυνούντες τοιούτους θεούς ανοήτους». Τότε εθυμώθη ο τύραννος περισσότερον και λέγει προς αυτήν· «Πως τολμάς, αναίσχυντον γύναιον, και λαλείς τοιαύτα μάταια και αφρονέστατα λόγια; Ή θυσίασε εις τους θεούς μου την ώραν ταύτην, ή να λάβης διάφορα κολαστήρια». Απεκρίθη η Αγία· «Τας τιμωρίας σου και τα κολαστήρια εγώ ουδόλως φοβούμαι, διότι, αν με βάλης εις θηρία ανήμερα, ευθύς ως ακούσουν το όνομα του Χριστού γίνονται ταπεινά και ήμερα ως αρνία· εάν με ρίψης εις την φλόγα, δια να με καύσης, οι ουράνιοι Άγγελοι θέλουσιν έλθει να ψυχράνουν την καύσιν και δριμύτητα της φλογός· εάν με ραβδίσης και ξεσχίσης τας σάρκας μου και ό,τι άλλην τιμωρίαν μου δώσης, έχω βοηθόν τον Δεσπότην μου, εις τον οποίον όλα τα στοιχεία υπακούουσι και με τον λόγον του όλαι αι ασθένειαι θεραπεύονται· δαιμόνια εκδιώκονται, παράλυτοι συσφίγγονται, χωλοί περπατούσι και άλλα θαυμαστά τεράστια γίνονται με το νεύμα του μόνον και την θείαν βούλησιν. Αυτός λοιπόν θέλει με ελευθερώσει από πάσας τας επινοίας σου». Τότε προσέταξεν ο ηγεμών να οδηγήσωσι την Αγίαν εις την φυλακήν έως την επομένην, δια να του δοθή καιρός να σκεφθή ποίαν βάσανον να της δώση. Πορευομένη δε η Αγία εις την φυλακήν έχαιρε και είχε τοσούτον αγαλλιώμενον πρόσωπον, ώστε εφαίνετο, ότι επήγαινεν εις γάμους. Την επαύριον εκάθισεν ο Κυντιανός εις τον θρόνον ως λύκος άγριος, αφού δε έφεραν την Αγίαν λέγει προς αυτήν· «Μη χάνωμεν τον καιρόν· αρνήσου παρευθύς τον Χριστόν και θυσίασε εις τα είδωλα». Απεκρίθη η Αγία· «Γνώριζε, ότι ποτέ δεν θέλω έλθει εις τόσην αναισθησίαν, να προσκυνήσω τους δαίμονάς σου, έστω και αν μου δώσης τας φοβερωτέρας τιμωρίας, όπου να ηκούσθησαν ποτέ, αλλά πάντα ομολογώ τον Θεόν μου καρδία και στόματι· λοιπόν παίδευε, τιμώρα, ξέσχιζε τας σάρκας μου, παράδος με εις διαφόρους θανάτους, να γνωρίσης την αλήθειαν». Τότε προσέταξεν ο τύραννος να εκδύσουν παντελώς την Αγίαν, να δέσουν οπίσω τας χείρας της, να την κρεμάσουν εις στύλον, να την δείρουν με βούνευρα και να περικαύσουν την κεφαλήν, τας χείρας και τους πόδας της. Τούτων δε γενομένων, είπε προς τον τύραννον η Αγία· «Συ θαρρείς ότι μου δίδεις μεγάλην θλίψιν, εγώ όμως χαίρομαι εις ταύτα τα παιδευτήρια, ωσάν όταν ακούη τις καλάς αγγελίας και βλέπει ακριβόν τινα και ηγαπημένον φίλον του, τον οποίον είχε καιρόν πολύν να απολαύση· καθώς δε τον σίτον δεν βάλλουσιν εις την αποθήκην, εάν δεν τον καθαρίσουν πρώτα εις την άλωνα, να τον ξεχωρίσουν από το άχυρον, ούτω και η ψυχή μου δεν ημπορεί να εισέλθη εις την δόξαν της ατελευτήτου μακαριότητος, χωρίς του Μαρτυρίου τον στέφανον, εάν δεν βασανίσης πρώτον το σώμα μου με δεινά κολαστήρια». Τότε προσέταξε τους υπηρέτας ο δυσσεβής να ανασπάσουν τους μαστούς της Αγίας με σίδηρον, εάν όμως δεν ημπορέσουν κατ’ αυτόν τον τρόπον, τότε να τους κόψουν με μάχαιραν· έπασχον λοιπόν επί πολλήν ώραν οι δήμιοι, συστρέφοντες αυτούς με πυράγρας, αλλά δεν ημπορούσαν να τους ανασπάσουν, διότι ήσαν πολλά μικροί· όθεν, κόπτοντες αυτούς με μάχαιραν εξέσχισαν τοιουτοτρόπως το στήθος της, ώστε ήτο λύπη μεγάλη να βλέπη κανείς· έρρεεν απ’ αυτής τόσον αίμα, ώστε εκοκκίνισεν όλον το έδαφος. Ταύτα πάσχουσα η Αγία, έστρεψε το πρόσωπον προς τον ηγεμόνα και είπε προς αυτόν· «Ω δυσσεβή και άσπλαγχνε τύραννε, πως δεν ησχύνθης, αναίσχυντε, να κόψης εκείνα τα μέλη, από τα οποία και συ ελάμβανες την τροφήν σου κατά την βρεφικήν ηλικίαν; Αλλά εγώ περί τούτου ουδόλως ενδιαφέρομαι, διότι έχω τον Δεσπότην μου Χριστόν, όστις δύναται να με ιατρεύση, εάν είναι προς το συμφέρον μου». Μετά ταύτα προστάσσει ο τύραννος να ρίψουν την Αγίαν εις σκοτεινήν τινα φυλακήν χωρίς να της δώσουν άλλην τροφήν, ειμή μόνον ολίγον άρτον και ύδωρ, τόσον ώστε να μην αποθάνη, δια να την τιμωρήση και πάλιν χειρότερα, παρήγγειλε δε εις τους φύλακας να προσέχωσι με ασφάλειαν, να μην υπάγη κανείς ιατρός να την θεραπεύση, αλλά να την αφήσουν ούτως ανεπιμέλητον, ώστε να βρωμίσουν αι πληγαί της. Ο μεν λοιπόν μιαρός και άσπλαγχνος τύραννος εμελέτα κενά και μάταια, ο δε πάνσοφος ιατρός και Βασιλεύς πολυεύσπλαγχνος εφρόντισε περί της ιατρείας της δούλης του και ακούσατε: Καθώς η Αγία εκείτετο τοιουτοτρόπως απερριμμένη και πληγωμένη εις το σκοτεινόν δεσμωτήριον, την ώραν του μεσονυκτίου ήλθε φως άρρητον και εξαίσιον· τότε αι μεν θύραι της φυλακής από θείαν ροπήν ηνεώχθησαν, οι δε φύλακες έφυγαν έντρομοι· τότε βλέπει η Αγία ιεροπρεπή τινα και σεβάσμιον γέροντα, όστις εκράτει σκεύος τι εις τας χείρας του, γεμάτον ιατρικά βότανα, έμπροσθεν δε τούτου προεπορεύετο νέος τις ωραίος κρατών λαμπάδα πολύφωτον, ήσαν δε ούτοι ο Άγιος Απόστολος Πέτρος και ο Άγγελος φύλαξ της ψυχής της· η Αγία όμως δεν τους εγνώρισε. Τότε ήλθον και τινες καλοί συμπολίται αυτής και γνώριμοι άνθρωποι και την συνεβούλευον να φύγη δια να μη θανατωθή αδίκως. Η δε Αγία προς αυτούς απεκρίνατο· «Μη γένοιτο, να εγκαταλείψω τον αγώνα και τον στέφανον του Μαρτυρίου, να γίνω δε και αιτία να παιδευθώσιν οι φύλακες». Τότε λέγει προς αυτήν ο Απόστολος· «Προς τούτο ήλθον, θύγατερ, να ιατρεύσω τα πληγωμένα μέλη σου». Η δε Αγία είπε προς αυτόν· «Τις είσαι και μεριμνάς δια την υγείαν μου; Εγώ ποτέ δεν ηθέλησα να κάμω ιατρείαν τινά σωματικήν· λοιπόν άπρεπον είναι να πράξω τώρα, όπου ευρίσκομαι κοντά εις τον θάνατον, εκείνο όπου δεν έπραξα ουδέποτε», Τότε ο μακάριος Πέτρος, θέλων να δειχθή έτι περισσότερον η προθυμία της προς το Μαρτύριον, λέγει προς αυτήν· «Μη εντρέπεσαι, θύγατερ, και άφες με να σε ιατρεύσω, ότι δούλος είμαι του Δεσπότου Χριστού και δι’ αγάπην του ήλθα να σου κάμω την χάριν ταύτην». Η δε Αγία απεκρίνατο· «Εγώ δεν έχω καμμίαν αιτίαν να εντραπώ ποσώς άνθρωπον του κόσμου και μάλιστα από σε, όστις είσαι γέρων, αι δε σάρκες μου είναι τόσον ξεσχισμέναι, ώστε θαρρώ ότι δεν είναι δυνατόν κανείς να σκανδαλισθή εις εμέ· δια ταύτα, κύριέ μου, σε ευχαριστώ πολύ δια την καλωσύνην ταύτην όπου ηθέλησες αυτοπροαιρέτως να μου κάμης, χωρίς εγώ να την ζητήσω». Λέγει πάλιν προς αυτήν ο Άγιος· «Διατί λοιπόν δεν θέλεις να σε ιατρεύσω»; Η δε είπε προς αυτόν· «Διότι έχω τον Δεσπότην μου Ιησού Χριστόν, όστις δια του νεύματος και μόνον κυβερνά όλον τον κόσμον και με τον λόγον του θεραπεύει πάσαν ασθένειαν αθεράπευτον και νόσον ανίατον. Εάν λοιπόν είναι ευάρεστον εις αυτόν και η θεραπεία του εμού σώματος προς το συμφέρον μου, θέλει μου την δώσει η Χάρις του με λόγον μόνον ή νεύμα μικρότατον». Ταύτα ακούσας ο Άγιος και υπομειδιάσας ολίγον είπε προς αυτήν· «Γίγνωσκε, θύγατερ, ότι εγώ είμαι ο Απόστολος Πέτρος και ιδού εθεραπεύθης δια της Χάριτος του Χριστού». Και ταύτα ειπών ο μεν Απόστολος του Κυρίου έγινεν άφαντος, η δε Αγία ευρέθη υγιής, με ανακαινισμένα όλα τα μέλη αυτής, και ούτε καν μικρότατον λείψανον τομής έχουσα. Τότε έπεσε κατά γης και προσηύχετο μετ’ ευχαριστίας προς Κύριον λέγουσα· «Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, ο δια του Αποστόλου σου Πέτρου θεραπεύσας τους μαστούς μου και τα τετραυματισμένα επίλοιπα μέλη του σώματός μου». Την επαύριον έφεραν και πάλιν την Αγίαν εις το παλάτιον και της λέγει ο άρχων· «Προσκύνησε τους θεούς μου, διεστραμμένη, ειδ’ άλλως θα λάβης κολαστήρια των προτέρων δριμύτερα». Η δε είπε προς αυτόν· «Ω μάταιε και φρενόληπτε, πως θέλεις να απαρνηθώ τον Δεσπότην μου, όστις μου εθεράπευσε τας πληγάς, και να προσκυνήσω τους λίθους»; Λέγει ο άρχων· «Ποίος σε εθεράπευσεν»; Η δε Αγία είπε· «Ο Δεαπότης μου Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος, τον οποίον πάντοτε θέλω ομολογεί δια στόματος εξ όλης μου της καρδίας». Λέγει προς αυτήν ο άρχων· «Τώρα θέλω να δοκιμάσω, εάν δύναται ο Χριστός σου να σε βοηθήση». Τότε προστάσσει να ανάψουν μεγάλην πυράν από άνθρακας εκεί εις το παλάτιον και επάνω εις τους ανημμένους άνθρακας να ρίψουν τεμάχια πίσσης, κεράμων και σιδηρούς τριβόλους δια να εμπηγούν εις τας σάρκας της· είτα την εξέδυσαν και δένοντες τας χείρας και τους πόδας αυτής με σιδηράς αλύσους την έρριψαν εις εκείνους τους φλογερούς άνθρακας. Τότε δη, τότε, όταν εδίδετο η τοιαύτη σφοδροτάτη βάσανος εις την ευλογημένην Αγάθην και εκείνη εδέετο παρά Κυρίου βοηθείας, την εβοήθησεν ο εν μέσω της φλογός δροσίσας τους τρεις Παίδας αυτού. Γίνεται τότε σεισμός φοβερώτατος τόσον, ώστε όλοι ενόμιζον, ότι επρόκειτο να καταποντισθή η χώρα αυτών. Διότι εκρημνίσθησαν οίκοι πολλοί και εφόνευσαν πολλούς ανθρώπους, μάλιστα δε το παλάτιον του Κυντιανού, το οποίον εκρημνίσθη και εθανάτωσε δύο συμβούλους αυτού. Τότε έδραμεν όλος ο λαός της Κατάνης αρματωμένοι εις το παλάτιον και λέγουσι προς τον άρχοντα· «Δια τας πικράς τιμωρίας όπου δίδεις εις την αξιοθαύμαστον Αγάθην, ω ηγεμών, κινδυνεύομεν όλοι να χάσωμεν την ζωήν και το πράγμα μας· όθεν, ή άφες την και μη την βασανίζης πλέον, ή καίομεν σε με όλον τον οίκον σου». Τότε ο Κυντιανός εφοβήθη την ορμήν του λαού και τον σεισμόν και προστάσσει να εκβάλουν την Αγίαν από τους άνθρακας και ούτω ημικεκαυμένην να την απορρίψουν εις την φυλακήν έως άλλην πρόσταξίν του. Εκεί λοιπόν εις την φυλακήν ευρισκομένην έκλινε τα γόνατα η Αγία και έκαμε την προσευχήν ταύτην προς τον Δεσπότην Χριστόν λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, όστις με έπλασες εκ του μη όντος εις το είναι εις τούτον τον κόσμον, όστις εφύλαξες το σώμα μου άφθορον και αμέτοχον πάσης σαρκικής απολαύσεως και με ενεδυνάμωσες να νικήσω τας τιμωρίας των ασεβών τυράννων, όστις μου εχάρισες την δύναμιν της υπομονής δια την πολλήν ευσπλαγχνίαν σου, δέομαι και ικετεύω την σην αγαθότητα να με δεχθής σήμερον εις την δόξαν σου, ίνα αξιωθώ να ιδώ με τους ψυχικούς οφθαλμούς μου το πρόσωπόν σου το Άγιον». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης, ευθύς ως ετελείωσε την ευχήν εκοιμήθη, η δε αγία ψυχή της επήγεν εις χείρας του επουρανίου Νυμφίου της ν’ αγάλλεται συν Αυτώ εις εκείνην την άρρητον ευφροσύνην και αϊδιον δόξαν. Ως ήκουσαν λοιπόν οι συμπολίται της, ότι εκοιμήθη η Αγία, έδραμον μετά δακρύων και ευλαβείας απείρου εις την φυλακήν και λαβόντες το άγιον εκείνο σώμα, έβαλον εις αυτό σμύρναν και άλλα ευώδη αρώματα, και τυλίξαντες εις σινδόνα καθαράν, το απέθεσαν ευλαβώς εις τάφον μαρμάρινον πορφυρούν. Κατά δε την ώραν κατά την οποίαν ενεταφίαζον την Αγίαν, εισήλθεν εις την πόλιν ωραιότατος τις και θαυμαστός νέος αστραπηφόρος, κρατών εις τας χείρας του μαρμαρίνην πλάκα. Έμπροσθεν του νέου τούτου προεπορεύοντο έτεροι εκατόν νέοι εις στοίχους ανά δύο, λευκοφόροι ως η χιών και υπερβολικά ωραίοι. Όταν δε ούτοι έφθασαν εις τον τάφον της Αγίας, ο προεστώς εκείνος των νέων έβαλεν επάνω εις αυτόν το μάρμαρον, το οποίον εκράτει. Έπειτα έγινεν άφαντος με την συνοδείαν του άπασαν, οίτινες ήσαν Άγιοι Άγγελοι, εκείνος δε όστις εβάσταζε την πλάκα ήτο ο Άγγελος φύλαξ της ψυχής της. Εις εκείνο δε το μάρμαρον ήσαν εγγεγραμμένα τα εξής· «Νους όσιος αυτοπροαίρετος, τιμή εκ Θεού και πατρίδος λύτρωσις». Ταύτα εφανέρωνον ότι η Αγία Αγαθή είχε τον ωουν όσιον, αγιώτατον, αυτοπροαίρετον, διότι αφ’ εαυτής της ήλθεν εις την ευσέβειαν, έδωκε πολλήν τιμήν εις τον Θεόν δια του Μαρτυρίου αυτής, θα είναι δε και αιτία ελευθερώσεως της πατρίδος της από την ασέβειαν και επιστροφήν προς την Ορθόδοξον Πίστιν μας. Μαθών δε ο κατηραμένος τύραννος, ότι απέθανεν η Μάρτυς Αγάθη, εξήλθεν έφιππος από την πόλιν μετά των στρατιωτών του ίνα υπάγη να ιδή τα κτήματα της Αγίας και γίνη εξουσιαστής και κύριος τούτων. Αλλά ο Πανάγαθος Θεός δεν αφήκεν αυτόν να τελειώση την επιθυμίαν της φιλαργύρου γνώμης του, αλλά του ανταπέδωκε την αμοιβήν δια τας τιμωρίας τας οποίας αυτός έδωσεν εις την ευλογημένην Αγάθην. Ενώ λοιπόν διήρχετο ποταμόν τινα ο Κυντιανός έφιππος, εν μέσω δύο στρατιωτών, ηγέρθησαν όρθια τα άλογα των στρατιωτών εκείνων και (ω του θαύματος), το ένα εδάγκασε με το στόμα του τον τύραννον από το στήθος και τον έρριψεν εις τον ποταμόν, και το άλλο επήδησεν επάνω του και τον κατεπάτησε τόσον, ώστε τον εθανάτωσε και ούτως εδικαιώθη η Αγία Μάρτυς Αγάθη. Το δε παμμίαρον αυτού λείψανον παρέσυρεν ο ποταμός και δεν ηδυνήθησαν να το εύρωσι, παρ’ όλον ότι το ανεζήτησαν ικανώς. Νομίζω όμως ότι τον έλαβε σύσσωμον ο αυθέντης του διάβολος εις την κόλασιν, δια να τον τιμωρή αιωνίως ψυχή τε και σώματι. Εις την προρρηθείσαν νήσον της Σικελίας και εις απόστασιν ολίγων χιλιομέτρων από της Κατάνης, ευρίσκεται όρος καλούμενον Αίτνα. Τούτο είναι αρκετά μεγάλον, έχει δε εις την κορυφήν κρατήρα ωσάν στόμα, από το οποίον εξέρχεται μαύρος καπνός και πυρ. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος λέγει ότι τούτο κυριολεκτικά είναι ένα στόμα του Άδου. Το όρος τούτο, ένα χρόνον μετά την τελευτήν της Αγίας Μάρτυρος Αγάθης, ήνοιξε το στόμα αυτού και έρριψε πυρ καυστικόν ωσάν ποταμόν, ερχόμενος δε ο πύρινος αυτός ποταμός προς την πόλιν της Κατάνης κατέκαιε και ηφάνιζεν ό,τι και αν ευρίσκετο προ αυτού, όχι μόνον φυτά και ξύλα, αλλά και παν άλλο πράγμα. Οι άνθρωποι λοιπόν της πόλεως, άνδρες τε και γυναίκες, Χριστιανοί τε και Έλληνες, τρομοκρατηθέντες και φεύγοντες από του πυρός εκείνου έδραμον πάντες μετά πίστεως εις τον τάφον της Αγίας Αγάθης, παίρνουσι τον μεταξωτόν πέπλον με τον οποίον είχον σκεπασμένον τον τάφον της Αγίας, έθεσαν αυτόν επάνω εις κοντόν και εξήλθον άπαντες, εκκλησιαστικοί τε και λαϊκοί, εις λιτανείαν δεόμενοι κατά του παμφάγου εκείνου πυρός. Ότε δε επλησίασαν, ω του θαύματος! Το πυρ εκείνο, όπερ επροξένει πρωτύτερα τόσην ζημίαν, ευλαβηθέν την σκέπην εκείνην της Αγίας, ωσάν να είχεν αίσθησιν, στραφέν εις τα οπίσω εκλείσθη εις το φλεγόμενον όρος, από δε την ώραν εκείνην και έπειτα δεν εξήλθε πλέον να κάμη άλλην ζημίαν. Από την θαυματουργίαν αυτήν ευλαβήθησαν άπαντες περισσότερον την Αγίαν, όχι μόνον δε οι Χριστιανοί, αλλά και οι Έλληνες όσοι ευρίσκεντο εις την πόλιν αυτήν και προσελθόντες εις την αληθινήν Πίστιν εβαπτίσθησαν εις το όνομα της Αγίας και ζωοποιού Τριάδος, Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός Θεού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου