Θεοσέβιος ο Όσιος Πατήρ ημών, ο Αρσινοϊτης, εγεννήθη εις την κώμην Αρσινόην κειμένην πλησίον της Παφίας της Μαιλάνδρας της μεγαλονήσου Κύπρου εξ ευσεβών και ευπόρων γονέων, Μιχαήλ και Άννης καλουμένων, είχε δε και αδελφόν τον Όσιον Αρκάδιον τον μετέπειτα Επίσκοπον Αρσινόης, τον εορταζόμενον κατά την κθ΄ (29ην) Αυγούστου. Ενώ δε ο αδελφός του Αρκάδιος εστάλη από τους γονείς του εις Κωνσταντινούπολιν δι’ ανωτέραν μόρφωσιν και μαθημάτων παιδείαν, ούτος παρέμεινε πλησίον των γονέων του ποιμαίνων τα πρόβατα και διαπρέπων εν αρετή και ευσεβεία. Ελθών δε εις γάμον μετά τινος κόρης εκ του χωρίου Φιλούσης καταγομένης έπεισεν αυτήν ίνα διάγωσι τον βίον αυτών ως αδελφοί. Επειδή όμως ο Άγιος είχε τον λογισμόν αυτού όλως εστραμμένον εις τον Θεόν, εύρεν εις το όρος, εις το οποίον εποίμαινε τα πρόβατα εν σπήλαιον, εις το οποίον εισερχόμενος ηγωνίζετο δια προσευχής, νηστείας και αγρυπνίας καταδαμάζων το σώμα και δουλαγωγών αυτό προς τα κρείττονα.
Αλλά και όταν εξήρχετο του σπηλαίου προς καθοδήγησιν του ποιμνίου, την αυτήν αυστηράν άσκησιν διήρχετο διανέμων και τον άρτον αυτού εις τους πτωχούς, τόσον δε μόνον εκράτει, ώστε να μη αποθάνη της πείνης. Εάν δε κατά τινα ημέραν δεν εύρισκε πτωχόν δια να δώση τον άρτον, τον οποίον του έδιδον δι’ αυτόν εκ του οίκου του, τότε διένεμεν αυτόν εις τα πετεινά του ουρανού δια να επιτελή πάντως την ελεημοσύνην και να χαλιναγωγή το σώμα. Ούτω λοιπόν εναρέτως και οσίως πολιτευόμενος πάσας τας ημέρας της ζωής του έφθασε και εις το τέλος της παρούσης προσκαίρου ζωής, το οποίον προεγνώρισεν εκ θείας αποκαλύψεως. Όθεν ανελθών εις το σπήλαιον και ικανώς εν αυτώ προσευξάμενος παράδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Μετά δε την οσίαν αυτού κοίμησιν συναγαγών ο κύων αυτού, δια των υλακών του, το ποίμνιον κατεβίβασεν αυτό εις το χωρίον και το ωδήγησεν εις τον οίκον του. Οι δε γονείς του Αγίου βλέποντες τούτο, ουχί δε και τον Θεοσέβιον, εξήλθον εις αναζήτησιν αυτού, επί τριήμερον δε ερευνώντες ουδέν ανεύρον· κατόπιν όμως οδηγηθέντες από τας υλακάς του κυναρίου ανήλθον εις το σπήλαιον και εύρον εκεί το άγιον λείψανον δροσερόν και ευωδιάζον, εναγκαλισθέντες δε αυτό και κατασπασάμενοι εδοκίμασαν να το παραλάβωσι δια να το κηδεύσωσιν, αλλά δεν ηδυνήθησαν. Κατ’ εκείνην δε την νύκτα εμφανισθείς ο Άγιος κατ’ όναρ εις τον πατέρα αυτού του λέγει· «Μη με απαγάγητε από του τόπου τούτου αλλ’ ενταύθα κηδεύσατέ μου το σώμα». Όθεν ποιήσαντες κατά την εντολήν του Αγίου ενεταφίασαν εκεί εις το σπήλαιον το ιερόν του Αγίου λείψανον, κατόπιν δε και Ναόν επ’ ονόματι αυτού ωκοδόμησαν εις δόξαν Θεού, έκτοτε δε ο τόπος εκείνος κατέστη και παραμένει πηγή δαψιλούς χάριτος ιαμάτων δια του Αγίου ενεργουμένων. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου