Διαρκούσης της περιόδου της υγειονομικής κρίσεως, με τις
παλινωδίες της Διοικούσας Εκκλησίας καθώς και με την επαμφοτερίζουσα αδρανή
στάση της, εις την επίθεση την οποία δέχθηκε, ιδίως δια Ιερό μυστήριον της Θείας Μεταλήψεως,
δημιουργήθηκε ένα βαθύ χάσμα, μεταξύ του Χριστεπώνυμου πληρώματος
συμπεριλαμβανομένου του Κλήρου και της Διοικήσεως.
Η πόλωση αυτή, ανάγεται εις την πρωτόφαντη και επονείδιστη
εκκωφαντική σιωπή της Διοικούσης Εκκλησίας, ιδίως εις τις ακραίες περιπτώσεις
όπου Ιερείς, προφανώς δίκην παραδειγματισμού, σύρθηκαν σιδηροδέσμιοι προς την
Εισαγγελία, συλληφθέντες εις τα πλαίσια του αυτοφώρου, επειδή, άνοιξαν τον Ιερό
Ναό, κοινώνησαν μεμονωμένα άτομα, με συνέπεια να τους ασκηθεί ποινική δίωξη και
συνάμα να τους επιβληθεί ιδιαζόντως επαχθές διοικητικό πρόστιμο.
Υπό των κατασταλτικών λοιπόν, αυτών μέτρων η Εκκλησία,
εξανδραποδίστηκε καθολικώς εις την πολιτεία, απεμπολώντας πάσα μορφή
διοικητικής αυτοτέλειας αλλά και πνευματικής ισχύος, τουναντίον απέδειξε ότι
είναι ενδοτική άνευρη και αδιάφορη να μεταγγίσει το μήνυμα της Αναστάσεως του
Χριστού και της Θυσιαστικής Σταυρώσεως του Κυρίου μας, δια την ημετέραν Σωτηρία.
Το δε εξοργιστικό είναι ότι η κοινή γνώμη, ταύτισε, δια της παθητικής της
στάσεως του Αρχιεπισκόπου, ότι η Εκκλησία, περιορίζεται αποκλειστικά και μόνον
εις τα εσχατολογικά ζητήματα, άρα εισέτι και αν σφραγιστούν καθολοκληρίαν οι
λειτουργίες διαρκούσης της Μεγάλης Εβδομάδας, δεν συνέβη ουδένα πρόβλημα, προς
τους Πιστούς.
Την αλγεινή αυτή εντύπωση την καλλιέργησε δια της στάση της
η Διοικούσα Εκκλησία, ότι δηλαδή, η Θεία Ευχαριστία και οι ημέρες του Εκουσίου
Πάθους, αποτελούν ένα ακινητοποιημένο φολκλόρ, μία συμπαθητική παράδοση η οποία
όμως, δεν έχει να μας κομίσει κάτι αναφορικώς προς την υπαρξιακή μας
ελευθερία, την οντολογία μας ως
ανθρώπους, την ανησυχία μετά τον Θάνατο, ούτε ότι ο λόγος της Εκκλησίας,
καθίσταται πύρινος και αείποτε επίκαιρος δίδοντας λύσεις εις το άγος της
καθημερινότητας.
Άρα λοιπόν λοιπόν, επιβλήθηκε η άποψη ότι η Εκκλησία
καθίσταται εφάμιλλης αξίας, με κάποιες έτερες παραδόσεις, απονεκρωμένες
συνήθειες, οι οποίες όμως δεν νοηματοδοτούν την ζωή σου, αλλά ούτε σου
αποκαλύπτουν λύσεις δίδοντας σου ζωτικής σημασίες απαντήσεις εις τα ακανθώδη
και βασανιστικά καθημερινά σου ερωτήματα.
Κατά συνέπεια λοιπόν, δέον όπως αναλογιστούμε, τι θέλουμε,
επιζητούμε μία Εκκλησία, ευέλικτη η οποία θα ευρίσκεται απανταχού παρούσα και
τα πάντα πληρούσα και ο λόγος του
Ευαγγελίου θα καθίσταται δεόντως αρωγός και θεραπαινίδα ως προς την
καθημερινότητά μας, ή μια «Θεσμική» βραδυκίνητη Εκκλησία, η οποία ενσυνειδήτως
δεν θα διακονεί τα κοινωνικά ζητήματα
και θα αποτελεί απλώς ένα παρωχημένο θεσμό;
Εν κατακλείδι φρονώ ότι η ζώσα Ορθόδοξη παράδοσή μας, ως
κιβωτός του Γένους μας αλλά και ως η δομική σταθερά της εθνικής μας ταυτότητας
αλλά και της Νομικής μας παραδόσεως, επιβάλλεται να αποτελέσει το νάμα και το
εφαλτήριο δια την αναγέννησή μας ως έθνος, καθότι ο Χριστός μιλάει εις την
Καρδιά μας και η Ελληνο-Ορθόδοξη παράδοση συνιστά μία εμπεριστατωμένη
αντιπρόταση νοηματοδοτήσεως του βίου μας εν σχέσει προς τον αυτοπροσδιορισμό
του έθνους μας εις τα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και των Διεθνών Οργανισμών
Χριστός Ανέστη.
Χαράλαμπος β. Κατσιβαρδάς
Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου