Ιωάννης ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, Επίσκοπος Θηβών και πάσης Βοιωτίας, ο
Καλοκτένης, εγεννήθη περί τα μέσα του ΙΒ΄ αιώνος εις την πρωτεύουσαν της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την περιφανή Κωνσταντινούπολιν, εξ ευγενών και
πλουσίων γονέων καλουμένων του μεν πατρός αυτού Κωνσταντίνου, την επωνυμίαν
Καλοκτένης, της δε μητρός Μαρίας, οίτινες και ανέθρεψαν το τέκνον των τούτο εν
πάση παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Πριν ή όμως προχωρήσωμεν εις την εξιστόρησιν των λεπτομερειών του Βίου τού ευλογημένου τούτου Πατρός, καλόν θεωρούμεν να περιγράψωμεν εν γενικαίς γραμμαίς την κατάστασιν του καιρού εκείνου. Διότι δια να μάθη τις τον βίον ανθρώπου παλαιοτέρας εποχής, πρέπει να γνωρίση την κοινωνικήν και πολιτικήν κατάστασιν των χρόνων εκείνων, να γνωρίζη τον τρόπον της ζωής των τότε ανθρώπων, την χώραν, εις την οποίαν εκείνος έζησε, και επί τούτων στηριζόμενος ως επί ασφαλών θεμελίων να μελετήση και περιγράψη τον Βίον του προσώπου, περί ου πρόκειται. Διότι ο μη στηριζόμενος επί τοιούτων βάσεων διατρέχει τον κίνδυνον, ως οικοδομών επί άμμου, να μη πιστεύηται. Προς τούτο περιγράφομεν νυν την κατάστασιν του ΙΒ΄ μ.Χ. αιώνος, καθ’ ον μάλιστα χρόνον βασιλεύς της Βασιλίδος των πόλεων, του ηρωϊκού Βυζαντίου, ήτο ο ηρωϊκώτατος των αναβάντων ποτέ επί βασιλικού θρόνου, ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143 – 1180). Επί της βασιλείας τούτου το μέγα Βυζαντινόν Κράτος πανταχόθεν ηπειλείτο υπό παντοδαπών εχθρών μετά βουλιμίας βλεπόντων προς μεγαλοπρεπή λάφυρα. Προς πληρεστέραν ενημέρωσιν του αναγνώστου θα περιλάβωμεν εις την διήγησιν και τους λαούς, προς τους οποίους ο Μανουήλ ως εκ των περιστάσεων ήλθεν εις πόλεμον. Την Σικελίαν τότε κατείχον οι Νορμαννοί υπό βασιλέα τον Ρογήρον. Ούτοι από βαρβάρων χωρών αποικισθέντες δεν απέβαλον αμέσως τας κακάς έξεις συν τη από της βαρβάρου αυτών γης μεταναστεύσει, αλλά και εν τη μάλιστα πεπολιτισμένη Σικελία εγκαθιδρυθέντες εξηκολούθουν το έργον της επιδρομής. Είχεν ήδη παρέλθει πολύς χρόνος από της πρώτης Σταυροφορίας και το εν Ιεροσολύμοις ιδρυθέν Κράτος διεσαλεύετο ένεκα της υπό των Σαρακηνών περισφίγξεως των Αγίων Τόπων, οι δε κατέχοντες αυτούς Ευρωπαίοι βασιλίσκοι εζήτησαν επικουρίαν εξ Ευρώπης προς διάσωσιν αυτών. Βασιλεύς τότε της μεν Γαλλίας ήτο ο Λουδοβίκος Ζ΄, της δε Γερμανίας Κορράδος ο Γ΄, μετά δε την άλωσιν της Εδέσσης τω 1146 υπό των Τούρκων, ήτις ήτο το κυριώτερον προπύργιον κατά των εξ ανατολών πολεμίων, απεφάσισαν οι δύο ούτοι βασιλείς να απέλθωσιν εις βοήθειαν των Χριστιανών της Συρίας εν έτει 1147. Ταυτοχρόνως εγένετο εις τας Ελληνικάς του Κράτους χώρας επιδρομή των Νορμαννών υπ’ αυτόν τον Βασιλέα Ρογήρον Β΄. Εκ της συμπτώσεως ταύτης πειθόμεθα ότι είχε γίνει προηγουμένη συνεννόησις μεταξύ Κορράδου και Ρογήρου, και ότι ο μεν πρώτος εσκόπει την κατάληψιν της Κωνσταντινουπόλεως, ο δε δεύτερος τη συμβουλή του πρώτου απεκόμισε πλουσίας λείας εκ των χωρών τούτων και προεκάλεσε την διάσπασιν των στρατευμάτων του Βυζαντίου εις πολλά του Κράτους σημεία. Τας κατά του Βυζαντίου εχθρικάς του Κορράδου διαθέσεις παρ’ όλην την προς τον Μανουήλ συγγένειαν απέδειξεν η μετά ταύτα διαγωγή των στιφών των αγρίων Σταυροφόρων, οίτινες ουδαμώς διέφερον των βαρβάρων Νορμαννών. Αλλά και αγαθώτερόν τι δεν ηδύνατο να αναμένη τις εξ εκείνων, οίτινες συνήψαν ρητήν συνθήκην προς τους αγρίους επιδρομείς, καθώς περί τούτου πληροφορεί ημάς ο ιστορικός της εποχής Νικήτας ο Χανιάτης. Οι Νορμαννοί δι’ εξήκοντα πλοίων ώρμησαν κατά της Κερκύρας, την οποίαν ευχερώς κατέλαβον, διότι οι πτωχώτεροι δεν αντέστησαν καθό βαρέως έφερον τους βαρείς φόρους τους οποίους είχεν επιβάλει εις αυτούς το Κράτος του Βυζαντίου. Ο ναύαρχος του στόλου των Νορμαννών ΄Ελλην το γένος ονομαζόμενος Γεώργιος Αντιοχεύς, μετά την κατάληψιν της Κερκύρας περιέπλευσε την Πελοπόννησον και επεχείρησε να κυριεύση και την Μονεμβασίαν, αλλ’ απέτυχε. Μετά ταύτα ο επιδρομεύς αυτός εστράφη προς τα οπίσω και ελεηλάτησε τα δυτικά της Ελλάδος παράλια κακοποιήσας τους Ακαρνάνας και τους Αιτωλούς. Αλλ’ ο σκοπός των επιδρομέων δεν είχε τελειώσει δια των επιχειρήσεων τούτων, διο εισπλεύσαντες εις τον Κορινθιακόν κόλπον απεβιβάσθησαν εις Κρίσαν και εστράτευσαν κατά των Θηβών. Πριν ή όμως περιγράψωμεν τα εν Θήβαις συμβάντα, δεν θεωρούμεν άσκοπον να διατρίψωμεν εις την τότε κατάστασιν της πόλεως ταύτης. Η πόλις των Θηβών κατά την εποχήν εκείνην ήτο εις υψίστην εμπορικήν και βιομηχανικήν ακμήν, τα μάλιστα δε εξάκουστος ήτο δια την μεταξουργίαν, τα δε προϊόντα αυτής ήσαν πλουσιώτατα και ποικιλώτατα. Αλλά και ως πόλις καθ’ όλου κατείχε τα πρωτεία εν τη Στερεά Ελλάδι και ήτο αναδεδειγμένη πρωτεύουσα αυτής. Ήδρευε δε τότε εν Θήβαις Μητροπολίτης, ανυψωθείσης της έδρας προ τινος από Επισκοπής εις Μητρόπολιν. Ο Μητροπολίτης αυτής έφερε και τον τίτλον «Έξαρχος πάσης Βοιωτίας». Οι επιδρομείς λοιπόν εισέβαλον εις την πρωτεύουσαν αυτήν της Στερεάς Ελλάδος σχεδόν ακωλύτως, διότι ουδέποτε ίσως ανέμενον οι κάτοικοι της πόλεως ταύτης, ότι ο επιδρομεύς θα έφθανεν εις τας κατηρειπωμένας πύλας της χωρίς τα βασιλικά στρατεύματα ν’ αντιταχθώσι κατ’ αυτού έστω και άπαξ. Διότι η τότε κατάστασις των πραγμάτων ήτο τόσον δεινή ένεκεν της δια του Ελληνικού χώρου διαβασεως των σταυροφορικών στρατευμάτων, ώστε δεν επέτρεπεν εις τον βασιλέα Μανουήλ την από των τειχών της Βασιλευούσης απομάκρυνσιν ή την αποστολήν στρατού, καθόσον ο αγών ήτο περί της κεφαλής του Κράτους, της Βασιλευούσης πόλεως. Οι επιδρομείς λοιπόν, διελθόντες ακωλύτως το από Κρίσης εις Θήβας διάστημα και ουδενός αντιταχθέντος, εισβαλόντες εις τας Θήβας παντοιοτρόπως διήρπασαν την πόλιν. Κατά την περιγραφήν του ιστορικού Παπαρρηγοπούλου «χρυσός, άργυρος, πολύτιμοι λίθοι, τα πάντα απήχθησαν, εμπορικαί αποθήκαι, ιδιωτικαί οικίαι, ιεροί Ναοί, τα πάντα εγυμνώθησαν και έπειτα πάντες οι πολίται ηναγκάσθησαν να ομόσωσιν ότι ουδέν απέκρυψαν των πολυτίμων πραγμάτων, και ουδέ τούτο ήρκεσεν, αλλά πολλοί ηχμαλωτεύθησαν και άνδρες και γυναίκες, και μάλιστα όσοι εφημίζοντο ως επιτήδειοι μεταξουργοί». Την άλωσιν και διαρπαγήν των Θηβών επηκολούθησεν ομοία της Κορίνθου, της Ευβοίας και των Αθηνών. Μετά την λεηλασίαν ταύτην οι επιδρομείς επανήλθον θριαμβευτικώς εις την Πάνορμον της Σικελίας, ένθα ίδρυσαν μνημείον της επιτυχούς επιδρομής, «την γέφυραν του ναυάρχου» (Ponte dell’ Amiraglio). Εγκατέστησε δε ο Ρογήρος εν Πανόρμω τας μεταξουργούς γυναίκας και εδίδαξε δι’ αυτών εις τους υπηκόους του την βιομηχανίαν ταύτην, την οποίαν και εξέμαθον τόσον, ώστε μετ’ ου πολύ η Σικελία διηγωνίσθη προς τα εν τω ανατολικώ Κράτει εργοστάσια. Και ταύτα μεν εν ολίγοις περιγράψαντες προβαίνομεν ήδη εις τον ημέτερον σκοπόν. Κατά την εποχήν λοιπόν εκείνην και υπό τας ανωτέρω συνθήκας της καταστάσεως του Βυζαντιανού Κράτους εγεννάτο περί τα μέσα του ΙΒ΄ αιώνος εν τη Κωνσταντινουπόλει παιδίον, ούτινος η δράσις προώριστο να περιλάβη ανοικτόν ορίζοντα. Ο Κωνσταντίνος Καλοκτένης, πλούσιος ευπατρίδης, μη δυνάμενος να αποκτήση εκ της συζύγου αυτού Μαρίας υιόν, ηύξατο εις την Θεοτόκον ότι, αν αι ευχαί του εκπληρωθώσι, θα αφιερώση τον τεχθησόμενον εις την Εκκλησίαν. Εκπληρωθείσης δε μετ’ ου πολύ της αιτήσεώς του η Μαρία εγέννησεν υιόν, τον οποίον ωνόμασαν Ιωάννην. Επιμελώς δε υπό της μητρός γαλουχηθείς ο Άγιος και λαβών την απαιτουμένην προς μάθησιν ηλικίαν απεστάλη εις το σχολείον, ένθα πάντοτε επρώτευεν. Ως εκ τούτου ηγαπάτο υπερβαλλόντως υπό των διδασκάλων του, οίτινες προέλεγον περί της μελλούσης αυτού δράσεως. Διότι η των εγκυκλίων μαθημάτων διδασκαλία, οπόταν γίνεται πρεπόντως, αναδεικνύει τους μέλλοντας να δράσωσιν εις τι στάδιον. Τοιουτοτρόπως δε από μαθήσεως εις μάθησιν προβαίνων ο Άγιος, χάρις εις την μεγάλην αυτού επιμέλειαν και ευφυϊαν, εγένετο πρότυπον αληθούς μαθητού. Από του σχολείου αναλαβών αυτόν ο πατήρ του εις δωδεκαετή ηλικίαν τον παρέδωκεν εις χείρας του Μεγάλου Δομεστίκου, όπως προασκήση αυτόν προς το ευρύ μέλλον. Ο Μέγας Δομέστικος της Βυζαντιακής αυλής ήτο εξέχον πρόσωπον, αυλάρχης του βασιλέως και αρχηγός του στρατιωτικού οίκου, είχον δε αυτόν οι βασιλείς και προς διδασκαλίαν των τέκνων των και προς καθορισμόν της θέσεως των αριστοκρατικών. Τον χαρακτήρα του Ιωάννου, επί του οποίου η μήτηρ είχεν ασκήσει επιρροήν μεγαλυτέραν του πατρός, διερευνήσας ο Μέγας Δομέστικος και ευρών ότι είχε μεγαλυτέραν κλίσιν προς την Εκκλησίαν παρά προς τον στρατόν, ίσως διότι εκτός της επ’ αυτού επιδράσεως της μητρός ηκολούθει και η ευχή την οποίαν έκαμαν οι γονείς του προς απόκτησιν υιού, κατέταξεν αυτόν εις την τάξιν των Ιερομονάχων. Ό,τι όμως παρελίπομεν πρότερον να γράψωμεν περί της ευσεβείας του Αγίου θα συμπεριλάβωμεν εν τοις εξής. Ως προείπομεν, ο ευλογημένος ούτος Ιωάννης εγεννήθη κατόπιν ευχής των γονέων του, εις ταύτην δε την ευχήν ενέμεινε πιστός, διότι από της παιδικής του ηλικίας παρουσίασε τρανά δείγματα της ευσεβείας του και τον ευσεβή προς την Θεοτόκον έρωτα, προστρέχων πάντοτε προς Αυτήν και προσευχόμενος και ψάλλων εγκώμια εις δόξαν της Μητρός του Λυτρωτού του κόσμου. Τούτο δε ουδέποτε έπαυσε να πράττη. Πριν δε παραδοθή εις τον μέγαν Δομέστικον, εν ω έψαλλε τους χαιρετισμούς της Θεοτόκου μόνος, πλήρης αφοσιώσεως και θρησκευτικής ευλαβείας, επιστάσα προς αυτόν η Θεομήτωρ αοράτως προανήγγειλε το μέλλον να συμβή ως προς την δράσιν του ειπούσα: «Χαίροις και συ των Θηβών προστάτα». Τούτο λέγεται ότι εξεφωνήθη καθ’ ην ώραν ο Άγιος έλεγε το «Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε». Μετά τούτο κατέλαβε τον Άγιον έκπληξις και ως εκ της μικράς ηλικίας του και διότι ήτο μόνος, αλλά ταχέως επανέκτησε την ψυχραιμίαν του, διότι η αγάπη εκβάλλει τον φόβον τελείως, αι δε προσευχαί του εδιπλασιάσθησαν παρακολουθούμεναι υπό δακρύων ευλαβείας και αφοσιωσεως. Η θεία αύτη εμφάνισις ενέπλησε χαράς τον Ιωάννην, όστις έκτοτε ήρχισε παρασκευαζόμενος δραστηριώτερον δια το υψηλόν αξίωμα, διότι επείσθη ήδη ότι εκείνο το οποίον του επηγγέλθη, θα επέλθη κατ’ ευχήν ταχέως ή βραδέως. Εν τω μεταξύ η παντοειδής διασάλευσις των πεποιθήσεων του καιρού εκείνου εις τε την πολιτείαν και την Εκκλησίαν, λόγω των επελθόντων Σταυροφόρων, οίτινες μετεχειρίσθησαν όνομα ιερόν δια να τελέσωσι τα βδελυρά έργα των, απήτει άνδρας εκτάκτου ικανότητος και καταπληκτικής ενεργείας, δια να συγκρατήσωσι την κατάστασιν από του ολέθρου εις τον οποίον εφέρετο. Ούτως είχον τα πράγματα, ότε ο τότε Μητροπολίτης Θηβών, ούτινος αγνοείται το όνομα, καταληφθείς υπό μεγάλης απελπισίας δια την γενομένην επιδρομήν και τας μυρίας αρπαγάς και καταπιέσεις των Νορμαννών μετ’ ολίγον χρόνον απέθανεν. Έπρεπε λοιπόν επί την έδραν ταύτην να ανέλθη ανήρ ικανώτερος εκείνου, όπως συγκρατήση τους κατοίκους από της απελπισίας λόγω της επελθούσης δυστυχίας και οδηγήση αυτούς εις την οδόν του Κυρίου. Διότι όπου συμβαίνουσι τοιαύται επιδρομαί και ο δια του ιδρώτος αποκτήσας τι, έστω και ελάχιστον, στερείται τούτου, εκεί επέρχεται μεγίστη σύγχυσις φρενών, βαρείαι φράσεις εκφεύγουσι των χειλέων των παθόντων και το θρησκευτικόν συναίσθημα καταπίπτει. Εκτός όμως όλων τούτων και η αιχμαλωσία πολλών επιφανών Χριστιανών, όπως διδάξωσι την μεταξουργίαν εις τους Νορμαννούς, αφήκε την πόλιν έρημον ανθρώπων, αν και πρότερον αύτη ήτο πρωτεύουσα της Ελλάδος. Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, μη λαβούσα το πράγμα υπό σοβαράν έποψιν, απέστειλε μετά τινα χρόνον Μητροπολίτην τινά, όστις όμως απέθανε καθ’ οδόν. Ο αιφνίδιος τούτου θάνατος ανηγγέλθη εις Θήβας, οι δε κάτοικοι έπεμψαν πρεσβείαν προς το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως προς προχείρισιν και αποστολήν νέου Μητροπολίτου. Τούτο εγένετο αμέσως, διότι παρ’ όλην την ερήμωσιν της πόλεως των Θηβών, αι άλλαι πόλεις δεν έπαυον αναμένουσαι την εκεί μετάβασιν ανδρός επιφανούς. Ως δε προηγουμένως είπομεν, ο Μητροπολίτης Θηβών ήτο και Έξαρχος πάσης Βοιωτίας, της οποίας αι πόλεις τότε ήκμαζον. Δια τούτο και ως Έξαρχος επεβάλλετο και επί των πόλεων ολοκλήρου του θέματος της Στερεάς Ελλάδος. Ως καταλληλότατος λοιπόν δια την έδραν πάσης Βοιωτίας εκρίθη ο ευλογημένος ούτος Ιωάννης, όστις εμόναζε τότε εις Μονήν της Κωνσταντινουπόλεως. Τούτο πληροφορηθείς ο θείος Ιωάννης ηθέλησεν, όπως μη αποδεχθή την εκλογήν του ταύτην. Ενθυμηθείς όμως, ότι είχε κληθή υπ’ Αυτής της Θεοτόκου Προστάτης των Θηβών, έσπευσε προς εκπλήρωσιν της ανατεθείσης εις αυτόν εντολής. Η αναγγελία της χειροτονίας του θείου Ιωάννου ως Μητροπολίτου Θηβών, ακουσθείσα εις Θήβας, ενεποίησε χαράν μεγάλην, διότι ήτο γνωστή η δραστηριότης αυτού, ο δε ολίγος χρόνος ο μεσολαβήσας από της χειροτονίας μέχρι της μεταβάσεως αυτού εις Βοιωτίαν ήτο ικανός ίνα πολλά δια της ταχυπτέρου φήμης μεταφερθώσιν εκεί. Ως εκ τούτου, όταν οι Θηβαίοι επληροφορήθησαν την έλευσίν του, έσπευσαν πάντες προς υποδοχήν αυτού συν γυναιξί και τέκνοις. Ως πρότερον είπομεν, οι επιδραμόντες Νορμαννοί είχον ήδη διαρπάσει όχι μόνον τας οικίας και τους θησαυρούς των ιδιωτών, αλλ’ είχον θέσει την μιαράν αυτών χείρα και επ’ αυτά τα ιερά, είχον γυμνώσει τους Ναούς και είχον αρπάσει τας αγίας αυτών Εικόνας. Τα συμβάντα δε ταύτα και ο σύγχρονος περίπου θάνατος του τε προκατόχου Μητροπολίτου και του διαδεχθέντος αυτόν, ως και η αιχμαλωσία των επιφανών είχε ρίψει τους ευσεβείς εις κυκεώνα των φρενών. Ταυτοχρόνως μάλιστα μετώκησαν εις Θήβας εκ πλησιοχώρων πόλεων Εβραίοι κερδοσκόποι, οίτινες δι’ ολίγων χρημάτων επεσκεύασαν τα διαρπαγέντα εργοστάσια και ανέλαβον να επαναφέρωσι την μεταξουργίαν εις την προτέραν αυτής ακμήν, προσλαβόντες Χριστιανούς εργάτας. Οι Χριστιανοί ούτοι, ένεκεν της μαστιζούσης αυτούς δυστυχίας, ηναγκάζοντο να εργάζωνται εις αυτούς, όπως πορίζωνται τον επιούσιον άρτον. Η τοιαύτη σχέσις των αφελών Χριστιανών προς τους Ιουδαίους ωδήγησεν αυτούς εις περισσοτέραν εξαθλίωσιν, ώστε να περιέλθωσιν εις κατάστασιν δούλων μη δυνάμενοι να πορισθώσιν αλλαχόθεν τα προς το ζην, διότι από της μικράς των ηλικίας δεν είχον ειδικευθή εις άλλας εργασίας. Τούτου ένεκα οι Χριστιανοί είχον λησμονήσει περίπου το Εορτολόγιον, διότι τας εορτάς εκανόνιζον οι διευθυνταί και ιδιοκτήται των εργοστασίων, οίτινες κατεπάτουν τας εορτάς και τας αργίας της Μητρός Εκκλησίας, ως συμβαίνει δυστυχώς και σήμερον, ώστε οι κάτοικοι των Θηβών είχον περιπέσει εις αληθή θρησκευτικόν λήθαργον οπόθεν έπρεπε ν’ ανευρεθή επιδέξιος ανήρ, όπως τους εξαγάγη. Η θριαμβευτική είσοδος του Αγίου εις την ένδοξον πόλιν των Θηβών και μάλιστα κατά τας δυσχερείς εκείνας περιστάσεις, απήτει τοιαύτην παρ’ εκείνου δραστηριότητα, ώστε να δειχθή ανώτερος των προσδοκιών των υποδεχθέντων αυτόν. Εισελθών λοιπόν ο Άγιος εις την πόλιν ήρχισεν αμέσως εργαζόμενος υπέρ της ευδαιμονίας εκείνης. Και πρώτον κατηυθύνθη εις τον Ναόν της Θεοτόκου, τον οποίον εύρε γυμνόν και μικρόν σχετικώς προς τας απαιτήσεις του ποιμνίου του. Ευθύς τότε διέταξε την μέχρι θεμελίων κατεδάφισιν και ανέγερσιν αυτού εις μέγεθος και κάλλος απαράμιλλον, τα πλείστα των απαιτηθέντων χρημάτων αυτός δαπανήσας εκ του ιδιαιτέρου πατρικού θησαυροφυλακίου. Τον Ναόν τούτον εκόσμησε δια πολλών τοιχογραφιών, αίτινες παρίστων πολλάς σκηνάς εκ των εν τη Αγία Γραφή αναφερομένων, άνωθεν δε εσκέπασε δια μολυβδίνων πλακών. Η ηθικωτάτη αύτη μέριμνα, η γοργώς μετά την άφιξιν τού Ιωάννου συντελεσθείσα, η πατρικωτάτη αυτού διδασκαλία και η άπαυστος ελεημοσύνη έπεισε πολλούς των Εβραίων να ασπασθώσι την εις Χριστόν Πίστιν, τους δε υπολοίπους κατέστησεν ηπιωτέρους προς τους εργάτας, επί πλέον δε προσέδωκεν εις αυτόν και το όνομα του νέου Ελεήμονος. Αλλά και δια της εν γένει χρηστής και εμπνευσμένης διοικήσεως αυτού ανεζωογονήθη η παλαιόθεν ακμάσασα βιομηχανία, ανεπτύχθη το εμπόριον, δεν εδυστύχουν πλέον οι πρότερον πτωχοί όντες, διότι τους πτωχοτέρους υπεστήριξεν αυτός δι’ ιδίων του χρημάτων. Δεν ηρκέσθη όμως εις μόνα ταύτα ο Άγιος, αλλά επετέλεσε πολλά και ποικίλα άλλα έργα, ένεκα των οποίων ηγαπήθη υπό των Θηβαίων, υπό δε του Θεού ετοποθετήθη εις την χορείαν των Αγίων. Επετέλεσεν εις την πόλιν έργα υψίστης ωφελείας. Και πρώτον μετέφερε τα ύδατα του ποταμού Ισμηνού εις την πεδιάδα, εκ των οποίων ποτίζεται άχρι τούδε ολόκληρος η γόνιμος χώρα των Θηβαίων, η τε πόλις των Θηβών και τα προάστια Πυρίον και Άγιοι Θεόδωροι και αποδίδουν καρπούς πολλούς. Εχρησιμοποιήθησαν δε και ως κινητήριος δύναμις δια την κίνησιν πλείστων υδρομύλων. Η μεταφορά των υδάτων του Ισμηνού μετέβαλεν ολοτελώς τον ρουν του ποταμού τούτου, δι’ ου και ο σχηματισθείς νέος τοιούτος δεν διετήρησε το παλαιόν όνομα, αλλά έλαβε το όνομα του Αγίου κληθείς Αγιάννης. Αφού δε ο Άγιος επεράτωσε το μέγα τούτο έργον προς άρδευσιν της χώρας των Θηβαίων και των προαστίων αυτής, παραλλήλως συνήθροισε τα ύδατα διαφόρων άλλων πηγών, αίτινες μέχρι της εποχής εκείνης ουδεμίαν παρείχον ωφέλειαν, και μετέφερε ταύτα εις την πόλιν, ως αναφέρει παλαιά τις βιογραφία του Αγίου, εκ της οποίας αποσπάσματα μόνον διεσώθησαν. Εν τη Βιογραφία εκείνη μεταξύ άλλων γράφονται και τα εξής· «Εισήγαγε δε και ύδατα πάνυ εύκρατα εν τη πόλει» και «τον ρουν των υδάτων του Ισμηνού ποταμού μετέστρεψε προς την πεδιάδα». Εις την θέσιν εκείνην, εκ της οποίας εγένετο η εκτροπή των υδάτων του Ισμηνού προς την πεδιάδα ανήγειραν μετά ταύτα οι Θηβαίοι Ναόν επ’ ονόματι και εις μνήμην του Αγίου, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι της σήμερον. Η των έργων τούτων εκτέλεσις δεν εκόρεσε τον Άγιον της προς ελεημοσύνην κλίσεώς του, αλλά καθ’ εκάστην εις μεγαλύτερα των προηγουμένων προέτρεπεν αυτόν, διότι ήντλει την ευδαιμονίαν από της ευτυχίας των άλλων. Αι καθ’ εκάστην επιφαινόμεναι ανάγκαι της πόλεως ως εκ της των πολλών συρροής, η πλημμύρα των ασθενών και των πτωχών η δυστυχία, των γερόντων η γυμνότης και η εν γένει αξοιδάκρυτος κατάστασις των πτωχοτέρων ωδήγησαν τον Άγιον εις την επινόησιν ανεγέρσεως πολλών ευαγών ιδρυμάτων. Ίδρυσε Γηροκομείον κοινόν, ίνα προλάβη το άτοπον το οποίον διέπραττον πολλά τέκνα, άτινα εγκατέλειπον τους γονείς αυτών αστέγους εις την διάκρισιν της του ανέμου πνοής, διότι το άτοπον τούτο ποιεί τους ανθρώπους ανηθίκους προς το θειότερον εν τω κόσμω καθήκον της προστασίας των γονέων, οίτινες έδωκαν εις ημάς την ύπαρξιν. Έκτισε Πτωχοκομεία προς περίθαλψιν των αστέγων πτωχών, οίτινες περιεφέροντο ανά τας οδούς γινόμενοι δυστυχείς και αναγκάζοντες τους άλλους να μένωσιν άεργοι, γενόμενοι ούτως αίτιοι μεγίστου κακού. Ανήγειρε Νοσοκομεία, η ίδρυσις των οποίων δια πόλιν τοιαύτην είναι τοσούτον επιτυχής, καθ’ όσον πλην των άλλων οσάκις συμβαίνουσι μολυσματικαί νόσοι το ευμετάδοτον αυτών εκθέτει εις κίνδυνον ολοκλήρους οικογενείας και πόλεις. Την μεγίστην όμως έλλειψιν πράγματος τότε δύναται τις να νοήση ακριβώς, οπόταν απολέση αυτό το οποίον είχε πρότερον. Η σημερινή λειψυδρία η κατατρύχουσα την Ελλάδα παρέχει εις ημάς μεγαλυτέραν την αίσθησιν της σημασίας της μεταφοράς των υδάτων εις τινα πόλιν. Η χρήσις του ύδατος καθαρίζει το σώμα από των μολυσμάτων, άτινα επικολλώνται επ’ αυτού, ευφραίνει τας καρδίας, όταν είναι καθαρόν και εύκρατον, όπως το ανωτέρω, προσδίδει εις τας πόλεις την αρωματικήν ευωδίαν των φυομένων δένδρων, άτινα παρέχουσι φιλοκαλίαν και εύρωστα καθιστάμενα προβάλλονται ως σεμνά παραδείγματα προς μίμησιν εις τον άνθρωπον. Και κατά μεν το θέρος παρέχουσι την ζωοτρόφον σκιά των, κατά δε τον χειμώνα εμποδίζουσι τον μακρόθεν πνέοντα ψυχρόν βορράν προσδίδοντα εις αυτόν την ευωδίαν και ηπιότητα της θαλασσίας αύρας. Ανέπτυξε δε προ παντός την φυτείαν των μορεών και έδειξεν εις το ποίμνιόν του, ότι το παραγόμενον φύλλον καθίσταται ωφελιμώτατον προς την σηροτροφίαν. Η επί των έργων τούτων εποπτεία του Αγίου ήτο αυστηρά και επιμελής, δεν απεχώρει δε του έργου άμα τη τελέσει του αγιασμού, ως γίνεται σήμερον, αλλά αυτός πρώτος τον τόπον εκλέγων ήρχετο και συχνότερον παντός άλλου προς επίβλεψιν της καλής εκτελέσεως. Κυρίως δε το εξής παντός άλλου προθυμότερον έπραττεν· επεσκέπτετο καθ’ εκάστην τα διάφορα ευαγή ιδρύματα προς ενίσχυσιν των εις αυτά νοσηλευομένων ή εργαζομένων. Δεν άφηνε το πλοίον εις την διάκρισιν των ανέμων και της τρικυμίας, αλλ’ ως επιδέξιος κυβερνήτης προεφύλαττε τούτο από πάσης επικινδύνου πορείας, ίνα μη επιπίπτον εις τους βράχους συντριβή. Ο Μητροπολίτης Θηβών και Έξαρχος πάσης Βοιωτίας θείος Ιωάννης δεν παρέβλεψε και την ίδρυσιν Παρθενώνος. Οι θείοι και Ιεροί Κανόνες επιτρέπουν την ίδρυσιν Παρθενώνων εις τας πόλεις, συμφώνως δε προς την απόφασιν ταύτην των Αγίων Πατέρων έπραξε και ο θείος Ιωάννης. Ο ερμηνευτής των Συνοδικών Ιερών Κανόνων Θεόδωρος ο Βαλσαμών, όστις ήκμασε μετά τον Άγιον, λέγει περί του υπό του θείου τούτου Ιωάννου ιδρυθέντος Ιερού Παρθενώνος τα εξής· «Μόνος δε ο Άγιος εκείνος Μητροπολίτης Θηβών, ο Καλοκτένης, εποίησε Παρθενώνα εις Θήβας, και έταξε Παρθένους επ’ αυτώ λαϊκάς, δι’ ο και έστι το μνημόσυνον αυτού αιώνιον και χάριν τούτου, ει θέλεις ειπείν τας Ασκητρίας ταύτας Παρθένους, ουδέν ευρήσεις εμποδών, ει μήπω θέλεις ταύτας παρεικάσαι ταις μοναζούσαις δια την απόκαρσιν και τας επ’ Εκκλησίας συνθήκας αυτών». Η ίδρυσις του ιερού εκείνου Παρθενώνος απέβλεπε κυρίως εις την σωτηρίαν ψυχών, δεν παρέβλεπεν όμως και την επιτέλεσιν πρακτικών και κοινωφελών σκοπών, καθώς δύναται να συμπεράνη τις εξ όσων ο αυτός ερμηνευτής Θεόδωρος ο Βαλσαμών εν συνεχεία λέγει περίτων Παρθένων τούτων. Αύται, λέγει, όμοιαι μεν δύνανται να ονομασθώσι προς τας Ασκητρίας, ουχί όμως και προς τας μοναζούσας. Η περιγραφή της διαφοράς ταύτης νομίζομεν ότι σαφώς καθορίζει την επί το πρακτικώτερον απόβλεψιν του Αγίου, όστις δεν ετοποθέτησε μοναζούσας εις εξωτερικάς εργασίας, αλλ’ Ασκητρίας μεν, εργαζομένας δε εντός της πόλεως. Έπειτα τούτο και ασφαλέστερον δια τας Ασκητρίας ήτο, διότι εις τα περίχωρα, λόγω της προηγηθείσης επιδρομής, εξέλιπεν η ασφάλεια και μάλιστα προκειμένου περί αόπλων γυναικών. Αι Ασκήτριαι εκείναι, ως ο Βαλσαμών λέγει, απέκειρον τας κόμας αυτών, ως τούτο εξάγεται εκ της φράσεως «ει μήπω θέλουν παρεικάσαι ταύτας ταις μοναζούσαις δια την απόκαρσιν και τας επ’ Εκκλησίας συνθήκας αυτών». Εδέχοντο δε εν τω Παρθενώνι τούτω και άλλας Παρθένους ίσως προς διδασκαλίαν. Επομένως ο Παρθενών ούτος ήτο και σχολείον κορασίων, εις τα τοιαύτα δε σχολεία εδιδάσκοντο κατά τους χρόνους εκείνους προ παντός άλλου τα ιερά γράμματα. Εις τοιαύτην λοιπόν εργασίαν ειργάζοντο αι Ασκήτριαι εκείναι παρέχουσαι υπέρ των πασχόντων τα πάντα, αρκούμεναι εις άρτον μόνον ή μετά χόρτου τινός. Τοιαύτας παρεσκεύασεν ο θείος Ιωάννης τας Παρθένους εκείνας. Εις το σχολείον τούτο του Παρθενώνος εξεπαιδεύοντο πασών των οικογενειών τα κοράσια όχι μόνον δια τον ασκητικόν βίον, αλλά και δια τον οικογενειακόν. Διότι κατά τας τότε επικρατούσας ευσεβείς αντιλήψεις τα κοράσια και εν γένει τα τέκνα πασών των οικογενειών έπρεπε να ακούωσι τακτικώτατα τας Αγίας Γραφάς. Απόδειξις τούτου είναι ότι και πολλοί βασιλόπαιδες ησπάζοντο τον τοιούτον βίον, παρέχοντες τας εαυτών περιουσίας εις αγαθοεργά Μοναστήρια. Τοιαύτη υπήρξεν η δράσις του Αγίου εν Θήβαις εκ των διασωθεισών ολίγων περί αυτού μαρτυριών. Κατά την εν Θήβαις τοπικήν παράδοσιν, η εν αυταίς σωζομένη ιερά Εικών της Θεομήτορος είναι χειρόπλασμα του Αποστόλου Λουκά, όστις εδίδαξεν εν Θήβαις, ένθα και απελθών προς Κύριον ετάφη, τα δε Άγια αυτού Λείψανα μετεκομίσθησαν εις Βυζάντιον κατά διαταγήν του αυτοκράτορος Κώνσταντος, υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η Εικών αύτη, αληθές Χριστιανικόν κειμήλιον, σώζεται εν τω Ιερώ τούτω Ναώ. Ο Ναός ούτος της Θεοτόκου ήτο Μητροπολιτικός των Θηβών και κατ’ αυτούς τους χρόνους της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι. Αναφέρεται δε εις περιγραφήν τινά της στέψεως του δουκός Γουϊδωνος, ενηλικιωθέντος εν έτει 1294, ότι ο υπό του Αγίου ανοικοδομηθείς ούτος Ναός ήτο μεγαλοπρεπέστατος. Το αξίωμα του Μητροπολίτου πάσης Βοιωτίας τότε μάλιστα ανήλθεν εις έτι μεγαλυτέραν περιωπήν, διότι κατώρθωσαν οι Θηβαίοι δια των οδηγιών του Αγίου Ιωάννου να αναπτύξωσι την βιομηχανίαν και το εμπόριον εις το έπακρον, καταστήσαντες την εαυτών πόλιν εξάκουστον. Τοσαύτα και τοιαύτα επιτελέσας ο Άγιος και ανεγείρας μνημείον της εαυτού σεμνοπρεπείας και αγιότητος εις τους ουρανούς, απήλθε προς Ον επόθησε Κύριον προς δόξαν Αυτού και της προστατευούσης αυτόν Παναγίας Παρθένου. Ως βλέπομεν δεν επεδίωξε το ίδιον συμφέρον προς ανάπαυσιν, αλλά την ευδαιμονίαν των άλλων ίδιον πλούτον εθεώρει. Η τοιαύτη καθ’ όλον τον βίον του Αγίου μέριμνα τοσούτον ανύψωσεν αυτόν ενώπιον των Θηβαίων, ώστε ούτοι δι’ αδείας εκκλησιαστικής ανήγειραν εις μνήμην αυτού μεγαλοπρεπή Ναόν, όστις έκειτο εις το κέντρον της επί των χρόνων του και δια των ενεργειών του επαυξηθείσης και ακμασάσης πόλεως. Εν τω Ναώ τούτω κατετέθησαν τα Άγια αυτού Λείψανα, των οποίων η επί των πασχόντων ευσεβών θεία επενέργεια παρείχεν και παρέχει ιάματα και θεραπείας, εις τους μετ’ ευλαβείας προσερχομένους. Πλην δε της του Αγίου Εικόνος, ήτις σώζεται εις τον νεώτερον δαπάναις της αειμνήστου Βασιλίσσης Όλγας ανεγερθέντα περικαλλή Ναόν επί της θέσεως, εις την οποίαν έκειτο ο προαναφερθείς αρχαιότερος τοιούτος, υπήρξε και τοιχογραφία εις τινα άλλον Ναϊσκον εν κατακόμβη, ήτις είναι ερείπιον εντός της πόλεως και αναφέρεται εις την μνήμην της Αγίας Αικατερίνης. Ούτως ο Άγιος Ιωάννης ο Μητροπολίτης Θηβών και έξαρχος πάσης Βοιωτίας γεννηθείς εν Βυζαντίω και χριστιανικώτατα εν αυτώ ανατραφείς δεν διέμεινεν αργός, αλλά και αρίστης παιδείας τυχών έσπευσεν εκεί, ένθα η φωνή της Θεοτόκου και το συμφέρον της Μεγάλης Πατρίδος εκάλει αυτόν. Διότι δυνάμεθα ασφαλώς να ομολογήσωμεν ότι, αν μη ο Άγιος εκάθητο επί της υπ’ αυτού δοξασθείσης έδρας, αι Θήβαι σήμερον όχι μόνον πόλις δεν θα ήσαν, αλλ’ ουδέ χωρίον ουδέ θα εμαρτυρούντο τα αρχαία αυτής θεμέλια. Εκ του Βίου αυτού κρίνοντες τον Άγιον ευρίσκομεν αυτόν απ’ αυτής μεν της παιδικής ηλικίας ευσεβή και από της νεανικής δε τοιαύτης φιλάνθρωπον, φιλοπάτριδα και πλήρη αυταπαρνήσεως προς το καθήκον. Τοιούτοι άξιοι Ιεράρχαι ποιμαίνοντες τας πόλεις εμβάλλουσιν εις τας καρδίας των διδασκομένων την ευσέβειαν και τον φόβον του Θεού. Και αληθώς ο ευσεβής της Ελλάδος λαός ουδέποτε εστερήθη των μεγάλων τέκνων του, αλλ’ ως Λερναία Ύδρα πλείονας ετέρους ανέδιδεν, όταν εις ή ολίγοι τινές εξέλειπον. Οι Θηβαίοι και πάντες οι Βοιωτοί πρέπει να σεμνύνωνται δια τον αδάμαντα τούτον της χώρας των, όστις επ’ ολίγον αναφανείς σύμπασαν την χώραν εκείνων κατηύγασε, να χαίρωσι δε, διότι, αν η αρχαιότης ανέδειξε τον εκ της Καδμείας Πίνδαρον και οι σκοτεινοί του μέσου αιώνος χρόνοι δια του εκ της αυτής Καδμείας σελασφόρου της Χριστιανικής θρησκείας κήρυκος Ιωάννου του Καλοκτένους κατηυγάσθησαν. Τον λαμπρόν του Αγίου Βίον επεσφράγισεν η ειρηνική εν Κυρίω κοίμησις αυτού εν μέσω των αγαπώντων και θρηνούντων αυτόν Θηβαίων, οίτινες δεόντως ετίμησαν και τιμώσι τον Άγιον Ιωάννην τον Καλοκτένην κατά την ημέραν της προς Κύριον εκδημίας του, συμβάσης την κθ΄ (29ην) Απριλίου. Μετά την του φαεινού τούτου των Βοιωτών αστέρος κοίμησιν, του μετά θαυμασίας αυταπαρνήσεως υπερασπιζομένου το ποίμνιον αυτού και την ένδοξον πόλιν λόγω τε και έργω κατά τε των εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων, ήρχισε δια τας αμαρτίας ημών καταρρέουσα και η Ελληνική ελευθερία. Του μακαρίου τούτου Πατρός ημών Ιωάννου το παράδειγμα ακολουθούντες και ημείς φιλέορτοι Χριστιανοί, δυνάμεθα να καταστώμεν εφάμιλλοι αυτού δια της ευσεβείας και χρηστότητος, ου ταις ικεσίας ο Θεός δώη ημίν την άφεσιν των αμαρτιών και την απόλαυσιν της αιωνίου ζωής και της μακαρίας εν τω Παραδείσω τρυφής και δόξης. Αμήν. Γένοιτο. Εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα και η τιμή και η προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Πριν ή όμως προχωρήσωμεν εις την εξιστόρησιν των λεπτομερειών του Βίου τού ευλογημένου τούτου Πατρός, καλόν θεωρούμεν να περιγράψωμεν εν γενικαίς γραμμαίς την κατάστασιν του καιρού εκείνου. Διότι δια να μάθη τις τον βίον ανθρώπου παλαιοτέρας εποχής, πρέπει να γνωρίση την κοινωνικήν και πολιτικήν κατάστασιν των χρόνων εκείνων, να γνωρίζη τον τρόπον της ζωής των τότε ανθρώπων, την χώραν, εις την οποίαν εκείνος έζησε, και επί τούτων στηριζόμενος ως επί ασφαλών θεμελίων να μελετήση και περιγράψη τον Βίον του προσώπου, περί ου πρόκειται. Διότι ο μη στηριζόμενος επί τοιούτων βάσεων διατρέχει τον κίνδυνον, ως οικοδομών επί άμμου, να μη πιστεύηται. Προς τούτο περιγράφομεν νυν την κατάστασιν του ΙΒ΄ μ.Χ. αιώνος, καθ’ ον μάλιστα χρόνον βασιλεύς της Βασιλίδος των πόλεων, του ηρωϊκού Βυζαντίου, ήτο ο ηρωϊκώτατος των αναβάντων ποτέ επί βασιλικού θρόνου, ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143 – 1180). Επί της βασιλείας τούτου το μέγα Βυζαντινόν Κράτος πανταχόθεν ηπειλείτο υπό παντοδαπών εχθρών μετά βουλιμίας βλεπόντων προς μεγαλοπρεπή λάφυρα. Προς πληρεστέραν ενημέρωσιν του αναγνώστου θα περιλάβωμεν εις την διήγησιν και τους λαούς, προς τους οποίους ο Μανουήλ ως εκ των περιστάσεων ήλθεν εις πόλεμον. Την Σικελίαν τότε κατείχον οι Νορμαννοί υπό βασιλέα τον Ρογήρον. Ούτοι από βαρβάρων χωρών αποικισθέντες δεν απέβαλον αμέσως τας κακάς έξεις συν τη από της βαρβάρου αυτών γης μεταναστεύσει, αλλά και εν τη μάλιστα πεπολιτισμένη Σικελία εγκαθιδρυθέντες εξηκολούθουν το έργον της επιδρομής. Είχεν ήδη παρέλθει πολύς χρόνος από της πρώτης Σταυροφορίας και το εν Ιεροσολύμοις ιδρυθέν Κράτος διεσαλεύετο ένεκα της υπό των Σαρακηνών περισφίγξεως των Αγίων Τόπων, οι δε κατέχοντες αυτούς Ευρωπαίοι βασιλίσκοι εζήτησαν επικουρίαν εξ Ευρώπης προς διάσωσιν αυτών. Βασιλεύς τότε της μεν Γαλλίας ήτο ο Λουδοβίκος Ζ΄, της δε Γερμανίας Κορράδος ο Γ΄, μετά δε την άλωσιν της Εδέσσης τω 1146 υπό των Τούρκων, ήτις ήτο το κυριώτερον προπύργιον κατά των εξ ανατολών πολεμίων, απεφάσισαν οι δύο ούτοι βασιλείς να απέλθωσιν εις βοήθειαν των Χριστιανών της Συρίας εν έτει 1147. Ταυτοχρόνως εγένετο εις τας Ελληνικάς του Κράτους χώρας επιδρομή των Νορμαννών υπ’ αυτόν τον Βασιλέα Ρογήρον Β΄. Εκ της συμπτώσεως ταύτης πειθόμεθα ότι είχε γίνει προηγουμένη συνεννόησις μεταξύ Κορράδου και Ρογήρου, και ότι ο μεν πρώτος εσκόπει την κατάληψιν της Κωνσταντινουπόλεως, ο δε δεύτερος τη συμβουλή του πρώτου απεκόμισε πλουσίας λείας εκ των χωρών τούτων και προεκάλεσε την διάσπασιν των στρατευμάτων του Βυζαντίου εις πολλά του Κράτους σημεία. Τας κατά του Βυζαντίου εχθρικάς του Κορράδου διαθέσεις παρ’ όλην την προς τον Μανουήλ συγγένειαν απέδειξεν η μετά ταύτα διαγωγή των στιφών των αγρίων Σταυροφόρων, οίτινες ουδαμώς διέφερον των βαρβάρων Νορμαννών. Αλλά και αγαθώτερόν τι δεν ηδύνατο να αναμένη τις εξ εκείνων, οίτινες συνήψαν ρητήν συνθήκην προς τους αγρίους επιδρομείς, καθώς περί τούτου πληροφορεί ημάς ο ιστορικός της εποχής Νικήτας ο Χανιάτης. Οι Νορμαννοί δι’ εξήκοντα πλοίων ώρμησαν κατά της Κερκύρας, την οποίαν ευχερώς κατέλαβον, διότι οι πτωχώτεροι δεν αντέστησαν καθό βαρέως έφερον τους βαρείς φόρους τους οποίους είχεν επιβάλει εις αυτούς το Κράτος του Βυζαντίου. Ο ναύαρχος του στόλου των Νορμαννών ΄Ελλην το γένος ονομαζόμενος Γεώργιος Αντιοχεύς, μετά την κατάληψιν της Κερκύρας περιέπλευσε την Πελοπόννησον και επεχείρησε να κυριεύση και την Μονεμβασίαν, αλλ’ απέτυχε. Μετά ταύτα ο επιδρομεύς αυτός εστράφη προς τα οπίσω και ελεηλάτησε τα δυτικά της Ελλάδος παράλια κακοποιήσας τους Ακαρνάνας και τους Αιτωλούς. Αλλ’ ο σκοπός των επιδρομέων δεν είχε τελειώσει δια των επιχειρήσεων τούτων, διο εισπλεύσαντες εις τον Κορινθιακόν κόλπον απεβιβάσθησαν εις Κρίσαν και εστράτευσαν κατά των Θηβών. Πριν ή όμως περιγράψωμεν τα εν Θήβαις συμβάντα, δεν θεωρούμεν άσκοπον να διατρίψωμεν εις την τότε κατάστασιν της πόλεως ταύτης. Η πόλις των Θηβών κατά την εποχήν εκείνην ήτο εις υψίστην εμπορικήν και βιομηχανικήν ακμήν, τα μάλιστα δε εξάκουστος ήτο δια την μεταξουργίαν, τα δε προϊόντα αυτής ήσαν πλουσιώτατα και ποικιλώτατα. Αλλά και ως πόλις καθ’ όλου κατείχε τα πρωτεία εν τη Στερεά Ελλάδι και ήτο αναδεδειγμένη πρωτεύουσα αυτής. Ήδρευε δε τότε εν Θήβαις Μητροπολίτης, ανυψωθείσης της έδρας προ τινος από Επισκοπής εις Μητρόπολιν. Ο Μητροπολίτης αυτής έφερε και τον τίτλον «Έξαρχος πάσης Βοιωτίας». Οι επιδρομείς λοιπόν εισέβαλον εις την πρωτεύουσαν αυτήν της Στερεάς Ελλάδος σχεδόν ακωλύτως, διότι ουδέποτε ίσως ανέμενον οι κάτοικοι της πόλεως ταύτης, ότι ο επιδρομεύς θα έφθανεν εις τας κατηρειπωμένας πύλας της χωρίς τα βασιλικά στρατεύματα ν’ αντιταχθώσι κατ’ αυτού έστω και άπαξ. Διότι η τότε κατάστασις των πραγμάτων ήτο τόσον δεινή ένεκεν της δια του Ελληνικού χώρου διαβασεως των σταυροφορικών στρατευμάτων, ώστε δεν επέτρεπεν εις τον βασιλέα Μανουήλ την από των τειχών της Βασιλευούσης απομάκρυνσιν ή την αποστολήν στρατού, καθόσον ο αγών ήτο περί της κεφαλής του Κράτους, της Βασιλευούσης πόλεως. Οι επιδρομείς λοιπόν, διελθόντες ακωλύτως το από Κρίσης εις Θήβας διάστημα και ουδενός αντιταχθέντος, εισβαλόντες εις τας Θήβας παντοιοτρόπως διήρπασαν την πόλιν. Κατά την περιγραφήν του ιστορικού Παπαρρηγοπούλου «χρυσός, άργυρος, πολύτιμοι λίθοι, τα πάντα απήχθησαν, εμπορικαί αποθήκαι, ιδιωτικαί οικίαι, ιεροί Ναοί, τα πάντα εγυμνώθησαν και έπειτα πάντες οι πολίται ηναγκάσθησαν να ομόσωσιν ότι ουδέν απέκρυψαν των πολυτίμων πραγμάτων, και ουδέ τούτο ήρκεσεν, αλλά πολλοί ηχμαλωτεύθησαν και άνδρες και γυναίκες, και μάλιστα όσοι εφημίζοντο ως επιτήδειοι μεταξουργοί». Την άλωσιν και διαρπαγήν των Θηβών επηκολούθησεν ομοία της Κορίνθου, της Ευβοίας και των Αθηνών. Μετά την λεηλασίαν ταύτην οι επιδρομείς επανήλθον θριαμβευτικώς εις την Πάνορμον της Σικελίας, ένθα ίδρυσαν μνημείον της επιτυχούς επιδρομής, «την γέφυραν του ναυάρχου» (Ponte dell’ Amiraglio). Εγκατέστησε δε ο Ρογήρος εν Πανόρμω τας μεταξουργούς γυναίκας και εδίδαξε δι’ αυτών εις τους υπηκόους του την βιομηχανίαν ταύτην, την οποίαν και εξέμαθον τόσον, ώστε μετ’ ου πολύ η Σικελία διηγωνίσθη προς τα εν τω ανατολικώ Κράτει εργοστάσια. Και ταύτα μεν εν ολίγοις περιγράψαντες προβαίνομεν ήδη εις τον ημέτερον σκοπόν. Κατά την εποχήν λοιπόν εκείνην και υπό τας ανωτέρω συνθήκας της καταστάσεως του Βυζαντιανού Κράτους εγεννάτο περί τα μέσα του ΙΒ΄ αιώνος εν τη Κωνσταντινουπόλει παιδίον, ούτινος η δράσις προώριστο να περιλάβη ανοικτόν ορίζοντα. Ο Κωνσταντίνος Καλοκτένης, πλούσιος ευπατρίδης, μη δυνάμενος να αποκτήση εκ της συζύγου αυτού Μαρίας υιόν, ηύξατο εις την Θεοτόκον ότι, αν αι ευχαί του εκπληρωθώσι, θα αφιερώση τον τεχθησόμενον εις την Εκκλησίαν. Εκπληρωθείσης δε μετ’ ου πολύ της αιτήσεώς του η Μαρία εγέννησεν υιόν, τον οποίον ωνόμασαν Ιωάννην. Επιμελώς δε υπό της μητρός γαλουχηθείς ο Άγιος και λαβών την απαιτουμένην προς μάθησιν ηλικίαν απεστάλη εις το σχολείον, ένθα πάντοτε επρώτευεν. Ως εκ τούτου ηγαπάτο υπερβαλλόντως υπό των διδασκάλων του, οίτινες προέλεγον περί της μελλούσης αυτού δράσεως. Διότι η των εγκυκλίων μαθημάτων διδασκαλία, οπόταν γίνεται πρεπόντως, αναδεικνύει τους μέλλοντας να δράσωσιν εις τι στάδιον. Τοιουτοτρόπως δε από μαθήσεως εις μάθησιν προβαίνων ο Άγιος, χάρις εις την μεγάλην αυτού επιμέλειαν και ευφυϊαν, εγένετο πρότυπον αληθούς μαθητού. Από του σχολείου αναλαβών αυτόν ο πατήρ του εις δωδεκαετή ηλικίαν τον παρέδωκεν εις χείρας του Μεγάλου Δομεστίκου, όπως προασκήση αυτόν προς το ευρύ μέλλον. Ο Μέγας Δομέστικος της Βυζαντιακής αυλής ήτο εξέχον πρόσωπον, αυλάρχης του βασιλέως και αρχηγός του στρατιωτικού οίκου, είχον δε αυτόν οι βασιλείς και προς διδασκαλίαν των τέκνων των και προς καθορισμόν της θέσεως των αριστοκρατικών. Τον χαρακτήρα του Ιωάννου, επί του οποίου η μήτηρ είχεν ασκήσει επιρροήν μεγαλυτέραν του πατρός, διερευνήσας ο Μέγας Δομέστικος και ευρών ότι είχε μεγαλυτέραν κλίσιν προς την Εκκλησίαν παρά προς τον στρατόν, ίσως διότι εκτός της επ’ αυτού επιδράσεως της μητρός ηκολούθει και η ευχή την οποίαν έκαμαν οι γονείς του προς απόκτησιν υιού, κατέταξεν αυτόν εις την τάξιν των Ιερομονάχων. Ό,τι όμως παρελίπομεν πρότερον να γράψωμεν περί της ευσεβείας του Αγίου θα συμπεριλάβωμεν εν τοις εξής. Ως προείπομεν, ο ευλογημένος ούτος Ιωάννης εγεννήθη κατόπιν ευχής των γονέων του, εις ταύτην δε την ευχήν ενέμεινε πιστός, διότι από της παιδικής του ηλικίας παρουσίασε τρανά δείγματα της ευσεβείας του και τον ευσεβή προς την Θεοτόκον έρωτα, προστρέχων πάντοτε προς Αυτήν και προσευχόμενος και ψάλλων εγκώμια εις δόξαν της Μητρός του Λυτρωτού του κόσμου. Τούτο δε ουδέποτε έπαυσε να πράττη. Πριν δε παραδοθή εις τον μέγαν Δομέστικον, εν ω έψαλλε τους χαιρετισμούς της Θεοτόκου μόνος, πλήρης αφοσιώσεως και θρησκευτικής ευλαβείας, επιστάσα προς αυτόν η Θεομήτωρ αοράτως προανήγγειλε το μέλλον να συμβή ως προς την δράσιν του ειπούσα: «Χαίροις και συ των Θηβών προστάτα». Τούτο λέγεται ότι εξεφωνήθη καθ’ ην ώραν ο Άγιος έλεγε το «Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε». Μετά τούτο κατέλαβε τον Άγιον έκπληξις και ως εκ της μικράς ηλικίας του και διότι ήτο μόνος, αλλά ταχέως επανέκτησε την ψυχραιμίαν του, διότι η αγάπη εκβάλλει τον φόβον τελείως, αι δε προσευχαί του εδιπλασιάσθησαν παρακολουθούμεναι υπό δακρύων ευλαβείας και αφοσιωσεως. Η θεία αύτη εμφάνισις ενέπλησε χαράς τον Ιωάννην, όστις έκτοτε ήρχισε παρασκευαζόμενος δραστηριώτερον δια το υψηλόν αξίωμα, διότι επείσθη ήδη ότι εκείνο το οποίον του επηγγέλθη, θα επέλθη κατ’ ευχήν ταχέως ή βραδέως. Εν τω μεταξύ η παντοειδής διασάλευσις των πεποιθήσεων του καιρού εκείνου εις τε την πολιτείαν και την Εκκλησίαν, λόγω των επελθόντων Σταυροφόρων, οίτινες μετεχειρίσθησαν όνομα ιερόν δια να τελέσωσι τα βδελυρά έργα των, απήτει άνδρας εκτάκτου ικανότητος και καταπληκτικής ενεργείας, δια να συγκρατήσωσι την κατάστασιν από του ολέθρου εις τον οποίον εφέρετο. Ούτως είχον τα πράγματα, ότε ο τότε Μητροπολίτης Θηβών, ούτινος αγνοείται το όνομα, καταληφθείς υπό μεγάλης απελπισίας δια την γενομένην επιδρομήν και τας μυρίας αρπαγάς και καταπιέσεις των Νορμαννών μετ’ ολίγον χρόνον απέθανεν. Έπρεπε λοιπόν επί την έδραν ταύτην να ανέλθη ανήρ ικανώτερος εκείνου, όπως συγκρατήση τους κατοίκους από της απελπισίας λόγω της επελθούσης δυστυχίας και οδηγήση αυτούς εις την οδόν του Κυρίου. Διότι όπου συμβαίνουσι τοιαύται επιδρομαί και ο δια του ιδρώτος αποκτήσας τι, έστω και ελάχιστον, στερείται τούτου, εκεί επέρχεται μεγίστη σύγχυσις φρενών, βαρείαι φράσεις εκφεύγουσι των χειλέων των παθόντων και το θρησκευτικόν συναίσθημα καταπίπτει. Εκτός όμως όλων τούτων και η αιχμαλωσία πολλών επιφανών Χριστιανών, όπως διδάξωσι την μεταξουργίαν εις τους Νορμαννούς, αφήκε την πόλιν έρημον ανθρώπων, αν και πρότερον αύτη ήτο πρωτεύουσα της Ελλάδος. Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, μη λαβούσα το πράγμα υπό σοβαράν έποψιν, απέστειλε μετά τινα χρόνον Μητροπολίτην τινά, όστις όμως απέθανε καθ’ οδόν. Ο αιφνίδιος τούτου θάνατος ανηγγέλθη εις Θήβας, οι δε κάτοικοι έπεμψαν πρεσβείαν προς το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως προς προχείρισιν και αποστολήν νέου Μητροπολίτου. Τούτο εγένετο αμέσως, διότι παρ’ όλην την ερήμωσιν της πόλεως των Θηβών, αι άλλαι πόλεις δεν έπαυον αναμένουσαι την εκεί μετάβασιν ανδρός επιφανούς. Ως δε προηγουμένως είπομεν, ο Μητροπολίτης Θηβών ήτο και Έξαρχος πάσης Βοιωτίας, της οποίας αι πόλεις τότε ήκμαζον. Δια τούτο και ως Έξαρχος επεβάλλετο και επί των πόλεων ολοκλήρου του θέματος της Στερεάς Ελλάδος. Ως καταλληλότατος λοιπόν δια την έδραν πάσης Βοιωτίας εκρίθη ο ευλογημένος ούτος Ιωάννης, όστις εμόναζε τότε εις Μονήν της Κωνσταντινουπόλεως. Τούτο πληροφορηθείς ο θείος Ιωάννης ηθέλησεν, όπως μη αποδεχθή την εκλογήν του ταύτην. Ενθυμηθείς όμως, ότι είχε κληθή υπ’ Αυτής της Θεοτόκου Προστάτης των Θηβών, έσπευσε προς εκπλήρωσιν της ανατεθείσης εις αυτόν εντολής. Η αναγγελία της χειροτονίας του θείου Ιωάννου ως Μητροπολίτου Θηβών, ακουσθείσα εις Θήβας, ενεποίησε χαράν μεγάλην, διότι ήτο γνωστή η δραστηριότης αυτού, ο δε ολίγος χρόνος ο μεσολαβήσας από της χειροτονίας μέχρι της μεταβάσεως αυτού εις Βοιωτίαν ήτο ικανός ίνα πολλά δια της ταχυπτέρου φήμης μεταφερθώσιν εκεί. Ως εκ τούτου, όταν οι Θηβαίοι επληροφορήθησαν την έλευσίν του, έσπευσαν πάντες προς υποδοχήν αυτού συν γυναιξί και τέκνοις. Ως πρότερον είπομεν, οι επιδραμόντες Νορμαννοί είχον ήδη διαρπάσει όχι μόνον τας οικίας και τους θησαυρούς των ιδιωτών, αλλ’ είχον θέσει την μιαράν αυτών χείρα και επ’ αυτά τα ιερά, είχον γυμνώσει τους Ναούς και είχον αρπάσει τας αγίας αυτών Εικόνας. Τα συμβάντα δε ταύτα και ο σύγχρονος περίπου θάνατος του τε προκατόχου Μητροπολίτου και του διαδεχθέντος αυτόν, ως και η αιχμαλωσία των επιφανών είχε ρίψει τους ευσεβείς εις κυκεώνα των φρενών. Ταυτοχρόνως μάλιστα μετώκησαν εις Θήβας εκ πλησιοχώρων πόλεων Εβραίοι κερδοσκόποι, οίτινες δι’ ολίγων χρημάτων επεσκεύασαν τα διαρπαγέντα εργοστάσια και ανέλαβον να επαναφέρωσι την μεταξουργίαν εις την προτέραν αυτής ακμήν, προσλαβόντες Χριστιανούς εργάτας. Οι Χριστιανοί ούτοι, ένεκεν της μαστιζούσης αυτούς δυστυχίας, ηναγκάζοντο να εργάζωνται εις αυτούς, όπως πορίζωνται τον επιούσιον άρτον. Η τοιαύτη σχέσις των αφελών Χριστιανών προς τους Ιουδαίους ωδήγησεν αυτούς εις περισσοτέραν εξαθλίωσιν, ώστε να περιέλθωσιν εις κατάστασιν δούλων μη δυνάμενοι να πορισθώσιν αλλαχόθεν τα προς το ζην, διότι από της μικράς των ηλικίας δεν είχον ειδικευθή εις άλλας εργασίας. Τούτου ένεκα οι Χριστιανοί είχον λησμονήσει περίπου το Εορτολόγιον, διότι τας εορτάς εκανόνιζον οι διευθυνταί και ιδιοκτήται των εργοστασίων, οίτινες κατεπάτουν τας εορτάς και τας αργίας της Μητρός Εκκλησίας, ως συμβαίνει δυστυχώς και σήμερον, ώστε οι κάτοικοι των Θηβών είχον περιπέσει εις αληθή θρησκευτικόν λήθαργον οπόθεν έπρεπε ν’ ανευρεθή επιδέξιος ανήρ, όπως τους εξαγάγη. Η θριαμβευτική είσοδος του Αγίου εις την ένδοξον πόλιν των Θηβών και μάλιστα κατά τας δυσχερείς εκείνας περιστάσεις, απήτει τοιαύτην παρ’ εκείνου δραστηριότητα, ώστε να δειχθή ανώτερος των προσδοκιών των υποδεχθέντων αυτόν. Εισελθών λοιπόν ο Άγιος εις την πόλιν ήρχισεν αμέσως εργαζόμενος υπέρ της ευδαιμονίας εκείνης. Και πρώτον κατηυθύνθη εις τον Ναόν της Θεοτόκου, τον οποίον εύρε γυμνόν και μικρόν σχετικώς προς τας απαιτήσεις του ποιμνίου του. Ευθύς τότε διέταξε την μέχρι θεμελίων κατεδάφισιν και ανέγερσιν αυτού εις μέγεθος και κάλλος απαράμιλλον, τα πλείστα των απαιτηθέντων χρημάτων αυτός δαπανήσας εκ του ιδιαιτέρου πατρικού θησαυροφυλακίου. Τον Ναόν τούτον εκόσμησε δια πολλών τοιχογραφιών, αίτινες παρίστων πολλάς σκηνάς εκ των εν τη Αγία Γραφή αναφερομένων, άνωθεν δε εσκέπασε δια μολυβδίνων πλακών. Η ηθικωτάτη αύτη μέριμνα, η γοργώς μετά την άφιξιν τού Ιωάννου συντελεσθείσα, η πατρικωτάτη αυτού διδασκαλία και η άπαυστος ελεημοσύνη έπεισε πολλούς των Εβραίων να ασπασθώσι την εις Χριστόν Πίστιν, τους δε υπολοίπους κατέστησεν ηπιωτέρους προς τους εργάτας, επί πλέον δε προσέδωκεν εις αυτόν και το όνομα του νέου Ελεήμονος. Αλλά και δια της εν γένει χρηστής και εμπνευσμένης διοικήσεως αυτού ανεζωογονήθη η παλαιόθεν ακμάσασα βιομηχανία, ανεπτύχθη το εμπόριον, δεν εδυστύχουν πλέον οι πρότερον πτωχοί όντες, διότι τους πτωχοτέρους υπεστήριξεν αυτός δι’ ιδίων του χρημάτων. Δεν ηρκέσθη όμως εις μόνα ταύτα ο Άγιος, αλλά επετέλεσε πολλά και ποικίλα άλλα έργα, ένεκα των οποίων ηγαπήθη υπό των Θηβαίων, υπό δε του Θεού ετοποθετήθη εις την χορείαν των Αγίων. Επετέλεσεν εις την πόλιν έργα υψίστης ωφελείας. Και πρώτον μετέφερε τα ύδατα του ποταμού Ισμηνού εις την πεδιάδα, εκ των οποίων ποτίζεται άχρι τούδε ολόκληρος η γόνιμος χώρα των Θηβαίων, η τε πόλις των Θηβών και τα προάστια Πυρίον και Άγιοι Θεόδωροι και αποδίδουν καρπούς πολλούς. Εχρησιμοποιήθησαν δε και ως κινητήριος δύναμις δια την κίνησιν πλείστων υδρομύλων. Η μεταφορά των υδάτων του Ισμηνού μετέβαλεν ολοτελώς τον ρουν του ποταμού τούτου, δι’ ου και ο σχηματισθείς νέος τοιούτος δεν διετήρησε το παλαιόν όνομα, αλλά έλαβε το όνομα του Αγίου κληθείς Αγιάννης. Αφού δε ο Άγιος επεράτωσε το μέγα τούτο έργον προς άρδευσιν της χώρας των Θηβαίων και των προαστίων αυτής, παραλλήλως συνήθροισε τα ύδατα διαφόρων άλλων πηγών, αίτινες μέχρι της εποχής εκείνης ουδεμίαν παρείχον ωφέλειαν, και μετέφερε ταύτα εις την πόλιν, ως αναφέρει παλαιά τις βιογραφία του Αγίου, εκ της οποίας αποσπάσματα μόνον διεσώθησαν. Εν τη Βιογραφία εκείνη μεταξύ άλλων γράφονται και τα εξής· «Εισήγαγε δε και ύδατα πάνυ εύκρατα εν τη πόλει» και «τον ρουν των υδάτων του Ισμηνού ποταμού μετέστρεψε προς την πεδιάδα». Εις την θέσιν εκείνην, εκ της οποίας εγένετο η εκτροπή των υδάτων του Ισμηνού προς την πεδιάδα ανήγειραν μετά ταύτα οι Θηβαίοι Ναόν επ’ ονόματι και εις μνήμην του Αγίου, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι της σήμερον. Η των έργων τούτων εκτέλεσις δεν εκόρεσε τον Άγιον της προς ελεημοσύνην κλίσεώς του, αλλά καθ’ εκάστην εις μεγαλύτερα των προηγουμένων προέτρεπεν αυτόν, διότι ήντλει την ευδαιμονίαν από της ευτυχίας των άλλων. Αι καθ’ εκάστην επιφαινόμεναι ανάγκαι της πόλεως ως εκ της των πολλών συρροής, η πλημμύρα των ασθενών και των πτωχών η δυστυχία, των γερόντων η γυμνότης και η εν γένει αξοιδάκρυτος κατάστασις των πτωχοτέρων ωδήγησαν τον Άγιον εις την επινόησιν ανεγέρσεως πολλών ευαγών ιδρυμάτων. Ίδρυσε Γηροκομείον κοινόν, ίνα προλάβη το άτοπον το οποίον διέπραττον πολλά τέκνα, άτινα εγκατέλειπον τους γονείς αυτών αστέγους εις την διάκρισιν της του ανέμου πνοής, διότι το άτοπον τούτο ποιεί τους ανθρώπους ανηθίκους προς το θειότερον εν τω κόσμω καθήκον της προστασίας των γονέων, οίτινες έδωκαν εις ημάς την ύπαρξιν. Έκτισε Πτωχοκομεία προς περίθαλψιν των αστέγων πτωχών, οίτινες περιεφέροντο ανά τας οδούς γινόμενοι δυστυχείς και αναγκάζοντες τους άλλους να μένωσιν άεργοι, γενόμενοι ούτως αίτιοι μεγίστου κακού. Ανήγειρε Νοσοκομεία, η ίδρυσις των οποίων δια πόλιν τοιαύτην είναι τοσούτον επιτυχής, καθ’ όσον πλην των άλλων οσάκις συμβαίνουσι μολυσματικαί νόσοι το ευμετάδοτον αυτών εκθέτει εις κίνδυνον ολοκλήρους οικογενείας και πόλεις. Την μεγίστην όμως έλλειψιν πράγματος τότε δύναται τις να νοήση ακριβώς, οπόταν απολέση αυτό το οποίον είχε πρότερον. Η σημερινή λειψυδρία η κατατρύχουσα την Ελλάδα παρέχει εις ημάς μεγαλυτέραν την αίσθησιν της σημασίας της μεταφοράς των υδάτων εις τινα πόλιν. Η χρήσις του ύδατος καθαρίζει το σώμα από των μολυσμάτων, άτινα επικολλώνται επ’ αυτού, ευφραίνει τας καρδίας, όταν είναι καθαρόν και εύκρατον, όπως το ανωτέρω, προσδίδει εις τας πόλεις την αρωματικήν ευωδίαν των φυομένων δένδρων, άτινα παρέχουσι φιλοκαλίαν και εύρωστα καθιστάμενα προβάλλονται ως σεμνά παραδείγματα προς μίμησιν εις τον άνθρωπον. Και κατά μεν το θέρος παρέχουσι την ζωοτρόφον σκιά των, κατά δε τον χειμώνα εμποδίζουσι τον μακρόθεν πνέοντα ψυχρόν βορράν προσδίδοντα εις αυτόν την ευωδίαν και ηπιότητα της θαλασσίας αύρας. Ανέπτυξε δε προ παντός την φυτείαν των μορεών και έδειξεν εις το ποίμνιόν του, ότι το παραγόμενον φύλλον καθίσταται ωφελιμώτατον προς την σηροτροφίαν. Η επί των έργων τούτων εποπτεία του Αγίου ήτο αυστηρά και επιμελής, δεν απεχώρει δε του έργου άμα τη τελέσει του αγιασμού, ως γίνεται σήμερον, αλλά αυτός πρώτος τον τόπον εκλέγων ήρχετο και συχνότερον παντός άλλου προς επίβλεψιν της καλής εκτελέσεως. Κυρίως δε το εξής παντός άλλου προθυμότερον έπραττεν· επεσκέπτετο καθ’ εκάστην τα διάφορα ευαγή ιδρύματα προς ενίσχυσιν των εις αυτά νοσηλευομένων ή εργαζομένων. Δεν άφηνε το πλοίον εις την διάκρισιν των ανέμων και της τρικυμίας, αλλ’ ως επιδέξιος κυβερνήτης προεφύλαττε τούτο από πάσης επικινδύνου πορείας, ίνα μη επιπίπτον εις τους βράχους συντριβή. Ο Μητροπολίτης Θηβών και Έξαρχος πάσης Βοιωτίας θείος Ιωάννης δεν παρέβλεψε και την ίδρυσιν Παρθενώνος. Οι θείοι και Ιεροί Κανόνες επιτρέπουν την ίδρυσιν Παρθενώνων εις τας πόλεις, συμφώνως δε προς την απόφασιν ταύτην των Αγίων Πατέρων έπραξε και ο θείος Ιωάννης. Ο ερμηνευτής των Συνοδικών Ιερών Κανόνων Θεόδωρος ο Βαλσαμών, όστις ήκμασε μετά τον Άγιον, λέγει περί του υπό του θείου τούτου Ιωάννου ιδρυθέντος Ιερού Παρθενώνος τα εξής· «Μόνος δε ο Άγιος εκείνος Μητροπολίτης Θηβών, ο Καλοκτένης, εποίησε Παρθενώνα εις Θήβας, και έταξε Παρθένους επ’ αυτώ λαϊκάς, δι’ ο και έστι το μνημόσυνον αυτού αιώνιον και χάριν τούτου, ει θέλεις ειπείν τας Ασκητρίας ταύτας Παρθένους, ουδέν ευρήσεις εμποδών, ει μήπω θέλεις ταύτας παρεικάσαι ταις μοναζούσαις δια την απόκαρσιν και τας επ’ Εκκλησίας συνθήκας αυτών». Η ίδρυσις του ιερού εκείνου Παρθενώνος απέβλεπε κυρίως εις την σωτηρίαν ψυχών, δεν παρέβλεπεν όμως και την επιτέλεσιν πρακτικών και κοινωφελών σκοπών, καθώς δύναται να συμπεράνη τις εξ όσων ο αυτός ερμηνευτής Θεόδωρος ο Βαλσαμών εν συνεχεία λέγει περίτων Παρθένων τούτων. Αύται, λέγει, όμοιαι μεν δύνανται να ονομασθώσι προς τας Ασκητρίας, ουχί όμως και προς τας μοναζούσας. Η περιγραφή της διαφοράς ταύτης νομίζομεν ότι σαφώς καθορίζει την επί το πρακτικώτερον απόβλεψιν του Αγίου, όστις δεν ετοποθέτησε μοναζούσας εις εξωτερικάς εργασίας, αλλ’ Ασκητρίας μεν, εργαζομένας δε εντός της πόλεως. Έπειτα τούτο και ασφαλέστερον δια τας Ασκητρίας ήτο, διότι εις τα περίχωρα, λόγω της προηγηθείσης επιδρομής, εξέλιπεν η ασφάλεια και μάλιστα προκειμένου περί αόπλων γυναικών. Αι Ασκήτριαι εκείναι, ως ο Βαλσαμών λέγει, απέκειρον τας κόμας αυτών, ως τούτο εξάγεται εκ της φράσεως «ει μήπω θέλουν παρεικάσαι ταύτας ταις μοναζούσαις δια την απόκαρσιν και τας επ’ Εκκλησίας συνθήκας αυτών». Εδέχοντο δε εν τω Παρθενώνι τούτω και άλλας Παρθένους ίσως προς διδασκαλίαν. Επομένως ο Παρθενών ούτος ήτο και σχολείον κορασίων, εις τα τοιαύτα δε σχολεία εδιδάσκοντο κατά τους χρόνους εκείνους προ παντός άλλου τα ιερά γράμματα. Εις τοιαύτην λοιπόν εργασίαν ειργάζοντο αι Ασκήτριαι εκείναι παρέχουσαι υπέρ των πασχόντων τα πάντα, αρκούμεναι εις άρτον μόνον ή μετά χόρτου τινός. Τοιαύτας παρεσκεύασεν ο θείος Ιωάννης τας Παρθένους εκείνας. Εις το σχολείον τούτο του Παρθενώνος εξεπαιδεύοντο πασών των οικογενειών τα κοράσια όχι μόνον δια τον ασκητικόν βίον, αλλά και δια τον οικογενειακόν. Διότι κατά τας τότε επικρατούσας ευσεβείς αντιλήψεις τα κοράσια και εν γένει τα τέκνα πασών των οικογενειών έπρεπε να ακούωσι τακτικώτατα τας Αγίας Γραφάς. Απόδειξις τούτου είναι ότι και πολλοί βασιλόπαιδες ησπάζοντο τον τοιούτον βίον, παρέχοντες τας εαυτών περιουσίας εις αγαθοεργά Μοναστήρια. Τοιαύτη υπήρξεν η δράσις του Αγίου εν Θήβαις εκ των διασωθεισών ολίγων περί αυτού μαρτυριών. Κατά την εν Θήβαις τοπικήν παράδοσιν, η εν αυταίς σωζομένη ιερά Εικών της Θεομήτορος είναι χειρόπλασμα του Αποστόλου Λουκά, όστις εδίδαξεν εν Θήβαις, ένθα και απελθών προς Κύριον ετάφη, τα δε Άγια αυτού Λείψανα μετεκομίσθησαν εις Βυζάντιον κατά διαταγήν του αυτοκράτορος Κώνσταντος, υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η Εικών αύτη, αληθές Χριστιανικόν κειμήλιον, σώζεται εν τω Ιερώ τούτω Ναώ. Ο Ναός ούτος της Θεοτόκου ήτο Μητροπολιτικός των Θηβών και κατ’ αυτούς τους χρόνους της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι. Αναφέρεται δε εις περιγραφήν τινά της στέψεως του δουκός Γουϊδωνος, ενηλικιωθέντος εν έτει 1294, ότι ο υπό του Αγίου ανοικοδομηθείς ούτος Ναός ήτο μεγαλοπρεπέστατος. Το αξίωμα του Μητροπολίτου πάσης Βοιωτίας τότε μάλιστα ανήλθεν εις έτι μεγαλυτέραν περιωπήν, διότι κατώρθωσαν οι Θηβαίοι δια των οδηγιών του Αγίου Ιωάννου να αναπτύξωσι την βιομηχανίαν και το εμπόριον εις το έπακρον, καταστήσαντες την εαυτών πόλιν εξάκουστον. Τοσαύτα και τοιαύτα επιτελέσας ο Άγιος και ανεγείρας μνημείον της εαυτού σεμνοπρεπείας και αγιότητος εις τους ουρανούς, απήλθε προς Ον επόθησε Κύριον προς δόξαν Αυτού και της προστατευούσης αυτόν Παναγίας Παρθένου. Ως βλέπομεν δεν επεδίωξε το ίδιον συμφέρον προς ανάπαυσιν, αλλά την ευδαιμονίαν των άλλων ίδιον πλούτον εθεώρει. Η τοιαύτη καθ’ όλον τον βίον του Αγίου μέριμνα τοσούτον ανύψωσεν αυτόν ενώπιον των Θηβαίων, ώστε ούτοι δι’ αδείας εκκλησιαστικής ανήγειραν εις μνήμην αυτού μεγαλοπρεπή Ναόν, όστις έκειτο εις το κέντρον της επί των χρόνων του και δια των ενεργειών του επαυξηθείσης και ακμασάσης πόλεως. Εν τω Ναώ τούτω κατετέθησαν τα Άγια αυτού Λείψανα, των οποίων η επί των πασχόντων ευσεβών θεία επενέργεια παρείχεν και παρέχει ιάματα και θεραπείας, εις τους μετ’ ευλαβείας προσερχομένους. Πλην δε της του Αγίου Εικόνος, ήτις σώζεται εις τον νεώτερον δαπάναις της αειμνήστου Βασιλίσσης Όλγας ανεγερθέντα περικαλλή Ναόν επί της θέσεως, εις την οποίαν έκειτο ο προαναφερθείς αρχαιότερος τοιούτος, υπήρξε και τοιχογραφία εις τινα άλλον Ναϊσκον εν κατακόμβη, ήτις είναι ερείπιον εντός της πόλεως και αναφέρεται εις την μνήμην της Αγίας Αικατερίνης. Ούτως ο Άγιος Ιωάννης ο Μητροπολίτης Θηβών και έξαρχος πάσης Βοιωτίας γεννηθείς εν Βυζαντίω και χριστιανικώτατα εν αυτώ ανατραφείς δεν διέμεινεν αργός, αλλά και αρίστης παιδείας τυχών έσπευσεν εκεί, ένθα η φωνή της Θεοτόκου και το συμφέρον της Μεγάλης Πατρίδος εκάλει αυτόν. Διότι δυνάμεθα ασφαλώς να ομολογήσωμεν ότι, αν μη ο Άγιος εκάθητο επί της υπ’ αυτού δοξασθείσης έδρας, αι Θήβαι σήμερον όχι μόνον πόλις δεν θα ήσαν, αλλ’ ουδέ χωρίον ουδέ θα εμαρτυρούντο τα αρχαία αυτής θεμέλια. Εκ του Βίου αυτού κρίνοντες τον Άγιον ευρίσκομεν αυτόν απ’ αυτής μεν της παιδικής ηλικίας ευσεβή και από της νεανικής δε τοιαύτης φιλάνθρωπον, φιλοπάτριδα και πλήρη αυταπαρνήσεως προς το καθήκον. Τοιούτοι άξιοι Ιεράρχαι ποιμαίνοντες τας πόλεις εμβάλλουσιν εις τας καρδίας των διδασκομένων την ευσέβειαν και τον φόβον του Θεού. Και αληθώς ο ευσεβής της Ελλάδος λαός ουδέποτε εστερήθη των μεγάλων τέκνων του, αλλ’ ως Λερναία Ύδρα πλείονας ετέρους ανέδιδεν, όταν εις ή ολίγοι τινές εξέλειπον. Οι Θηβαίοι και πάντες οι Βοιωτοί πρέπει να σεμνύνωνται δια τον αδάμαντα τούτον της χώρας των, όστις επ’ ολίγον αναφανείς σύμπασαν την χώραν εκείνων κατηύγασε, να χαίρωσι δε, διότι, αν η αρχαιότης ανέδειξε τον εκ της Καδμείας Πίνδαρον και οι σκοτεινοί του μέσου αιώνος χρόνοι δια του εκ της αυτής Καδμείας σελασφόρου της Χριστιανικής θρησκείας κήρυκος Ιωάννου του Καλοκτένους κατηυγάσθησαν. Τον λαμπρόν του Αγίου Βίον επεσφράγισεν η ειρηνική εν Κυρίω κοίμησις αυτού εν μέσω των αγαπώντων και θρηνούντων αυτόν Θηβαίων, οίτινες δεόντως ετίμησαν και τιμώσι τον Άγιον Ιωάννην τον Καλοκτένην κατά την ημέραν της προς Κύριον εκδημίας του, συμβάσης την κθ΄ (29ην) Απριλίου. Μετά την του φαεινού τούτου των Βοιωτών αστέρος κοίμησιν, του μετά θαυμασίας αυταπαρνήσεως υπερασπιζομένου το ποίμνιον αυτού και την ένδοξον πόλιν λόγω τε και έργω κατά τε των εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων, ήρχισε δια τας αμαρτίας ημών καταρρέουσα και η Ελληνική ελευθερία. Του μακαρίου τούτου Πατρός ημών Ιωάννου το παράδειγμα ακολουθούντες και ημείς φιλέορτοι Χριστιανοί, δυνάμεθα να καταστώμεν εφάμιλλοι αυτού δια της ευσεβείας και χρηστότητος, ου ταις ικεσίας ο Θεός δώη ημίν την άφεσιν των αμαρτιών και την απόλαυσιν της αιωνίου ζωής και της μακαρίας εν τω Παραδείσω τρυφής και δόξης. Αμήν. Γένοιτο. Εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα και η τιμή και η προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου