Παμβώ
ο Μέγας Όσιος ησκήτευεν εις το όρος της Νιτρίας. Εγένετο δε και διδάσκαλος
Διοσκόρου του Επισκόπου και του Άμμωνος, και Ιωάννου του ανεψιού Δρακοντίου,
του θαυμασίου εκείνου. Μεγάλα όντως και θαυμαστά ήσαν τα προτερήματα, οι αγώνες
και τα κατορθώματα του τρισμάκαρος Οσίου Παμβώ. (Ενοχληθείς ποτε ο Όσιος Παμβώ
υπό του δαίμονος της βλασφημίας, και παρακαλών υπέρ τούτου τον Θεόν, ήκουσε
φωνήν άνωθεν λέγουσαν εις αυτόν· «Παμβώ, Παμβώ, μη αθύμει επί αλλοτρία αμαρτία,
αλλά περί των σων φρόντισον πράξεων, τας δε του πονηρού βλασφημίας επ’ αυτόν
κατάλιπε»). Και εις τα τόσα προτερήματα και τας αρετάς του, τοσούτον κατεφρόνει
τα χρήματα, όσον ο Κύριος παρήγγειλε τοις Αποστόλοις να μη έχουν ράβδον ιδικήν
των.
Δια τούτον τον μακάριον Παμβώ διηγείτο η Αγία Μελάνη ταύτα· «Επειδή ήλθον, (λέγει η Αγία Μελάνη) από την Ρώμην εις την Αλεξάνδρειαν, και έμαθον δια τούτον τον Όσιον από τον μέγαν Ισίδωρον τον Ξενοδόχον, εζήτησα και μου έδωκεν οδηγούς και με έφεραν εις την έρημον προς αυτόν. Έφερα δε τότε μαζί μου πλούτον πολύν, έως τριακοσίας λίτρας αργύρου και τον παρεκάλεσα να τον λάβη, αυτός δε με μεγάλην φωνήν με ηυλόγησε λέγων· «Ο Θεός, τέκνον μου, να σου αποδώση τον μισθόν της ελεημοσύνης σου». Ευθύς τότε επρόσταξεν ο Όσιος τον οικονόμον να λάβη τα αργύρια και να τα μοιράση εις τα Μοναστήρια της Λιβύης, εις τα ησυχαστήρια και όπου αλλού ήτο ανάγκη, να μη κρατήση δε μήτε οβολόν δια τας ιδικάς των ανάγκας, μόνον να τα μοιράση όλα εις τους έχοντας ανάγκην. Ενώ δε εγώ επερίμενα να μου είπη λόγον επαινετικόν δια την τόσην ελεημοσύνην, μου είπεν· «Το τι και τι έδωκες ελεημοσύνην, εγώ δεν έχω ανάγκην να μάθω, μόνον εκείνος ο Κύριος, όστις διακρατεί και εξουσιάζει τα πάντα, και τα κυβερνά και προνοεί, εκείνος ηξεύρει και την ποσότητα των χρημάτων όπου έδωκες και θέλει σου αντιμετρήσει τον μισθόν της αγαθής προαιρέσεως». Αυτά και άλλα παρόμοια μοι είπεν ο Άγιος και καν την θήκην, εις την οποίαν ήσαν τα αργύρια, δεν κατεδέχθη να ιδή τελείως. Εκοιμήθη δε ούτος ο μακάριος Παμβώ χωρίς ουδόλως να ασθενήση ή να πονέση κανέν μέλος του· αλλά εκείνην την ώραν έπλεκε μίαν σπυρίδα, αφού δε την ετελείωσεν ανελλιπή, εστράφη προς με, (λέγει ο συγγράψας το Λαυσαϊκόν Επίσκοπος Ηρακλείδης) και μοι λέγει· «Λάβε, τέκνον, αυτήν την σπυρίδα δια να με ενθυμήσαι, διότι άλλο τίποτε δεν έχω να σου αφήσω». Και τούτο μόνον λέγων παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Κυρίου, εβδομήκοντα ετών γέρων. Έτυχεν ακόμη εκεί η Αγία Μελάνη, η οποία τον εκήδευσεν και τον ενεταφίασεν, επήρε δε εκείνην την σπυρίδα και την εφύλαττεν έως εις τον θάνατόν της. Έλεγον ακόμη δια τούτον τον θαυμάσιον Παμβώ, ότι την ώραν, καθ’ ην παρέδιδε την μακαρίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, ευρέθησαν εκεί ο Μακάριος ο πρεσβύτερος και ο Αμμώνιος, και οι δύο ούτοι θαυμάσιοι εις την αρετήν και ακουσμένοι αγωνισταί. Ήσαν ακόμη και άλλοι αδελφοί, εις τους οποίους είπε ταύτα· «Αφού ήλθα εις αυτήν την έρημον και έκτισα αυτό το κελλίον και κατώκησα, ποτέ δεν έλειψε το εργόχειρον από την χείρα μου, αλλ’ ούτε έλαβα καμμίαν χάριν από τινα, μέχρι και τεμαχίου άρτου. Έως τώρα δε οσάκις ωμίλουν ποτέ δεν μετενόησα. Τώρα υπάγω προς τον Θεόν με λογισμόν, πως δεν έβαλα ακόμη αρχήν εις την αρετήν, καθώς ήθελεν ο Θεός». Μας έλεγον δε ακόμη οι Πατέρες, ότι οσάκις ήθελον τον ερωτήσει ή δια κανένα νόημα της θείας Γραφής ή δια καμμίαν αρετήν πρακτικήν, ποτέ δεν απεκρίθη ευθύς. Αλλά έλεγεν· «Να συλλογισθώ, και με καιρόν ίσως και δυνηθώ, βοηθεία Θεού, να δώσω την απόκρισιν εις αυτό». Αυτόν τον ακριβή στοχασμόν του Οσίου, όπου είχεν εις τας ερωτήσεις, τον εθαύμασε και ο Μέγας Αντώνιος και άλλοι πολλοί μεγάλοι και αγιώτατοι Πατέρες.
Δια τούτον τον μακάριον Παμβώ διηγείτο η Αγία Μελάνη ταύτα· «Επειδή ήλθον, (λέγει η Αγία Μελάνη) από την Ρώμην εις την Αλεξάνδρειαν, και έμαθον δια τούτον τον Όσιον από τον μέγαν Ισίδωρον τον Ξενοδόχον, εζήτησα και μου έδωκεν οδηγούς και με έφεραν εις την έρημον προς αυτόν. Έφερα δε τότε μαζί μου πλούτον πολύν, έως τριακοσίας λίτρας αργύρου και τον παρεκάλεσα να τον λάβη, αυτός δε με μεγάλην φωνήν με ηυλόγησε λέγων· «Ο Θεός, τέκνον μου, να σου αποδώση τον μισθόν της ελεημοσύνης σου». Ευθύς τότε επρόσταξεν ο Όσιος τον οικονόμον να λάβη τα αργύρια και να τα μοιράση εις τα Μοναστήρια της Λιβύης, εις τα ησυχαστήρια και όπου αλλού ήτο ανάγκη, να μη κρατήση δε μήτε οβολόν δια τας ιδικάς των ανάγκας, μόνον να τα μοιράση όλα εις τους έχοντας ανάγκην. Ενώ δε εγώ επερίμενα να μου είπη λόγον επαινετικόν δια την τόσην ελεημοσύνην, μου είπεν· «Το τι και τι έδωκες ελεημοσύνην, εγώ δεν έχω ανάγκην να μάθω, μόνον εκείνος ο Κύριος, όστις διακρατεί και εξουσιάζει τα πάντα, και τα κυβερνά και προνοεί, εκείνος ηξεύρει και την ποσότητα των χρημάτων όπου έδωκες και θέλει σου αντιμετρήσει τον μισθόν της αγαθής προαιρέσεως». Αυτά και άλλα παρόμοια μοι είπεν ο Άγιος και καν την θήκην, εις την οποίαν ήσαν τα αργύρια, δεν κατεδέχθη να ιδή τελείως. Εκοιμήθη δε ούτος ο μακάριος Παμβώ χωρίς ουδόλως να ασθενήση ή να πονέση κανέν μέλος του· αλλά εκείνην την ώραν έπλεκε μίαν σπυρίδα, αφού δε την ετελείωσεν ανελλιπή, εστράφη προς με, (λέγει ο συγγράψας το Λαυσαϊκόν Επίσκοπος Ηρακλείδης) και μοι λέγει· «Λάβε, τέκνον, αυτήν την σπυρίδα δια να με ενθυμήσαι, διότι άλλο τίποτε δεν έχω να σου αφήσω». Και τούτο μόνον λέγων παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Κυρίου, εβδομήκοντα ετών γέρων. Έτυχεν ακόμη εκεί η Αγία Μελάνη, η οποία τον εκήδευσεν και τον ενεταφίασεν, επήρε δε εκείνην την σπυρίδα και την εφύλαττεν έως εις τον θάνατόν της. Έλεγον ακόμη δια τούτον τον θαυμάσιον Παμβώ, ότι την ώραν, καθ’ ην παρέδιδε την μακαρίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, ευρέθησαν εκεί ο Μακάριος ο πρεσβύτερος και ο Αμμώνιος, και οι δύο ούτοι θαυμάσιοι εις την αρετήν και ακουσμένοι αγωνισταί. Ήσαν ακόμη και άλλοι αδελφοί, εις τους οποίους είπε ταύτα· «Αφού ήλθα εις αυτήν την έρημον και έκτισα αυτό το κελλίον και κατώκησα, ποτέ δεν έλειψε το εργόχειρον από την χείρα μου, αλλ’ ούτε έλαβα καμμίαν χάριν από τινα, μέχρι και τεμαχίου άρτου. Έως τώρα δε οσάκις ωμίλουν ποτέ δεν μετενόησα. Τώρα υπάγω προς τον Θεόν με λογισμόν, πως δεν έβαλα ακόμη αρχήν εις την αρετήν, καθώς ήθελεν ο Θεός». Μας έλεγον δε ακόμη οι Πατέρες, ότι οσάκις ήθελον τον ερωτήσει ή δια κανένα νόημα της θείας Γραφής ή δια καμμίαν αρετήν πρακτικήν, ποτέ δεν απεκρίθη ευθύς. Αλλά έλεγεν· «Να συλλογισθώ, και με καιρόν ίσως και δυνηθώ, βοηθεία Θεού, να δώσω την απόκρισιν εις αυτό». Αυτόν τον ακριβή στοχασμόν του Οσίου, όπου είχεν εις τας ερωτήσεις, τον εθαύμασε και ο Μέγας Αντώνιος και άλλοι πολλοί μεγάλοι και αγιώτατοι Πατέρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου