Ανήσυχοι καὶ
κινητικοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας. Θέλουν νὰ προλάβουν ὅλα τά ἐφήμερα
καὶ μάταια, νὰ τὰ μελετήσουν, νὰ τὰ ἀπολαύσουν, νὰ προβληθοῦν οἱ ἴδιοι καὶ νὰ
ξεχάσουν μὲ τὸ ζόρι τὸ ἐσωτερικό τους κενό, ποὺ τοὺς κάνει ἀγχώδεις, καταθλιπτικοὺς
καὶ δυστυχεῖς. Γιὰ τὰ πνευματικὰ καὶ αἰώνια κανένα ἐνδιαφέρον. Δὲν θέλουν νὰ τὰ
θυμοῦνται. Νομίζουν ὅτι αὐτὰ εἶναι θέματα ποὺ δὲν ἔχουν ἰδιαίτερη ἀξία, ἀνήκουν
στὸ χῶρο τῆς φαντασίας τῶν θρησκόληπτων καὶ ἀφαιροῦν ἀπὸ τὴ ζωὴ τὴ χαρὰ καὶ τὴ δημιουργικότητα.
Ἔτσι, μὲ αὐτὸ τὸν ἐσφαλμένο συλλογισμό, ἀπαλλάσσονται ἀπὸ ὑποχρεώσεις, καθήκοντα
καὶ ἠθικοὺς φραγμοὺς καὶ ρίχνονται στὸ ἀδιάκοπο κυνήγι τῆς εὐτυχίας, τὴν ὁποία νομίζουν
ὅτι πλησιάζουν καὶ ὅλο τούς ἀπομακρύνεται. Μένουν πάντα μὲ ἄδεια χέρια, χωρὶς νὰ
δέχονται ὅτι ματαιοπονοῦν.
Οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ μετακινοῦνται εὔκολα. Τὰ ταξίδια εἶναι πιὰ μιὰ εὐχάριστη ὑπόθεση. Τὰ ἐπιλέγουν ἀκόμα καὶ οἱ γέροντες.Ὅλοι θέλουν νὰ μετακινοῦνται, γιὰ νὰ γνωρίσουν νέους τόπους. Θέλουν νὰ γεμίσουν τὸ χρόνο τους καὶ νὰ ξεχάσουν τὰ δυσάρεστα τῆς ζωῆς. Ψάχνουν νὰ βροῦν ἐκεῖνο ποὺ δὲν ξέρουν. Συχνὰ πηγαίνουν νὰ γνωρίσουν πρόσωπα φημισμένα καὶ νὰ σχηματίσουν τὴ δική τους γνώμη γιʼ αὐτά. Τελικὰ τί πετυχαίνουν; Τὶς περισσότερες φορὲς τίποτα. Ἐνῶ ξεκινοῦν μὲ διάθεση καὶ ἐνθουσιασμό διαπιστώνουν ὅτι τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικὰ ἀπὸ ὅ,τι τὰ περίμεναν, δὲν εἶναι σπουδαῖα καὶ ἀξιοθαύμαστα. Θέλω νὰ γίνω σαφέστερος. Οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν μόνο ἐνδιαφέροντα τουρίστα, δὲν ἀποκομίζουν κάτι ἀξιόλογο ἀπὸ ἕνα ταξίδι. Ὅταν ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ τους εἶναι στραμμένα μόνο στὴν καλοπέραση, δὲν πρόκειται νὰ πάρουν κάτι καλὸ ἀπὸ ἕνα τόπο ποὺ ἐπισκέπτονται, ὅσο ἐνδιαφέρον καὶ ἂν παρουσιάζει. Γενικότερα οἱ ἄνθρωποι σήμερα καταπονοῦνται μὲ τὰ μάταια καὶ χωρὶς οὐσιαστικὸ περιεχόμενο πράγματα, ἀδιαφορῶντας παντελῶς γιὰ τὴν πνευματική τους καλλιέργεια. Εἶναι ἰδιαίτερα ἀξιοπρόσεκτη ἡ περιγραφὴ τῶν ἀνθρώπων τοῦ καιροῦ μας, ποὺ κάνει ὁ Φώτης Κόντογλου: «Οἱ ἄνθρωποι βρίσκουνται σὲ ἀκατάπαυστη κίνηση, σὰν μανιακοί. Ἄλλοι τρέχουν ἀπὸ δῶ, ἄλλοι ἀπὸ ἐκεῖ. Ὅλοι βιάζουνται. Δοξάζω τὸν Θεὸ ἅμα δῶ κανέναν νὰ πορεύεται ἥσυχα, χωρὶς νὰ βιάζεται! Θαρρεῖς πὼς ὁ διάβολος τούς κυνηγᾶ μὲ μιὰ βουκέντρα καὶ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἡσυχάσουνε. Ἄλλοι τρέχουνε λαχανιασμένοι νὰ πιάσουνε τὴ χρυσὴ ρόδα, ποὺ τὴν κυλᾶ μπροστά τους ὁ διάβολος, ποὺ τὸν λέγανε οἱ ἀρχαῖοι Ἑρμῆ, σκουντουφλᾶνε ὁ ἕνας ἀπάνω στὸν ἄλλον στὰ χρηματιστήρια, στὶς τράπεζες, στὶς μποῦρσες, στὶς κοῦρσες, στὰ καζίνα. Ἄλλοι κάνουνε λογῆς-λογῆς συνέδρια καὶ συζητᾶνε περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων, ἄλλοι μαζεύονται κι ἀλληλοθαυμάζονται κι ἀλληλομισοῦνται σὲ σωματεῖα, σὲ συλλόγους, σὲ ἑταιρεῖες, ἄλλοι μαζεύονται σὰν τὰ μυρμήγκια κατὰ χιλιάδες καὶ βλέπουνε τὰ λεγόμενα μάτς, μὲ κάτι ἀγριοφωνάρες, ποὺ θαρρεῖς βγαίνουν ἀπὸ θηριοτροφεῖο, ἄλλοι κάνουνε καλλιστεῖα, ἄλλοι ἐκθέτουνε τὰ ἔργα τῆς τέχνης τους καὶ καμαρώνουνε, ὡς ποὺ νὰ περάσουν δυὸ-τρεῖς μέρες καὶ νὰ τοὺς ξεχάσουν οἱ θαυμαστές τους, ἄλλοι τυπώνουνε βιβλία, ἄλλοι βγάζουνε λόγους σὰν βραχνιασμένοι βάτραχοι, ἄλλοι κάνουνε τὸν παλληκαρᾶ, ποὺ δὲν φοβᾶται τίποτε, ὥσπου νὰ καταντήσουνε σὲ λίγα χρόνια σὰν ξεφουσκωμένες καραμοῦζες, ἄλλοι συζητᾶνε γιὰ λεπτὰ αἰσθητικὰ προβλήματα μὲ κάτι κλούβιες κυρίες, ποὺ τὰ μάτια τους εἶναι σὰν ἄψυχες χάντρες καὶ ποὺ μιλᾶνε σὰν φωνόγραφα, χωρὶς νὰ ξέρουν τί λένε, ἄλλοι ἀκοῦνε συνοφρυωμένοι καὶ βυθισμένοι εἰς βάθος δυσθεώρητον τά “ἀριστουργήματα τῆς μουσικῆς”, ἄλλοι κάνουνε ψυχικὲς ἔρευνες μὲ ἐπιστημονικὴ ἀξιοπρέπεια… Ὅλοι, τέλος πάντων, καταγίνουνται μὲ ὅλα ὅσα μποροῦν νὰ γίνουν σὲ τοῦτο τὸν ντουνιά, γιὰ νὰ ξεχάσουνε τὸν ἑαυτό τους, γιὰ νὰ μὴ ἀπομείνουνε μοναχοὶ καὶ δοῦνε τὴ γύμνια τους, τὴ μιζέρια τους, τὸ χάος ποὺ τοὺς ζώνει. Γιὰ νὰ γεμίσουνε τὴ ζωὴ τους ρίχνουν μέσα σʼ αὐτὸ τὸ ἄδειο πράγμα ὅ,τι βροῦνε μπροστά τους, φτάνει νὰ γεμίσει καὶ νὰ σταθεῖ, σὰν τὸ ἄδειο τσουβάλι ὄρθιο, ποὺ τὸ παραγεμίζεις πατσαβοῦρες, παλιόχαρτα, παλιοκούτια. Ρίχνουνε ἀπὸ πάνω τους, γιὰ νὰ σκεπασθοῦνε παπλώματα, κουβέρτες, φλοκάτες, νιτσεράδες, σὰν τὸν θερμιασμένον, ποὺ δὲν εἰμπορεῖ νὰ ζεσταθεῖ μὲ κανέναν τρόπο». Ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς δὲν ἀκολουθεῖ τὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς. Διαφωνεῖ καὶ ἀρνεῖται. Ὡστόσο, ὑπάρχουν μερικοὶ μεγαλόσχημοι κληρικοί, οἱ ὁποῖοι ἀρέσκονται σὲ παρόμοιες ἐκδηλώσεις. Πρόθυμα ξοδεύουν χρήματα γιὰ τὴ διοργάνωσή τους, ἀλλὰ καὶ πολύτιμο χρόνο γιὰ τὴν ἑτοιμασία ἐγκωμιαστικῶν λόγων, ποὺ τοὺς ἀκούει ὁ διάβολος καὶ χαίρεται, γιατί εἶναι θύματά του χωρὶς νὰ ἔχει κοπιάσει πολὺ ὁ ἴδιος. Δυστυχῶς, αὐτοὶ οἱ κληρικοὶ εἶναι αἰχμάλωτοι τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος, τὸ ὁποῖο σταδιακὰ ἔχει βυθίσει στὸ τέλμα τὸ ποιμαντικό τους ἔργο.
Οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ μετακινοῦνται εὔκολα. Τὰ ταξίδια εἶναι πιὰ μιὰ εὐχάριστη ὑπόθεση. Τὰ ἐπιλέγουν ἀκόμα καὶ οἱ γέροντες.Ὅλοι θέλουν νὰ μετακινοῦνται, γιὰ νὰ γνωρίσουν νέους τόπους. Θέλουν νὰ γεμίσουν τὸ χρόνο τους καὶ νὰ ξεχάσουν τὰ δυσάρεστα τῆς ζωῆς. Ψάχνουν νὰ βροῦν ἐκεῖνο ποὺ δὲν ξέρουν. Συχνὰ πηγαίνουν νὰ γνωρίσουν πρόσωπα φημισμένα καὶ νὰ σχηματίσουν τὴ δική τους γνώμη γιʼ αὐτά. Τελικὰ τί πετυχαίνουν; Τὶς περισσότερες φορὲς τίποτα. Ἐνῶ ξεκινοῦν μὲ διάθεση καὶ ἐνθουσιασμό διαπιστώνουν ὅτι τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικὰ ἀπὸ ὅ,τι τὰ περίμεναν, δὲν εἶναι σπουδαῖα καὶ ἀξιοθαύμαστα. Θέλω νὰ γίνω σαφέστερος. Οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν μόνο ἐνδιαφέροντα τουρίστα, δὲν ἀποκομίζουν κάτι ἀξιόλογο ἀπὸ ἕνα ταξίδι. Ὅταν ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ τους εἶναι στραμμένα μόνο στὴν καλοπέραση, δὲν πρόκειται νὰ πάρουν κάτι καλὸ ἀπὸ ἕνα τόπο ποὺ ἐπισκέπτονται, ὅσο ἐνδιαφέρον καὶ ἂν παρουσιάζει. Γενικότερα οἱ ἄνθρωποι σήμερα καταπονοῦνται μὲ τὰ μάταια καὶ χωρὶς οὐσιαστικὸ περιεχόμενο πράγματα, ἀδιαφορῶντας παντελῶς γιὰ τὴν πνευματική τους καλλιέργεια. Εἶναι ἰδιαίτερα ἀξιοπρόσεκτη ἡ περιγραφὴ τῶν ἀνθρώπων τοῦ καιροῦ μας, ποὺ κάνει ὁ Φώτης Κόντογλου: «Οἱ ἄνθρωποι βρίσκουνται σὲ ἀκατάπαυστη κίνηση, σὰν μανιακοί. Ἄλλοι τρέχουν ἀπὸ δῶ, ἄλλοι ἀπὸ ἐκεῖ. Ὅλοι βιάζουνται. Δοξάζω τὸν Θεὸ ἅμα δῶ κανέναν νὰ πορεύεται ἥσυχα, χωρὶς νὰ βιάζεται! Θαρρεῖς πὼς ὁ διάβολος τούς κυνηγᾶ μὲ μιὰ βουκέντρα καὶ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἡσυχάσουνε. Ἄλλοι τρέχουνε λαχανιασμένοι νὰ πιάσουνε τὴ χρυσὴ ρόδα, ποὺ τὴν κυλᾶ μπροστά τους ὁ διάβολος, ποὺ τὸν λέγανε οἱ ἀρχαῖοι Ἑρμῆ, σκουντουφλᾶνε ὁ ἕνας ἀπάνω στὸν ἄλλον στὰ χρηματιστήρια, στὶς τράπεζες, στὶς μποῦρσες, στὶς κοῦρσες, στὰ καζίνα. Ἄλλοι κάνουνε λογῆς-λογῆς συνέδρια καὶ συζητᾶνε περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων, ἄλλοι μαζεύονται κι ἀλληλοθαυμάζονται κι ἀλληλομισοῦνται σὲ σωματεῖα, σὲ συλλόγους, σὲ ἑταιρεῖες, ἄλλοι μαζεύονται σὰν τὰ μυρμήγκια κατὰ χιλιάδες καὶ βλέπουνε τὰ λεγόμενα μάτς, μὲ κάτι ἀγριοφωνάρες, ποὺ θαρρεῖς βγαίνουν ἀπὸ θηριοτροφεῖο, ἄλλοι κάνουνε καλλιστεῖα, ἄλλοι ἐκθέτουνε τὰ ἔργα τῆς τέχνης τους καὶ καμαρώνουνε, ὡς ποὺ νὰ περάσουν δυὸ-τρεῖς μέρες καὶ νὰ τοὺς ξεχάσουν οἱ θαυμαστές τους, ἄλλοι τυπώνουνε βιβλία, ἄλλοι βγάζουνε λόγους σὰν βραχνιασμένοι βάτραχοι, ἄλλοι κάνουνε τὸν παλληκαρᾶ, ποὺ δὲν φοβᾶται τίποτε, ὥσπου νὰ καταντήσουνε σὲ λίγα χρόνια σὰν ξεφουσκωμένες καραμοῦζες, ἄλλοι συζητᾶνε γιὰ λεπτὰ αἰσθητικὰ προβλήματα μὲ κάτι κλούβιες κυρίες, ποὺ τὰ μάτια τους εἶναι σὰν ἄψυχες χάντρες καὶ ποὺ μιλᾶνε σὰν φωνόγραφα, χωρὶς νὰ ξέρουν τί λένε, ἄλλοι ἀκοῦνε συνοφρυωμένοι καὶ βυθισμένοι εἰς βάθος δυσθεώρητον τά “ἀριστουργήματα τῆς μουσικῆς”, ἄλλοι κάνουνε ψυχικὲς ἔρευνες μὲ ἐπιστημονικὴ ἀξιοπρέπεια… Ὅλοι, τέλος πάντων, καταγίνουνται μὲ ὅλα ὅσα μποροῦν νὰ γίνουν σὲ τοῦτο τὸν ντουνιά, γιὰ νὰ ξεχάσουνε τὸν ἑαυτό τους, γιὰ νὰ μὴ ἀπομείνουνε μοναχοὶ καὶ δοῦνε τὴ γύμνια τους, τὴ μιζέρια τους, τὸ χάος ποὺ τοὺς ζώνει. Γιὰ νὰ γεμίσουνε τὴ ζωὴ τους ρίχνουν μέσα σʼ αὐτὸ τὸ ἄδειο πράγμα ὅ,τι βροῦνε μπροστά τους, φτάνει νὰ γεμίσει καὶ νὰ σταθεῖ, σὰν τὸ ἄδειο τσουβάλι ὄρθιο, ποὺ τὸ παραγεμίζεις πατσαβοῦρες, παλιόχαρτα, παλιοκούτια. Ρίχνουνε ἀπὸ πάνω τους, γιὰ νὰ σκεπασθοῦνε παπλώματα, κουβέρτες, φλοκάτες, νιτσεράδες, σὰν τὸν θερμιασμένον, ποὺ δὲν εἰμπορεῖ νὰ ζεσταθεῖ μὲ κανέναν τρόπο». Ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς δὲν ἀκολουθεῖ τὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς. Διαφωνεῖ καὶ ἀρνεῖται. Ὡστόσο, ὑπάρχουν μερικοὶ μεγαλόσχημοι κληρικοί, οἱ ὁποῖοι ἀρέσκονται σὲ παρόμοιες ἐκδηλώσεις. Πρόθυμα ξοδεύουν χρήματα γιὰ τὴ διοργάνωσή τους, ἀλλὰ καὶ πολύτιμο χρόνο γιὰ τὴν ἑτοιμασία ἐγκωμιαστικῶν λόγων, ποὺ τοὺς ἀκούει ὁ διάβολος καὶ χαίρεται, γιατί εἶναι θύματά του χωρὶς νὰ ἔχει κοπιάσει πολὺ ὁ ἴδιος. Δυστυχῶς, αὐτοὶ οἱ κληρικοὶ εἶναι αἰχμάλωτοι τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος, τὸ ὁποῖο σταδιακὰ ἔχει βυθίσει στὸ τέλμα τὸ ποιμαντικό τους ἔργο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου