Θεόφιλος ο μακάριος Πατήρ ημών ήκμασε κατά τους χρόνους κατά τους οποίους εξέσπασεν η πρώτη εικονομαχία επί Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου, του εν έτει ψιζ΄ (717) βασιλεύσαντος, γεννηθείς εις τι χωρίον, κείμενον πλησίον της Τιβεριουπόλεως, η οποία σήμερον ονομάζεται βουλγαριστί Στρώμνιτσα, και απέχον απ’ αυτής τρία περίπου στάδια. Οι γονείς του ήσαν ευσεβείς και Ορθόδοξοι Χριστιανοί, δια τούτο όταν έγινε τριών χρόνων και τον εβάπτισαν, τον επήγαν εις το όρος το καλούμενον Σελέντιον, ευρόντες δε εκεί τον Οσιώτατον Πατέρα Στέφανον, έλαβον την ευλογίαν εκείνου και πάλιν επέστρεψαν εις τον οίκον των. Από τότε δε εσχόλαζεν ο ιερός ούτος παις εις τα ιερά γράμματα. Φθάσας ο Άγιος εις το δέκατον τρίτον χρόνον της ηλικίας του ανέβη ημέραν τινά εις τον προρρηθέντα Όσιον Στέφανον, όστις βλέπων τον νέον είπε προς αυτόν· «Δια ποίαν αιτίαν, ω τέκνον, ήλθες προς ημάς»; Ο νέος απεκρίθη· «Εκάλεσάς με, ω τίμιε Πάτερ, και δια τούτο αφήκα τους γονείς μου και ήλθον». «Και πότε σε εκάλεσα; Του είπεν ο Όσιος· και τι σου είπον»; Ο νέος απεκρίθη· «Ενώ ευρισκόμην εις τον αγρόν του πατρός μου, ήκουσα ότι μοι έλεγες· «Τέκνον Θεόφιλε, εμάκρυνας από τον Κύριον, όστις λέγει: «Άρον τον Σταυρόν σου και ακολούθει μοι». Τρωθείς λοιπόν εις την καρδίαν από τον λόγον σου τούτον, σε ηκολούθουν, ω Πάτερ, έως εις την θύραν του κελλίου σου· και ευθύς την μεν θύραν είδον κεκλεισμένην, συ δε έγινες άφαντος από τους οφθαλμούς μου, και εγώ ευρέθην μόνος. Και λοιπόν φαίνεταί μοι, ω Πάτερ άγιε, ότι από την ομοιότητα, την οποίαν έχει η τωρινή λαλιά σου, με εκείνην την οποίαν τότε ήκουσα, συ ο ίδιος είσαι ο καλέσας με και όχι άλλος. Όθεν, σε παρακαλώ, μη με αποστραφής τον δούλον σου, όστις ζητώ την σωτηρίαν μου».
Τότε ο Όσιος, ευχαριστήσας τον Θεόν, εδέχθη τον νέον και εδίδασκεν αυτόν την άσκησιν και τάξιν της μοναδικής πολιτείας τρεις χρόνους. Αφ’ ου δε οι τρεις χρόνοι παρήλθον, εκάλεσεν ο Όσιος τον Ηγούμενον της εκεί Λαύρας και παρέδωκεν εις αυτόν τον νέον, τον οποίον παραλαβών ο Ηγούμενος έκειρεν αυτόν Μοναχόν. Οι δε γονείς του Θεοφίλου δεν ημέλουν, αλλά ηρεύνων εις διάφορα μέρη, δια να εύρωσι τον κρυπτόμενον υιόν των. Μόλις δε και μετά βίας μετά παρέλευσιν χρόνων τινών, μαθόντες ότι ευρίσκεται εις το εν Σελεντίω Μοναστήριον, επήγαν εις αυτό και παρεκάλουν ολοψύχως τον Ηγούμενον να αφήση τον υιόν των να φανερωθή εις αυτούς, ο δε Ηγούμενος δεν συγκατένευσεν εις την παράκλησίν των· επειδή δε έβλεπε την λύπην και την υπερβολικήν και ανυπόφορον θλίψιν αυτών, ηναγκάσθη και χωρίς να θέλη έδειξεν εις αυτούς τον Θεόφιλον. Ευθύς δε ως είδον τούτον οι γονείς του ήρχισαν να θρηνώσιν ομού και να χαίρωσιν εναγκαλιζόμενοι αυτόν και κατασπαζόμενοι. Και τι λόγους δεν έλεγον ή τι κινήματα δεν έπραττον, όσα ήσαν αρκετά να κινήσουν εις δάκρυα και αυτά σχεδόν τα άψυχα και αναίσθητα. Αφ’ ου δε συνεχάρησαν μετά του υιού των επί τινας ημέρας και εγνώρισαν καλώς, ότι ήτο εστολισμένος με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, ήτις κατώκει εις αυτόν, τότε ήρχισαν να βεβαιώνωσι τον Ηγούμενον με όρκους ότι γυρίζοντες εις τον οίκον των εξάπαντος θα λάβωσι μεθ’ εαυτόν και τον Θεόφιλον, έλεγον δε και ταύτα· «Ημείς, τίμιε Πάτερ, παλαιόθεν εποθούμεν να κτίσωμεν Μοναστήριον με ιδικά μας έξοδα· και λοιπόν τώρα είναι ο επιτήδειος καιρός δια να κτίσωμεν τούτο και να βάλωμεν εις αυτό τον υιόν μας, ίνα σχολάζη και λατρεύη τον Θεόν». Αλλ’ ο Ηγούμενος εις την αρχήν μεν δεν ήθελε να τον αφήση, ύστερον δε εφανέρωσε τούτο και εις τους αδελφούς του Μοναστηρίου, οίτινες έκριναν εύλογον να παρακαλέσουν τον Θεόν με τριήμερον νηστείαν και ολονύκτιον αγρυπνίαν, και ούτως άνωθεν να δοθή η λύσις της τοιαύτης υποθέσεως. Γενομένης λοιπόν της νηστείας και αγρυπνίας, ω των πολλών και θαυμασίων έργων σου Κύριε! Ιδού ακούεται άνωθεν του Ναού φωνή έναρθρος προστάζουσα να αφήσωσι τον ζητούμενον Θεόφιλον να υπάγη με τους γονείς του· όθεν λαβόντες οι γονείς τον ποθούμενον υιόν ομού μετ’ άλλων αδελφών του Μοναστηρίου, επέστρεψαν χαίροντες εις τον οίκον των. Μετά παρέλευσιν ολίγου χρόνου εκτίσθη από τους γονείς του Θεοφίλου το Μοναστήριον, εις το οποίον ευρίσκετο ο Άγιος χρόνους αρκετούς ασκητικώς πολιτευόμενος· επειδή δε ο κοινός εχθρός όλων των ανθρώπων, ο φθονερός διάβολος, ποτέ δεν ησυχάζει, δια τούτο εισήλθεν εις δυσώνυμον θηρίον, ήτοι εις τον Ίσαυρον Λέοντα και εκίνησε πόλεμον μέγαν κατά των αγίων Εικόνων, κατά το έτος ψκζ΄ (727). Όθεν αυτός ακούσας περί του Οσίου Θεοφίλου, προσέταξε να τον παραστήσωσιν ενώπιόν του. Παρασταθείς δε ο Όσιος και ομολογήσας, ότι πρέπει να προσκυνώνται αι άγιαι Εικόνες, δια τούτο κατά προσταγήν του τυράννου εδάρη με βούνευρα. Έπειτα εδέθη οπίσω τας χείρας και με βίαν αναγκάζεται να υπάγη εις την Νίκαιαν ομού με τον Όσιον Λογγίνον τον στυλίτην. Φθάσαντες δε οι Άγιοι εις την Νίκαιαν, παρεστάθησαν εις το κριτήριον· ο δε κριτής προστάσσει τότε ο μεν μακάριος Λογγίνος να απλωθή ανάσκελα εις την γην και επάνω εις την κεφαλήν του να βάλωσι τας ιεράς Εικόνας, τας οποίας είχε μετ’ αυτού, και να τας κατακαύσωσι. Ο δε θαυμαστός Θεόφιλος, του οποίου την παρρησίαν και τον έλεγχον δεν ηδυνήθη να υποφέρη ο δυσσεβής, ετεντώθη σταυροειδώς επάνω εις δύο στύλους και κατεξεσχίσθη εις τα έμπροσθεν και όπισθεν μέλη του σώματος με ξηρά βούνευρα. Ότε δε ο αιμοσταγής τύραννος είδεν, ότι έτρεχεν ως βρύσις το αίμα από το σώμα του και εκοκκίνισεν η γη, τότε εσηκώθη από τον θρόνον του και μόνος του ο αλιτήριος έδερε τον Άγιον ώραν πολλήν εις το πρόσωπον· αφ’ ου δε έπαυσεν από το να δέρη αυτόν, προστάσσει να τον υποδέσωσι με υποδήματα σιδηρά πυρακτωμένα και να τον αναγκάζωσι να τρέχη έμπροσθέν του. τότε ο άρχων, ο καλούμενος υπατικός, εντραπείς την αρετήν του Αγίου, του λέγει· «Άραγε, Θεόφιλε, συ μόνος και οι σύντροφοί σου είσθε μωροί και ανόητοι και έχετε τόσον ζήλον εις το να προσκυνήτε τας Εικόνας, ή ο βασιλεύς είναι μωρός και όλοι ημείς όσοι εξουσιάζομεν»; Ο Άγιος είπεν· «Εάν θέλης, ας εξετάσωμεν εκ των Αγίων Γραφών το περί των Εικόνων ζήτημα και ας διαλεχθώμεν περί αυτού, διότι γνωρίζω ότι ακριβώς γινώσκεις τας Γραφάς. Και εάν συ με ευλόγους απολογίας με πείσης, εγώ αποβάλλω την προσκύνησιν των Εικόνων, ει δε συ πεισθής από τους ιδικούς μου λόγους, ότι είναι εύλογος η των Εικόνων προσκύνησις, άραγε θέλεις προσκυνήσει»; Ο άρχων είπεν· «Αναμφιβόλως θέλω τας προσκυνήσει». Τότε ο Άγιος χαροποιηθείς ήρχισε να διαλέγεται περί τιμής και σχέσεως των σεβασμίων Εικόνων, ο δε άρχων, πεισθείς εις τους λόγους του, είπε προς τον Όσιον· «Εγώ μεν, ω τίμιε Γέρον, θέλω σπουδάσει να πείσω τον βασιλέα, δια να συμφωνήση εις το φρόνημα τούτο και να προσκυνή τας αγίας Εικόνας, συ δε έχε από εμέ την άδειαν και ελευθερίαν και επίστρεψον εις το κελλίον σου». Ο δε Άγιος έγινε περίλυπος, διότι δεν ετελείωσε τον δρόμον του Μαρτυρίου, πλην πάλιν έχων τας δια τον Χριστόν πληγάς εις το σώμα του, έχαιρεν. Επιστρέψας δε εις το Μοναστήριον, επροξένησε μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν εις τους αδελφούς και φίλους και συγγενείς και εις όλους τους πλησιοχώρους. Αφ’ ου δε παρήλθεν ολίγος καιρός, ύστερον από την εις το Μοναστήριον αθλητικήν του επιστροφήν, εγνώρισεν ο αοίδιμος ότι έχει να μεταβή από τα γήϊνα ταύτα εις τα ουράνια. Όθεν καλώς διαθέσας τας του Μοναστηρίου υποθέσεις και κατηχήσας και διδάξας και ασπασάμενος όλους τους αδελφούς, απήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου