Ευλόγιος ο εν Αγίοις Πατήρ
ημών ούτος, ο δια την περιάκουστον αρετήν της φιλοξενίας του αποκληθείς Ξενοδόχος,
ήκμαζεν εις την Θηβαϊδα της Αιγύπτου κατά τους ευλογημένους εκείνους χρόνους,
καθ’ ους ήκμαζε και ήνθει εκεί ο Χριστιανισμός, η δε περιώνυμος Σκήτη της
Θηβαϊδος ήτο κατάμεστος από χιλιάδας ευσεβών Μοναχών, οι οποίοι μετήρχοντο εν
αυτή παν είδος αρετής και ασκήσεως. Ανάμεσα εις τους μεγάλους εκείνους
ασκητικούς Πατέρας, οι οποίοι τότε εφημίσθησαν και θα φημίζωνται μέχρι
συντελείας των αιώνων δια τας υπέρ άνθρωπον αρετάς των, διέλαμψε και ο Άγιος
ούτος Πατήρ ημών Ευλόγιος.
Ο μακάριος Ευλόγιος δεν ήτο Μοναχός, δεν ήτο Ασκητής εις την έρημον, αλλά κοσμικός, διαμένων εις την πόλιν της Θηβαϊδος. Όμως αν και εις την πόλιν ευρίσκετο, επί τοσούτον η αρετή του εξέλαμψεν, ώστε έγινεν ονομαστός μεταξύ των Πατέρων και το όνομά του εγγράφει εις τας δέλτους της ζωής ομού με τα ονόματα των μεγάλων εκείνων Ασκητών Αντωνίου του Μεγάλου, Μακαρίου του Αιγυπτίου, Αμμούν και τόσων άλλων ευθαλών βλαστών της αυχμηράς ερήμου της Θηβαϊδος. Ποία δε ήτο η αρετή εκείνη, την οποίαν μετά τοσούτου ζήλου ειργάσθη και η οποία τοσούτον τον ανέδειξε; Ποία άλλη από την μακαρίαν ελεημοσύνην και την φιλόστοργον φιλοξενίαν, ένεκεν της οποίας και ο Πατριάρχης Αβραάμ τοσούτον εδοξάσθη; Αλλ’ ο μεν Αβραάμ εφιλοξένει τους ξένους του, δαπανών εκ του πλούτου του και υπηρετών αυτούς αυτοπροσώπως· ο δε μακάριος Ευλόγιος, επειδή δεν είχε καμμίαν περιουσίαν, ειργάζετο καθ’ ημέραν εις βαρυτάτην εργασίαν ως λατόμος, δηλαδή πετροκόπος, δια να εξοικονομή τα δι’ εαυτόν και τους ξένους απαραίτητα. Όλα δε όσα εισέπραττε καθ’ εκάστην από την εργασίαν του αυτήν τα εδαπανούσε την εσπέραν δια την φιλοξενείαν των ξένων χωρίς να βαστάζη τίποτε δια την επομένην. Ένα δε και μόνον περιστατικόν της εργασίας του αυτής, το οποίον διεσώθη εις τα πατερικά, είναι ικανόν να μας πληροφορήση περί τούτου, διο και μεταφέρομεν τούτο ενταύθα εκ του Εκλογίου, καθώς εκεί γράφεται. Ανεχώρησε ποτέ ο Αββάς Δανιήλ από την Σκήτην δια την Θηβαϊδα, έχων ως συνοδόν του τον μαθητήν του. Όταν δε έφθασαν εκεί, ίσταντο εις την αγοράν περίλυποι καθ’ όλην την ημέραν, αναμένοντες να αποστείλη προς αυτούς βοήθειαν ο Κύριος. Όταν δε ενύκτωσε, βλέπουν γέροντο τινά κρατούντα εις χείρας του φανόν, όστις ανεζήτει πτωχούς και ξένους, δια να τους φιλοξενήση εις την οικίαν του. Ως δε είδε τον Αββάν Δανιήλ, τον επροσκύνησε και κατεφίλει τους πόδας του κλαίων. Έπειτα, αφού τους εχαιρέτησε, τους επήρε μετά των άλλων ξένων και πενήτων εις την οικίαν του, όπου έπλυνε τους πόδας των κατά την συνήθειαν και τους εφιλοξένησε πλουσιοπαρόχως. Όσα δε τεμάχια άρτου απέμειναν, τα έδωκεν εις τους κύνας και τα έφαγον. Διότι ούτως είχε τάξιμον. Να μη κρατή τίποτε δια την αύριον. Μετά δε το δείπνον συνωμίλουν καθ’ όλην την νύκτα ανταλάσσοντες λόγους ψυχωφελείς. Ο δε Ευλόγιος, εκ της βαθείας του κατανύξεως και ευλαβείας, έκλαιε. Την επομένην, όταν ανεχώρησαν εκείθεν, παρεκάλεσεν ο μαθητής τον Όσιον Δανιήλ να του είπη τις ήτο ο γέρων εκείνος ο τόσον εύσπλαγχνος και φιλόξενος. Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Ούτος ονομάζεται Ευλόγιος· είναι λατόμος, πετροκόπος, και έχει την καλήν αυτήν συνήθειαν. Νηστεύει δε καθ’ όλην την ημέραν, παρ’ όλον ότι εργάζεται τόσον βαρείαν εργασίαν, όσα δε χρήματα του δώσουν ως ημερομίσθιον τα εξοδεύει την εσπέραν δια να φιλοξενή, ως είδες, τους ξένους και τους πένητας. Είναι τώρα εκατοντούτης κατά την ηλικίαν και ο Θεός του δίδει δύναμιν δια τα τόσον φιλόπτωχα αισθήματά του να εργάζεται τοιούτον έργον βαρύτατον. Την τάξιν δε αυτήν κρατεί εκ νεότητος. Είναι σήμερον τεσσαράκοντα έτη αφ’ ότου ηρχόμην εδώ, όταν ήμην νέος, δια να πωλώ το εργόχειρον και πολλάκις με εφιλοξένησεν ομού με άλλους πτωχούς, με τον τρόπον το οποίον εγνώρισες. Εγώ δε, ιδών εις αυτόν τοσαύτην συμπάθειαν, εδεήθην εις τον Θεόν πολλάς εβδομάδας, νηστεύων και μετά δακρύων ευχόμενος, να δωρήση πλούτον εις αυτόν δια να φιλοξενή τους πένητας. Όταν λοιπόν διήλθον νήστις επί είκοσιν ημέρας και εκ της πείνης εκειτόμην εις την γην, βλέπω ένδοξον τινά και σεβάσμιον άνθρωπον, όστις μοι είπε· «Τι έχεις, Δανιήλ;» Εγώ δε απεκρίθην· «Υπεσχέθην εις τον Δεσπότην Χριστόν να μη φάγω τίποτε, έως ότου με ακούση και πλουτίση τον Ευλόγιον, δια να ευεργετή περισσότερον τους πτωχούς». Μοι λέγει τότε ο εμφανισθείς· «Τι ενδιαφέρεσαι συ δια τον Ευλόγιον;» Εγώ δε απεκρίθην· «Δια να δοξασθή δι’ αυτού το Όνομά Σου το Άγιον». Ο δε μοι είπεν· «Εάν θέλης να του δώσω πλούτον, γίνου εγγυητής δια την ψυχήν του, ότι ούτω σώζεται και να πράξω καθώς επιθυμείς». Τότε εγώ, ο ασύνετος, υπεσχέθην, λέγων· «Εγώ είμαι χρεώστης, ίνα απολογηθώ δια την ψυχήν του κατά την ώραν της Κρίσεως». Ταύτα δε αφού είπον, ελογιζόμην ότι ευρέθημεν εις την αγίαν Ανάστασιν του Χριστού και εις νέος εκάθητο εις τον λίθον του μνήματος, εις δε την δεξιάν αυτού ο Ευλόγιος. Τότε ο φαινόμενος νέος είπε· «Συ είσαι πλησίον μου, όστις εγγυήθης τον Ευλόγιον»; Είπον εγώ· «Ναι, Κύριε». Βλέπω τότε δύο νέους, οίτινες επλήρωσαν τον κόλπον του Ευλογίου με αργύρια. Εκ του οράματος λοιπόν τούτου ηννόησα ότι επήκουσε της δεήσεώς μου ο Θεός. Πράγματι δε μετ’ ολίγας ημέρας η αίτησίς μου επληρώθη ως εξής: Ημέραν τινά, ενώ ο Ευλόγιος έκοπτε τους λίθους κατά την συνήθειάν του, κτυπών εις μίαν πέτραν, ήκουσε ήχον κάτωθεν αυτής και εγείρας ταύτην εύρε κούφωμα γεμάτον άδολον χρυσόν. Τούτο ιδών εξαίφνης ο Ευλόγιος διελογίζετο τι να κάμη και που να φυλάξη τόσα χρήματα, δια να μη το μάθη ο αυθέντης του τόπου και του τα πάρη. Απεφάσισε λοιπόν να μεταβή εις το Βυζάντιον και να μείνη έως τέλους αγνώριστος. Ταύτα αποφασίσας εγκατέλειψε την εργασίαν της φιλοξενείας και παραλαβών όλα τα χρήματα, έφθασεν εις Κωνσταντινούπολιν. Εκεί έδωσε πολλάς δωρεάς και τον εψήφισαν έπαρχον, αγοράσας δε μίαν μεγάλην και πολυτελή οικίαν έζη αμέριμνος με δόξαν και φαντασίαν πολλήν, λησμονήσας όλως διόλου την προτέραν φιλοξενίαν και ταπείνωσιν. Αφού παρήλθον δύο έτη είδον πάλιν εγώ εν οράματι τον ως άνω εμφανισθέντα μοι νέον, προ δε αυτού εις αιθίοψ έσυρε δεδεμένον τον Ευλόγιον. Εξυπνήσας τότε αντελήφθην την έννοιαν της οπτασίας ταύτης και έκλαιον λέγων· «Ουαί μοι, ότι εκόλασα την ψυχήν μου με την εγγύησιν, την οποίαν έδωσα ο ανόητος». Απελθών δε εις την πόλιν, ίνα πωλήσω το εργόχειρον, ηρώτησα δια τον Ευλόγιον. Έμαθον τότε την αλήθειαν και ελυπήθην σφόδρα. Συναισθανόμενος δε την ευθύνην μου απεφάσισα να μεταβώ εις Κωνσταντινούπολιν προς ανεύρεσίν του. Πράγματι με κόπον πολύν και μεγάλην ταλαιπωρίαν μετέβην εις Κωνσταντινούπολιν, όπου εξετάζων επιμελώς δια τον Ευλόγιον, εύρον την οικίαν του και ιστάμενος έξω της θύρας βλέπω τούτον εξερχόμενον μετά συνοδείας απείρων υπηρετών και φαντασίαν ανείκαστον. Τότε εφώναξα προς αυτόν· «Κύριε, δέομαι της σης εκλαμπρότητος να μου δώσης ολίγην ακρόασιν, δια να σου είπω λόγον μυστικόν». Αλλ’ εκείνος ουδέν απεκρίθη, οι δε υπηρέται και δούλοι του με έδειραν ονειδίζοντες. Ούτως έμεινα έξω του παλατίου του τέσσαρας εβδομάδας θλιβόμενος, χωρίς να δύναμαι να του ομιλήσω ουδόλως. Όθεν απεφάσισα να καταφύγω εις τον φιλάνθρωπον Θεόν. Γονυπετήσας τότε προ της αγίας Εικόνος του Κυρίου εδεόμην μετά δακρύων, ταύτα λέγων· «Δέσποτα πολυέλεε, λύσον με από την εγγύησιν τούτου του ανθρώπου, διότι δεν γνωρίζω τι να πράξω ο άθλιος. Τοιαύτα πολλάκις προσευχηθείς, απεκοιμήθην εκ του κόπου. Βλέπω τότε λαόν πολύν εις τον ύπνον μου και ακούω φωνήν, ήτις μοι έλεγεν· «Η Βασίλισσα έρχεται, έλθετε πάντες να προσκυνήσετε». Τότε εγώ εβόησα προς Αυτήν· «Δέσποινα, ποίησον εις εμέ τον δείλαιον έλεος και λύσον με από την εγγύησιν, την οποίαν έκαμα δια τον Ευλόγιον». Η δε απεκρίθη· «Δεν δύναμαι να σε βοηθήσω εις την υπόθεσιν αυτήν, μόνον φέρε εις πέρας την υπόσχεσίν σου». Εξυπνήσας τότε ήλθον και πάλιν εις τον πυλώνα και ανέμενον τον Ευλόγιον. Όταν δε εξήλθεν ο Ευλόγιος, έτρεξα όπισθεν αυτού κραυγάζων να μου δώση ακρόασιν. Ο δε θυρωρός έδραμε προς εμέ και τόσον με έδειρεν, ώστε έμεινα ως ημιθανής. Όθεν ανεχώρησα, ως ηδυνήθην, και ανήλθον εις πλοίον, ίνα μεταβώ εις την Σκήτην, έχων εις μόνον τον Θεόν την ελπίδα μου να επιστρέψη τον Ευλόγιον. Ενώ λοιπόν επλέομεν προς την Αλεξάνδρειαν εκοιμήθην και τότε βλέπω πάλιν εις οπτασίαν, ότι παρευρέθην εις την Αγίαν Ανάστασιν, ο δε ρηθείς νέος εκάθητο εις τον λίθον του μνήματος. Ρίψας δε εκείνος βλέμμα άγριον προς εμέ, είπον· «Άφρων, δεν εκτελείς ό,τι υπεσχέθης;» Εγώ δε έτρεμον ως φύλλον δένδρου από τον φόβον και δεν ηδυνάμην να ανοίξω το στόμα μου. Τότε προστάσσει να δέσουν τας χείρας μου όπισθεν και να με κρεμάσουν ως κατάδικον, ειπών· «Συ ηθέλησες να φανής διακριτικώτερος από εμέ και να πλουτίσης τον Ευλόγιον; Μάθε τώρα με την τιμωρίαν να μη επιχειρής πλέον περισσότερον από εκείνο το οποίον δύνασαι». Καθώς λοιπόν οι υπηρέται με εκρέμασαν, είδον την Βασίλισσαν των Αγγέλων διερχομένην εκείθεν με δόξαν απερίγραπτον. Είπον δε τότε προς Αυτήν με ταπεινήν λαλιάν και πλήθος δακρύων· «Ευσπλαγχνίσου με Δέσποινα, τον ταλαίπωρον και λύτρωσαί με από την εγγύησιν του Ευλογίου». Εκείνη τότε μετέβη και αφού ησπάσθη τους πόδας του Δεσπότου, τον παρεκάλεσε να μου συγχωρήση το αμάρτημα. Τότε ο Δεσπότης Χριστός δια της ικεσίας της Μητρός Αυτού συγκαταβάς εστράφη προς εμέ και μου λέγει· «Φυλάττου, να μη πράξης πλέον άλλο τι όμοιον αμάρτημα». Εγώ δε είπον προς Αυτόν· «Συγχώρησόν μοι, Δέσποτα Κύριε, διότι εξ αγνοίας μου ημάρτησα, νομίζων ότι ούτω ο Ευλόγιος θέλει γίνει ευσπλαγχνικώτερος προς τους πτωχούς». Προσέταξε τότε να με λύσουν και λέγει προς εμέ με γλυκύτητα· «Ύπαγε εις το κελλίον σου και εγώ θέλω επαναφέρει τον Ευλόγιον εις την πρώτην του τάξιν και ευλάβειαν». Ταύτα ιδών, από την χαράν μου εξύπνησα και εδόξασα τον Κύριον και την Υπεραγίαν Θεοτόκον, διότι με ελύτρωσαν από την εγγύησιν· απελθών δε εις την κέλλαν μου ησύχαζον». Μετά τρεις μήνας απέθανεν ο βασιλεύς Ιουστίνος και ανήλθεν εις τον θρόνον ο Ιουστιανιανός, όστις τόσον εμίσησε τον Ευλόγιον, ώστε εζήτει αφορμήν να τον θανατώση. Όθεν, δια να σώση την ζωήν του, ενεδύθη πενιχρά ιμάτια και εγκαταλείψας όλον τον πλούτον του έρημον, έφυγεν εις την Αλεξάνδρειαν και έκοπτε πάλιν τους λίθους, ως πρότερον. Μεταβάς δε εις τον τόπον όπου ήτο η πέτρα, κάτωθεν της οποίας εύρε τα χρήματα, εκτύπα ταύτην ώραν πολλήν, μήπως εύρη και άλλα. Αλλά ματαίως εκοπίαζεν. Ενθυμηθείς τότε την προτέραν αυτάρκειαν, τον πλούτον και τους δούλους ους είχεν, εστέναζε λέγων· «Δούλευε, ταπεινέ Ευλόγιε, δια να εξοικονομής την τροφήν σου». Εις ολίγον καιρόν λοιπόν ήλθε πάλιν εις την προτέραν του αγιότητα, του παντοδυνάμου Θεού συνεργήσαντος, όστις, ως δίκαιος, δεν ελησμόνησε την προτέραν του υπηρεσίαν. Μετ’ ολίγας ημέρας μετέβην και εγώ εις τον τόπον, όπου εύρισκον και άλλοτε τον Ευλόγιον και ιδών αυτόν εδάκρυσα από την χαράν μου. Δοξολογών δε τον Θεόν έλεγον· «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. ργ:24). «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών;» (Ψαλμ. οστ:14), «Ο εγείρων από γης πτωχόν και από κοπρίας ανυψών πένητα» (Ψαλμ. ριβ:7), «Θαυμάσιαι αι κρίσεις σου, Κύριε, και αι βουλαί σου ανεξερεύνητοι». Ευθύς δε ως είπον ταύτα, εχαιρετήσαμεν ο εις τον άλλον και με ωδήγησεν εις το κελλίον του. Αφού δε έπλυνε τους πόδας μου ητοίμασε τράπεζαν και συνηυφράνθημεν. Τον ηρώτησα τότε, πως ευρίσκετο. Ούτος δε μοι είπε· «Δεήθητι, Πάτερ, εις τον Θεόν να μου στείλη προς χάριν σου βοήθειαν, διότι εις μεγάλην ανάγκην χρημάτων και πενίαν ευρίσκομαι». Εγώ δε του απεκρίθην· «Είθε, αδελφέ μου, να ήσουν πτωχότερος». Ταύτα δε ειπών του διηγήθην λεπτομερώς την υπόθεσιν· ότι, δηλαδή, εγώ ήμην αιτία και επλούτησε και πάλιν επτώχευσεν. Όθεν εκλαύσαμεν αμφότεροι ώραν πολλήν δοξάζοντες τον Θεόν. Έπειτα μοι είπε· «Παρακάλεσον, Πάτερ, τον Κύριον να με βοηθήση, ως αγαθός και εύσπλαγχνος, και σου υπόσχομαι να μη φανώ πλέον αχάριστος προς τον ευεργέτην». Εγώ δε απήντησα· «Μη αναμένεις από τον Κύριον άλλο περισσότερον, ει μη μόνον τον ημερήσιον άρτον, όσον να εξοικονομήσαι ως πρότερον· και καλλίτερον είναι να υπάγης πτωχός εις τον Παράδεισον, παρά πλούσιος εις την κόλασιν». Ταύτα ειπών ο Όσιος προς τον μαθητήν του, τον επρόσταξεν να μη είπη, ζώντος αυτού, το γεγονός εις ουδένα. Ούτος δε πράγματι διεφύλαξε την εντολήν, ως υπήκοος. Μετά δε την κοίμησιν του Αββά Δανιήλ, διηγήθη τούτο ο μαθητής του προς τους Πατέρας, εις δόξαν Θεού και προς ιδικόν μας παράδειγμα, ίνα έκαστος εξ ημών ευχαριστούμεν τον Κύριον, ο καθείς εκ της θέσεως εις την οποίαν ευρίσκεται και ας μη τολμήση τις να ζητήση ποτέ πλούτον πρόσκαιρον, αλλά μόνον να ποθούμεν την Βασιλείαν Του την ουράνιον, και αυτήν να επιδιώκωμεν πάντοτε, δεόμενοι της Αειπαρθένου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και πάντων των Αγίων να αξιώσουν ημάς δια των ικεσιών αυτών προς Κύριον, να λυτρωθώμεν της ατελευτήτου κολάσεως και να αξιωθώμεν της ανεκλαλήτου αγαλλιάσεως, ίνα δοξάζωμεν μετ’ αυτών Πατέρα και Υιόν, συν τω Αγίω Πνεύματι. Τριάδα αμέριστον και μονάδα τρισάριθμον, ένα Θεόν προαιώνιον· Ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ο μακάριος Ευλόγιος δεν ήτο Μοναχός, δεν ήτο Ασκητής εις την έρημον, αλλά κοσμικός, διαμένων εις την πόλιν της Θηβαϊδος. Όμως αν και εις την πόλιν ευρίσκετο, επί τοσούτον η αρετή του εξέλαμψεν, ώστε έγινεν ονομαστός μεταξύ των Πατέρων και το όνομά του εγγράφει εις τας δέλτους της ζωής ομού με τα ονόματα των μεγάλων εκείνων Ασκητών Αντωνίου του Μεγάλου, Μακαρίου του Αιγυπτίου, Αμμούν και τόσων άλλων ευθαλών βλαστών της αυχμηράς ερήμου της Θηβαϊδος. Ποία δε ήτο η αρετή εκείνη, την οποίαν μετά τοσούτου ζήλου ειργάσθη και η οποία τοσούτον τον ανέδειξε; Ποία άλλη από την μακαρίαν ελεημοσύνην και την φιλόστοργον φιλοξενίαν, ένεκεν της οποίας και ο Πατριάρχης Αβραάμ τοσούτον εδοξάσθη; Αλλ’ ο μεν Αβραάμ εφιλοξένει τους ξένους του, δαπανών εκ του πλούτου του και υπηρετών αυτούς αυτοπροσώπως· ο δε μακάριος Ευλόγιος, επειδή δεν είχε καμμίαν περιουσίαν, ειργάζετο καθ’ ημέραν εις βαρυτάτην εργασίαν ως λατόμος, δηλαδή πετροκόπος, δια να εξοικονομή τα δι’ εαυτόν και τους ξένους απαραίτητα. Όλα δε όσα εισέπραττε καθ’ εκάστην από την εργασίαν του αυτήν τα εδαπανούσε την εσπέραν δια την φιλοξενείαν των ξένων χωρίς να βαστάζη τίποτε δια την επομένην. Ένα δε και μόνον περιστατικόν της εργασίας του αυτής, το οποίον διεσώθη εις τα πατερικά, είναι ικανόν να μας πληροφορήση περί τούτου, διο και μεταφέρομεν τούτο ενταύθα εκ του Εκλογίου, καθώς εκεί γράφεται. Ανεχώρησε ποτέ ο Αββάς Δανιήλ από την Σκήτην δια την Θηβαϊδα, έχων ως συνοδόν του τον μαθητήν του. Όταν δε έφθασαν εκεί, ίσταντο εις την αγοράν περίλυποι καθ’ όλην την ημέραν, αναμένοντες να αποστείλη προς αυτούς βοήθειαν ο Κύριος. Όταν δε ενύκτωσε, βλέπουν γέροντο τινά κρατούντα εις χείρας του φανόν, όστις ανεζήτει πτωχούς και ξένους, δια να τους φιλοξενήση εις την οικίαν του. Ως δε είδε τον Αββάν Δανιήλ, τον επροσκύνησε και κατεφίλει τους πόδας του κλαίων. Έπειτα, αφού τους εχαιρέτησε, τους επήρε μετά των άλλων ξένων και πενήτων εις την οικίαν του, όπου έπλυνε τους πόδας των κατά την συνήθειαν και τους εφιλοξένησε πλουσιοπαρόχως. Όσα δε τεμάχια άρτου απέμειναν, τα έδωκεν εις τους κύνας και τα έφαγον. Διότι ούτως είχε τάξιμον. Να μη κρατή τίποτε δια την αύριον. Μετά δε το δείπνον συνωμίλουν καθ’ όλην την νύκτα ανταλάσσοντες λόγους ψυχωφελείς. Ο δε Ευλόγιος, εκ της βαθείας του κατανύξεως και ευλαβείας, έκλαιε. Την επομένην, όταν ανεχώρησαν εκείθεν, παρεκάλεσεν ο μαθητής τον Όσιον Δανιήλ να του είπη τις ήτο ο γέρων εκείνος ο τόσον εύσπλαγχνος και φιλόξενος. Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Ούτος ονομάζεται Ευλόγιος· είναι λατόμος, πετροκόπος, και έχει την καλήν αυτήν συνήθειαν. Νηστεύει δε καθ’ όλην την ημέραν, παρ’ όλον ότι εργάζεται τόσον βαρείαν εργασίαν, όσα δε χρήματα του δώσουν ως ημερομίσθιον τα εξοδεύει την εσπέραν δια να φιλοξενή, ως είδες, τους ξένους και τους πένητας. Είναι τώρα εκατοντούτης κατά την ηλικίαν και ο Θεός του δίδει δύναμιν δια τα τόσον φιλόπτωχα αισθήματά του να εργάζεται τοιούτον έργον βαρύτατον. Την τάξιν δε αυτήν κρατεί εκ νεότητος. Είναι σήμερον τεσσαράκοντα έτη αφ’ ότου ηρχόμην εδώ, όταν ήμην νέος, δια να πωλώ το εργόχειρον και πολλάκις με εφιλοξένησεν ομού με άλλους πτωχούς, με τον τρόπον το οποίον εγνώρισες. Εγώ δε, ιδών εις αυτόν τοσαύτην συμπάθειαν, εδεήθην εις τον Θεόν πολλάς εβδομάδας, νηστεύων και μετά δακρύων ευχόμενος, να δωρήση πλούτον εις αυτόν δια να φιλοξενή τους πένητας. Όταν λοιπόν διήλθον νήστις επί είκοσιν ημέρας και εκ της πείνης εκειτόμην εις την γην, βλέπω ένδοξον τινά και σεβάσμιον άνθρωπον, όστις μοι είπε· «Τι έχεις, Δανιήλ;» Εγώ δε απεκρίθην· «Υπεσχέθην εις τον Δεσπότην Χριστόν να μη φάγω τίποτε, έως ότου με ακούση και πλουτίση τον Ευλόγιον, δια να ευεργετή περισσότερον τους πτωχούς». Μοι λέγει τότε ο εμφανισθείς· «Τι ενδιαφέρεσαι συ δια τον Ευλόγιον;» Εγώ δε απεκρίθην· «Δια να δοξασθή δι’ αυτού το Όνομά Σου το Άγιον». Ο δε μοι είπεν· «Εάν θέλης να του δώσω πλούτον, γίνου εγγυητής δια την ψυχήν του, ότι ούτω σώζεται και να πράξω καθώς επιθυμείς». Τότε εγώ, ο ασύνετος, υπεσχέθην, λέγων· «Εγώ είμαι χρεώστης, ίνα απολογηθώ δια την ψυχήν του κατά την ώραν της Κρίσεως». Ταύτα δε αφού είπον, ελογιζόμην ότι ευρέθημεν εις την αγίαν Ανάστασιν του Χριστού και εις νέος εκάθητο εις τον λίθον του μνήματος, εις δε την δεξιάν αυτού ο Ευλόγιος. Τότε ο φαινόμενος νέος είπε· «Συ είσαι πλησίον μου, όστις εγγυήθης τον Ευλόγιον»; Είπον εγώ· «Ναι, Κύριε». Βλέπω τότε δύο νέους, οίτινες επλήρωσαν τον κόλπον του Ευλογίου με αργύρια. Εκ του οράματος λοιπόν τούτου ηννόησα ότι επήκουσε της δεήσεώς μου ο Θεός. Πράγματι δε μετ’ ολίγας ημέρας η αίτησίς μου επληρώθη ως εξής: Ημέραν τινά, ενώ ο Ευλόγιος έκοπτε τους λίθους κατά την συνήθειάν του, κτυπών εις μίαν πέτραν, ήκουσε ήχον κάτωθεν αυτής και εγείρας ταύτην εύρε κούφωμα γεμάτον άδολον χρυσόν. Τούτο ιδών εξαίφνης ο Ευλόγιος διελογίζετο τι να κάμη και που να φυλάξη τόσα χρήματα, δια να μη το μάθη ο αυθέντης του τόπου και του τα πάρη. Απεφάσισε λοιπόν να μεταβή εις το Βυζάντιον και να μείνη έως τέλους αγνώριστος. Ταύτα αποφασίσας εγκατέλειψε την εργασίαν της φιλοξενείας και παραλαβών όλα τα χρήματα, έφθασεν εις Κωνσταντινούπολιν. Εκεί έδωσε πολλάς δωρεάς και τον εψήφισαν έπαρχον, αγοράσας δε μίαν μεγάλην και πολυτελή οικίαν έζη αμέριμνος με δόξαν και φαντασίαν πολλήν, λησμονήσας όλως διόλου την προτέραν φιλοξενίαν και ταπείνωσιν. Αφού παρήλθον δύο έτη είδον πάλιν εγώ εν οράματι τον ως άνω εμφανισθέντα μοι νέον, προ δε αυτού εις αιθίοψ έσυρε δεδεμένον τον Ευλόγιον. Εξυπνήσας τότε αντελήφθην την έννοιαν της οπτασίας ταύτης και έκλαιον λέγων· «Ουαί μοι, ότι εκόλασα την ψυχήν μου με την εγγύησιν, την οποίαν έδωσα ο ανόητος». Απελθών δε εις την πόλιν, ίνα πωλήσω το εργόχειρον, ηρώτησα δια τον Ευλόγιον. Έμαθον τότε την αλήθειαν και ελυπήθην σφόδρα. Συναισθανόμενος δε την ευθύνην μου απεφάσισα να μεταβώ εις Κωνσταντινούπολιν προς ανεύρεσίν του. Πράγματι με κόπον πολύν και μεγάλην ταλαιπωρίαν μετέβην εις Κωνσταντινούπολιν, όπου εξετάζων επιμελώς δια τον Ευλόγιον, εύρον την οικίαν του και ιστάμενος έξω της θύρας βλέπω τούτον εξερχόμενον μετά συνοδείας απείρων υπηρετών και φαντασίαν ανείκαστον. Τότε εφώναξα προς αυτόν· «Κύριε, δέομαι της σης εκλαμπρότητος να μου δώσης ολίγην ακρόασιν, δια να σου είπω λόγον μυστικόν». Αλλ’ εκείνος ουδέν απεκρίθη, οι δε υπηρέται και δούλοι του με έδειραν ονειδίζοντες. Ούτως έμεινα έξω του παλατίου του τέσσαρας εβδομάδας θλιβόμενος, χωρίς να δύναμαι να του ομιλήσω ουδόλως. Όθεν απεφάσισα να καταφύγω εις τον φιλάνθρωπον Θεόν. Γονυπετήσας τότε προ της αγίας Εικόνος του Κυρίου εδεόμην μετά δακρύων, ταύτα λέγων· «Δέσποτα πολυέλεε, λύσον με από την εγγύησιν τούτου του ανθρώπου, διότι δεν γνωρίζω τι να πράξω ο άθλιος. Τοιαύτα πολλάκις προσευχηθείς, απεκοιμήθην εκ του κόπου. Βλέπω τότε λαόν πολύν εις τον ύπνον μου και ακούω φωνήν, ήτις μοι έλεγεν· «Η Βασίλισσα έρχεται, έλθετε πάντες να προσκυνήσετε». Τότε εγώ εβόησα προς Αυτήν· «Δέσποινα, ποίησον εις εμέ τον δείλαιον έλεος και λύσον με από την εγγύησιν, την οποίαν έκαμα δια τον Ευλόγιον». Η δε απεκρίθη· «Δεν δύναμαι να σε βοηθήσω εις την υπόθεσιν αυτήν, μόνον φέρε εις πέρας την υπόσχεσίν σου». Εξυπνήσας τότε ήλθον και πάλιν εις τον πυλώνα και ανέμενον τον Ευλόγιον. Όταν δε εξήλθεν ο Ευλόγιος, έτρεξα όπισθεν αυτού κραυγάζων να μου δώση ακρόασιν. Ο δε θυρωρός έδραμε προς εμέ και τόσον με έδειρεν, ώστε έμεινα ως ημιθανής. Όθεν ανεχώρησα, ως ηδυνήθην, και ανήλθον εις πλοίον, ίνα μεταβώ εις την Σκήτην, έχων εις μόνον τον Θεόν την ελπίδα μου να επιστρέψη τον Ευλόγιον. Ενώ λοιπόν επλέομεν προς την Αλεξάνδρειαν εκοιμήθην και τότε βλέπω πάλιν εις οπτασίαν, ότι παρευρέθην εις την Αγίαν Ανάστασιν, ο δε ρηθείς νέος εκάθητο εις τον λίθον του μνήματος. Ρίψας δε εκείνος βλέμμα άγριον προς εμέ, είπον· «Άφρων, δεν εκτελείς ό,τι υπεσχέθης;» Εγώ δε έτρεμον ως φύλλον δένδρου από τον φόβον και δεν ηδυνάμην να ανοίξω το στόμα μου. Τότε προστάσσει να δέσουν τας χείρας μου όπισθεν και να με κρεμάσουν ως κατάδικον, ειπών· «Συ ηθέλησες να φανής διακριτικώτερος από εμέ και να πλουτίσης τον Ευλόγιον; Μάθε τώρα με την τιμωρίαν να μη επιχειρής πλέον περισσότερον από εκείνο το οποίον δύνασαι». Καθώς λοιπόν οι υπηρέται με εκρέμασαν, είδον την Βασίλισσαν των Αγγέλων διερχομένην εκείθεν με δόξαν απερίγραπτον. Είπον δε τότε προς Αυτήν με ταπεινήν λαλιάν και πλήθος δακρύων· «Ευσπλαγχνίσου με Δέσποινα, τον ταλαίπωρον και λύτρωσαί με από την εγγύησιν του Ευλογίου». Εκείνη τότε μετέβη και αφού ησπάσθη τους πόδας του Δεσπότου, τον παρεκάλεσε να μου συγχωρήση το αμάρτημα. Τότε ο Δεσπότης Χριστός δια της ικεσίας της Μητρός Αυτού συγκαταβάς εστράφη προς εμέ και μου λέγει· «Φυλάττου, να μη πράξης πλέον άλλο τι όμοιον αμάρτημα». Εγώ δε είπον προς Αυτόν· «Συγχώρησόν μοι, Δέσποτα Κύριε, διότι εξ αγνοίας μου ημάρτησα, νομίζων ότι ούτω ο Ευλόγιος θέλει γίνει ευσπλαγχνικώτερος προς τους πτωχούς». Προσέταξε τότε να με λύσουν και λέγει προς εμέ με γλυκύτητα· «Ύπαγε εις το κελλίον σου και εγώ θέλω επαναφέρει τον Ευλόγιον εις την πρώτην του τάξιν και ευλάβειαν». Ταύτα ιδών, από την χαράν μου εξύπνησα και εδόξασα τον Κύριον και την Υπεραγίαν Θεοτόκον, διότι με ελύτρωσαν από την εγγύησιν· απελθών δε εις την κέλλαν μου ησύχαζον». Μετά τρεις μήνας απέθανεν ο βασιλεύς Ιουστίνος και ανήλθεν εις τον θρόνον ο Ιουστιανιανός, όστις τόσον εμίσησε τον Ευλόγιον, ώστε εζήτει αφορμήν να τον θανατώση. Όθεν, δια να σώση την ζωήν του, ενεδύθη πενιχρά ιμάτια και εγκαταλείψας όλον τον πλούτον του έρημον, έφυγεν εις την Αλεξάνδρειαν και έκοπτε πάλιν τους λίθους, ως πρότερον. Μεταβάς δε εις τον τόπον όπου ήτο η πέτρα, κάτωθεν της οποίας εύρε τα χρήματα, εκτύπα ταύτην ώραν πολλήν, μήπως εύρη και άλλα. Αλλά ματαίως εκοπίαζεν. Ενθυμηθείς τότε την προτέραν αυτάρκειαν, τον πλούτον και τους δούλους ους είχεν, εστέναζε λέγων· «Δούλευε, ταπεινέ Ευλόγιε, δια να εξοικονομής την τροφήν σου». Εις ολίγον καιρόν λοιπόν ήλθε πάλιν εις την προτέραν του αγιότητα, του παντοδυνάμου Θεού συνεργήσαντος, όστις, ως δίκαιος, δεν ελησμόνησε την προτέραν του υπηρεσίαν. Μετ’ ολίγας ημέρας μετέβην και εγώ εις τον τόπον, όπου εύρισκον και άλλοτε τον Ευλόγιον και ιδών αυτόν εδάκρυσα από την χαράν μου. Δοξολογών δε τον Θεόν έλεγον· «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. ργ:24). «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών;» (Ψαλμ. οστ:14), «Ο εγείρων από γης πτωχόν και από κοπρίας ανυψών πένητα» (Ψαλμ. ριβ:7), «Θαυμάσιαι αι κρίσεις σου, Κύριε, και αι βουλαί σου ανεξερεύνητοι». Ευθύς δε ως είπον ταύτα, εχαιρετήσαμεν ο εις τον άλλον και με ωδήγησεν εις το κελλίον του. Αφού δε έπλυνε τους πόδας μου ητοίμασε τράπεζαν και συνηυφράνθημεν. Τον ηρώτησα τότε, πως ευρίσκετο. Ούτος δε μοι είπε· «Δεήθητι, Πάτερ, εις τον Θεόν να μου στείλη προς χάριν σου βοήθειαν, διότι εις μεγάλην ανάγκην χρημάτων και πενίαν ευρίσκομαι». Εγώ δε του απεκρίθην· «Είθε, αδελφέ μου, να ήσουν πτωχότερος». Ταύτα δε ειπών του διηγήθην λεπτομερώς την υπόθεσιν· ότι, δηλαδή, εγώ ήμην αιτία και επλούτησε και πάλιν επτώχευσεν. Όθεν εκλαύσαμεν αμφότεροι ώραν πολλήν δοξάζοντες τον Θεόν. Έπειτα μοι είπε· «Παρακάλεσον, Πάτερ, τον Κύριον να με βοηθήση, ως αγαθός και εύσπλαγχνος, και σου υπόσχομαι να μη φανώ πλέον αχάριστος προς τον ευεργέτην». Εγώ δε απήντησα· «Μη αναμένεις από τον Κύριον άλλο περισσότερον, ει μη μόνον τον ημερήσιον άρτον, όσον να εξοικονομήσαι ως πρότερον· και καλλίτερον είναι να υπάγης πτωχός εις τον Παράδεισον, παρά πλούσιος εις την κόλασιν». Ταύτα ειπών ο Όσιος προς τον μαθητήν του, τον επρόσταξεν να μη είπη, ζώντος αυτού, το γεγονός εις ουδένα. Ούτος δε πράγματι διεφύλαξε την εντολήν, ως υπήκοος. Μετά δε την κοίμησιν του Αββά Δανιήλ, διηγήθη τούτο ο μαθητής του προς τους Πατέρας, εις δόξαν Θεού και προς ιδικόν μας παράδειγμα, ίνα έκαστος εξ ημών ευχαριστούμεν τον Κύριον, ο καθείς εκ της θέσεως εις την οποίαν ευρίσκεται και ας μη τολμήση τις να ζητήση ποτέ πλούτον πρόσκαιρον, αλλά μόνον να ποθούμεν την Βασιλείαν Του την ουράνιον, και αυτήν να επιδιώκωμεν πάντοτε, δεόμενοι της Αειπαρθένου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και πάντων των Αγίων να αξιώσουν ημάς δια των ικεσιών αυτών προς Κύριον, να λυτρωθώμεν της ατελευτήτου κολάσεως και να αξιωθώμεν της ανεκλαλήτου αγαλλιάσεως, ίνα δοξάζωμεν μετ’ αυτών Πατέρα και Υιόν, συν τω Αγίω Πνεύματι. Τριάδα αμέριστον και μονάδα τρισάριθμον, ένα Θεόν προαιώνιον· Ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου