Νικηφόρου του Θεοτόκη
Όσαι αρεταί, και όσα αμαρτήματα γίνονται δια του σώματος, εκείνα, επειδή υποπίπτουσιν εις τας σωματικάς αισθήσεις, καθείς εύκολα και ακούει αυτά και βλέπει και, ίνα ούτως είπω, ψηλαφά· η δε αρετή και η κακία της ψυχής, επειδή, κρυπτομένη από των σωματικών αισθήσεων, ουδέ φαίνεται, ουδέ ακούεται, δια τούτο και αυτή η ιδία η ψυχή δυσκόλως αισθάνεται αυτήν, και αυτός δε ο νους δυσκόλως γνωρίζει και διακρίνει το βάρος αυτής και την εξ αυτής φθοροποιόν βλάβην. Ηταπείνωσις είναι διάθεσις της ψυχής αγία και σωτήριος, η υπερηφάνεια είναι πάθος της ψυχής πονηρόν και ολέθριον· διο δύσκολα κατανοούμεν και διακρίνομεν πότε είμεθα ταπεινοί και πότε υπερήφανοι. Ο παντεπόπτης Ιησούς, γνωρίζων ότι εις μεν την υπερηφάνειαν πάντες είμεθα επιρρεπείς, εις δε την ταπείνωσιν απρόθυμοι, δια της παραβολής του σημερινού Ευαγγελίου περιέγραψε του υπερηφάνου και του ταπεινού τα εξωτερικά και σωματικά σημεία, και της υπερηφανείας την βλάβην και της ταπεινοφροσύνης την ωφέλειαν, ίνα αποστραφέντες την υπερηφάνειαν ασπασώμεθα την ταπείνωσιν. Πάντες οι άνθρωποι μεγάλην έχομεν ανάγκην τούτου του αγίου μαθήματος, ουδείς δε δύναται να είπη, δεν έχω ανάγκην ταύτης της θείας διδασκαλίας. Όθεν ημείς αφιερούμεν τον λόγον εις την εξήγησιν αυτής, υμείς δε προσηλώσατε τον νουν εις την της εξηγήσεως κατανόησιν:
«Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην. Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι· ο εις Φαρισαίος, και ο έτερος Τελώνης». Διατί το μάθημα, το τοσούτον αναγκαίον δια την σωτηρίαν του ανθρώπου, ουχί δια διδακτικών λόγων, αλλά δια παραβολής εδίδαξεν ο θεάνθρωπος Ιησούς; Διότι η παραβολή είναι εικών των πραγμάτων, ήτις, όταν εκτυπωθή δια λαμπρών και καθαρών χρωμάτων, τότε παριστά τα πράγματα αυτά ενώπιον των οφθαλμών ημών καθαρώτερα των διδακτικών λόγων. Τότε νομίζει κανείς, όχι ότι ακούει, αλλ’ ότι βλέπει τα πράγματα τα υπ’ αυτής διδασκόμενα· διο και προσεκτικωτέρους ποιεί τους ακροατάς, και μετά περισσοτέρας ευκολίας και ηδονής εισέρχεται η διδασκαλία αυτής εις την τούτων καρδίαν. Βλέπομεν δε τούτο φανερά εις την σήμερον αναγνωσθείσαν παραβολήν. Οι Φαρισαίοι, πονηροί όντες και υποκριταί, έκρυπτον μεν τας αμαρτίας των, εδημοσίευον δε πάσαν υποκριτικήν αρετήν αυτών, πάντα τα έργα αυτών ποιούντες «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις» (Ματθ. κγ: 5), όθεν πάντες ενόμιζον αυτούς εναρέτους και δικαίους. Επειδή δε οι τελώναι ήσαν εκείνοι, οίτινες, συλλέγοντες τους βασιλικούς φόρους, εποίουν πολλάς αδικίας και αρπαγάς και καταδυναστείας, δια τούτο πάντες εσυλλογίζοντο αυτούς αμαρτωλούς και αδίκους. Κατά την τότε λοιπόν κοινήν γνώμην λαμβάνει ο Κύριος τον μεν Φαρισαίον σημαίνοντα τον ενάρετον και δίκαιον άνθρωπον, τον δε Τελώνην δηλούντα τον αμαρτωλόν και άδικον. «Δύο άνθρωποι», λέγει, «ανέβησαν εις το ιερόν», ίνα εκεί προσευχηθώσι· τούτων ο μεν εις ήτο «Φαρισαίος» ήτοι δίκαιος, ο δε άλλος «Τελώνης» ήτοι αμαρτωλός. «Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο· ο Θεός, ευχαριστώ σοι, ότι ουκ ειμι ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο Τελώνης». Τρία είναι της προσευχής τα είδη· δοξολογία, δι’ ης δοξολογούμεν τον Θεόν δια τα θαυμάσια και εξαίσια αυτού έργα· ευχαριστία, δι’ ης ευχαριστούμεν αυτόν δια τας προς ημάς ευεργεσίας αυτού· δέησις, δι’ ης παρακαλούμεν Αυτόν και ζητούμεν τα προς σωτηρίαν. Ευχαριστία λοιπόν φαίνεται η προσευχή του Φαρισαίου και καλώς μεν ήρχισεν αυτός· εστάθη εις το ιερόν και «προς εαυτόν» (όρα Μάρκ. θ: 10, και 33 και ι: 26 και ιδ: 4 και ιστ: 3), ήτοι καθ’ εαυτόν ή εν εαυτώ, δηλαδή κατά μόνας, προσηύχετο, λέγων· «ο Θεός ευχαριστώ σοι», έπειτα όμως δεν ηυχαρίστησε τον Θεόν, αλλά κατακρίνας πάντας τους ανθρώπους, επήνεσεν εαυτόν· δεν είπεν «ευχαριστώ σοι, Θεέ μου, ότι κατηξίωσάς με της Χάριτός σου, ήτις διεφύλαξέ με από πάσης αμαρτίας», αλλ’ εσφετερίσθη το έργον της Χάριτος του Θεού, και απέδωκεν όλον της αρετής αυτού το κατόρθωμα εις τας ιδίας αυτού δυνάμεις, υπερυψώσας εαυτόν και εξουδενώσας πάντας τους άλλους· «ουκ ειμί» εγώ, είπεν, «άρπαξ άδικος, μοιχός ως οι λοιποί άνθρωποι ή και ως ούτος» ο αδικητής και δυνάστης «τελώνης». Ταύτα τα λόγια, τι άλλο είναι, ει μη υπερβολική της ψυχής αυτού υπερηφάνεια, εξ ης το στόμα και η γλώσσα αυτού εκαυχάτο και εμεγαλορρημόνει; Ο μεν Κύριος ημών είπε φανερά «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε: 5), ο δε θείος αυτού Απόστολος εβεβαίωσεν ότι ο Θεός και την θέλησιν ημών στηρίζει εις το αγαθόν και την πράξιν της αρετής εκτελεί· «ο Θεός γαρ εστιν», είπεν, «ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν» (Φιλιπ. β: 13). Ο Φαρισαίος και τα δύο ήρπασεν από της χειρός του Θεού και απένειμεν εις την ιδίαν αυτού δύναμιν. Πάντες οι άνθρωποι είμεθα ομοιοπαθείς· ο Φαρισαίος όμως ενόμιζεν εαυτόν απαθή και υπέρτερον της ανθρωπίνης φύσεως. Βλέπε δε πως, καν εκαυχήθη ότι είναι ανώτερος των άλλων ανθρώπων, ως απέχων από των αμαρτημάτων των τους άλλους κατακυριευόντων, εχόρτασεν όμως δια τούτου μόνον την υπερηφάνειαν αυτού· γνωρίζων δε ότι η αρετή απαρτίζεται όχι μόνον όταν απέχωμεν από των κακών, αλλ’ όταν, απέχοντες από του κακού, ποιούμεν το αγαθόν, κατά το «έκκλινον από κακού, και ποίησον αγαθόν» (Ψαλμ. λγ: 15), ίνα δείξη εαυτόν κατά πάντα τέλειον και πολλώ υπέρτερον των άλλων ανθρώπων και κατά τα κατορθώματα της αρετής αυτού, εκαυχήθη και δια τας πράξεις των καλών αυτού έργων, ειπών: «Νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Σάββατον και σάββατα ωνόμαζον οι Ιουδαίοι την εβδομάδα, εκλαμβάνοντες την επισημοτέραν αυτής ημέραν, ήτοι την ημέραν του Σαββάτου, αντί όλης της εβδομάδος· τούτο είναι φανερόν εκ του Λευϊτικού, λέγοντος· «Και εξαριθμήσεις σεαυτώ επτά αναπαύσεις (επτά Σάββατα) ετών επτά έτη επτάκις και έσονταί σοι επτά εβδομάδες ετών εννέα και τεσσαράκοντα έτη» (Λευϊτ. κε: 8)· ομοίως δε φανερόν είναι και εκ των αγίων Ευαγγελιστών Μάρκου και Λουκά, διότι ο με Μάρκος είπεν· «Αναστάς δε πρωϊ πρώτη Σαββάτου» (Μάρκ. ιστ: 9), ο δε Λουκάς: «Τη μια των σαββάτων» (Λουκ. κδ: 1), ήτοι τη πρώτη ημέρα της εβδομάδας, ήτις είναι η ημέρα η ονομαζομένη υπό των Χριστιανών Κυριακή. Κατά παράδοσιν δε και συνήθειαν και όχι κατ’ εντολήν ενήστευον οι Ιουδαίοι δις της εβδομάδος, τη Δευτέρα και τη Πέμπτη, επειδή επίστευον ότι ο Μωϋσής τη μεν Πέμπτην ανέβη, τη δε Δευτέρα κατέβη από του όρους Σινά· κατά δε προσταγήν του Μωσαϊκού νόμου χρέος είχον ίνα προσφέρωσι τω Θεώ κατά παν έτος το δέκατον μέρος των καρπών της γης. «Πάσα δεκάτη της γης από του σπέρματος της γης και του καρπού του ξυλίνου τω Κυρίω εστίν» (Λευϊτ. κζ: 30). Και ταύτα μεν εγράφησαν εις το Λευϊτικόν· το δε βιβλίον του Δευτερονομίου διδάσκει τα εξής: «δεκάτην αποδεκατώσεις παντός γεννήματος του σπέρματός σου, το γέννημα του αγρού σου ενιαυτόν κατ’ ενιαυτόν… Οίσετε τα επιδέκατα του σίτου σου και του οίνου σου και του ελαίου σου» (Δευτερ. ιδ: 22 – 23). Εκ των λόγων τούτων βλέπομεν ότι οι Εβραίοι δεν εχρεώστουν τω Θεώ το δέκατον πάντων των πραγμάτων αυτών, παραδείγματος χάριν και του γάλακτος και του τυρού και του βουτύρου και άλλων πραγμάτων· ούτος δε ο Φαρισαίος εκαυχάτο ότι νηστεύει δις της εβδομάδος, «νηστεύω δις του Σαββάτου», και ότι προσέφερε τω Θεώ το δέκατον όχι μόνον των υπό του νόμου διορισθέντων πραγμάτων, αλλά από πάντα, όσα είχεν· «αποδεκατώ πάντα, όσα κτώμαι». Εδείκνυε δε δια τούτων των λόγων ότι και εις τα έργα της αρετής υπερείχε τους άλλους ανθρώπους. Βλέπε δε πως αντιπαραθέτει τας αντιθέτους αρετάς εις τα υπ’ αυτού αριθμηθέντα αμαρτήματα. Εναντίον μεν της μοιχείας έθηκε την νηστείαν, ως δαμάστριαν των σαρκικών παθών, εναντίον δε της αρπαγής και της αδικίας την αποδεκάτωσιν πάντων των υπαρχόντων αυτού. Ηκούσατε του υπερηφάνου Φαρισαίου την υπερηφάνειαν· ακούσατε τώρα και του ταπεινόφρονος Τελώνου την ταπείνωσιν. «Και ο Τελώνης, μακρόθεν εστώς, ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού, λέγων: ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Έστη μεν και ο Τελώνης εις το ιερόν, καθώς και ο Φαρισαίος, πλην «μακρόθεν», ήτοι μακράν του θυσιαστηρίου, επειδή ενόμιζεν εαυτόν ανάξιον να εγγίση εις το θυσιαστήριον του Θεού· κλίνας δε την κεφαλήν αυτού επί τα κάτω, «ουκ ήθελεν» ουδέ καν να υψώση τα όμματα αυτού και να ίδη «τον ουρανόν», λογιζόμενος ότι οι οφθαλμοί αυτού, οι προλαβόντως όλως δι’ όλου προσηλωθέντες εις τα γήϊνα πράγματα, δεν ήσαν άξιοι να ατενίσουν και να ίδουν «τον ουρανόν», όστις είναι θρόνος του Θεού· «έτυπτε» δε «το στήθος αυτού», ως δοχείον των ανομιών αυτού, δεικνύων δια τούτου ότι δια τας αμαρτίας αυτού πολλής καταδίκης και τιμωρίας είναι άξιος. Εκραύγαζε δε μεγαλοφώνως, κηρύττων εαυτόν αμαρτωλόν και ζητών το έλεος του Θεού· Θεέ μου, έλεγεν, ελέησόν με, γενού ίλεως εις το πλήθος των αμαρτιών μου, «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Πάντα και ο τόπος, εις τον οποίον εστάθη, και της κεφαλής η επί τα κάτω νεύσις, και του στήθους τα κτυπήματα, και τα εκφωνηθέντα λόγια, το βάθος της ταπεινώσεως αυτού δηλοποιούσιν. Ακούσατε δε και όλον της παραβολής τον σκοπόν. «Λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή εκείνος· ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Το «ή εκείνος» κατά μεν τον λόγον της συντάξεως σημαίνει το μάλλον ή εκείνος, ήτοι περισσότερον εκείνου, όπερ δηλοί ότι και οι δύο εδικαιώθησαν, ο Τελώνης όμως εδικαιώθη περισσότερον του Φαρισαίου· κατά δε την έννοιαν του λόγου το «ή εκείνος» σημαίνει και ουχί εκείνος, ήτοι κατέβη από του ιερού εις τον οίκον αυτού ο Τελώνης, ο αμαρτωλός και ταπεινός, δεδικαιωμένος, ουχί δε ο Φαρισαίος, ο δίκαιος και υπερήφανος. Ο Τελώνης, αμαρτωλός ων, δια της ταπεινωφροσύνης εδικαιώθη, ο δε Φαρισαίος, ενάρετος ων, δια της υπερηφανείας κατεκρίθη. Ότι δε τοιαύτην έννοιαν έχει το «ή εκείνος» πείθουσιν ημάς πρώτον μεν τα ακόλουθα του λόγου, «ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται»· κατά τίνα δε άλλον τρόπον «ταπεινωθήσεται», ειμή υπό Θεού κατακριθείς τε και καταδικασθείς; Δεύτερον δε ο εκ παραλλήλου άλλος λόγος του Θεού, ο λέγων «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Παροιμ. γ: 34). Όστις έχει αντίδικον τον Θεόν και κατ’ αυτού αντιφερόμενον, εκείνος ουδέ πολύ ουδέ ολίγον είναι δεδικαιωμένος, αλλά κατάδικος και κατακεκριμένος. Επιβεβαιοί δε την του Φαρισαίου κατάκρισιν και η Εκκλησία, ψάλλουσα περί αυτού και του Τελώνου: «αλλ’ ο μεν, καυχησάμενος εστερήθη των αγαθών, ο δε, μη φθεγξάμενος, ηξιώθη των δωρεών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου