Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ηθέλησε να παραλάβη παρ’ εαυτώ την Μητέρα Του, τότε εφανέρωσεν εις αυτήν προ τριών ημερών δι’ Αγγέλου (όστις λέγουσιν ότι ήτο ο Αρχάγγελος Γαβριήλ) την από γης εις ουρανόν μετάστασιν αυτής. Ελθών δε προς αυτήν ο Άγγελος είπε· «Τάδε λέγει ο Υιός σου – Καιρός είναι να παραλάβω πλησίον μου την Μητέρα μου – Όθεν μη ταραχθής δια τούτο, αλλ’ ευφροσύνως δέξαι το μήνυμα, επειδή μεταβαίνεις εις ζωήν αθάνατον». Τούτο μαθούσα η Θεοτόκος εχάρη χαράν μεγάλην, και φλεγομένη υπό του πόθου να μεταβή προς τον Υιόν της, ανέβη μετά σπουδής και προθυμίας εις το όρος των Ελαιών, ίνα προσευχηθή (διότι η πανύμνητος είχε τοιαύτην συνήθειαν, να αναβαίνη συχνότατα εις το όρος τούτο). Εγένετο δε θαύμα παράδοξον κατά την εκεί ανάβασιν της Θεοτόκου, διότι έκλιναν την κορυφήν αυτών τα δένδρα, τα εν τω όρει πεφυτευμένα, ως να ήσαν έμψυχα και λογικά, και ούτω προσεκύνησαν και απέδωκαν, κατά το πρέπον, σέβας και τιμήν εις την Κυρίαν και Δέσποιναν του κόσμου. Αφού δε η Πανάχραντος προσηυχήθη επ’ αρκετόν, επανήλθεν εις τα ίδια, και, ω του θαύματος!
Παρευθύς εσείσθη όλη η οικία. Έπειτα ανάψασα η Δέσποινα φώτα πολλά και ευχαριστήσασα τον Θεόν, εκάλεσε τας συγγενείς αυτής και γείτονας· καθαρίζει τον οίκον της, ευτρεπίζει την νεκρικήν κλίνην, και ετοιμάζει όλα τα προς την ταφήν αναγκαία. Φανερώνει δε και εις τας άλλας γυναίκας τους λόγους τους οποίους ελάλησε προς αυτήν ο Άγγελος περί της εις ουρανούς μεταστάσεώς της, και εις πληροφορίαν και πίστωσιν των λεγομένων δεικνύει εις αυτάς το χαροποιόν και νικητικόν σημείον, το οποίον έλαβε παρά του Αγγέλου· τούτο δε ήτο κλάδος φοίνικος. Αι προσκεκλημέναι γυναίκες, ακούσασαι το λυπηρόν τούτο μήνυμα, εθρήνουν και έβρεχον με δάκρυα το πρόσωπον αυτών, οδυρόμεναι με φωνάς σπαρακτικάς, παύσασαι όμως τους θρήνους, παρεκάλουν την Δέσποιναν να μη τας αφήση ορφανάς. Η δε Θεοτόκος τας εβεβαίωσεν, ότι, και αφού μεταστή εις τους ουρανούς, θέλει διαφυλάττει όχι μόνον αυτάς, αλλά και όλον τον κόσμον· όθεν δια των τοιούτων παραμυθητικών λόγων διεσκέδασε την υπερβάλλουσαν θλίψιν των. Έπειτα διώρισεν η Πάναγνος περί των δύο φορεμάτων της, να λάβωσι δηλαδή ανά εν εκάστη των δύο χηρών, αι οποίαι ήσαν σχετικαί προς αυτήν και φίλαι και ετρέφοντο παρ’ αυτής. Ενώ δε ταύτα διέτασσεν η πανάμωμος, ω του θαύματος! Ηκούσθη αίφνης ήχος δυνατής βροντής, και ευθύς συνεπυκνώθησαν εκεί πλείστα όσα νέφη, τα οποία αρπάσαντα εκ των περάτων της οικουμένης άπαντας τους Αποστόλους, έφεραν αυτούς εις την οικίαν της Θεοτόκου. Μετά των Αποστόλων δε ήλθε και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, ο Άγιος Ιερόθεος, διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος και οι λοιποί θεόσοφοι Ιεράρχαι, επί των νεφελών φερόμενοι. Ούτοι δε άμα μαθόντες την αιτίαν, δια την οποίαν αιφνιδίως και παραδόξως συνήχθησαν, έλεγον προς την Θεοτόκον ταύτα· «Σε, Δέσποινα, βλέποντες ημείς ζώσαν και διαμένουσαν εν τω κόσμω, παρηγορούμεθα, ως αν εβλέπομεν τον Υιόν σου και Δεσπότην ημών και διδάσκαλον. Επειδή δε τώρα τη βουλή του Υιού και Θεού σου μεταβαίνεις εις τα ουράνια, δια τούτο θρηνούμεν, ως βλέπεις, και δακρύομεν, καίτοι άλλως χαίρομεν δια τα επί σοι οικονομούμενα». Ταύτα δε λέγοντες, έβρεχον με δάκρυα το πρόσωπόν των. Τότε η Θεοτόκος απεκρίθη προς αυτούς· «Ω φίλοι και μαθηταί του εμού Υιού και Θεού, μη μεταβάλλετε εις πένθος και λύπην την χαράν μου, αλλά ενταφιάσατε το σώμα μου, καθώς εγώ θέλω το προετοιμάσει επί του νεκροκραββάτου». Όταν δε ετελείωσε τους λόγους τούτους, ιδού φθάνει και ο θεσπέσιος Απόστολος Παύλος, το σκεύος της εκλογής, όστις πεσών εις τους πόδας της Θεομήτορος προσεκύνησεν αυτήν, ανοίξας δε το στόμα του την ενεκωμίασε με πολλά και ουράνια εγκώμια λέγων· «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής και του εμού κηρύγματος η υπόθεσις, διότι καίτοι εγώ δεν είδον σωματικώς επί της γης τον Υιόν σου, Σε όμως βλέπων ενόμιζον ότι βλέπω εκείνον τον ίδιον». Μετά ταύτα αποχαιρετά όλους η Παρθένος, ανακλίνεται επί του νεκροκραββάτου, σχηματίζει το πανάχραντον αυτής σώμα καθώς ηθέλησε, προσφέρει δεήσεις και ικεσίας εις τον Υιόν της δια την σύστασιν και ειρήνην όλου του κόσμου, πληροί τους Αποστόλους και Ιεράρχας εκ της ευλογίας του Υιού της, της δι’ αυτής διδομένης εις τους ανθρώπους, και ούτως αφήνει εις τας χείρας του Υιού και Θεού της την ολόφωτον και παναγίαν ψυχήν της. Τότε ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος ήρχισε πρώτος να εκφωνή εις την Θεοτόκον εγκώμια επιτάφια, οι δε λοιποί Απόστολοι ήγειραν το νεκροκράββατον, και άλλοι μεν προεπορεύοντο κρατούντες λαμπάδας και φώτα και ψάλλοντες ύμνους, άλλοι δε παρηκολούθουν, προπέμποντες εις τον τάφον το θεοδόχον σώμα της Θεομήτορος. Τότε δη και οι Άγγελοι ηκούοντο ψάλλοντες εν Ουρανοίς, και αι φωναί των Ασωμάτων Δυνάμεων επλήρουν την ατμόσφαιραν. Όλα δε ταύτα μη υποφέροντες να βλέπωσι και να ακούωσιν οι φθονεροί άρχοντες των Ιουδαίων, παρεκίνησάν τινας εκ του λαού και έπεισαν αυτούς να κρημνίσωσιν εις την γην το ιερόν νεκροκράββατον, επί του οποίου εφέρετο το ζωαρχικόν σώμα της Θεοτόκου· αλλ’ όμως η θεία δίκη επρόφθασε και ετιμώρησε τους τούτο τολμήσαντας, τυφλώσασα πάντων τους οφθαλμούς. Ένα δε εξ αυτών εστέρησεν όχι μόνον των οφθαλμών, αλλά και των χειρών του, καθότι αυτός μετά περισσοτέρας θρασύτητος ή οι άλλοι ώρμησε και ασεβώς ήγγισε την ιεράν εκείνην κλίνην· έμειναν δε κρεμασμέναι εις την κλίνην αι τολμηραί χείρες του, τας οποίας η σπάθη της θείας δίκης απέκοψεν. Έγινε λοιπόν ο τάλας εκείνος ελεεινόν και αξιοδάκρυτον θέαμα· πιστεύσας όμως ύστερον εξ όλης ψυχής όχι μόνον αυτός ιατρεύθη και αποκατέστη υγιής, ως πρότερον, αλλά και εις τους άλλους, οι οποίοι ετυφλώθησαν, έγινεν αίτιος ιατρείας και σωτηρίας, διότι λαβών μικρόν τεμάχιον εκ του ιματίου της Θεοτόκου, και επιθέσας αυτό επί των τυφλωθέντων, ω του θαύματος! Ιάτρευσεν αυτούς εκ του πάθους της τυφλότητος και εκ του πάθους της απιστίας. Φθάσαντες δε οι Απόστολοι εις το χωρίον Γεθσημανή ενεταφίασαν το πάναγνον σώμα της Θεοτόκου, και τρεις ημέρας προσμένουσιν εκεί, ακούοντες ακαταπαύστως, καθ’ όλον το χρονικόν τούτο διάστημα, τους ύμνους και τας μελωδίας των Αγίων Αγγέλων. Επειδή δε, κατά θείαν οικονομίαν, ως λέγεται, εις εκ των Αποστόλων (ο Θωμάς ως οι πλείστοι διϊσχυρίζονται) δεν παρευρέθη εις την κηδείαν του ζωαρχικού σώματος της Θεομήτορος, αλλ’ ήλθε την τρίτην ημέραν, πολύ ελυπείτο επειδή δεν ηξιώθη να γίνη και αυτός αυτόπτης των όσων ηξιώθησαν να ίδωσιν οι λοιποί Απόστολοι· όθεν κοινή ψήφω οι Απόστολοι άπαντες ηνέωξαν τον τάφον, ίνα προσκυνήση το σώμα της Θεοτόκου ο καθυστερήσας Απόστολος. Τότε δε εξέστησαν άπαντες, διότι εύρον κενόν μεν τον τάφον, μόνον δε την σινδόνα περιέχοντα, ήτις έμεινε παραμυθία δια την μέλλουσαν λύπην των Αποστόλων και μαρτυρία και απόδειξις αψευδής της εκ του τάφου μεταθέσεως της Θεοτόκου, επειδή και μέχρι σήμερον ο εν τη πέτρα εσκαμμένος τάφος αυτής φαίνεται και προσκυνείται κενός σώματος εις δόξαν και τιμήν της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. Τελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εν τω σεβασμίω οίκω των Βλαχερνών, πανηγυρίζεται δε και εις όλας τας κατά τόπους Εκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου