Φιλήμων, Απολλώνιος και Αρριανός οι Άγιοι Μάρτυρες ως και οι μετά του Αγίου Αρριανού συναθλήσαντες Άγιοι Τέσσαρες Προτέκτορες ήσαν κατά τον καιρόν του τυράννου Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284-305), υπό του οποίου εκινήθη και πάλιν διωγμός μέγας κατά των Χριστιανών. Τότε ήτο ηγεμών εις την Θηβαϊδα της Αιγύπτου ο Αρριανός, όστις ειδωλολάτρης ων πρότερον εθανάτωσε πολλούς Χριστιανούς και μάλιστα δύο, Ασκλάν και Λεωνίδην καλουμένους, τους οποίους εβασάνισε με διάφορα κολαστήρια. Ημέραν δε τινα, κατά την οποίαν όλη η χώρα ήτο συνηθροισμένη εις το θέατρον, έδειξεν ο ηγεμών τα παιδευτήρια όργανα και έλεγε προς τους περιεστώτας με βλέμμα άγριον· «Όσοι δεν προσκυνήσουν τους θεούς, θέλουν αποθάνει βιαίως με ταύτα τα κολαστήρια». Τότε πηδούν εις το μέσον του θεάτρου άνδρες τριάκοντα επτά και καταγελώντες τα άδικα των τυράννων προστάγματα, ωμολόγησαν τον Χριστόν παρρησία, οι γενναιότατοι.
Εις δε εξ εκείνων, Αναγνώστης την τάξιν, ονόματι Απολλώνιος, βλέπων τα διάφορα είδη των κολαστηρίων εδειλίασε και ίστατο εις δισταγμόν τι να πράξη από τα δύο, να βασανισθή δηλαδή ομού με τους άλλους, ή να αρνηθή την ευσέβειαν. Ταύτα σκεπτόμενος διελογίσθη να μετέλθη μέθοδόν τινα, δια να αποφύγη τον θάνατον, χωρίς να προσκυνήση τα είδωλα· έτυχε δε τότε και ευρίσκετο πλησίον του Έλλην τις, ειδωλολάτρης, Φιλήμων ονόματι, όστις έπαιζε τους αυλούς και έδιδεν εις τους ακροατάς πολλήν χαράν και απόλαυσιν με εκείνα τα όργανα· δια την τέχνην του δε ταύτην τον ωνόμαζον χοραύλην και τον ηγάπα και ο ηγεμών, διότι όταν ήτο εύκαιρος, τον προσεκάλει και έπαιζε. Τούτον τον Φιλήμονα επλήρωσεν ο Απολλώνιος, δώσας εις αυτόν τέσσαρα χρυσά φλωρία, δια να ενδυθή εκείνος τα ιδικά του ιμάτια, και προσερχόμενος ενώπιον του άρχοντος να προσποιηθή πρώτον ότι είναι Χριστιανός, έπειτα όμως να πεισθή δήθεν και να θυσιάση εις τα είδωλα, ώστε να νομίσουν όλοι ο Απολλώνιος προσέφερε θυσίαν εις αυτά. Εδέχθη λοιπόν ο Φιλήμων και εκδυθείς τα ιμάτιά του, ενδύεται τα του Απολλωνίου, σκεπάσας δε και το πρόσωπόν του ως ηδύνατο, επήγεν εις το θέατρον. Αλλ΄ ο πανάγαθος Θεός, όστις επιθυμεί την σωτηρίαν των ανθρώπων, ωκονόμησεν ως παντοδύναμος και έγινεν η υπόκρισις αλήθεια, δια να σωθούν και οι δύο ούτοι και να λάβουν της νίκης τον στέφανον· εφώτισε, λέγω, την ψυχήν του Φιλήμονος και καθώς έκαμε τον Σταυρόν του δια να δείξη ότι είναι Χριστιανός, ω του θαύματος! με τον Σταυρόν ενδύεται την ευσέβειαν και ελθούσα εις αυτόν η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος εστερεώθη εις την ευσέβειαν και παρρησία εβόα· «Χριστιανός είμαι και δούλος Χριστού του αληθινού Θεού». Ο δε ηγεμών, δια να τον κάμη να φοβηθή, του λέγει με αγριότητα· «Δεν είδες προχθές πόσας τιμωρίας υπέστησαν ο Ασκλάς και ο Λεωνίδης, οίτινες κακώς απωλέσθησαν»; Ο δε Φιλήμων απεκρίνατο· «Το θαυμάσιον το οποίον είδα εις εκείνους, οι οποίοι εσταμάτησαν το καράβι σου, όταν ήτο εις το μέσον του ποταμού και δεν ηδύνατο να σαλεύση ώσπερ να ήτο προσηραγμένον, αυτό με έκαμε και επίστευσα και είμαι έτοιμος να λάβω δια τον Χριστόν μου τον θάνατον». Μη δυνάμενος λοιπόν να τον μεταστρέψη ο ηγεμών προσέταξε τους παρεστώτας να φέρουν τον χοραύλην Φιλήμονα, δια να παίξη την λύραν, μήπως και τον επιστρέψη, μη γνωρίζων ότι αυτός μετά του οποίου συνδιελέγετο προηγουμένως ήτο ο Φιλήμων. Εζήτουν λοιπόν εις όλην την χώραν τον Φιλήμονα και μη ευρόντες αυτόν έφερον τον αδελφόν του, Θέωνα καλούμενον, τον οποίον ηρώτησεν ο άρχων που ευρίσκεται ο Φιλήμων, εκείνος δε του τον έδειξε, λέγων ότι εκείνος με το σκεπασμένον πρόσωπον ήτο ο ζητούμενος. Τότε ο άρχων προσέταξε να τον ξεσκεπάσουν και ιδών αυτόν εγέλασε, νομίζων, ότι ηστειεύετο· όταν όμως είδεν ότι επέμενεν ομολογών τον Χριστόν τον ηρώτησε λέγων· «Ειπέ μοι, εις την υγείαν των βασιλέων, αληθώς ομιλείς ή προσποιείσαι δια να περιγελάς τους Χριστιανούς»; Ο δε απεκρίνατο· «Αληθώς σου ομιλώ, ω άρχων, και δεν ψεύδομαι, αλλά έτοιμος είμαι να πάθω μυρίους θανάτους δια την ομολογίαν αυτήν του Χριστού μου». Τότε εθυμώθη ο άρχων ταύτα ακούων και ηρώτα τους παρεστώτας, εάν ήτο δίκαιον να τον θανατώση ευθύς ως αρνητήν της πίστεως ή να του δώση διορίαν καιρού. Ο δε λαός τον ηγάπα πολύ και παρεκάλουν τον άρχοντα λέγοντες· «Μη απολέσης την απόλαυσιν όλης της πόλεως». Λέγει προς αυτόν ο τύραννος· «Βλέπεις, Φιλήμον, πόσην αγάπην σού έχουν όλοι και πως συμπονούν δια τον θάνατόν σου; Λοιπόν μη φανής και συ προς αυτούς αχάριστος, αλλά θυσίασον εις τους θεούς και μεθαύριον που έχομεν μεγάλην πανήγυριν να παίξης τα όργανα και να μας δώσης πολλήν απόλαυσιν». Λέγει ο Φιλήμων· «Η πανήγυρις αύτη με κάμνει να ενθυμούμαι την ουράνιον αγαλλίασιν και αύτη η πρόσκαιρος μουσική με παρακινεί να φαντάζωμαι την Αγγελικήν υμνωδίαν και την ανέκφραστον ηδονήν. Λοιπόν γνώριζε, ότι δεν μεταβάλλω γνώμην ουδέποτε και μη κουράζεσαι να με δοκιμάζης». Λέγει προς αυτόν ο άρχων· «Και να αποθάνης δια τον Χριστόν, πάλιν δεν λογίζεσαι Μάρτυς, διότι δεν έχεις το Βάπτισμα». Ο δε Μάρτυς απεκρίνατο· «Σε ευχαριστώ, διότι μου επροξένησας μεγάλην ωφέλειαν, ενθυμήσας εις εμέ το άγιον Βάπτισμα». Ούτως ειπών ο Άγιος προς τον άρχοντα, στρέφει προς τον λαόν το πρόσωπον και λέγει μεγαλοφώνως ταύτα· «Σας παρακαλώ, εάν κανείς μεταξύ σας υπάρχη Χριστιανός, όστις να μη φοβήται τον θάνατον δια την ευσέβειαν, ας έλθη ευθύς να με βαπτίση δια τον Κύριον». Ταύτα ειπών δεν είδεν ουδένα να πλησιάση, εκ του φόβου του άρχοντος. Όθεν στραφείς προς τον ουρανόν εδάκρυσε λέγων· «Δέσποτα Χριστέ ο Θεός μου, όστις με ελύτρωσας από την προτέραν πλάνην, ως αγαθός και φιλάνθρωπος, μη με αφήσης ακοινώνητον του θείου Βαπτίσματος, αλλ΄ ως θέλεις δείξον μοι Ιερέα και ύδωρ να γίνω Χριστιανός τέλειος». Ταύτα λέγων, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Κατέβη από τον αέρα νεφέλη με ύδωρ και εβάπτισε τον Φιλήμονα. Έπειτα η μεν νεφέλη ανέβη εις ύψος, ο δε βαπτιζόμενος είπε προς τους παρεστώτας· «Βλέπετε όσοι είσθε Χριστιανοί, ότι αφού δεν ετόλμησε κανείς να παρρησιασθή, ήλθεν αυτός ο Δεσπότης Χριστός και με εβάπτισεν; Άφετε λοιπόν πάσαν δειλίαν και παρρησιασθήτε, να λάβητε πλουσίαν αντάμειψιν· συ δε, ω ηγεμών, άφες την ανωφελή μανίαν και εννόησον, ότι πολεμείς ανωφελώς κατά του Θεού εκείνου όστις μέλλει, όταν κρίνη τον κόσμον, να σε κατακρίνη εις ατελεύτητον κόλασιν». Ταύτα ειπόντος του Αγίου, απεκρίθη ο ηγεμών και λέγει προς αυτόν· «Άφες αυτά τα φλυαρήματα, ενθυμήσου την εορτήν και λάβε την λύραν και τους αυλούς να ευφράνης τους φίλους σου, ειδεμή συ μεν λαμβάνεις ως απειθής τον προσήκοντα θάνατον, έτεροι δε θα παίξουν τους αυλούς σου, να χαίρωνται». Τότε πάλιν ο Φιλήμων εζήτησεν από τον Θεόν και τούτο το θέλημα, λέγων· «Επάκουσον, Κύριε Βασιλεύ, της δεήσεώς μου και καθώς απέστειλας εις εμέ το ύδωρ και με εβάπτισας, ούτω και τώρα ας έλθη πυρ να κατακαύση τους αυλούς μου, τους οποίους έδωσα εις τον Απολλώνιον, όταν ήλθα εις το Μαρτύριον, δια να μη μείνη σημείον τι της προτέρας μου αγνωσίας και ματαιότητος». Δεν είχεν ακόμη τελειώσει την ευχήν και πίπτον πυρ ουρανόθεν εις τας χείρας του Απολλωνίου, τους μεν αυλούς κατέκαυσε, τας δε χείρας αυτού ουδόλως έβλαψεν. Ιδών λοιπόν ο Απολλώνιος το τοιούτον θαυμάσιον, έδραμεν εις το στάδιον και ανεκήρυξε την εις Χριστόν πίστιν, ο δε ηγεμών τον μεν Απολλώνιον εφυλάκισε δια να τον εξετάση βραδύτερον, τον δε Φιλήμονα επρόσταξε να ραβδίσωσιν. Ο δε λαός συμπονούντες τον Άγιον εφώναζον όλοι προς τους στρατιώτας, να μη τον δέρωσιν. Όθεν ο άρχων πάλιν τον εκολάκευε να επιστρέψη εις την προτέραν ασέβειαν και τον προσεκάλει να τον φιλεύση με δείπνον πλουσιοπάροχον και άλλας αμοιβάς. Ο Άγιος όμως απεκρίνατο· «Ο δείπνος ο ιδικός μου είναι ητοιμασμένος εις τα ουράνια και δεν χρειάζομαι τίποτε από σε». Τότε προσέταξεν ο άρχων και ετρύπησαν τους αστραγάλους και των δύο Αγίων Μαρτύρων, Απολλωνίου και Φιλήμονος και περάσαντες σχοινία από τας τρύπας τους έσυρον εις όλην την χώραν· έπειτα λέγει προς αυτούς ο άρχων· «Βλέπετε πόσον πόνον σάς δίδει αυτή η βάσανος; Που είναι ο δυνατός Θεός σας και δεν σας ελύτρωσεν»; Απεκρίθη ο Φιλήμων· «Ακόμη, Αρριανέ, δεν ηννόησας, ότι όχι μόνον με λόγια, αλλά και εις την πράξιν τας βασάνους υπομένομεν; Συ είδες ύδωρ και πυρ εξ ουρανού κατελθόντα και άλλα θαυμάσια και ζητείς και άλλα; Όμως ας ίδης εν ακόμη παράδειγμα, δια να εννοήσης, ότι εγώ δεν βλάπτομαι από τας κολάσεις σου, διότι φυλάττομαι υπό του Θεού». Ταύτα ειπών, εζήτησε και του κατεσκεύασαν εν όργανον χαλκούν· ήτο δε τούτο ως θρονίον γυναικείον, έβαλε δε εις αυτό παιδίον τι και εκάθητο, αλλά πέριξ αυτού ήτο σκεπασμένον με το χάλκωμα, προσέταξε δε να το τοξεύουν οι στρατιώται· ρίψαντες δε εκείνοι όλα τα βέλη, εξέβαλον ύστερον το παιδίον αβλαβές, διότι ταύτα έπιπτον επί του χαλκώματος και επέστρεφον άπρακτα. Τότε είπε προς τον άρχοντα· «Καθώς δεν εβλάψατε τον παίδα ποσώς, αλλά μάλλον σεις εβασανίσθητε, ούτω και εμέ δεν θέλετε νικήσει ποτέ, όσας κολάσεις και αν μου δώσετε, διότι η δύναμις του Χριστού με περικυκλώνει με τείχος αδαμάντινον και δεν συλλογίζομαι τας βασάνους σας».Τότε θυμωθείς ο Αρριανός ηθέλησε να δείξη ψεύστην τον Άγιον και κρεμάσας αυτόν εις δένδρον, τον ετόξευσαν όλοι δυνατά, όσοι είχον τόξα και έρριψαν όλα τα βέλη επάνω του· όμως ο Άγιος ηύχετο προς τον Θεόν και δεν τον ήγγισαν, αλλ΄ έπιπτον μέρος μεν εξ αυτών εις το δένδρον, μέρος δε εις την γην, άλλα δε πάλιν εκρέμαντο θαυμασίως εις τον αέρα. Ο δε ηγεμών επλησίασε να ίδη το θαυμάσιον, αλλά καθώς ητένισε τον Φιλήμονα, θαύμα εις το θαύμα ηκολούθησε, διότι βέλος τι κατελθόν από του αέρος ενεσφηνώθη με τόσην ορμήν και δύναμιν εις τον δεξιόν οφθαλμόν τού άρχοντος, ώστε ετυφλώθη αμέσως· η δε τύφλωσις αύτη έγινε φώτισις ψυχής, ότι ούτως οικονομεί η πάνσοφος του Θεού σοφία. Πρότερον, όταν είχε τους οφθαλμούς, ήτο τυφλός εις την ψυχήν και ανόητος και επολέμει με τον Παντοδύναμον ο ανίσχυρος, νυν δε, τυφλός ων, εγνώρισε τον αληθέστατον Θεόν και προστάσσων να κατεβάσουν τον Άγιον, τον προσεκύνησε, παρακαλών να του δώση την ίασιν και να πιστεύση εις τον Χριστόν. Ο δε είπε προς αυτόν· «Εάν σε θεραπεύσω τώρα, θέλεις είπει ότι είμαι μάντις· αλλ΄ αφού αποθάνω, τότε λάβε χώμα από τον τάφον μου, χρίσε τον οφθαλμόν σου, επικαλούμενος τον Χριστόν, και αμέσως θέλεις λάβει μόνος σου την ίασιν». Τότε ο Αρριανός, έχων πόθον να θεραπευθή, προσέταξε να αποκεφαλίσουν τον Απολλώνιον και τον Φιλήμονα, λέγων· «Εάν είπε ψεύματα δια την ιατρείαν μου ο Φιλήμων, ιδού έκαμα την εκδίκησιν δίδων εις αυτόν τον θάνατον· εάν δε αληθεύση, λαμβάνω την ποθουμένην υγείαν πάραυτα». Μετά λοιπόν την τελευτήν και τον ενταφιασμόν των Αγίων, επήρεν ο ηγεμών χώμα εκ του τάφου των και χρίσας τον οφθαλμόν του, είπε ταύτα· «Εις το όνομά σου, Χριστέ Ιησού, δια τον οποίον εθανατώθησαν ούτοι, βάλλω εις τον οφθαλμόν μου το χώμα τούτο, και εάν αναβλέψω, θα είπω και εγώ, ότι πλην σου δεν υπάρχει άλλος Θεός κάμνων θαυμάσια». Ταύτα λέγων, έλαβε διπλήν την ίασιν και όχι μόνον έξωθεν εφωτίσθη, αλλά και κατά την ψυχήν περισσότερον και εβόα ταύτα αγαλλιώμενος· «Χριστιανός είμαι» και ηυχαρίστει τον Κύριον· έπειτα επήγεν εις τον οίκον του και εβαπτίσθη με όλους του παλατίου του, απηλευθέρωσε τους τριάκοντα εξ Χριστιανούς από την φυλακήν και επήρε με δύο Επισκόπους τα ιερά Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων και τα έβαλε με σινδόνας πολυτίμους και πολλά αρώματα εις τόπον έντιμον με πολλήν ευλάβειαν, έδωσε δε και πολλάς ελεημοσύνας εις πένητας και άλλα πολλά καλά ετέλεσεν. Εις ολίγον καιρόν ηκούσθη ο λόγος εις τα βασίλεια, ότι ο Αρριανός έγινε Χριστιανός· όθεν στέλλει ο βασιλεύς τέσσαρας από τους προτέκτορας να τον φέρουν εκεί, να μάθη την αλήθειαν· οι δε απελθόντες τον έδεσαν δια να τον παραλάβωσιν. Ο δε Άγιος έδωκεν εις αυτούς οκτακόσια νομίσματα, δια να τον υπάγουν εκεί όπου ήσαν τα ιερά Λείψανα των Αγίων, να προσευχηθή· όθεν επήγαν όλοι ομού και πίπτων κατά γης εφίλει τον τάφον ευλαβώς, δεόμενος να τον βοηθήσουν οι Άγιοι να μαρτυρήση δια τον Κύριον. Τότε παρευθύς εξήλθε φωνή εκ του τάφου, ήτις ωμοίαζε με την του Φιλήμονος και λέγει προς αυτόν· «Ανδρίζου, Αρριανέ, και μη φοβείσαι, διότι ο Δεσπότης σε προσκαλεί και σου πλέκει τον στέφανον του Μαρτυρίου· μετά σου δε θα μαρτυρήσουν και οι προτέκτορες (σωματοφύλακες) και θα λάβουν από τον Χριστόν, εις την Βασιλείαν Αυτού, μεγάλην αντάμειψιν». Ταύτα ακούσαντες όλοι εθαύμασαν· επιστρέψαντες δε πάλιν εις τον οίκον του Αρριανού, καθώς ούτος εζήτησεν, απήλαυσεν εκεί χάριν πλουσίαν από τον Θεόν και εγνώρισε τον τρόπον και τον καιρόν της τελειώσεως αυτού. Καλέσας δε και τους δούλους αυτού, προεφήτευσε τα μέλλοντα λέγων· «Έλθετε μετ΄ εμού εις την Αλεξάνδρειαν· έπειτα εγώ μεν θα υπάγω εις τον βασιλέα και κατά την ογδόην του αυτού μηνός τελειώνω τον αγώνα του Μαρτυρίου με την βοήθειαν του Κυρίου. Θα με ρίψουν δε με σάκκον εις την θάλασσαν· σεις όμως, ενθυμούμενοι καλώς τους λόγους μου τούτους, να έλθετε εις τον αιγιαλόν την ενδεκάτην του αυτού μηνός, κατά την έκτην ώραν, δια να παραλάβετε το Λείψανόν μου από την ράχιν ενός δελφίνος, που θα το φέρη και να το ενταφιάσητε ομού με τα Λείψανα των άλλων Αγίων Μαρτύρων». Ταύτα ειπών προς τους δούλους αυτού ο Άγιος απήλθεν εις τον Διοκλητιανόν, όστις τον υπεδέχθη το πρώτον με ιλαρότητα, έπειτα ηυτρέπισε λουτρόν έμπροσθεν εις τον ναόν του Απόλλωνος, εκεί δε ελούσθησαν ομού με τον Αρριανόν και εξελθόντες έξω του είπε να προσφέρη θυσίαν εις τον Απόλλωνα. Ο δε απεκρίνατο λέγων· «Πως είναι δυνατόν, ω βασιλεύ, να αφήσω τον αληθή Θεόν, από τον οποίον είδον τοιαύτα θαυμάσια, και να προσκυνήσω άψυχα και αναίσθητα είδωλα»; Τότε ο Διοκλητιανός ξεσκεπάζων την ψευδοσχηματισμένην πραότητα προστάσσει να τον δέσουν χείρας και πόδας και να κρεμάσουν εις όλον το σώμα του λίθους μεγάλους, έπειτα να τον ρίψουν εις χάσμα τι μέγα και εκεί να τον καταχώσουν από επάνω με λίθους και χώματα. Τούτου γενομένου, αυτός εκάθητο εις θρόνον υψηλόν, και έλεγε λόγια βλάσφημα κατά του Χριστού ο δείλαιος· έπειτα δε προσέθεσε και ταύτα· «Τώρα θα ίδωμεν εάν έλθη ο Χριστός να τον βοηθήση και να τον λυτρώση από τας χείρας μου». Αυτά και έτερα λέγων ο σαπρός σκώληξ με πολλήν υπερηφάνειαν, εκάθισεν εις τον ίππον του, δια να υπάγη εις τα βασίλεια. Όταν όμως έφθασεν εις το δωμάτιόν του δια να αναπαυθή, βλέπει, ω Δέσποτα των απάντων Χριστέ Βασιλεύ! Θέαμα φρικτόν και εξαίσιον, από μόνην την Σην ανεξερεύνητον δύναμιν δυνάμενον να πραγματοποιηθή. Είδε, δηλαδή κρεμασμένους εις την βασιλικήν κλίνιν τους λίθους και τα σχοινία, με τα οποία είχε δεδεμένον τον Μάρτυρα, όταν τον έρριψαν εις το φοβερόν εκείνο χάσμα, αυτός δε ο Αρριανός έκειτο επί της κλίνης αναπαυόμενος. Ταύτα ιδών ο Διοκλητιανός εφοβήθη, νομίζων, ότι κάποιος από τους άρχοντάς του, επήρε τυραννικώς το βασίλειον· όθεν ήρχισε να φωνάζη, δια να δράμουν οι δούλοι του να τον βοηθήσουν, ο δε Άγιος του λέγει με πραότητα· «Μη συγχύζεσαι, διότι δεν σε επεβουλεύθη κανείς, αλλά είμαι εγώ ο Αρριανός ο ηγεμών της Θηβαϊδος, τον οποίον έρριψας εις το χάσμα, έπειτα έλεγες, ότι δεν ηδύνατο ο Χριστός να με λυτρώση από τας χείρας σου». Τότε έμεινεν άφωνος ώραν πολλήν και έμφοβος· έπειτα εξελθών έξω εφώναζεν ως δαιμονιζόμενος, λέγων, ότι οι Χριστιανοί ήσαν μάντεις και γόητες και άλλα παρόμοια φλυαρήματα· έπειτα προστάσσει να βάλουν τον Άγιον εις σάκκον και κατόπιν να τον γεμίσουν άμμον και να τον ρίψουν βαθειά εις το πέλαγος.Τότε παρρησιάζονται και οι προαναφερθέντες τέσσαρες άρχοντες, ήτοι οι προτέκτορες, οι οποίοι ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον επίστευσαν εις τον Χριστόν και ενεθυμούντο την περί τούτου πρόρρησιν του Αγίου Φιλήμονος. Αφού λοιπόν προσήλθον εις τον τύραννον τον ήλεγξαν λέγοντες· «Διατί καταδικάζεις τον δίκαιον, άδικε, χωρίς να πράξη τι πταίσιμον; Ο Χριστός είναι ο αληθής Θεός, όστις ενεργεί τοιαύτα θαυμάσια και μη κοπιάς ανωφελώς, διότι καν υποκάτω εις τα όρη και τα υψηλά βουνά τον καταχώσης, καν εις το βάθος της θαλάσσης τον καταποντίσης, καν άλλο δεινότερον κακόν πράξης κατ΄ αυτού, ο Χριστός, ως αληθής Θεός, είναι δυνατός να τον αναστήση, καθώς εγνώρισες σήμερον από τον άρχοντα Αρριανόν, με τον οποίον και ημείς είμεθα πρόθυμοι να αποθάνωμεν δια τον Χριστόν· και πιστεύομεν ότι καθώς αυτόν εξέβαλεν από το βυθόν της γης, εις τον οποίον ήτο καταχωσμένος με τόσους λίθους, ούτω δύναται ν΄ αναστήση και ημάς και να μας δώση ζωήν καλλιτέραν και αιώνιον». Λέγει προς αυτούς ο τύραννος ειρωνευόμενος· «Εγώ και πρότερον, όταν ετηρούσατε τας εντολάς μου, ικανοποιούσα όλα τα αιτήματά σας, δια να μη σας πικραίνω, ως να ήμην πατήρ σας· όθεν και τώρα πάλιν δεν θα σας λυπήσω, αλλά θα σας δώσω τον θάνατον του Αρριανού προθυμότατα». Τότε ο πρεσβύτερος των προτεκτόρων, την κλήσιν Θεότυχος, απεκρίνατο· «Ο Θεός ο αληθινός, τον οποίον προσκυνούμεν και δια τον οποίον λαμβάνομεν θάνατον, να σου δώση την πρέπουσαν αντάμειψιν της αγάπης αυτής, την οποίαν μας έδειξες· πλην και ταύτην την χάριν παρακαλώ να μου κ΄μη η βασιλεία σου· τα πράγματά μου όλα ν΄ αφήσης να διαμοιρασθώσιν εις δύο μέρη, το εν να δοθή εις τα βασίλεια και το άλλο να διαμοιρασθή εις χήρας και ορφανά». Ταύτα λέγοντος του Θεοτύχου, είπον προς αυτόν οι επίλοιποι· «Ας αφήσωμεν, αδελφοί, άπαντα εις την άνω Πρόνοιαν και Αυτός ο Θεός θέλει οικονομήσει ως βούλεται· ημείς δε ας φροντίσωμεν δια το τέλος μας». Τότε ο βασιλεύς ίστατο συλλογιζόμενος και θαυμάζων επί ώραν πολλήν την προθυμίαν, την οποίαν είχον δια τον θάνατον. Ο δε Αρριανός, βλέπων τον βασιλέα συλλογιζόμενον, εφοβήθη μήπως μεταβάλη γνώμην και δεν τους θανατώση· όθεν λέγει προς αυτόν· «Μη σε πλανά ο διάβολος και έχης ελπίδα τινά από εμάς, διότι ημείς δεν μεταβάλλομεν γνώμην, έστω και αν μας έδιδες μυρίους θανάτους». Όθεν ο τύραννος βλέπων την στερεάν των γνώμην απηλπίσθη τελείως και δίδει κατ΄ αυτών την τελευταίαν απόφασιν, να τους βάλουν εις σάκκους έκαστον χωριστά και να γεμίσουν τους σάκκους με άμμον, έπειτα να τους ρίψουν εις το πέλαγος· τούτου δε ούτω γενομένου επληρώθη η προφητεία του Αγίου Φιλήμονος. Αλλά και πάλιν άλλο θαυματούργημα έγινε τότε· καθώς δηλαδή τους έρριψαν οι στρατιώται εις την θάλασσαν, εφάνη θηριόψαρον μέγα πολύ και θαυμάσιον, ομοιάζον με δελφίνα· ούτος εσήκωσε και τους πέντε σάκκους εις την ράχιν του με τρόπον θαυμάσιον και τρέχων ως ταχύπλοον πλοίον, τους επήγεν εις την Αλεξάνδρειαν, εκεί δε εις τον αιγιαλόν ανέμενον οι παίδες του Αρριανού, καθώς εκείνος τους προσέταξεν, οίτινες ιδόντες τον δελφίνα εξεπλάγησαν και δια το μέγεθος το οποίον είχε και διότι ίσταντο επάνω αυτού οι σάκκοι με τόσην ασφάλειαν και δεν εγλύστρων να πέσωσιν εις την θάλασσαν· έτι δε ενθυμούμενοι, ότι ο αυθέντης των Αρριανός τούς είπε μόνον δια το ιδικόν του Λείψανον, αυτά δε ήσαν πέντε, διηπόρουν θαυμάζοντες. Τότε ακούουν φωνήν εκ Θεού ήτις τους λέγει· «Λάβετε το Λείψανον του αυθέντου σας και τα άλλα τέσσαρα των Προτεκτόρων και βάλετε αυτά ομού με τα Λείψανα των Αγίων μου Ασκλά και Λεωνίδους». Τότε ο δελφίν πλησιάσας απέθεσε μετά σεβασμού τους σάκκους εις τον αίγιαλόν και επέστρεψε πλέων οπίσω εις το πέλαγος. Λαβόντες οι δούλοι τα άγια Λείψανα έβαλαν αυτά εις λέμβον και έπλεον και έπλεον τον ποταμόν επί τρία ημερονύκτια· όταν δε ήσαν εις την μητρόπολιν των Αντινοϊτών, εις την οποίαν ήτο θέλημα Θεού να μείνουν τα άγια Λείψανα, εστάθη η λέμβος με γεμάτα ιστία και δεν εσάλευε τελείως· οι δε σύντροφοι όλοι εκοιμώντο. Τότε ήλθε φωνή τις λέγουσα δις· «Θεοδοτίων (ούτω ωνομάζετο ο κυβερνήτης του πλοίου), εδώ είναι θέλημα του Θεού να μείνουν τα Λείψανα». Έξυπνος δε γενόμενος ο Θεοδοτίων και βλέπων την λέμβον ως δεδεμένην, εξήλθεν έξω και φθάσας εις την πόλιν, ανήγγειλε την υπόθεσιν· οι δε εγχώριοι έδραμον λαμπαδηφόροι με θυμιάματα ψάλλοντες και υμνολογούντες τον Κύριον· και ούτω λαμπρώς και ευλαβώς ενεταφίασαν αυτά εις τον τόπον, τον οποίον ο Θεός ωκονόμησε και εις τον οποίον καθ΄ εκάστην γίνονται εις τους ασθενείς ιάματα και άλλα θαυμάσια, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός και μόνου Θεού. Ω πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου