Πλάτων ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη εις την Κωνσταντινούπολιν κατά το
έτος ψλβ΄ (732) εκ γονέων ευγενών και πλουσίων, Στεργίου και Ευφημίας
ονομαζομένων. Κατά την εποχήν εκείνην εβασίλευεν ο θηριώνυμος και θηριόγνωμος
Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος (717 – 741), επί των ημερών του οποίου οι γονείς του Οσίου
απήλαυον μεγάλης τιμής και εκτιμήσεως. Υπό τοιούτων γονέων γεννηθείς ο Όσιος
έτυχε και της αναλόγου παιδεύσεως, δια τούτο και λίαν ενωρίς εγένετο νοτάριος
βασιλικός, γραμματεύς δηλαδή του βασιλέως, όστις τότε ήτο ο υιός του Λέοντος Γ΄
του Ισαύρου Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος (741 – 775).
Παρά το γεγονός όμως, ότι ο μακάριος Πλάτων έζη και συνανεστρέφετο καθημερινώς εις τα ανάκτορα με όλους τους αξιωματούχους της αυλής, δεν ικανοποιείτο εκ της ζωής ταύτης, διότι η καρδία του εφλέγετο αφ’ ενός μεν από τον πόθον της τηρήσεως της Αγίας Ορθοδοξίας, η οποία προσεβάλλετο τότε από την εικονομαχίαν, αφ’ ετέρου δε η επιθυμία του ήτο να ακολουθήση την μοναστικήν ζωήν. Όθεν απαρνηθείς τον κόσμον και το αξίωμά του απήλθεν εις το εν Βιθυνία όρος του Ολύμπου, όπου ενεδύθη το άγιον Σχήμα των Μοναχών εις την εκεί ευρισκομένην Μονήν την καλουμένην των Συμβόλων και εκεί ηγωνίζετο εν νηστεία και προσευχή. Επειδή δε, ως είπομεν, ήτο λίαν πεπαιδευμένος, ο Πνευματικός του Πατήρ, όστις ήτο ο τότε Καθηγούμενος της Μονής των Συμβόλων, του ανέθεσεν ως εργόχειρον την μελέτην και την αντιγραφήν διαφόρων Κωδίκων. Τόσην δε ταπείνωσιν έδειξεν ο μακάριος, ώστε πάντες τον εθαύμαζον, εντός ολίγου δε τον εσέβοντο και ως δεύτερον πνευματικόν των πατέρα. Όταν δε μετά καιρόν εκοιμήθη ο Ηγούμενος της Μονής, οι εν αυτή ασκούμενοι Πατέρες, βλέποντες τας αρετάς του Πλάτωνος, τον εψήφισαν Ηγούμενον. Έλαβε δε ο Όσιος το αξίωμα τούτο εν έτει από Χριστού ψο΄ (770). Την εκλογήν του Οσίου πληροφορηθείς ο βασιλεύς Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος και μένεα πνέων, διότι ο Όσιος Πλάτων εσέβετο και ετίμα τας αγίας Εικόνας, εξαπέλυσε και κατά της Μονής ταύτης τον από πολλού ασκούμενοβ υπ’ αυτού διωγμόν κατά των ευλαβών προσκυνητών των αγίων Εικόνων. Όθεν συλληφθείς ο Όσιος Πλάτων εστάλη εις εξορίαν μετά πολλών άλλων Πατέρων. Εις την εξορίαν παρέμεινεν ο Όσιος μέχρι του θανάτου τού Κοπρωνύμου, όστις συνέβει κατά το έτος ψοε΄ (775). Τότε βασιλεύσαντος του υιού τού Κωνσταντίνου Λέοντος Δ΄ του επιλεγομένου Χαζάρου (775 – 780) και κατόπιν ενεργειών της συζύγου τούτου βασιλίσσης Ειρήνης, ανεκλήθησαν εκ της εξορίας άπαντες οι εξόριστοι Πατέρες, μετ’ αυτών δε ανεκλήθη και επέστρεψενεις την Μονήν του και ο Όσιος Πλάτων. Μικρόν όμως ακόμη υπέφερεν ο Όσιος, διότι ο Λέων Δ΄ αφήκε μεν ελευθέρους τους εξορίστους να επιστρέψουν εις τας βασεις των, δεν έθιξεν όμως και τους εικονομάχους, οίτινες παρέμενον σταθεροί εις τας θέσεις των. Την κατάστασιν εξεκαθάρισεν η του Λέοντος σύζυγος Ειρήνη, ήτις, μετά τον θάνατον του Λέοντος Δ΄ (780), ανέλαβε μόνη την διακυβέρνησιν της Αυτοκρατορίας ως επίτροπος του ανηλίκου υιού της Κωνσταντίνου ΣΤ΄ (780 – 797), δεκαετούς τότε όντος. Πρώτον μέλημα της Ειρήνης μετά την υπ’ αυτής ανάληψιν της αρχής υπήρξεν η αποκατάστασις της ειρήνης της Εκκλησίας. Όθεν συνήθροισεν ευθύς αύτη τους εις διάφορα μέρη διεσπαρμένους εκ της μανίας των εικονομάχων Πατέρας, ων εις τε και πρώτος υπήρξεν ο Όσιος Πλάτων, τον οποίον εκάλεσεν εις Κωνσταντινούπολιν και τον συνεβουλεύετο εις τας υποθέσεις του Κράτους και της Εκκλησίας. Η παρουσία του Πλάτωνος εις Κωνσταντινούπολιν πολλούς ενεθουσίασε ιδιαιτέρως δε τον ανεψιόν του Θεόδωρον τον μετά ταύτα περιώνυμον Ηγούμενον της Μονής του Στουδίου, ώστε εις αυτήν την ακμήν της ηλικίας του απεφάσισε να ακολουθήση την Μοναχικήν Πολιτείαν. Ο Θεόδωρος ευρίσκετο τότε εις το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας του. Την απόφασιν του Θεοδώρου εμιμήθησαν και όλα τα μέλη της οικογενείας τού πατρός του. Ο πατήρ τού Θεοδώρου Φωτεινός, η μήτηρ του Θεοκτίστη, ήτις ήτο αδελφή του Πλάτωνος, Ιωσήφ ο κατόπιν Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης εις ακόμη νεώτερος αδελφός του, μία αδελφή του και δύο αδελφοί του Φωτεινού, απεφάσισαν να ακολουθήσουν όλοι την στενήν και τεθλιμμένην οδόν της ασκήσεως. Όθεν διανείμαντες εις τους πτωχούς την περιουσίαν των απεσύρθησαν αι μεν γυναίκες εις Γυναικεία Μοναστήρια, οι δε άνδρες υπό την ηγεσίαν του Οσίου Πλάτωνος επορεύθησαν εις τα μέρη της Προύσης όπου ο Φωτεινός είχεν ιδιόκτητον κτήμα κατάλληλον δια Μοναστήριον. Εκεί δε αποσυρθέντες έκτισαν Μονήν ονομασθείσαν του Σακκουδίωνος, της οποίας πρώτος Ηγούμενος εγένετο ο Όσιος Πλάτων και την οποίαν εκυβέρνα και επί της εποχής της εν Νικαία συνελθούσης το δεύτερον εν έτει ψπζ΄ (787) Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της αποκαταστησάσης την προσκύνησιν των σεπτών και αγίων Εικόνων. Ασθενήσας όμως μετά ταύτα και μη δυνάμενος να ασκή τα καθήκοντα του Ηγουμένου, παρέδωσε κατά το έτος 795 την ηγουμενίαν της Μονής ταύτης εις τον ανεψιόν αυτού Θεόδωρον. Μικρόν όμως χρόνον ηδυνήθη να ησυχάση τότε ο Όσιος, διότι μετ’ ολίγον και νέος σάλος εξέσπασεν εις την Εκκλησίαν εξ αφορμής του παρανόμου γάμου του βασιλέως Κωνσταντίνου ΣΤ΄ (780 – 797) μετά της Θεοδότης, ήτις ετύγχανε να είναι και ανεψιά του Οσίου. Η συγγένεια προς την νέαν αυτοκράτειραν και η δύναμις της εξουσίας δεν ήτο δυνατόν να κάμψουν τον σθεναρόν αγωνιστήν, όστις δεν εδίστασε να αγωνισθή δι’ όλων αυτού των δυνάμεων εναντίον της παρανομίας του αυτοκράτορος. Διότι ο Κωνσταντίνος, διαζευχθείς αναιτίως την πρώτην αυτού σύζυγον Μαρίαν, ενυμφεύθη παρανόμως την Θεοδότην. Ο Πλάτων και ο Θεόδωρος δεν εδίστασαν να αντιταχθούν εις την παράνομον αυτήν πράξιν, μάλιστα δε και αφώρισαν τους παρανομήσαντας. Συλληφθέντες τότε άπαντες οι Μοναχοί της Μονής του Σακκουδίωνος, μεθ’ ων πρώτοι οι Όσιοι Πλάτων και Θεόδωρος, και αγρίως πρώτον μαστιγωθέντες, εξωρίσθησαν εν έτει 796 εις διαφόρους τόπους. Ο Θεόδωρος εστάλη εις Θεσσαλονίκη, ο δε Πλάτων εκρατήθη εις Κωνσταντινούπολιν. Ευτυχώς μικράς διαρκείας υπήρξεν η εξορία εκείνη, διότι αποκατασταθείσης κατά το επόμενον έτος της βασιλίσσης Ειρήνης εις τον θρόνον απηλευθερώθησαν ευθύς και οι Όσιοι ούτοι και επανήλθον εις την Μονήν των. Ένεκεν όμως των βαρβαρικών επιδρομών, αίτινες ήσαν συχναί εις τα μέρη εκείνα, ηναγκάσθη ο Όσιος να επιστρέψη και πάλιν μετ’ ολίγον εις την Κωνσταντινούπολιν μεθ’ όλου του πνευματικού ποιμνίου του, ότε παρεχωρήθη εις αυτούς εν έτει 798 η ερειπωμένη τότε Μονή του Στουδίου προς κατοίκησιν. Αφού δε μετά μυρίων κόπων ανεκαίνισαν οι Όσιοι ούτοι την εν λόγω Μονήν, εγκατεστάθησαν εις αυτήν. Και εγένετο μεν πρώτος Ηγούμενος της Μονής ταύτης μετά την ανακαίνισιν ο Θεόδωρος, υπετάσσετο όμως ούτος ολοψύχως εις τον Γέροντα Πλάτωνα, τον κατά κόσμον θείον του και κατά πνεύμα Πατέρα, υπό της αυστηρότητος του βίου του ελκυόμενος, δι’ ην και ως καθηγητής και διδάσκαλος του ασκητισμού ωμολογείτο, εις τας αρετάς δε τούτου οφείλεται κατά μέγα μέρος η δόξα και η φήμη την οποίαν απέκτησε μετά ταύτα η Μονή του Στουδίου. Αλλά και πάλιν μετ’ ολίγον εις νέους αγώνας περιεπλάκη ο Όσιος. Διότι απελθόντος προς Κύριον εν έτει ωστ΄ (806) του μακαρίου Πατριάρχου Αγίου Ταρασίου προεβλήθη υπό του αυτοκράτορος Νικηφόρου Α΄ (802 – 811) Πατριάρχης από λαϊκών ο Άγιος Νικηφόρος Α΄ (806 – 815). Ο Όσιος Πλάτων υπεστήριξεν ότι η κατά τοιούτον τρόπον ανάδειξις του Πατριάρχου είναι αντικανονική. Συνεπεία τούτου εξωρίσθη και πάλιν εις Πριγκηπόννησον. Εκ της εξορίας ταύτης ανεκλήθη ο Όσιος εν έτει 811 υπό του αυτού αυτοκράτορος Νικηφόρου Α΄, όστις είχε κατά νουν να επαναφέρη εκ της εξορίας και τους μαθητάς του Οσίου Θεόδωρον και Ιωσήφ, τον προέλαβεν όμως ο κατά το αυτό έτος επισυμβάς θάνατος αυτού, επανέφερε δε τούτους ο διαδεχθείς τον Νικηφόρον Α΄ Μιχαήλ Α΄ Ράγκαβες 811- 813. Και πάλιν όμως μικρά υπήρξεν η ανάπαυλα. Διότι αναζωπυρωθείσης της αιρέσεως των εικονομάχων υπό του κατά το έτος ωιγ΄ (813) ανελθόντος εις τον θρόνον Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου 813 – 820 και αντιταχθέντος του Οσίου Πλάτωνος μετά των ανεψιών του Θεοδώρου και Ιωσήφ πολλάς νέας εξορίας και κακουχίας υπέστησαν παρ’ αυτού. Ουδέποτε δε ο Όσιος Πλάτων έπαυσε να αγωνίζεται δια την προσκύνησιν των Σεπτών Αγίων Εικόνων μέχρι του θανάτου του. ούτως οσίως διαβιώσας εν γη και αδιαλείπτως υπέρ της αληθούς Πίστεως αγωνιζόμενος απήλθε κατά την δ΄ (4ην) του μηνός Απριλίου τού έτους ωιδ΄ (814) προς Κύριον, Ον τόσον θερμώς εκ νεότητός του ηγάπησεν.
Παρά το γεγονός όμως, ότι ο μακάριος Πλάτων έζη και συνανεστρέφετο καθημερινώς εις τα ανάκτορα με όλους τους αξιωματούχους της αυλής, δεν ικανοποιείτο εκ της ζωής ταύτης, διότι η καρδία του εφλέγετο αφ’ ενός μεν από τον πόθον της τηρήσεως της Αγίας Ορθοδοξίας, η οποία προσεβάλλετο τότε από την εικονομαχίαν, αφ’ ετέρου δε η επιθυμία του ήτο να ακολουθήση την μοναστικήν ζωήν. Όθεν απαρνηθείς τον κόσμον και το αξίωμά του απήλθεν εις το εν Βιθυνία όρος του Ολύμπου, όπου ενεδύθη το άγιον Σχήμα των Μοναχών εις την εκεί ευρισκομένην Μονήν την καλουμένην των Συμβόλων και εκεί ηγωνίζετο εν νηστεία και προσευχή. Επειδή δε, ως είπομεν, ήτο λίαν πεπαιδευμένος, ο Πνευματικός του Πατήρ, όστις ήτο ο τότε Καθηγούμενος της Μονής των Συμβόλων, του ανέθεσεν ως εργόχειρον την μελέτην και την αντιγραφήν διαφόρων Κωδίκων. Τόσην δε ταπείνωσιν έδειξεν ο μακάριος, ώστε πάντες τον εθαύμαζον, εντός ολίγου δε τον εσέβοντο και ως δεύτερον πνευματικόν των πατέρα. Όταν δε μετά καιρόν εκοιμήθη ο Ηγούμενος της Μονής, οι εν αυτή ασκούμενοι Πατέρες, βλέποντες τας αρετάς του Πλάτωνος, τον εψήφισαν Ηγούμενον. Έλαβε δε ο Όσιος το αξίωμα τούτο εν έτει από Χριστού ψο΄ (770). Την εκλογήν του Οσίου πληροφορηθείς ο βασιλεύς Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος και μένεα πνέων, διότι ο Όσιος Πλάτων εσέβετο και ετίμα τας αγίας Εικόνας, εξαπέλυσε και κατά της Μονής ταύτης τον από πολλού ασκούμενοβ υπ’ αυτού διωγμόν κατά των ευλαβών προσκυνητών των αγίων Εικόνων. Όθεν συλληφθείς ο Όσιος Πλάτων εστάλη εις εξορίαν μετά πολλών άλλων Πατέρων. Εις την εξορίαν παρέμεινεν ο Όσιος μέχρι του θανάτου τού Κοπρωνύμου, όστις συνέβει κατά το έτος ψοε΄ (775). Τότε βασιλεύσαντος του υιού τού Κωνσταντίνου Λέοντος Δ΄ του επιλεγομένου Χαζάρου (775 – 780) και κατόπιν ενεργειών της συζύγου τούτου βασιλίσσης Ειρήνης, ανεκλήθησαν εκ της εξορίας άπαντες οι εξόριστοι Πατέρες, μετ’ αυτών δε ανεκλήθη και επέστρεψενεις την Μονήν του και ο Όσιος Πλάτων. Μικρόν όμως ακόμη υπέφερεν ο Όσιος, διότι ο Λέων Δ΄ αφήκε μεν ελευθέρους τους εξορίστους να επιστρέψουν εις τας βασεις των, δεν έθιξεν όμως και τους εικονομάχους, οίτινες παρέμενον σταθεροί εις τας θέσεις των. Την κατάστασιν εξεκαθάρισεν η του Λέοντος σύζυγος Ειρήνη, ήτις, μετά τον θάνατον του Λέοντος Δ΄ (780), ανέλαβε μόνη την διακυβέρνησιν της Αυτοκρατορίας ως επίτροπος του ανηλίκου υιού της Κωνσταντίνου ΣΤ΄ (780 – 797), δεκαετούς τότε όντος. Πρώτον μέλημα της Ειρήνης μετά την υπ’ αυτής ανάληψιν της αρχής υπήρξεν η αποκατάστασις της ειρήνης της Εκκλησίας. Όθεν συνήθροισεν ευθύς αύτη τους εις διάφορα μέρη διεσπαρμένους εκ της μανίας των εικονομάχων Πατέρας, ων εις τε και πρώτος υπήρξεν ο Όσιος Πλάτων, τον οποίον εκάλεσεν εις Κωνσταντινούπολιν και τον συνεβουλεύετο εις τας υποθέσεις του Κράτους και της Εκκλησίας. Η παρουσία του Πλάτωνος εις Κωνσταντινούπολιν πολλούς ενεθουσίασε ιδιαιτέρως δε τον ανεψιόν του Θεόδωρον τον μετά ταύτα περιώνυμον Ηγούμενον της Μονής του Στουδίου, ώστε εις αυτήν την ακμήν της ηλικίας του απεφάσισε να ακολουθήση την Μοναχικήν Πολιτείαν. Ο Θεόδωρος ευρίσκετο τότε εις το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας του. Την απόφασιν του Θεοδώρου εμιμήθησαν και όλα τα μέλη της οικογενείας τού πατρός του. Ο πατήρ τού Θεοδώρου Φωτεινός, η μήτηρ του Θεοκτίστη, ήτις ήτο αδελφή του Πλάτωνος, Ιωσήφ ο κατόπιν Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης εις ακόμη νεώτερος αδελφός του, μία αδελφή του και δύο αδελφοί του Φωτεινού, απεφάσισαν να ακολουθήσουν όλοι την στενήν και τεθλιμμένην οδόν της ασκήσεως. Όθεν διανείμαντες εις τους πτωχούς την περιουσίαν των απεσύρθησαν αι μεν γυναίκες εις Γυναικεία Μοναστήρια, οι δε άνδρες υπό την ηγεσίαν του Οσίου Πλάτωνος επορεύθησαν εις τα μέρη της Προύσης όπου ο Φωτεινός είχεν ιδιόκτητον κτήμα κατάλληλον δια Μοναστήριον. Εκεί δε αποσυρθέντες έκτισαν Μονήν ονομασθείσαν του Σακκουδίωνος, της οποίας πρώτος Ηγούμενος εγένετο ο Όσιος Πλάτων και την οποίαν εκυβέρνα και επί της εποχής της εν Νικαία συνελθούσης το δεύτερον εν έτει ψπζ΄ (787) Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της αποκαταστησάσης την προσκύνησιν των σεπτών και αγίων Εικόνων. Ασθενήσας όμως μετά ταύτα και μη δυνάμενος να ασκή τα καθήκοντα του Ηγουμένου, παρέδωσε κατά το έτος 795 την ηγουμενίαν της Μονής ταύτης εις τον ανεψιόν αυτού Θεόδωρον. Μικρόν όμως χρόνον ηδυνήθη να ησυχάση τότε ο Όσιος, διότι μετ’ ολίγον και νέος σάλος εξέσπασεν εις την Εκκλησίαν εξ αφορμής του παρανόμου γάμου του βασιλέως Κωνσταντίνου ΣΤ΄ (780 – 797) μετά της Θεοδότης, ήτις ετύγχανε να είναι και ανεψιά του Οσίου. Η συγγένεια προς την νέαν αυτοκράτειραν και η δύναμις της εξουσίας δεν ήτο δυνατόν να κάμψουν τον σθεναρόν αγωνιστήν, όστις δεν εδίστασε να αγωνισθή δι’ όλων αυτού των δυνάμεων εναντίον της παρανομίας του αυτοκράτορος. Διότι ο Κωνσταντίνος, διαζευχθείς αναιτίως την πρώτην αυτού σύζυγον Μαρίαν, ενυμφεύθη παρανόμως την Θεοδότην. Ο Πλάτων και ο Θεόδωρος δεν εδίστασαν να αντιταχθούν εις την παράνομον αυτήν πράξιν, μάλιστα δε και αφώρισαν τους παρανομήσαντας. Συλληφθέντες τότε άπαντες οι Μοναχοί της Μονής του Σακκουδίωνος, μεθ’ ων πρώτοι οι Όσιοι Πλάτων και Θεόδωρος, και αγρίως πρώτον μαστιγωθέντες, εξωρίσθησαν εν έτει 796 εις διαφόρους τόπους. Ο Θεόδωρος εστάλη εις Θεσσαλονίκη, ο δε Πλάτων εκρατήθη εις Κωνσταντινούπολιν. Ευτυχώς μικράς διαρκείας υπήρξεν η εξορία εκείνη, διότι αποκατασταθείσης κατά το επόμενον έτος της βασιλίσσης Ειρήνης εις τον θρόνον απηλευθερώθησαν ευθύς και οι Όσιοι ούτοι και επανήλθον εις την Μονήν των. Ένεκεν όμως των βαρβαρικών επιδρομών, αίτινες ήσαν συχναί εις τα μέρη εκείνα, ηναγκάσθη ο Όσιος να επιστρέψη και πάλιν μετ’ ολίγον εις την Κωνσταντινούπολιν μεθ’ όλου του πνευματικού ποιμνίου του, ότε παρεχωρήθη εις αυτούς εν έτει 798 η ερειπωμένη τότε Μονή του Στουδίου προς κατοίκησιν. Αφού δε μετά μυρίων κόπων ανεκαίνισαν οι Όσιοι ούτοι την εν λόγω Μονήν, εγκατεστάθησαν εις αυτήν. Και εγένετο μεν πρώτος Ηγούμενος της Μονής ταύτης μετά την ανακαίνισιν ο Θεόδωρος, υπετάσσετο όμως ούτος ολοψύχως εις τον Γέροντα Πλάτωνα, τον κατά κόσμον θείον του και κατά πνεύμα Πατέρα, υπό της αυστηρότητος του βίου του ελκυόμενος, δι’ ην και ως καθηγητής και διδάσκαλος του ασκητισμού ωμολογείτο, εις τας αρετάς δε τούτου οφείλεται κατά μέγα μέρος η δόξα και η φήμη την οποίαν απέκτησε μετά ταύτα η Μονή του Στουδίου. Αλλά και πάλιν μετ’ ολίγον εις νέους αγώνας περιεπλάκη ο Όσιος. Διότι απελθόντος προς Κύριον εν έτει ωστ΄ (806) του μακαρίου Πατριάρχου Αγίου Ταρασίου προεβλήθη υπό του αυτοκράτορος Νικηφόρου Α΄ (802 – 811) Πατριάρχης από λαϊκών ο Άγιος Νικηφόρος Α΄ (806 – 815). Ο Όσιος Πλάτων υπεστήριξεν ότι η κατά τοιούτον τρόπον ανάδειξις του Πατριάρχου είναι αντικανονική. Συνεπεία τούτου εξωρίσθη και πάλιν εις Πριγκηπόννησον. Εκ της εξορίας ταύτης ανεκλήθη ο Όσιος εν έτει 811 υπό του αυτού αυτοκράτορος Νικηφόρου Α΄, όστις είχε κατά νουν να επαναφέρη εκ της εξορίας και τους μαθητάς του Οσίου Θεόδωρον και Ιωσήφ, τον προέλαβεν όμως ο κατά το αυτό έτος επισυμβάς θάνατος αυτού, επανέφερε δε τούτους ο διαδεχθείς τον Νικηφόρον Α΄ Μιχαήλ Α΄ Ράγκαβες 811- 813. Και πάλιν όμως μικρά υπήρξεν η ανάπαυλα. Διότι αναζωπυρωθείσης της αιρέσεως των εικονομάχων υπό του κατά το έτος ωιγ΄ (813) ανελθόντος εις τον θρόνον Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου 813 – 820 και αντιταχθέντος του Οσίου Πλάτωνος μετά των ανεψιών του Θεοδώρου και Ιωσήφ πολλάς νέας εξορίας και κακουχίας υπέστησαν παρ’ αυτού. Ουδέποτε δε ο Όσιος Πλάτων έπαυσε να αγωνίζεται δια την προσκύνησιν των Σεπτών Αγίων Εικόνων μέχρι του θανάτου του. ούτως οσίως διαβιώσας εν γη και αδιαλείπτως υπέρ της αληθούς Πίστεως αγωνιζόμενος απήλθε κατά την δ΄ (4ην) του μηνός Απριλίου τού έτους ωιδ΄ (814) προς Κύριον, Ον τόσον θερμώς εκ νεότητός του ηγάπησεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου