Μυστική χαρά του ανθρώπου
Τι έμορφη που είναι η καλοσύνη! Τι χαροποιό που είναι το πρόσωπό της κι η κάθε κίνηση του χεριού της. Και με πόση απλότητα έρχεται θαρρετά κοντά σου για να σε ξεκουράζει και με πόση ταπείνωση σε σιμώνει, σα να ΄σαι αδερφός της, δείχνοντάς σου φυσικά κι απροσπάθητα πως σ’ αγαπά και πως πονά για σένα! Τι χάρη που έχει ο καλομίλητος ο άνθρωπος! Σαν πρωινός ουρανός, ασυννέφιαστος, σαν βρυσούλα που τρέχει ταπεινά σ’ ένα παράμερο μέρος, και καρτερά υπομονευτικά να περάσει ο κουρασμένος στρατοκόπος για να τον ξεδιψάσει με το κρύο νερό της, δίχως να θέλει άλλη πληρωμή παρεκτός από τη χαρά να τον φχαριστήσει! Δεν είναι έτσι ο κακόγνωμος ο άνθρωπος, δεν γνωρίζει ο δύστυχος τι γέψη έχει η χαρά, επειδής η χαρά η αληθινή αναβρύζει μοναχά από τη φλέβα της καλοσύνης. Ο κακομίλητος είναι σαν τον ξέρακα, δεν έχει καμιά παρηγοριά να δώσει στον άλλον, κι ούτε στον εαυτό του. Τον τρώγει η ακαταδεξιά, η κουφιοκέφαλη μαϊμού, και το συμφέρον, ο λύκος κι ο χοίρος της αχορταγιάς.
Αυτά τα τελώνια τάχει μέσα στα φυλλοκάρδια του και τον βασανίζουνε και κείνος τα κρατά και τα φυλάγει, σαν να ΄ναι ακριβά πετράδια που τον στολίζουνε και τον κάνουνε σπουδαίον. Η βλογημένη η καλοσύνη πορεύεται ίσια, ενώ η κακία είναι γεμάτη μπερδέματα πονηρά, κρυφοδαγκανιάρα σκύλα. Και μ’ όλο τούτο, η καλοσύνη γίνεται γης να την πατήσει η κακία, και την καλοπιάνει σαν να της χρωστά κάποια χάρη, και σκύβει το κεφάλι της ταπεινά να τη χτυπήσει να ξεθυμάνει ο θυμός της, μήπως και μπορέσει και την κάνει να χαρεί λιγάκι, να φτύσει το φαρμάκι από το στόμα της. Αλλά, με όλα τούτα, η κακία βαστά την ακαταδεξιά της, σαν να ΄ναι κορώνα στο κεφάλι της, και κοιτάζει την αγιασμένη την καλοσύνη καταφρονετικά σα να ΄ναι κανένα ψωρόσκυλο, και τη βρίζει, και τη λέγει σκλάβα της, γεννημένη για να κολακεύει την αφεντιά της! Η καλοσύνη είναι αθώα και ντροπαλή, η κακία είναι αδιάντροπη και τετραπέρατη. Στα σύννεφα να την ψηλώσουνε την καλοσύνη οι άνθρωποι, εκείνη πάλι αγαπά τα ταπεινά και πηγαίνει ολοένα και προσπέφτει συον κακόν· κι ενώ αυτός την καταφρονά, τον παρακαλά να τη συγχωρέσει και να στέρξει να του καλομιλήσει δίχως να θυμώσει. Πόσο πικρά πληγώνεται η φτωχιά η καλοσύνη κάθε μέρα, προπάντων σε τούτον τον καιρό που ζούμε! Ολοένα τη βρίζουνε, ολοένα την καταφρονάνε και της δείχνουνε με κάθε τρόπο πως είναι κουτή κι ευκολοπίστευτη και πως είναι αχρείαστη κι αδιαφόρετη μέσα στην έξυπνη την ανθρωπότητα που περηφανεύεται για την πονηριά της. Τα μπερδεμένα συστήματα της κακίας περιπαίζουνε την απλότητα που έχουνε ακόμα κάποιοι άνθρωποι, οπού δεν έσβησε μέσα τους το φως του Θεού. Βλέπω κάτι ανθρώπους που θυμώνουνε γιατί υπάρχουνε ακόμα αθώοι στον κόσμο. Αν τους χαιρετίσει κανένας από δαύτους, όπως κάναμε οι παλιοί, απορούνε για την αδιαντροπιά του και για την κουταμάρα του. Αυτοί χαιρετάνε με ψεύτικο γέλιο μοναχά όποιον έχει μαζί τους δουλειές και συμφέρον, κι αυτό το θεωρούνε μεγάλη σοφία κι αξιοπρέπεια. Σ’ έναν τέτοιον κούφιον άνθρωπο, όλα κανονίζουνται από το συμφέρον: Η λεγόμενη φιλία του, η λεγόμενη χαρά του, η λύπη του, το γέλιο του, η συνοφρύωσή του, η θεατρίνικη εγκαρδιότητά του, το περπάτημά του, το ντύσιμό του, η ανατροφή των παιδιών του, ακόμα κι η θρησκεία του, όλα είναι ρεγουλαρισμένα μ’ αυτό το διαβολικό εργαλείο. Μ’ έναν λόγο, ο τέτοιος άνθρωπος ζει κι αναπνέει μέσα στην ψευτιά. Πως λοιπόν μπορεί να ΄χει λίγη χαρά, αφού ζει μέσα στην κόλαση, και μάλιστα θεληματικά, που μοναχά ο διάβολος το κάνει; Αυτός είναι που κέρδισε όλον τον κόσμο, κατά το χαλασμένο το μυαλό του, και ζημιώθηκε την ψυχή του. Αλλά ποια ψυχή να ζημιωθεί αφού κατάντησε να μην έχει ολότελα ψυχή, εξόν αν έχει ψυχή μια πονηρή μηχανή; Το μονάχο αίσθημα που είναι ζωηρό και φλογερό μέσα στους τέτοιους, είναι η φιλαργυρία. Αυτή είναι το φαρμακερό λουλούδι που βγαίνει απάνω στον βάλτο μιας τέτοιας ψυχής. Μελαγχολία πιάνει τον άνθρωπο μπροστά σε τούτη την αγιάτρευτη αρρώστια, που κατατρώγει την ψυχή μέχρι να την ξεράνει και να την καταντήσει ένα σιχαμερό ξεροπήγαδο! Όποιος είναι τσιγκούνης στα λεφτά είναι τσιγκούνης και στα αισθήματα. Φοβάται να αγαπήσει τον άλλον, η καλοσύνη τού φαίνεται σπατάλη κουτή, και τρυπώνει σαν ασπάλακας μέσα στην τρύπα του, ως που να τον πάρει ο Χάρος. Μα τι να πάρει ο Χάρος από δαύτον; Ψυχή; αφού δεν έχει ψυχή. Καρδιά; αφού δεν έχει καρδιά. Ζωή; αφού δεν έχει ζωή. Να πάρει πεθαμένον να τον πάγει στους πεθαμένους; Αυτός είναι πεθαμένος και θαμμένος, μ’ όλο που θαρρεί πως είναι ζωντανός. Κάθε δροσιά έχει καταξεραθεί μέσα του, όλα τα στοιχεία της ζωής είναι πεθαμένα και στον τόπο τους βρίσκουνται τα στοιχεία του θανάτου, ο εγωισμός, η ταραχή της διάνοιας, η περηφάνια, η πονηριά, η απιστία, ο φθόνος, κι απάν’ απ’ όλα η αλλήθωρη αλεπού, η υποκρισία. Αυτή είναι η νεκρή ψυχή, το λημέρι του θανάτου του.***
Κάθουμε πολλές φορές και
λέγω μέσα μου: Θεέ μου, τι φρικτή καταδίκη βγάλανε οι κακοί άνθρωποι καταπάνω
στον εαυτό τους, να ζούνε αγριεμένοι μέσα στην έρημο της κακίας, της
αναισθησίας και του εγωισμού, μέσα στη Σαχάρα της ψευτιάς! Μα, ενώ εσύ τους
λυπάσαι για την κατάστασή τους, αυτοί σε κακοτυχίζουνε γιατί δεν έχεις τους
θησαυρούς τους. Για τούτο λέγει ο Σειράχ: «Πένθος νεκρού επτά ημέραι, μωρού δε
και ασεβούς, πάσαι αι ημέραι της ζωής αυτού». Σήμερα βλέπει κανένας, πιο πολύ
από άλλον καιρό, τον άνθρωπο να ΄ναι κολλημένος στην αμαρτία, και να ΄ναι
ταραγμένος, μ’ όλο που θαρρεί πως η ευτυχία του είναι στηριγμένη γερά στα
τελειοποιημένα συστήματα της ζωής του. Ποτές δεν φοβότανε τόσο πολύ ο άνθρωπος
τη φτώχεια, την αρρώστια και τον θάνατο, όσο τα φοβάται τώρα, που δεν φοβάται
τον Θεό. «Ζητήξετε τον Κύριο, ω κατάδικοι», λέγει ένας άγιος, «και δυναμωθήτε
με την ελπίδα του». Εμείς οι σημερινοί άνθρωποι δεν έχουμε ταπείνωση, δεν
κάνουμε υπομονή, δεν μπορούμε να βαστάξουμε στην αδικία, γιατί δεν έχουμε αυτή
την ελπίδα που γλυκαίνει τις πίκρες. Κι όχι μοναχά δεν έχουμε ταπείνωση, μα δεν
μας αρέσει κι ο ταπεινός ο άνθρωπος γιατί δεν έχουμε ήμερα αισθήματα. Όπου δεν
υπάρχει ταπείνωση, δεν υπάρχει αγάπη. Όπου υπάρχει αγάπη, δεν υπάρχει
περηφάνια. Όποιος αγαπά τις κολακείες και την καλοπέραση, δεν μπορεί να ΄χει
ταπεινά αισθήματα. Όλα είναι δεμένα, το ΄να με τ’ άλλο, τα καλά, καθώς και τα
κακά. Είναι παράξενο πράγμα πως κατάντησε ο άνθρωπος σε τέτοια παραμόρφωση της
ψυχής, ώστε να του φαίνεται πως ο νόμος του Θεού είναι το πιο βαρύ και το πιο
δύσκολο πράγμα, ενώ είναι εύκολος και χαροποιός. Ο Χριστός δεν ζητά από μας να
εχθρευόμαστε ο ένας τον άλλον, είτε να σκοτώνουμε είτε να κλέβουμε, είτε να
θυμώνουμε, είτε να κυνηγάμε να κάνουμε πλούτη με κόπους και με κίνδυνους, σε
στεριά και σε θάλασσα. Μήπως αυτά δεν είναι τα πιο δύσκολα, κι εμείς τα κάναμε
εύκολα από την κακία μας; Ακόμα κι οι λέξεις «μοχθηρός» και «μοχθηρία» δείχνουν
πως η κακία είναι κουραστική. Τον σκοτωμό, το κούρσος, το κυνήγι των λεφτών,
την εκδίκηση, τα έχουμε για εύκολα και τα κάνουμε με προθυμία. Και λέμε δύσκολα
και κοπιαστικά την αγάπη, την ταπείνωση, την ελεημοσύνη, όλα τα ήμερα και τα
καλά επειδή τα παράγγειλε ο Χριστός. Ο διάβολος μάς κάνει να τα βλέπουμε όλα
ανάποδα. Ἀνοῖξτε τίς καρδιές σας στό φῶς, ὅσοι ποθεῖτε
νά χαρεῖτε ἀληθινά, ἀφήσετε τήν καλοσύνη νά μπεῖ μέσα της καί νά τή φαρδύνει, ὥστε
ἀπό στενή φυλακή, νά γίνει περιβόλι ἁπλόχωρο καί μοσκοβολημένο! Ποτῖστε τη μέ
τό δροσερό νερό τῆς ἀγάπης, θρέψτε τη μέ ἁγνότητα καί μέ εἰρήνη γιά νά νιώσετε ἀληθινά
πώς ζεῖτε καί πώς δέν εἴσαστε πεθαμένοι: «Νά, μέσα σου εἶναι ὁ οὐρανός, ἄν εἶναι
καθαρά τά φυλλοκάρδια σου. Εἰρήνεψε μέσα στόν ἑαυτό σου, καί θά εἰρηνέψει ὁ οὐρανός
κι ἡ γῆ. Ἔμπα στό θαλάμι πού βρίσκεται μέσα σου, καί θά δεῖς τό παλάτι τ’ οὐρανοῦ,
γιατί ἕνα εἶναι καί τοῦτο καί κεῖνο κι ἀπό τήν ἴδια θύρα τά θωρεῖς καί τά δυό».
Μή φοβᾶσαι τή φτώχεια τοῦ κορμιοῦ παρά νά τρέμεις τή φτώχεια τῆς ψυχῆς, γιατί ὅποιος
ἔχει τούτη τή δεύτερη φτώχεια θαρρεῖ πώς ζεῖ, μά ἀληθινά εἶναι πεθαμένος.
Λυπήσου τόν ἑαυτό σου καί μή θυμώνεις καί θαρρεῖς πώς ἔτσι εἶσαι γενναῖος. Ἀγάπησε
τήν πραότητα καί τήν ὑπομονή, καί θά δεῖς πώς θά βρεῖς ξεκούραση καί θά ἀπογευτεῖς
κάποια θροφή ἀθάνατη. Ὁ ὑπομονητικός ἄνθρωπος νιώθει πώς βρίσκεται μέσα σ’ ἕνα
κάστρο πού δέν μπορεῖ νά τό πατήσει κανένας ὀχτρός, κι εἶναι ἀτάραχος στίς ἀνεμοζάλες
πού τόν κροῦνε. Διῶξε ἀπό μέσα σου τά πονηρά νοήματα, καί σέ λίγο θά νιώσεις τή
βρῶμα πού ἔκλεινες μέσα σου καί πού τήν εἶχες πρωτύτερα γιά εὐωδία. Ἔβγα λίγο ἀπό
τή νύχτα τῆς περηφάνιας πού σέ σκεπάζει καί θά λάμψει μπροστά σου τό γλυκό φῶς
τῆς ταπείνωσης· καί θά νιώσεις χαρά μεγάλη κι ἡσυχία βλογημένη. Πόθησε νά
κλάψεις καί νά πικραθεῖς, καί τότε θά καταλάβεις ἀπό ποῦ βγαίνει ἡ ἀληθινή
χαρά. Μή φυλάγεσαι ὁλοένα ἀπό τά λυπηρά γιατί δέ θά νιώσεις ἀληθινή παρηγοριά. Ἔχε
παντοτινά στόν νοῦ σου πώς σήμερα εἶσαι καί αὔριο δέν εἶσαι σ’ αὐτόν τόν κόσμο,
καί θά ταπεινωθεῖς· κι ἅμα ταπεινωθεῖς, θά φτάξεις κοντά στόν Θεό, καί τό ἔλεός
Του θά σέ κάνει ν’ ἀνοίξεις τά μάτια σου σέ κεῖνον τόν κόσμο πού ἀνατέλλει ὁ ἀβασίλευτος
ἥλιος τῆς ἐλπίδας.
Μή φοβᾶσαι ν’ ἀπομείνεις μοναχός στόν ἑαυτό σου, καί καταγίνεσαι ὁλοένα μέ
χίλια πράγματα γιά νά τόν ξεχάσεις· γιατί ὅποιος ἔχασε τόν ἑαυτό του, κάθεται
μέ ἴσκιους καί μέ φαντάσματα μέσα στήν ἔρημο τοῦ θανάτου. Ἀγάπησε τόν Χριστό
καί τό Εὐαγγέλιο περισσότερο ἀπό τίς πεθαμένες σοφίες τῶν ἀνθρώπων καί
περισσότερο ἀπό κάθε ἀρχοντιά κι ἀπό κάθε δόξα ἐτούτου τοῦ κόσμου, καί τότε
μοναχά θά χαίρεσαι σέ κάθε ὥρα τῆς ζωῆς σου και θά νιώθεις τήν πνευματική
ὄρεξη. Κανένας δρόμος δέν βγάζει στήν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς, παρά μονάχα ὁ
Χριστός, πού σέ καλεῖ πονετικά καί πού σοῦ λέγει: «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός». Κι ὅποιος
δέν ἔχει μέσα του εἰρήνη, μήν περιμένει νά βρεῖ χαρά. Αὐτά γράψε τα στήν καρδιά
σου, κι ὄχι στόν νοῦ σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου