Μαρίνα η μακαρία κόρη και καλλιπάρθενος Μάρτυς ήτο από την Αντιόχειαν
της Πισιδίας, τον καιρόν Διοκλητιανού ή Κλαυδίου Καίσαρος εν έτει σο΄ (270),
από γονείς περιφανείς. Ο πατήρ αυτής ήτο ιερεύς των ειδώλων επίσημος, και εις
όλην την πόλιν αιδέσιμος, Αιδέσιος δε και το όνομα. Ήτο δε η κόρη μονογενής
θυγάτηρ του πατρός αυτής, ολίγας δε ημέρας μετά την γέννησιν αυτής απέθανεν η
μήτηρ της. Έδωκε τότε ο Αιδέσιος το βρέφος εις τινα γυναίκα, ίνα το θηλάζη,
ήτις κατώκει έξω της πόλεως δεκαπέντε στάδια. Τούτο δε ίσως ήτο οικονομία Θεού,
να δοθή εκεί έξωθεν το κοράσιον, ότι εκεί ήσαν Χριστιανοί· όταν δε ηλικιώθη
ολίγον και ωμίλει, ήκουσεν από τινος τον λόγον της του Χριστού πίστεως· επειδή
δε έτυχεν εκ φύσεως αγαθής ψυχής και καλής προαιρέσεως, έτι δε και συνετή
περισσώς και φρόνιμος, εδέχθη τον σωτήριον λόγον εις την καρδίαν της ευθύς ως
ήκουσεν ότι ο Χριστός είναι αγαθός Θεός, αιώνιος και πολυεύσπλαγχνος και έγινε
δια την σωτηρίαν των ανθρώπων άνθρωπος· σταυρωθείς δε εκουσίως ανέστη ενδόξως
και ανελθών εις τους ουρανούς ετίμησε με την πατρικήν συνεδρίαν την φύσιν της
ανθρωπότητος.
Αυτά και έτερα όμοια ακούον το χαριτωμένον κοράσιον ερρίζωσεν εις την ψυχήν της ο σπόρος της πίστεως ως κόκκος σινάπεως, συνεργούσης της θείας χάριτος, με τον καιρόν δε απέδωκε τον καρπόν, ως εύκαρπος γη και καλλίστη, εκατονταπλάσιον, αυξάνουσα την ορθόδοξον πίστιν με το μαρτύριον, καθώς θέλετε ακούσει κατωτέρω σαφέστερον. Όσον επρόκοπτεν η κόρη εις την ηλικίαν του σώματος, τοσούτον ηύξανεν η γνώσις και φρόνησις αυτής, εφλόγιζε δε ο πόθος του Χριστού την καρδίαν της και καθ’ ημέραν προσηύχετο προς αυτόν, να την αξιώση να γίνη κοινωνός των Μαρτύρων και μέτοχος. Όχι δε μόνον εις την ψυχήν εμελέτα ταύτα η θεοφώτιστος, αλλά και δια του λόγου τα έλεγεν εις έκαστον, τον οποίον έβλεπε· ωμολόγει δε εις όλους ότι ήτο Χριστιανή, υβρίζουσα τα είδωλα. Δια ταύτα και ο ψευδώνυμος πατήρ αυτής, ο αναιδής Αιδέσιος, την εμίσησεν ολοψύχως, ακούσας την ομολογίαν αυτής και δεν ήθελε καν να την ίδη εις το πρόσωπον, αλλά την έκαμεν απόκληρον. Όσον δε την απεστρέφετο ο σαρκικός της πατήρ και επίγειος, τοσούτον ο ουράνιος και αιώνιος την εδέχετο, τον οποίον και αυτή ηγάπα εξ όλης καρδίας της, όσους δε έβλεπε να τους βασανίζουν και να τους φονεύουν δια το όνομά του ή τους έδερον, αυτή τους εσέβετο και επόθει να είναι μετ’ αυτών, και εμελέτα να μαρτυρήση και αυτή δια τον Χριστόν, όταν οικονομήση η χάρις του καθώς και εγένετο, διότι αφού με τον λόγον και τον λογισμόν επίστευσεν εις τον Χριστόν έπρεπε να τον δοξάση και με τα έργα, ήτοι να βασανισθή και αυτή, να δοκιμασθή εις την πίστιν, δια να συνδοξασθή εις την βασιλείαν αυτού με τους άλλους Μάρτυρας. Ο δε τρόπος της αθλήσεως της Αγίας ούτως εγένετο κατά το δέκατον πέμπτον έτος της ηλικίας της. Τον καιρόν εκείνον ήτο εις την Ανατολήν εις Έπαρχος, το όνομά του Ολύμβριος, άγριος και θηριόγνωμος άνθρωπος. Ούτος έτυχε και ήρχετο από τα μέρη της Ασίας, μεταβαίνων εις την Αντιόχειαν, και κατά τύχην είδεν εις τον δρόμον την καλλιπάρθενον Μαρίναν, ήτις επορεύετο εις το πατρικόν της ποίμνιον. Βλέπων δε το τόσον κάλλος αυτής και την ωραιότητα, ετρώθη εις την καρδίαν από σαρκικόν έρωτα, διότι ήτο η κόρη πολύ ωραία, έβαλε δε εις τον νουν του να την λάβη γυναίκα ο τρισκατάρατος· όθεν προσέταξε να του την φέρουν εις το κριτήριον. Καθώς λοιπόν την επήραν, προσηύχετο εις τον δρόμον να της δώση ο Κύριος σοφίαν και δύναμιν να φυλάξη έως τέλους την ευσέβειαν, να νικήση τα κολαστήρια και να στεφανωθή με τους Αγίους Μάρτυρας. Φθάσαντες εις το παλάτιον, την ερώτησεν ο άρχων να είπη το όνομα, το γένος και τον Θεόν τον οποίον επίστευεν. Η δε απεκρίνατο άφοβα· «Μαρίναν με λέγουσιν, είμαι ελευθέρων γονέων τέκνον, εύχομαι δε να γίνω δούλη του Θεού και Σωτήρος μου Ιησού Χριστού, όστις έκαμεν όλον τον κόσμον». Βλέποντες οι παρόντες τοσούτον κάλλος και ακούοντες τοιαύτην απόκρισιν εύτολμον εθαύμασαν. Πλην εφυλάκισαν αυτήν έως την άλλην ημέραν, κατά την οποίαν είχον εορτήν πάνδημον και επρόκειτο να έλθουν εις την θυσίαν άπαντες. Όταν λοιπόν συνήχθησαν δια την εορτήν έφεραν και την Αγίαν, ελπίζοντες, ότι θέλει θυσιάσει και αύτη, όταν ίδη αυτούς θυσιάζοντας. Αλλά ματαίως οι μάταιοι και αφρόνως εμελέτησαν. Διότι εκείνη ποσώς δεν ενικήθη ούτε με κολακείας, όσας της είπεν ο άρχων, υποσχόμενος εις αυτήν πλούσια χαρίσματα, ούτε τας απειλάς του ποσώς εφοβήθη, ότι την εφοβέριζε να της επιβάλη μύρια κολαστήρια. Αλλά με πολλήν παρρησίαν του απεκρίθη λέγουσα· «Μη έχης τινά ελπίδα ματαίως, ηγεμών, εις εμέ, να δειλιάσω ποσώς τα κολαστήρια, ότι δεν θέλει με χωρίσει από τον Χριστόν καμμία θλίψις, λιμός, πυρ, ξίφος και άλλη χαλεπωτέρα βάσανος, ούτε βίαιος και πολυώδυνος θάνατος· ούτε πάλιν απολαύσεις χρυσίου και άλλου πλούτου και τιμής θα με δελεάσωσιν, επειδή όλα ταύτα είναι φθαρτά και πρόσκαιρα, η δε ψυχή είναι αθάνατος και ποθεί τα αιώνια. Δια τούτο ημείς οι Χριστιανοί καταφρονούμεν ως φρόνιμοι τας παρούσας απολαύσεις, ως προσωρινάς και προσκαίρους, υπομένοντες τα λυπηρά και οδυνηρά της μιας ημέρας, δια να έχωμεν ζωήν αθάνατον μετά θάνατον και απόλαυσιν αιώνιον. Αν δε νομίζης ότι ψεύδομαι, εδώ είμαι, και δοκίμασόν με ίνα γνωρίσης και με το έργον την αλήθειαν. Δείρε με, σφάξον, κατάκαυσον, πνίξον και παίδευσόν με μέ κολαστήρια μύρια· όσον θέλεις με βασανίσει χειρότερα, τόσον περισσότερον θέλει με δοξάσει ο Χριστός εις την μέλλουσαν ζωήν και μακαριότητα. Πολλάκις δε μας δίδει και απ’ εδώ μικράν παράκλησιν εις αρραβώνα της μελλούσης αγαλλιάσεως και μας εξάγει από τον βυθόν της θαλάσσης, μας λυτρώνει από το πυρ και από άλλας κολάσεις εις αισχύνην σας και κατάκρισιν. Δεν λυπούμαι λοιπόν ζωήν πρόσκαιρον, αλλά παραδίδω προθύμως το σώμα εις τον θάνατον, δια τον αθάνατον Θεόν και Δεσπότην μου, καθώς και αυτός δια την αγάπην μου εσταυρώθη ο αναμάρτυτος». Αυτά και άλλα πλείονα ακούσας ο τύραννος, εξεμάνη από τον θυμόν η οργίλος και θηριώδης καρδία του. Πλην έχων ακόμη ολίγην ελπίδα να την δελεάση ως γυναίκα απλήν και απονήρευτον, δεν εφανέρωσε τον θυμόν του, αλλά την εκολάκευε λέγων· «Παρακαλώ, Μαρίνα, προσκύνησον τους θεούς, ίνα λυτρωθής από δεινά κολαστήρια, και σου υπόσχομαι να σε πάρω δια γυναίκα μου, να δοξασθής υπέρ όλας τας γυναίκας της πόλεως και να έχης πάσαν απόλαυσιν». Αυτά και έτερα παρόμοια εφλυάρει ο αφρονέστατος μάταια. Έπειτα βλέπων ότι τον ενέπαιζεν η Αγία και κατεφρόνει τους λόγους του, δεν ηδυνήθη πλέον να κρύψη την ένδοθεν θηριότητα, αλλά προστάσσει τους στρατιώτας να την γυμνώσουν και να την δείρουν με ραβδία σκληρά ασπλάγχνως· τόσον δε σκληρώς την έδειραν, ώστε εκοκκίνισεν η γη όλη από τα αίματα, διότι ήσαν τα ραβδία με ακάνθας και κατεξέσχιζαν τας σάρκας της. Η δε Μάρτυς υπέφερεν ανδρείως τους πόνους και ούτε εστέναξεν, ούτε εδάκρυσεν, ούτε καν σχήμα σκυθρωπότητος έδειξεν. Αλλ’ ώσπερ να εβασανίζετο άλλος και αυτή να επαραστέκετο, ούτως έστεκε στερεά και αήττητος, προς τον ουρανόν ατενίζουσα· νοερώς δε επεκαλείτο τον Θεόν εις βοήθειαν και με την δύναμιν αυτού υπέφερε τας πληγάς με ανδρείαν θαυμάσιον. Όταν την έδειραν ώραν πολλήν, επρόσταξεν ο τύραννος να την φυλακίσουν, όχι δια συμπάθειαν ο ασυμπαθής και απάνθρωπος, αλλά δια να μη αποθάνη από τας μάστιγας και ούτω πως δυνηθή να την βασανίση και δεύτερον. Την έκλεισαν λοιπόν εις ένα τόπον σκοτεινόν και απαραμύθητον. Και μεθ’ ημέρας τινάς την έφεραν πάλιν εις το κριτήριον· κρεμάσαντες δε αυτήν, κατεξέσχισαν τας πλευράς της με σιδηρούς όνυχας· και τόσον εξέσχισαν τας σάρκας της, ώστε ασχήμισε και έγινεν άχρηστον και άμορφον όλον το κάλλος του σώματος· ουχί δε μόνον ο κοινός λαός ελυπήθη και εσυμπόνεσε και εδάκρυσε δι’ αυτήν, αλλά και αυτός ο θηριώδης κολαστής απέστρεψεν απ’ αυτής το πρόσωπον μη υποφέρων να βλέπη την ασχημίαν της· τοσούτον έγινεν άμορφος η πρώην ωραιοτάτη και πάγκαλος. Είτα εφυλάκισαν και πάλιν την Αγίαν εις τον απαράκλητον εκείνον και άχαρον τόπον, αφήνοντες αυτήν άνευ τροφής και ανεπιμέλητον. Αλλ’ όσον ήτο διεφθαρμένον το σώμα της, τόσον η ψυχή της ανεκαινίσθη και εγένετο λαμπροτέρα, προσηύχετο δε ευχαριστούσα, ότι την ηξίωσεν ο Κύριος να βασανισθή δια την αγάπην του. Ο δε μισόκαλος και φθονερός διάβολος, βλέπων ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν τρυφεράν κόρην ο υπηρέτης του, ήτοι ο άρχων της πόλεως και να την κάμη να προσκυνήση τους δαίμονας, ηβουλήθη να δοκιμάση μήπως και την νικήση αυτός ο αδύνατος. Μεταμορφωθείς λοιπόν εις σχήμα μεγάλου και φοβερού δράκοντος, όπως είναι εις τα έργα βλαπτικός και θανάσιμος, εφάνη ο πάντλμος έμπροσθεν της Αγίας ως φοβερόν και εξαίσιον θέαμα. Από το στόμα του και τους οφθαλμούς εξήρχετο πυρ και καπνός· οι οδόντες του ήσαν λευκοί, η δε γλώσσα του ήτο κόκκινη ως αίμα· εσφύριζε δε δυνατά και έκαμνεν ανήκαστον σύγχυσιν, και τοιαύτα σχήματα φοβερώτερα, ώστε ήθελε τρομάξει έκαστος βλέπων. Η Αγία όμως ουδόλως εφοβήθη να παύση την προσευχήν, από την οποίαν προσεπάθει να την εμποδίση ο κακομήχανος. Βλέπων δε ούτος ότι δεν εδειλίασεν, αλλά προσηύχετο αφόβως, έδραμεν εναντίον της και πλατύνας το στόμα και την κοιλίαν του εφάνη ότι την εκατάπιεν. Όταν η Αγία είδεν ότι την κατέπιεν ο δράκων έως την μέσην, καθώς της εφάνη, έγινεν από τον φόβον της έντρομος· ευθύς δε επικαλουμένη του Σωτήρος Χριστού το σωτήριον όνομα έκαμε σταυρόν με την δεξιάν της εις τα σπλάγχνα του δράκοντος, ο δε σταυρός έσχισε την κοιλίαν αυτού ως ρομφαία δίστομος. Και ο μεν δράκων, αφού διερράγη, έγινεν άφαντος, η δε Μάρτυς έμεινεν αβλαβής και έχαιρε ψάλλουσα προς τον Θεόν δοξολογίας και νικητήρια, έλεγε δε και διάφορα από την Γραφήν αρμόδια, ήτοι: «ο Θεός ουκ έστι πέρας της μεγαλωσύνης σου, θανατοίς και ζωογονείς, συνέτριψας την κεφαλήν του δράκοντος», και έτερα όμοια. Τότε πάλιν ο δαίμων, ως φιλόνεικος όπου είναι, δεν έπαυσε τας μηχανουργίας, αλλ’ ηθέλησε να δοκιμάση και με άλλον τρόπον να πολεμήση την Μάρτυρα. Μετασχηματισθείς εις άνθρωπον ο μισάνθρωπος, έγινε μαύρος ωσάν τον αιθίοπα· όθεν ο φοβερός εκείνος δράκων μεταβληθείς, εφαίνετο ως μαύρος τις κύων. Τότε η Μάρτυς, αρπάσασα αυτόν από τας τρίχας και ευρούσα εκεί εν σφυρίον ερριμμένον, εκτύπησεν αυτόν εις την κεφαλήν και εις την ράχιν και τελείως αυτόν εταπείνωσε. Καθώς δε είναι εις τα έργα σκοτεινός και άσχημος, ούτως εφάνη και πάλιν τρέχων εναντίον της Αγίας, εκεί όπου έστεκε προσευχομένη. Την ήρπασεν από τας χείρας, και την εφοβέριζε με φωνάς μεγάλας, ότι θα την φονεύση, εάν δεν παύση την προσευχήν, ίνα μη του δίδη δι’ αυτής ενόχλησιν. Έως εδώ έκαμε, και άλλο περισσότερον δεν τον εσυγχώρησε να πράξη ο Κύριος· διότι εάν είχεν εξουσίαν περισσοτέραν θα την εθανάτωνεν. Αλλά δεν έχει αυτός ο ανίσχυρος δύναμιν αφ’ εαυτού να μας κακοποιήση χωρίς της θείας συγχωρήσεως. Πλην και τούτο το ολίγον δια κακόν του το έκαμεν ο ανόητος· ότι από το πρώτον του κακούργημα κατά της Αγίας και το του Θεού θαυματούργημα, επήρε θάρρος η Αγία κατά του πειράζοντος και αρπάσασα αυτόν από τας τρίχας της κεφαλής τον εμαστίγωσεν. Αφού λοιπόν ενίκησε τον πολέμιον ανδρείως η πάνσεμνος και έγινεν άφαντος ο ανίσχυρος και αδύνατος, τότε ήλθον εις την Αγίαν ουρανόθεν τα νικητήρια και ευαγγέλια σωτήρια και χαρμόσυνα· ήτοι, εφάνη φως μέγα εκ του οποίου έλαμψεν όλον το δεσμωτήριον· το φως δε αυτό εξήρχετο από ένα Σταυρόν, όστις έφθανεν από την γην έως τον ουρανόν· επάνω δε του Σταυρού επέτα μία λευκή περιστερά καθαρά και άμωμος. Ταύτα μοι φαίνεται ότι εδήλουν το της Αγίας Τριάδος μυστήριον· το μεν φως εσήμαινε την δόξαν του Πατρός· ο Σταυρός τον εσταυρωμένον Χριστόν και η περιστερά το Πνεύμα το Άγιον. Καταβάσα δε η περιστερά ήλθε πλησίον της Αγίας και της λέγει· «Χαίρε, Μαρίνα, η λογική περιστερά του Θεού, ότι ενίκησας τον πονηρόν και τον εχθρόν κατήσχυνας· χαίρε δούλη πιστή και αγαθή του Κυρίου σου, τον οποίον επόθησας εξ όλης καρδίας σου και εμίσησας πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον. Χαίρε και ευφραίνου, ότι έφθασεν η ημέρα να λάβης της νίκης τον στέφανον και να εισέλθης αξιόχρεως εστολισμένη με τας φρονίμους παρθένους εις τον νυμφώνα του νυμφίου και βασιλέως σου». Με τους λόγους τούτους, όπου ελαλήθησαν ουρανόθεν εις την Αγίαν, ανεκαινίσθη το σαρκίον αυτής με την δρόσον του Παναγίου Πνεύματος· όλαι δε αι πληγαί της τελείως εθεραπεύθησαν τόσον, ώστε ούτε σημείον τραύματος δεν έμεινε ποσώς εις το σώμα της. Όθεν ενεπλήσθη πλείστης χαράς και αγαλλιάσεως και εξωμολογείτο ευφραινομένη, μεγαλοφώνως λέγουσα· «Ευλογήσω σε, Κύριε, υμνήσω σε ο Θεός μου, και δοξάσω το όνομά σου, ότι έκαμες εις εμέ την αναξίαν δούλην σου θαυμάσια πράγματα. Υψώσω σε, Κύριε, και αινέσω σε, ότι ηλέησας και ιάτρευσας την ψυχήν και το σώμα μου, και δεν με παρέδωκας εις τας χείρας των εχθρών μου, αλλά και το υπέρογκον της φαντασίας του ολεθριωτάτου δράκοντος μου έδειξες, και τούτον με τους άλλους θανατηφόρους όφεις και δαίμονας εις τας αβύσσους εβύθισας. Τώρα δε πάλιν αγαλλιασθείσα τω πνεύματι επί σοι τω Θεώ και Σωτήρι μου, ζητώ άλλην μίαν χάριν από την αγαθοτάτην του χρηστότητα, να με αξιώσης να αναγεννηθώ με το λουτρόν του αγίου σου Βαπτίσματος, δια να τελειωθώ με το ύδωρ της παλιγγενεσίας, καθώς ηγιάσθην με το αίμα της αθλήσεως, να γίνω αξία της εισόδου των Αγίων σου· ότι συ είσαι μόνος Άγιος αληθώς και εν Αγίοις αναπαυόμενος και ενδοξαζόμενος, συν τω ανάρχω σου Πατρί, και τω ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας. Αμήν». Ούτω προσηύχετο καθ’ όλην την νύκτα η Αγία εις την φυλακήν αγαλλομένη και δοξάζουσα τον Θεόν. Το δε πρωϊ καθίσας εις τον θρόνον ο έπαρχος έμπροσθεν όλου του λαού της πόλεως διέταξε και έφεραν εκεί την Μάρτυρα. Βλέπων δε ο έπαρχος όλην υγιά και φαιδράν εις το πρόσωπον, εθαύμασεν εις αυτήν και της λέγει· «Βλέπεις, Μαρίνα, πως οι μεγάλοι θεοί έχουν την φροντίδα σου, και σπλαγχνισθέντες εις το κάλλος σου σε ιάτρευσαν; Πρέπει και συ να μη φανής εις τους ευεργέτας αχάριστος, αλλά να τους δώσης αξίαν αντάμειψιν, να γίνης ιέρειά των, να θυσιάζης εις αυτούς ομού με τον πατέρα σου». Λέγει εις αυτόν η Αγία: «Εμέ δεν ιάτρευσαν οι αναίσθητοι και ανίσχυροι θεοί σου, αλλά ο αληθής και μόνος Θεός, όστις θεραπεύει ψυχάς και σώματα, τον οποίον θέλω λατρεύει πάντοτε. Τούτον πρέπει να γνωρίσης και συ και αυτόν μόνον να προσκυνής ως αθάνατον, να μισήσης δε των ειδώλων την πλάνην και ματαιότητα». Τότε προστάσσει ο τύραννος να γυμνώσουν την Αγίαν και να την κρεμάσουν εις το ξύλον, και να κατακαίουν με λαμπάδας πυρός τας πλευράς και το στήθος της. Υπέμενε δε η Αγία τας αλγηδόνας και τους πόνους ώραν πολλήν καταφλεγομένη· προσηύχετο δε με την καρδίαν ήσυχα, ευχαριστούσα τον Κύριον. Μετά ταύτα έφεραν εις το μέσον ένα μεγάλον λέβητα, τον οποίον εγέμισαν νερόν· καταβιβάσαντες δε από το ξύλον την Μάρτυρα, έδεσαν αυτήν ισχυρώς και την εβούτηξαν εις τον λέβητα κατακέφαλα, δια να πνιγή εις τα ύδατα. Αλλ’ εις μάτην εκοπίαζον οι ανόητοι, ότι όταν την εισήγον εντός εβόησε λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις έλυσας τα δεσμά του θανάτου και τους νεκρούς εξανέστησας, Συ, παντοδύναμε, επίβλεψον και εις την δούλην σου, και τα δεσμά μου διάρρηξον· ας γίνη δε τούτο το ύδωρ εις εμέ εις ζωήν αιώνιον και εις αναπλήρωσιν του επιθυμουμένου μου Βαπτίσματος, ίνα εκδυθώ τον παλαιόν και φθειρόμενον άνθρωπον και ενδυθώ τον καινόν και αθάνατον». Ούτω προσευχομένην έρριψαν την Αγίαν εις το σκεύος εκείνο του ύδατος· παρευθύς δε σεισμός μέγας εγένετο και εφάνη πάλιν η πρώτη περιστερά επάνω του ύδατος, βαστάζουσα εις το στόμα στέφανον. Αυτήν την ώραν εφάνη και ο πύρινος στύλος, επάνω δε τούτου Σταυρός κατά τον τύπον, όπως άνω εγράψαμεν. Τούτου γενομένου εξήλθεν η Αγία από τα ύδατα ελευθέρα, διότι όλα τα δεσμά της ελύθησαν, ίστατο δε με αγαλλίασιν άφραστον δοξάζουσα την Παναγίαν Τριάδα και εξ όλης ψυχής αυτήν εμεγάλυνεν, ότι εβαπτίσθη αμέσως υπ’ αυτής κατά τον πόθον της και υπερφυώς εφωτίσθη. Όχι δε μόνον τούτο το θαυμάσιον έγινε τότε εις την Αγίαν, αλλά και έτερον εξαίρετον· ήτοι εκάθησεν η περιστερά εις την κεφαλήν της Μάρτυρος, βαστάζουσα εκείνον τον αμάραντον στέφανον και λέγει προς αυτήν με φωνήν γλυκυτάτην· «Ειρήνη σοι, δούλη του Θεού· έχε θάρρος, και δέξου από την δεξιάν του Υψίστου τούτον τον ουράνιον στέφανον». Ταύτα λέγουσα η θεία περιστερά, ω του θαύματος! Αναπτερίζει τας πτέρυγας, ώσπερ να εχαίρετο εις τα τελούμενα· τότε δε πετάξασα εκάθισεν επάνω εις τον φωτοφανή εκείνον Σταυρόν και λέγει πάλιν εις επήκοον πάντων προς την Αγίαν Μάρτυρα· «Ελθέ εις τας άνω Μονάς του Παραδείσου, Μαρίνα θεόνυμφε, να απολαύσης της αφθαρσίας τον στέφανον εις τα αγαπητά του Θεού σκηνώματα, να χαίρεσαι με τους Αγίους χορεύουσα και αναπαυομένη αιώνια». Αυτήν την θείαν φωνήν ακούσαντες όλοι της πόλεως έφριξαν και επίστευσαν ευθύς εις τον Χριστόν, άνδρες ομού και γυναίκες πλήθος αμέτρητον και εβόησαν μεγαλοφώνως, ότι ήσαν έτοιμοι να λάβουν δια τον Χριστόν, τον αληθή Θεόν, θάνατον. Ακούσας ο έπαρχος ότι ωμολογούσαν τον Χριστόν Θεόν και Βασιλέα, τους δε βασιλείς και τους θεούς εβλασφήμουν και ύβριζον, επρόσταξε να θανατώσουν όσους επίστευσαν, Εκείνοι δε οι μακάριοι έτρεχον εις την σφαγήν δια τον Χριστόν εκουσίως ως πρόβατα άκακα. Εφόνευσαν δε τότε οι ανήμεροι τύραννοι άνδρας χιλιάδας δεκαπέντε, χωρίς τας γυναίκας, όπου δεν τας εμέτρησαν. Όλοι δε ούτοι βαπτισθέντες με το άγιον αίμα των, δεν εχρειάσθησαν άλλο βάπτισμα· γενόμενοι δε θυσία και ολοκαύτωμα εις τον Θεόν, απήλθον εις την αιώνιον βασιλείαν οι τρισμακάριοι. Ο δε δυσσεβής Ολύμβριος, φοβούμενος μήπως και πιστεύσουν και οι επίλοιποι της πόλεως, εάν αφήση την Αγίαν ακόμη ζωντανήν, έδωκε κατ’ αυτής και μη θέλων την δια ξίφους απόφασιν. Καθώς δε επήραν αυτήν οι δήμιοι και την ωδήγησαν εις τον τόπον της καταδίκης, όπου και το ειρημένον πλήθος απεκεφάλισαν, παρεκάλεσεν η Αγία τον δήμιον, όπου ήθελε να την φονεύση, και του λέγει· «Περίμενε ολίγην ώραν δι’ εμέ, ω τέκνον μου, να ομιλήσω προς τους παρεστώτας ολίγους λόγους, να κάμω και την προσευχήν μου και τότε να κάμης το προστασσόμενον». Ούτως είπεν, έπειτα στρέφει προς το πλήθος το πρόσωπον λέγουσα: «Παρακαλώ σας, αδελφοί και φίλοι μου, ως αναξία δούλη του Υψίστου, ακούσατε νουνεχώς την μικράν μου ταύτην παραίνεσιν. Ηξεύρετε, ότι ένας είναι μόνον ο αληθινός Θεός εν Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι θεωρούμενος και προσκυνούμενος· όστις δε πιστεύει μόνον εις αυτόν σώζεται. Λοιπόν υπερβαίνοντες πάσαν την κτίσιν των ορωμένων και νοουμένων, υψώσατε τον νουν και γνωρίσατε τον Πατέρα των φώτων και τον μονογενή Υιόν και Λόγον αυτού, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και το πανάγιον Πνεύμα· ότι αυτά τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός αιώνιος, παντοδύναμος και ακατάληπτος και ουδείς σώζεται εις άλλο όνομα». Ταύτα η Μάρτυς προς τους παρόντας ομιλήσασα, ύψωσε προς τον ουρανόν τα όμματα της διανοίας τοιαύτα λέγουσα: «Άναρχε, αθάνατε, άχρονε, άκτιστε, ακατάληπτε και ανεξιχνίαστε Κύριε, Θεέ των όλων και δημιουργέ πάσης της κτίσεως, προνοητά και σωτήρ όλων, όπου εις Σε ελπίζουσιν, ευχαριστώ σοι, όπου με έφερες εις την ώραν ταύτην και ήγγισα εις τον στέφανον της δικαιοσύνης σου. Υμνώ και ευλογώ την αναρίθμητον ευσπλαγχνίαν και φιλανθρωπίαν σου, όπου ηθέλησες να με συντάξης με τους εκλεκτούς δούλους σου. Επίβλεψον και τώρα επ’ εμέ την ταπεινήν, Δέσποτα Θεέ, Κύριε του ελέους παντοκράτωρ και παντοδύναμε, επάκουσον της προσευχής μου, και πλήρωσόν μου τα αιτήματα εις έπαινον και τιμήν και δόξαν του υπεραγίου και προσκυνητού σου ονόματος, χάρισαι την άφεσιν των αμαρτιών όλων εκείνων, όπου θέλουν οικοδομήσει Εκκλησίαν εις το όνομα της δούλης σου, να λειτουργώσιν εις αυτήν προσευχόμενοι, ή γράφουσι το μαρτύριον της αθλήσεώς μου και το αναγινώσκουσι μετά πίστεως, μνημονεύοντες το όνομα της δούλης σου και καρποφορούσι το κατά δύναμιν· όλων αυτών, λέγω, όσοι θεραπεύσουν το οικητήριον του σώματός μου, όπου εμαρτύρησε δι’ αγάπην σου, συγχώρησον τας αμαρτίας κατά το μέτρον της πίστεως αυτών· και μη εγγίση χειρ κολαστήριος, ούτ πείνα, ουδέ θανατικόν, ή άλλη βλάβη ψυχής ή σώματος. Όσοι δε θέλουν με εορτάσει δοξολογούντες μετά πίστεως και σου ζητήσουν σωτηρίαν και έλεος δια μέσου μου, χάρισαί τους εις τούτον τον κόσμον τα αγαθά σου, να πορεύωνται προς αυτάρκειαν· αξίωσον δε αυτούς και της επουρανίου βασιλείας Σου. Ότι Συ Ει μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, και των αγαθών δοτήρ εις τους αιώνας. Αμήν. Ταύτα προσευχομένης της Μάρτυρος εγένετο πάλιν σεισμός, και έπεσον κατά γης πολλοί άνθρωποι, ομοίως και ο δήμιος, όπου έμελλε να την θανατώση, έπεσεν έντρομος. Ο δε Κύριος αυτός της επαραστάθη νοητώς με πλήθος πολύ Αγίων Αγγέλων, και της λέγει· «Έχε θάρρος, Μαρίνα, και μη φοβήσαι, ότι τας προσευχάς σου επήκουσα και πάντα όσα εζήτησας επλήρωσα και θα τα αποπληρώσω κατά καιρόν, καθώς και ήτησας· τώρα δε ήλθον να αναλάβω την ψυχήν σου εις τα ουράνια· μακαρία συ, ότι δια τους αμαρτωλούς παρεκάλεσας, εφάνης ενώπιόν μου άμωμος, και εύρες χάριν εις εμέ. Δι’ αυτό πολύς έσται ο μισθός σου εις τα ουράνια». Τότε η μακαρία ενεπλήσθη χαράς πολλής και αγαλλιάσεως και λέγει εις τον δήμιον· «Τελείωσον τώρα εις εμέ εκείνο, όπου σε επρόσταξαν». Αυτός δε έτρεμε και δεν ετόλμα να σηκώση το ξίφος. Αλλ’ η Αγία τον ενεθάρρυνε και μετά βίας τον κατέπεισε και απέτεμε την μακαρίαν της κεφαλήν τη δεκάτη εβδόμη του μηνός Ιουλίου. Τότε το μεν άγιον λείψανον παρέλαβον κρυφίως οι Χριστιανοί και ενεταφίασαν αυτό εντίμως ως έπρεπεν· η δε μακαρία αυτής ψυχή απήλθεν εις την ουράνιον εύκλειαν. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν. Αμήν.
Αυτά και έτερα όμοια ακούον το χαριτωμένον κοράσιον ερρίζωσεν εις την ψυχήν της ο σπόρος της πίστεως ως κόκκος σινάπεως, συνεργούσης της θείας χάριτος, με τον καιρόν δε απέδωκε τον καρπόν, ως εύκαρπος γη και καλλίστη, εκατονταπλάσιον, αυξάνουσα την ορθόδοξον πίστιν με το μαρτύριον, καθώς θέλετε ακούσει κατωτέρω σαφέστερον. Όσον επρόκοπτεν η κόρη εις την ηλικίαν του σώματος, τοσούτον ηύξανεν η γνώσις και φρόνησις αυτής, εφλόγιζε δε ο πόθος του Χριστού την καρδίαν της και καθ’ ημέραν προσηύχετο προς αυτόν, να την αξιώση να γίνη κοινωνός των Μαρτύρων και μέτοχος. Όχι δε μόνον εις την ψυχήν εμελέτα ταύτα η θεοφώτιστος, αλλά και δια του λόγου τα έλεγεν εις έκαστον, τον οποίον έβλεπε· ωμολόγει δε εις όλους ότι ήτο Χριστιανή, υβρίζουσα τα είδωλα. Δια ταύτα και ο ψευδώνυμος πατήρ αυτής, ο αναιδής Αιδέσιος, την εμίσησεν ολοψύχως, ακούσας την ομολογίαν αυτής και δεν ήθελε καν να την ίδη εις το πρόσωπον, αλλά την έκαμεν απόκληρον. Όσον δε την απεστρέφετο ο σαρκικός της πατήρ και επίγειος, τοσούτον ο ουράνιος και αιώνιος την εδέχετο, τον οποίον και αυτή ηγάπα εξ όλης καρδίας της, όσους δε έβλεπε να τους βασανίζουν και να τους φονεύουν δια το όνομά του ή τους έδερον, αυτή τους εσέβετο και επόθει να είναι μετ’ αυτών, και εμελέτα να μαρτυρήση και αυτή δια τον Χριστόν, όταν οικονομήση η χάρις του καθώς και εγένετο, διότι αφού με τον λόγον και τον λογισμόν επίστευσεν εις τον Χριστόν έπρεπε να τον δοξάση και με τα έργα, ήτοι να βασανισθή και αυτή, να δοκιμασθή εις την πίστιν, δια να συνδοξασθή εις την βασιλείαν αυτού με τους άλλους Μάρτυρας. Ο δε τρόπος της αθλήσεως της Αγίας ούτως εγένετο κατά το δέκατον πέμπτον έτος της ηλικίας της. Τον καιρόν εκείνον ήτο εις την Ανατολήν εις Έπαρχος, το όνομά του Ολύμβριος, άγριος και θηριόγνωμος άνθρωπος. Ούτος έτυχε και ήρχετο από τα μέρη της Ασίας, μεταβαίνων εις την Αντιόχειαν, και κατά τύχην είδεν εις τον δρόμον την καλλιπάρθενον Μαρίναν, ήτις επορεύετο εις το πατρικόν της ποίμνιον. Βλέπων δε το τόσον κάλλος αυτής και την ωραιότητα, ετρώθη εις την καρδίαν από σαρκικόν έρωτα, διότι ήτο η κόρη πολύ ωραία, έβαλε δε εις τον νουν του να την λάβη γυναίκα ο τρισκατάρατος· όθεν προσέταξε να του την φέρουν εις το κριτήριον. Καθώς λοιπόν την επήραν, προσηύχετο εις τον δρόμον να της δώση ο Κύριος σοφίαν και δύναμιν να φυλάξη έως τέλους την ευσέβειαν, να νικήση τα κολαστήρια και να στεφανωθή με τους Αγίους Μάρτυρας. Φθάσαντες εις το παλάτιον, την ερώτησεν ο άρχων να είπη το όνομα, το γένος και τον Θεόν τον οποίον επίστευεν. Η δε απεκρίνατο άφοβα· «Μαρίναν με λέγουσιν, είμαι ελευθέρων γονέων τέκνον, εύχομαι δε να γίνω δούλη του Θεού και Σωτήρος μου Ιησού Χριστού, όστις έκαμεν όλον τον κόσμον». Βλέποντες οι παρόντες τοσούτον κάλλος και ακούοντες τοιαύτην απόκρισιν εύτολμον εθαύμασαν. Πλην εφυλάκισαν αυτήν έως την άλλην ημέραν, κατά την οποίαν είχον εορτήν πάνδημον και επρόκειτο να έλθουν εις την θυσίαν άπαντες. Όταν λοιπόν συνήχθησαν δια την εορτήν έφεραν και την Αγίαν, ελπίζοντες, ότι θέλει θυσιάσει και αύτη, όταν ίδη αυτούς θυσιάζοντας. Αλλά ματαίως οι μάταιοι και αφρόνως εμελέτησαν. Διότι εκείνη ποσώς δεν ενικήθη ούτε με κολακείας, όσας της είπεν ο άρχων, υποσχόμενος εις αυτήν πλούσια χαρίσματα, ούτε τας απειλάς του ποσώς εφοβήθη, ότι την εφοβέριζε να της επιβάλη μύρια κολαστήρια. Αλλά με πολλήν παρρησίαν του απεκρίθη λέγουσα· «Μη έχης τινά ελπίδα ματαίως, ηγεμών, εις εμέ, να δειλιάσω ποσώς τα κολαστήρια, ότι δεν θέλει με χωρίσει από τον Χριστόν καμμία θλίψις, λιμός, πυρ, ξίφος και άλλη χαλεπωτέρα βάσανος, ούτε βίαιος και πολυώδυνος θάνατος· ούτε πάλιν απολαύσεις χρυσίου και άλλου πλούτου και τιμής θα με δελεάσωσιν, επειδή όλα ταύτα είναι φθαρτά και πρόσκαιρα, η δε ψυχή είναι αθάνατος και ποθεί τα αιώνια. Δια τούτο ημείς οι Χριστιανοί καταφρονούμεν ως φρόνιμοι τας παρούσας απολαύσεις, ως προσωρινάς και προσκαίρους, υπομένοντες τα λυπηρά και οδυνηρά της μιας ημέρας, δια να έχωμεν ζωήν αθάνατον μετά θάνατον και απόλαυσιν αιώνιον. Αν δε νομίζης ότι ψεύδομαι, εδώ είμαι, και δοκίμασόν με ίνα γνωρίσης και με το έργον την αλήθειαν. Δείρε με, σφάξον, κατάκαυσον, πνίξον και παίδευσόν με μέ κολαστήρια μύρια· όσον θέλεις με βασανίσει χειρότερα, τόσον περισσότερον θέλει με δοξάσει ο Χριστός εις την μέλλουσαν ζωήν και μακαριότητα. Πολλάκις δε μας δίδει και απ’ εδώ μικράν παράκλησιν εις αρραβώνα της μελλούσης αγαλλιάσεως και μας εξάγει από τον βυθόν της θαλάσσης, μας λυτρώνει από το πυρ και από άλλας κολάσεις εις αισχύνην σας και κατάκρισιν. Δεν λυπούμαι λοιπόν ζωήν πρόσκαιρον, αλλά παραδίδω προθύμως το σώμα εις τον θάνατον, δια τον αθάνατον Θεόν και Δεσπότην μου, καθώς και αυτός δια την αγάπην μου εσταυρώθη ο αναμάρτυτος». Αυτά και άλλα πλείονα ακούσας ο τύραννος, εξεμάνη από τον θυμόν η οργίλος και θηριώδης καρδία του. Πλην έχων ακόμη ολίγην ελπίδα να την δελεάση ως γυναίκα απλήν και απονήρευτον, δεν εφανέρωσε τον θυμόν του, αλλά την εκολάκευε λέγων· «Παρακαλώ, Μαρίνα, προσκύνησον τους θεούς, ίνα λυτρωθής από δεινά κολαστήρια, και σου υπόσχομαι να σε πάρω δια γυναίκα μου, να δοξασθής υπέρ όλας τας γυναίκας της πόλεως και να έχης πάσαν απόλαυσιν». Αυτά και έτερα παρόμοια εφλυάρει ο αφρονέστατος μάταια. Έπειτα βλέπων ότι τον ενέπαιζεν η Αγία και κατεφρόνει τους λόγους του, δεν ηδυνήθη πλέον να κρύψη την ένδοθεν θηριότητα, αλλά προστάσσει τους στρατιώτας να την γυμνώσουν και να την δείρουν με ραβδία σκληρά ασπλάγχνως· τόσον δε σκληρώς την έδειραν, ώστε εκοκκίνισεν η γη όλη από τα αίματα, διότι ήσαν τα ραβδία με ακάνθας και κατεξέσχιζαν τας σάρκας της. Η δε Μάρτυς υπέφερεν ανδρείως τους πόνους και ούτε εστέναξεν, ούτε εδάκρυσεν, ούτε καν σχήμα σκυθρωπότητος έδειξεν. Αλλ’ ώσπερ να εβασανίζετο άλλος και αυτή να επαραστέκετο, ούτως έστεκε στερεά και αήττητος, προς τον ουρανόν ατενίζουσα· νοερώς δε επεκαλείτο τον Θεόν εις βοήθειαν και με την δύναμιν αυτού υπέφερε τας πληγάς με ανδρείαν θαυμάσιον. Όταν την έδειραν ώραν πολλήν, επρόσταξεν ο τύραννος να την φυλακίσουν, όχι δια συμπάθειαν ο ασυμπαθής και απάνθρωπος, αλλά δια να μη αποθάνη από τας μάστιγας και ούτω πως δυνηθή να την βασανίση και δεύτερον. Την έκλεισαν λοιπόν εις ένα τόπον σκοτεινόν και απαραμύθητον. Και μεθ’ ημέρας τινάς την έφεραν πάλιν εις το κριτήριον· κρεμάσαντες δε αυτήν, κατεξέσχισαν τας πλευράς της με σιδηρούς όνυχας· και τόσον εξέσχισαν τας σάρκας της, ώστε ασχήμισε και έγινεν άχρηστον και άμορφον όλον το κάλλος του σώματος· ουχί δε μόνον ο κοινός λαός ελυπήθη και εσυμπόνεσε και εδάκρυσε δι’ αυτήν, αλλά και αυτός ο θηριώδης κολαστής απέστρεψεν απ’ αυτής το πρόσωπον μη υποφέρων να βλέπη την ασχημίαν της· τοσούτον έγινεν άμορφος η πρώην ωραιοτάτη και πάγκαλος. Είτα εφυλάκισαν και πάλιν την Αγίαν εις τον απαράκλητον εκείνον και άχαρον τόπον, αφήνοντες αυτήν άνευ τροφής και ανεπιμέλητον. Αλλ’ όσον ήτο διεφθαρμένον το σώμα της, τόσον η ψυχή της ανεκαινίσθη και εγένετο λαμπροτέρα, προσηύχετο δε ευχαριστούσα, ότι την ηξίωσεν ο Κύριος να βασανισθή δια την αγάπην του. Ο δε μισόκαλος και φθονερός διάβολος, βλέπων ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν τρυφεράν κόρην ο υπηρέτης του, ήτοι ο άρχων της πόλεως και να την κάμη να προσκυνήση τους δαίμονας, ηβουλήθη να δοκιμάση μήπως και την νικήση αυτός ο αδύνατος. Μεταμορφωθείς λοιπόν εις σχήμα μεγάλου και φοβερού δράκοντος, όπως είναι εις τα έργα βλαπτικός και θανάσιμος, εφάνη ο πάντλμος έμπροσθεν της Αγίας ως φοβερόν και εξαίσιον θέαμα. Από το στόμα του και τους οφθαλμούς εξήρχετο πυρ και καπνός· οι οδόντες του ήσαν λευκοί, η δε γλώσσα του ήτο κόκκινη ως αίμα· εσφύριζε δε δυνατά και έκαμνεν ανήκαστον σύγχυσιν, και τοιαύτα σχήματα φοβερώτερα, ώστε ήθελε τρομάξει έκαστος βλέπων. Η Αγία όμως ουδόλως εφοβήθη να παύση την προσευχήν, από την οποίαν προσεπάθει να την εμποδίση ο κακομήχανος. Βλέπων δε ούτος ότι δεν εδειλίασεν, αλλά προσηύχετο αφόβως, έδραμεν εναντίον της και πλατύνας το στόμα και την κοιλίαν του εφάνη ότι την εκατάπιεν. Όταν η Αγία είδεν ότι την κατέπιεν ο δράκων έως την μέσην, καθώς της εφάνη, έγινεν από τον φόβον της έντρομος· ευθύς δε επικαλουμένη του Σωτήρος Χριστού το σωτήριον όνομα έκαμε σταυρόν με την δεξιάν της εις τα σπλάγχνα του δράκοντος, ο δε σταυρός έσχισε την κοιλίαν αυτού ως ρομφαία δίστομος. Και ο μεν δράκων, αφού διερράγη, έγινεν άφαντος, η δε Μάρτυς έμεινεν αβλαβής και έχαιρε ψάλλουσα προς τον Θεόν δοξολογίας και νικητήρια, έλεγε δε και διάφορα από την Γραφήν αρμόδια, ήτοι: «ο Θεός ουκ έστι πέρας της μεγαλωσύνης σου, θανατοίς και ζωογονείς, συνέτριψας την κεφαλήν του δράκοντος», και έτερα όμοια. Τότε πάλιν ο δαίμων, ως φιλόνεικος όπου είναι, δεν έπαυσε τας μηχανουργίας, αλλ’ ηθέλησε να δοκιμάση και με άλλον τρόπον να πολεμήση την Μάρτυρα. Μετασχηματισθείς εις άνθρωπον ο μισάνθρωπος, έγινε μαύρος ωσάν τον αιθίοπα· όθεν ο φοβερός εκείνος δράκων μεταβληθείς, εφαίνετο ως μαύρος τις κύων. Τότε η Μάρτυς, αρπάσασα αυτόν από τας τρίχας και ευρούσα εκεί εν σφυρίον ερριμμένον, εκτύπησεν αυτόν εις την κεφαλήν και εις την ράχιν και τελείως αυτόν εταπείνωσε. Καθώς δε είναι εις τα έργα σκοτεινός και άσχημος, ούτως εφάνη και πάλιν τρέχων εναντίον της Αγίας, εκεί όπου έστεκε προσευχομένη. Την ήρπασεν από τας χείρας, και την εφοβέριζε με φωνάς μεγάλας, ότι θα την φονεύση, εάν δεν παύση την προσευχήν, ίνα μη του δίδη δι’ αυτής ενόχλησιν. Έως εδώ έκαμε, και άλλο περισσότερον δεν τον εσυγχώρησε να πράξη ο Κύριος· διότι εάν είχεν εξουσίαν περισσοτέραν θα την εθανάτωνεν. Αλλά δεν έχει αυτός ο ανίσχυρος δύναμιν αφ’ εαυτού να μας κακοποιήση χωρίς της θείας συγχωρήσεως. Πλην και τούτο το ολίγον δια κακόν του το έκαμεν ο ανόητος· ότι από το πρώτον του κακούργημα κατά της Αγίας και το του Θεού θαυματούργημα, επήρε θάρρος η Αγία κατά του πειράζοντος και αρπάσασα αυτόν από τας τρίχας της κεφαλής τον εμαστίγωσεν. Αφού λοιπόν ενίκησε τον πολέμιον ανδρείως η πάνσεμνος και έγινεν άφαντος ο ανίσχυρος και αδύνατος, τότε ήλθον εις την Αγίαν ουρανόθεν τα νικητήρια και ευαγγέλια σωτήρια και χαρμόσυνα· ήτοι, εφάνη φως μέγα εκ του οποίου έλαμψεν όλον το δεσμωτήριον· το φως δε αυτό εξήρχετο από ένα Σταυρόν, όστις έφθανεν από την γην έως τον ουρανόν· επάνω δε του Σταυρού επέτα μία λευκή περιστερά καθαρά και άμωμος. Ταύτα μοι φαίνεται ότι εδήλουν το της Αγίας Τριάδος μυστήριον· το μεν φως εσήμαινε την δόξαν του Πατρός· ο Σταυρός τον εσταυρωμένον Χριστόν και η περιστερά το Πνεύμα το Άγιον. Καταβάσα δε η περιστερά ήλθε πλησίον της Αγίας και της λέγει· «Χαίρε, Μαρίνα, η λογική περιστερά του Θεού, ότι ενίκησας τον πονηρόν και τον εχθρόν κατήσχυνας· χαίρε δούλη πιστή και αγαθή του Κυρίου σου, τον οποίον επόθησας εξ όλης καρδίας σου και εμίσησας πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον. Χαίρε και ευφραίνου, ότι έφθασεν η ημέρα να λάβης της νίκης τον στέφανον και να εισέλθης αξιόχρεως εστολισμένη με τας φρονίμους παρθένους εις τον νυμφώνα του νυμφίου και βασιλέως σου». Με τους λόγους τούτους, όπου ελαλήθησαν ουρανόθεν εις την Αγίαν, ανεκαινίσθη το σαρκίον αυτής με την δρόσον του Παναγίου Πνεύματος· όλαι δε αι πληγαί της τελείως εθεραπεύθησαν τόσον, ώστε ούτε σημείον τραύματος δεν έμεινε ποσώς εις το σώμα της. Όθεν ενεπλήσθη πλείστης χαράς και αγαλλιάσεως και εξωμολογείτο ευφραινομένη, μεγαλοφώνως λέγουσα· «Ευλογήσω σε, Κύριε, υμνήσω σε ο Θεός μου, και δοξάσω το όνομά σου, ότι έκαμες εις εμέ την αναξίαν δούλην σου θαυμάσια πράγματα. Υψώσω σε, Κύριε, και αινέσω σε, ότι ηλέησας και ιάτρευσας την ψυχήν και το σώμα μου, και δεν με παρέδωκας εις τας χείρας των εχθρών μου, αλλά και το υπέρογκον της φαντασίας του ολεθριωτάτου δράκοντος μου έδειξες, και τούτον με τους άλλους θανατηφόρους όφεις και δαίμονας εις τας αβύσσους εβύθισας. Τώρα δε πάλιν αγαλλιασθείσα τω πνεύματι επί σοι τω Θεώ και Σωτήρι μου, ζητώ άλλην μίαν χάριν από την αγαθοτάτην του χρηστότητα, να με αξιώσης να αναγεννηθώ με το λουτρόν του αγίου σου Βαπτίσματος, δια να τελειωθώ με το ύδωρ της παλιγγενεσίας, καθώς ηγιάσθην με το αίμα της αθλήσεως, να γίνω αξία της εισόδου των Αγίων σου· ότι συ είσαι μόνος Άγιος αληθώς και εν Αγίοις αναπαυόμενος και ενδοξαζόμενος, συν τω ανάρχω σου Πατρί, και τω ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας. Αμήν». Ούτω προσηύχετο καθ’ όλην την νύκτα η Αγία εις την φυλακήν αγαλλομένη και δοξάζουσα τον Θεόν. Το δε πρωϊ καθίσας εις τον θρόνον ο έπαρχος έμπροσθεν όλου του λαού της πόλεως διέταξε και έφεραν εκεί την Μάρτυρα. Βλέπων δε ο έπαρχος όλην υγιά και φαιδράν εις το πρόσωπον, εθαύμασεν εις αυτήν και της λέγει· «Βλέπεις, Μαρίνα, πως οι μεγάλοι θεοί έχουν την φροντίδα σου, και σπλαγχνισθέντες εις το κάλλος σου σε ιάτρευσαν; Πρέπει και συ να μη φανής εις τους ευεργέτας αχάριστος, αλλά να τους δώσης αξίαν αντάμειψιν, να γίνης ιέρειά των, να θυσιάζης εις αυτούς ομού με τον πατέρα σου». Λέγει εις αυτόν η Αγία: «Εμέ δεν ιάτρευσαν οι αναίσθητοι και ανίσχυροι θεοί σου, αλλά ο αληθής και μόνος Θεός, όστις θεραπεύει ψυχάς και σώματα, τον οποίον θέλω λατρεύει πάντοτε. Τούτον πρέπει να γνωρίσης και συ και αυτόν μόνον να προσκυνής ως αθάνατον, να μισήσης δε των ειδώλων την πλάνην και ματαιότητα». Τότε προστάσσει ο τύραννος να γυμνώσουν την Αγίαν και να την κρεμάσουν εις το ξύλον, και να κατακαίουν με λαμπάδας πυρός τας πλευράς και το στήθος της. Υπέμενε δε η Αγία τας αλγηδόνας και τους πόνους ώραν πολλήν καταφλεγομένη· προσηύχετο δε με την καρδίαν ήσυχα, ευχαριστούσα τον Κύριον. Μετά ταύτα έφεραν εις το μέσον ένα μεγάλον λέβητα, τον οποίον εγέμισαν νερόν· καταβιβάσαντες δε από το ξύλον την Μάρτυρα, έδεσαν αυτήν ισχυρώς και την εβούτηξαν εις τον λέβητα κατακέφαλα, δια να πνιγή εις τα ύδατα. Αλλ’ εις μάτην εκοπίαζον οι ανόητοι, ότι όταν την εισήγον εντός εβόησε λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις έλυσας τα δεσμά του θανάτου και τους νεκρούς εξανέστησας, Συ, παντοδύναμε, επίβλεψον και εις την δούλην σου, και τα δεσμά μου διάρρηξον· ας γίνη δε τούτο το ύδωρ εις εμέ εις ζωήν αιώνιον και εις αναπλήρωσιν του επιθυμουμένου μου Βαπτίσματος, ίνα εκδυθώ τον παλαιόν και φθειρόμενον άνθρωπον και ενδυθώ τον καινόν και αθάνατον». Ούτω προσευχομένην έρριψαν την Αγίαν εις το σκεύος εκείνο του ύδατος· παρευθύς δε σεισμός μέγας εγένετο και εφάνη πάλιν η πρώτη περιστερά επάνω του ύδατος, βαστάζουσα εις το στόμα στέφανον. Αυτήν την ώραν εφάνη και ο πύρινος στύλος, επάνω δε τούτου Σταυρός κατά τον τύπον, όπως άνω εγράψαμεν. Τούτου γενομένου εξήλθεν η Αγία από τα ύδατα ελευθέρα, διότι όλα τα δεσμά της ελύθησαν, ίστατο δε με αγαλλίασιν άφραστον δοξάζουσα την Παναγίαν Τριάδα και εξ όλης ψυχής αυτήν εμεγάλυνεν, ότι εβαπτίσθη αμέσως υπ’ αυτής κατά τον πόθον της και υπερφυώς εφωτίσθη. Όχι δε μόνον τούτο το θαυμάσιον έγινε τότε εις την Αγίαν, αλλά και έτερον εξαίρετον· ήτοι εκάθησεν η περιστερά εις την κεφαλήν της Μάρτυρος, βαστάζουσα εκείνον τον αμάραντον στέφανον και λέγει προς αυτήν με φωνήν γλυκυτάτην· «Ειρήνη σοι, δούλη του Θεού· έχε θάρρος, και δέξου από την δεξιάν του Υψίστου τούτον τον ουράνιον στέφανον». Ταύτα λέγουσα η θεία περιστερά, ω του θαύματος! Αναπτερίζει τας πτέρυγας, ώσπερ να εχαίρετο εις τα τελούμενα· τότε δε πετάξασα εκάθισεν επάνω εις τον φωτοφανή εκείνον Σταυρόν και λέγει πάλιν εις επήκοον πάντων προς την Αγίαν Μάρτυρα· «Ελθέ εις τας άνω Μονάς του Παραδείσου, Μαρίνα θεόνυμφε, να απολαύσης της αφθαρσίας τον στέφανον εις τα αγαπητά του Θεού σκηνώματα, να χαίρεσαι με τους Αγίους χορεύουσα και αναπαυομένη αιώνια». Αυτήν την θείαν φωνήν ακούσαντες όλοι της πόλεως έφριξαν και επίστευσαν ευθύς εις τον Χριστόν, άνδρες ομού και γυναίκες πλήθος αμέτρητον και εβόησαν μεγαλοφώνως, ότι ήσαν έτοιμοι να λάβουν δια τον Χριστόν, τον αληθή Θεόν, θάνατον. Ακούσας ο έπαρχος ότι ωμολογούσαν τον Χριστόν Θεόν και Βασιλέα, τους δε βασιλείς και τους θεούς εβλασφήμουν και ύβριζον, επρόσταξε να θανατώσουν όσους επίστευσαν, Εκείνοι δε οι μακάριοι έτρεχον εις την σφαγήν δια τον Χριστόν εκουσίως ως πρόβατα άκακα. Εφόνευσαν δε τότε οι ανήμεροι τύραννοι άνδρας χιλιάδας δεκαπέντε, χωρίς τας γυναίκας, όπου δεν τας εμέτρησαν. Όλοι δε ούτοι βαπτισθέντες με το άγιον αίμα των, δεν εχρειάσθησαν άλλο βάπτισμα· γενόμενοι δε θυσία και ολοκαύτωμα εις τον Θεόν, απήλθον εις την αιώνιον βασιλείαν οι τρισμακάριοι. Ο δε δυσσεβής Ολύμβριος, φοβούμενος μήπως και πιστεύσουν και οι επίλοιποι της πόλεως, εάν αφήση την Αγίαν ακόμη ζωντανήν, έδωκε κατ’ αυτής και μη θέλων την δια ξίφους απόφασιν. Καθώς δε επήραν αυτήν οι δήμιοι και την ωδήγησαν εις τον τόπον της καταδίκης, όπου και το ειρημένον πλήθος απεκεφάλισαν, παρεκάλεσεν η Αγία τον δήμιον, όπου ήθελε να την φονεύση, και του λέγει· «Περίμενε ολίγην ώραν δι’ εμέ, ω τέκνον μου, να ομιλήσω προς τους παρεστώτας ολίγους λόγους, να κάμω και την προσευχήν μου και τότε να κάμης το προστασσόμενον». Ούτως είπεν, έπειτα στρέφει προς το πλήθος το πρόσωπον λέγουσα: «Παρακαλώ σας, αδελφοί και φίλοι μου, ως αναξία δούλη του Υψίστου, ακούσατε νουνεχώς την μικράν μου ταύτην παραίνεσιν. Ηξεύρετε, ότι ένας είναι μόνον ο αληθινός Θεός εν Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι θεωρούμενος και προσκυνούμενος· όστις δε πιστεύει μόνον εις αυτόν σώζεται. Λοιπόν υπερβαίνοντες πάσαν την κτίσιν των ορωμένων και νοουμένων, υψώσατε τον νουν και γνωρίσατε τον Πατέρα των φώτων και τον μονογενή Υιόν και Λόγον αυτού, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και το πανάγιον Πνεύμα· ότι αυτά τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός αιώνιος, παντοδύναμος και ακατάληπτος και ουδείς σώζεται εις άλλο όνομα». Ταύτα η Μάρτυς προς τους παρόντας ομιλήσασα, ύψωσε προς τον ουρανόν τα όμματα της διανοίας τοιαύτα λέγουσα: «Άναρχε, αθάνατε, άχρονε, άκτιστε, ακατάληπτε και ανεξιχνίαστε Κύριε, Θεέ των όλων και δημιουργέ πάσης της κτίσεως, προνοητά και σωτήρ όλων, όπου εις Σε ελπίζουσιν, ευχαριστώ σοι, όπου με έφερες εις την ώραν ταύτην και ήγγισα εις τον στέφανον της δικαιοσύνης σου. Υμνώ και ευλογώ την αναρίθμητον ευσπλαγχνίαν και φιλανθρωπίαν σου, όπου ηθέλησες να με συντάξης με τους εκλεκτούς δούλους σου. Επίβλεψον και τώρα επ’ εμέ την ταπεινήν, Δέσποτα Θεέ, Κύριε του ελέους παντοκράτωρ και παντοδύναμε, επάκουσον της προσευχής μου, και πλήρωσόν μου τα αιτήματα εις έπαινον και τιμήν και δόξαν του υπεραγίου και προσκυνητού σου ονόματος, χάρισαι την άφεσιν των αμαρτιών όλων εκείνων, όπου θέλουν οικοδομήσει Εκκλησίαν εις το όνομα της δούλης σου, να λειτουργώσιν εις αυτήν προσευχόμενοι, ή γράφουσι το μαρτύριον της αθλήσεώς μου και το αναγινώσκουσι μετά πίστεως, μνημονεύοντες το όνομα της δούλης σου και καρποφορούσι το κατά δύναμιν· όλων αυτών, λέγω, όσοι θεραπεύσουν το οικητήριον του σώματός μου, όπου εμαρτύρησε δι’ αγάπην σου, συγχώρησον τας αμαρτίας κατά το μέτρον της πίστεως αυτών· και μη εγγίση χειρ κολαστήριος, ούτ πείνα, ουδέ θανατικόν, ή άλλη βλάβη ψυχής ή σώματος. Όσοι δε θέλουν με εορτάσει δοξολογούντες μετά πίστεως και σου ζητήσουν σωτηρίαν και έλεος δια μέσου μου, χάρισαί τους εις τούτον τον κόσμον τα αγαθά σου, να πορεύωνται προς αυτάρκειαν· αξίωσον δε αυτούς και της επουρανίου βασιλείας Σου. Ότι Συ Ει μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, και των αγαθών δοτήρ εις τους αιώνας. Αμήν. Ταύτα προσευχομένης της Μάρτυρος εγένετο πάλιν σεισμός, και έπεσον κατά γης πολλοί άνθρωποι, ομοίως και ο δήμιος, όπου έμελλε να την θανατώση, έπεσεν έντρομος. Ο δε Κύριος αυτός της επαραστάθη νοητώς με πλήθος πολύ Αγίων Αγγέλων, και της λέγει· «Έχε θάρρος, Μαρίνα, και μη φοβήσαι, ότι τας προσευχάς σου επήκουσα και πάντα όσα εζήτησας επλήρωσα και θα τα αποπληρώσω κατά καιρόν, καθώς και ήτησας· τώρα δε ήλθον να αναλάβω την ψυχήν σου εις τα ουράνια· μακαρία συ, ότι δια τους αμαρτωλούς παρεκάλεσας, εφάνης ενώπιόν μου άμωμος, και εύρες χάριν εις εμέ. Δι’ αυτό πολύς έσται ο μισθός σου εις τα ουράνια». Τότε η μακαρία ενεπλήσθη χαράς πολλής και αγαλλιάσεως και λέγει εις τον δήμιον· «Τελείωσον τώρα εις εμέ εκείνο, όπου σε επρόσταξαν». Αυτός δε έτρεμε και δεν ετόλμα να σηκώση το ξίφος. Αλλ’ η Αγία τον ενεθάρρυνε και μετά βίας τον κατέπεισε και απέτεμε την μακαρίαν της κεφαλήν τη δεκάτη εβδόμη του μηνός Ιουλίου. Τότε το μεν άγιον λείψανον παρέλαβον κρυφίως οι Χριστιανοί και ενεταφίασαν αυτό εντίμως ως έπρεπεν· η δε μακαρία αυτής ψυχή απήλθεν εις την ουράνιον εύκλειαν. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου