Προ της ελεύσεως του Σωτήρος Χριστού εις τον επίγειον ημών κόσμον, ημείς
οι άνθρωποι εγνωρίζαμεν μόνον τον θάνατον· και ο θάνατος ημάς. Κάθε τι το
ανθρώπινον ήτο διαπεποτισμένον με τον θάνατον, αιχμαλωτισμένον και
κατανικημένον απ’ αυτόν. Ο θάνατος ήτο εις ημάς πλησιέστερος και από τον εαυτόν
μας και περισσότερον πραγματικός από ημάς τους ιδίους. Δυνατώτερος, ασυγκρίτως
δυνατώτερος, από κάθε άνθρωπον χωριστά και από όλους τους ανθρώπους μαζί. Η γη
ήτο μία φρικαλέα φυλακή του θανάτου και ημείς ανίσχυροι δέσμιοι και δούλοι του
(πρβλ. Εβρ. β: 14 – 15). Μόνον με την έλευσιν του Θεανθρώπου Χριστού «η ζωή
εφανερώθη», εφανερώθη «η ζωή η αιώνιος» εις τους απηλπισμένους θνητούς, τους αθλίους
δούλους του θανάτου, ημάς (πρβλ. Α΄ Ιωάν. α: 2). Αυτήν την «ζωήν την αιώνιον» «εωράκαμεν
τοις οφθαλμοίς ημών και αι χείρες ημών εψηλάφησαν», αυτήν ημείς οι Χριστιανοί «μαρτυρούμεν
και απαγγέλλομεν» προς πάντας (Α΄ Ιωάν. α: 1 – 2).
Διότι ζώντες εν κοινωνία με τον Σωτήρα Χριστόν, ζώμεν ήδη εδώ εις την γην την αιωνίαν ζωήν (πρβλ. Α΄ Ιωάν. α: 3). Από προσωπικήν ημών εμπειρίαν το γνωρίζομεν. Ο Ιησούς Χριστός είναι «ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος» (Ιωάν. ε: 20). Δια τούτο και ήλθεν Αυτός εις τον κόσμον: δια να μας δείξη τον αληθινόν Θεόν και εν Αυτώ την αιωνίαν ζωήν (Α΄ Ιωάν. ε:11). Εις τούτο και μόνον έγκειται η αληθινή, η πραγματική φιλανθρωπία: «ότι τον Υιόν αυτού τον Μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’ Αυτού» (Α΄ Ιωάν. δ: 9) και εν Αυτώ την αιωνίαν ζωήν. Δι’ αυτό «ο έχων τον Υιόν έχει την ζωήν· ο μη έχων τον Υιόν του Θεού την ζωήν ουκ έχει» (Α΄ Ιωάν. ε: 12), αλλ’ ευρίσκεται όλος εν τω θανάτω. Η μόνη αληθινή ζωή ημών είναι η ζωή εν τω μόνω αληθινώ Θεώ και Κυρίω Ιησού Χριστώ, επειδή είναι εξ ολοκλήρου αιωνία και ισχυροτέρα του θανάτου. Διότι, πως δύναται να ονομασθή ζωή εκείνη, η οποία είναι μολυσμένη από τον θάνατον και τελειώνει εις τον θάνατον; Όπως το μέλι, όταν αναμιχθή με το δηλητήριον, δεν είναι πλέον μέλι, διότι μεταβάλλεται όλον εις δηλητήριον, ούτω και η ζωή, η οποία τελειώνει με τον θάνατον, δεν είναι πλέον ζωή. Η φιλανθρωπία του Θεανθρώπου Χριστού δεν έχει όρια και τέλος. Διότι, δια να αποκτήσωμεν ημείς οι άνθρωποι την αιωνίαν ζωήν, την εν Αυτώ και να την ζήσωμεν, δεν μας ζητείται ούτε μόρφωσις, ούτε δόξα, ούτε πλούτος, ούτε τίποτε από εκείνα τα οποία ημπορεί κάποιος από ημάς να μη έχη, αλλ’ απαιτείται εκείνο μόνον, το οποίον δύναται έκαστος εξ ημών να έχη: η πίστις εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν. Δια τούτο Αυτός – ο Μόνος Φιλάνθρωπος – ανήγγειλεν εις το ανθρώπινον γένος το θαυμαστόν Ευαγγέλιον: «Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον Μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον… Ο πιστεύων εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ: 16, 36). Από ολόκληρον το ανθρώπινον γένος μόνον ο Χριστός, ως μόνος αληθινός Θεός, όστις δίδει εις τον άνθρωπον εκείνο το οποίον κανείς εκ των Αγγέλων ή των ανθρώπων δεν δύναται να δώση, Αυτός μόνος είχε την εξουσίαν και το κύρος να δηλώση: «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. στ: 47) και «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. ε: 24) ακόμη και από την παρούσαν ζωήν. Η πίστις εις τον Χριστόν ενώνει τον άνθρωπον με τον αιώνιον Κύριον, ο Οποίος κατά το μέτρον της πίστεως του ανθρώπου πληροί την ψυχήν του με την αιωνίαν ζωήν και τότε αισθάνεται και κατανοεί τον εαυτόν του ως αιώνιον. Αυτό γίνεται τόσον περισσότερον, όσον ο άνθρωπος ζη κατ’ αυτήν την πίστιν, η οποία αγιάζει βαθμηδόν την ψυχήν του, την καρδίαν του, την συνείδησίν του, όλην την ύπαρξίν του με τας θείας ενεργείας της Χάριτος. Ανάλογα προς την πίστιν του ανθρώπου αυξάνει και ο αγιασμός της φύσεώς του. Καθώς δε ο άνθρωπος γίνεται αγιώτερος, αποκτά ολονέν και περισσότερον δυνατήν, περισσότερον ζωντανήν αίσθησιν της προσωπικής αυτού αθανασίας· αποκτά επίγνωσιν της ιδικής του και της των πάντων αιωνιότητος. Πράγματι, η αληθινή ζωή του ανθρώπου αρχίζει με την πίστιν του εις τον Χριστόν, η οποία πίστις παραδίδει εις τον Κύριον όλην την ψυχήν, όλην την καρδίαν, όλον τον νουν, όλην την δύναμίν του, - Αυτός δε αγιάζει, μεταμορφώνει και θεώνει όλα αυτά βαθμιαίως. Δι’ αυτού του αγιασμού, της μεταμορφώσεως και θεώσεως, διαχέει ο Κύριος εις τον άνθρωπον τας θείας ενεργείας της Χάριτος, αι οποίαι δίδουν εις αυτόν την παντοδύναμον αίσθησιν και επίγνωσιν της προσωπικής αυτού αθανασίας και αιωνιότητος. Πραγματικώς: Η ζωή ημών είναι τόσον ζωή, όσον είναι εν τω Χριστώ. Πόσον δε είναι εν τω Χριστώ; Αυτό φανερώνεται από την αγιότητα αυτής. Όσον περισσότερον αγία η ζωή, τόσον περισσότερον αθάνατος και αιωνία. Το αντίθετον προς αυτό συμβαίνει με τον θάνατον. Τι είναι ο θάνατος; Θάνατος είναι η «αποτελεσθείσα» αμαρτία (Ιακ. α: 15)· η «αποτελεσθείσα» αμαρτία είναι ο χωρισμός από τον Θεόν, εις τον Οποίον και μόνον ευρίσκεται η ζωή και η πηγή της ζωής. Ευαγγελική, θεία αλήθεια είναι: Η αγιότης είναι η ζωή, η αμαρτωλότης θάνατος· η ευσέβεια είναι ζωή, η ασέβεια θάνατος· η πίστις είναι ζωή, η απιστία θάνατος· ο Θεός είναι ζωή, ο διάβολος είναι θάνατος. Ο θάνατος χωρισμός από τον Θεόν, η δε ζωή επιστροφή προς τον Θεόν και ζωή εν τω Θεώ. Τούτο ακριβώς είναι η πίστις: η αναζωποίησις της ψυχής από την νέκρωσιν, η εκ νεκρών ανάστασις της ψυχής: «νεκρός ην και ανέζησε» (Λουκ. ιε: 24). Αυτήν την εκ νεκρών ανάστασιν της ψυχής την έζησεν ο άνθρωπος δια πρώτην φοράν με τον Θεάνθρωπον Χριστόν· και την ζη διαρκώς εις την Αγίαν Εκκλησίαν Του, διότι ο Θεάνθρωπος όλος ευρίσκεται εις αυτήν, μεταδίδων Εαυτόν εις όλους τους πιστούς δια των Αγίων Μυστηρίων και των αγίων αρετών. Όπου είναι Αυτός, εκεί πλέον δεν υπάρχει θάνατος, εκεί ο άνθρωπος «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. ε: 24), εκεί ζη ήδη την αιωνίαν ζωήν. Με την Ανάστασιν του Χριστού ημείς «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άλλης βιοτής της αιωνίου απαρχήν» (Κανών του Πάσχα, ωδή ζ΄). Η αληθινή ζωή επί της γης αρχίζει ακριβώς από την Ανάστασιν του Σωτήρος, διότι είναι ζωή που δεν τελειώνει με τον θάνατον. Άνευ της Αναστάσεως του Χριστού η ανθρωπίνη ζωή δεν είναι άλλο παρά ένα αργόν ψυχομάχημα, που καταλήγει αναπόφευκτα εις τον θάνατον. Και μία τοιαύτη ζωή έγινε δυνατότης επάνω εις την γην μόνον δια της Αναστάσεως του Θεανθρώπου Χριστού. Η ζωή είναι αληθινή ζωή μόνον εν τω Θεώ. Διότι αυτή είναι αγία ζωή και ως εκ τούτου αθάνατος ζωή. Όπως μέσα εις την αμαρτίαν ευρίσκεται ο θάνατος, ούτω και εις την αγιότητα η αθανασία. Μόνον δια της πίστεως εις τον Αναστάντα Χριστόν ο άνθρωπος ζη το περισσότερον αποφασιστικόν θαύμα της υπάρξεώς του: την μετάβασιν από του θανάτου εις την αθανασίαν, από του πεπερασμένου εις την αιωνιότητα, από του Άδου εις τον Παράδεισον. Μόνον τότε ευρίσκει ο άνθρωπος τον εαυτόν του, τον αληθινόν, τον αιώνιον εαυτόν του: «απολωλώς ην και ευρέθη», διότι – «νεκρός ην και ανέζησε» (Λουκ. ιε: 24).
Διότι ζώντες εν κοινωνία με τον Σωτήρα Χριστόν, ζώμεν ήδη εδώ εις την γην την αιωνίαν ζωήν (πρβλ. Α΄ Ιωάν. α: 3). Από προσωπικήν ημών εμπειρίαν το γνωρίζομεν. Ο Ιησούς Χριστός είναι «ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος» (Ιωάν. ε: 20). Δια τούτο και ήλθεν Αυτός εις τον κόσμον: δια να μας δείξη τον αληθινόν Θεόν και εν Αυτώ την αιωνίαν ζωήν (Α΄ Ιωάν. ε:11). Εις τούτο και μόνον έγκειται η αληθινή, η πραγματική φιλανθρωπία: «ότι τον Υιόν αυτού τον Μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’ Αυτού» (Α΄ Ιωάν. δ: 9) και εν Αυτώ την αιωνίαν ζωήν. Δι’ αυτό «ο έχων τον Υιόν έχει την ζωήν· ο μη έχων τον Υιόν του Θεού την ζωήν ουκ έχει» (Α΄ Ιωάν. ε: 12), αλλ’ ευρίσκεται όλος εν τω θανάτω. Η μόνη αληθινή ζωή ημών είναι η ζωή εν τω μόνω αληθινώ Θεώ και Κυρίω Ιησού Χριστώ, επειδή είναι εξ ολοκλήρου αιωνία και ισχυροτέρα του θανάτου. Διότι, πως δύναται να ονομασθή ζωή εκείνη, η οποία είναι μολυσμένη από τον θάνατον και τελειώνει εις τον θάνατον; Όπως το μέλι, όταν αναμιχθή με το δηλητήριον, δεν είναι πλέον μέλι, διότι μεταβάλλεται όλον εις δηλητήριον, ούτω και η ζωή, η οποία τελειώνει με τον θάνατον, δεν είναι πλέον ζωή. Η φιλανθρωπία του Θεανθρώπου Χριστού δεν έχει όρια και τέλος. Διότι, δια να αποκτήσωμεν ημείς οι άνθρωποι την αιωνίαν ζωήν, την εν Αυτώ και να την ζήσωμεν, δεν μας ζητείται ούτε μόρφωσις, ούτε δόξα, ούτε πλούτος, ούτε τίποτε από εκείνα τα οποία ημπορεί κάποιος από ημάς να μη έχη, αλλ’ απαιτείται εκείνο μόνον, το οποίον δύναται έκαστος εξ ημών να έχη: η πίστις εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν. Δια τούτο Αυτός – ο Μόνος Φιλάνθρωπος – ανήγγειλεν εις το ανθρώπινον γένος το θαυμαστόν Ευαγγέλιον: «Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον Μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον… Ο πιστεύων εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ: 16, 36). Από ολόκληρον το ανθρώπινον γένος μόνον ο Χριστός, ως μόνος αληθινός Θεός, όστις δίδει εις τον άνθρωπον εκείνο το οποίον κανείς εκ των Αγγέλων ή των ανθρώπων δεν δύναται να δώση, Αυτός μόνος είχε την εξουσίαν και το κύρος να δηλώση: «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. στ: 47) και «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. ε: 24) ακόμη και από την παρούσαν ζωήν. Η πίστις εις τον Χριστόν ενώνει τον άνθρωπον με τον αιώνιον Κύριον, ο Οποίος κατά το μέτρον της πίστεως του ανθρώπου πληροί την ψυχήν του με την αιωνίαν ζωήν και τότε αισθάνεται και κατανοεί τον εαυτόν του ως αιώνιον. Αυτό γίνεται τόσον περισσότερον, όσον ο άνθρωπος ζη κατ’ αυτήν την πίστιν, η οποία αγιάζει βαθμηδόν την ψυχήν του, την καρδίαν του, την συνείδησίν του, όλην την ύπαρξίν του με τας θείας ενεργείας της Χάριτος. Ανάλογα προς την πίστιν του ανθρώπου αυξάνει και ο αγιασμός της φύσεώς του. Καθώς δε ο άνθρωπος γίνεται αγιώτερος, αποκτά ολονέν και περισσότερον δυνατήν, περισσότερον ζωντανήν αίσθησιν της προσωπικής αυτού αθανασίας· αποκτά επίγνωσιν της ιδικής του και της των πάντων αιωνιότητος. Πράγματι, η αληθινή ζωή του ανθρώπου αρχίζει με την πίστιν του εις τον Χριστόν, η οποία πίστις παραδίδει εις τον Κύριον όλην την ψυχήν, όλην την καρδίαν, όλον τον νουν, όλην την δύναμίν του, - Αυτός δε αγιάζει, μεταμορφώνει και θεώνει όλα αυτά βαθμιαίως. Δι’ αυτού του αγιασμού, της μεταμορφώσεως και θεώσεως, διαχέει ο Κύριος εις τον άνθρωπον τας θείας ενεργείας της Χάριτος, αι οποίαι δίδουν εις αυτόν την παντοδύναμον αίσθησιν και επίγνωσιν της προσωπικής αυτού αθανασίας και αιωνιότητος. Πραγματικώς: Η ζωή ημών είναι τόσον ζωή, όσον είναι εν τω Χριστώ. Πόσον δε είναι εν τω Χριστώ; Αυτό φανερώνεται από την αγιότητα αυτής. Όσον περισσότερον αγία η ζωή, τόσον περισσότερον αθάνατος και αιωνία. Το αντίθετον προς αυτό συμβαίνει με τον θάνατον. Τι είναι ο θάνατος; Θάνατος είναι η «αποτελεσθείσα» αμαρτία (Ιακ. α: 15)· η «αποτελεσθείσα» αμαρτία είναι ο χωρισμός από τον Θεόν, εις τον Οποίον και μόνον ευρίσκεται η ζωή και η πηγή της ζωής. Ευαγγελική, θεία αλήθεια είναι: Η αγιότης είναι η ζωή, η αμαρτωλότης θάνατος· η ευσέβεια είναι ζωή, η ασέβεια θάνατος· η πίστις είναι ζωή, η απιστία θάνατος· ο Θεός είναι ζωή, ο διάβολος είναι θάνατος. Ο θάνατος χωρισμός από τον Θεόν, η δε ζωή επιστροφή προς τον Θεόν και ζωή εν τω Θεώ. Τούτο ακριβώς είναι η πίστις: η αναζωποίησις της ψυχής από την νέκρωσιν, η εκ νεκρών ανάστασις της ψυχής: «νεκρός ην και ανέζησε» (Λουκ. ιε: 24). Αυτήν την εκ νεκρών ανάστασιν της ψυχής την έζησεν ο άνθρωπος δια πρώτην φοράν με τον Θεάνθρωπον Χριστόν· και την ζη διαρκώς εις την Αγίαν Εκκλησίαν Του, διότι ο Θεάνθρωπος όλος ευρίσκεται εις αυτήν, μεταδίδων Εαυτόν εις όλους τους πιστούς δια των Αγίων Μυστηρίων και των αγίων αρετών. Όπου είναι Αυτός, εκεί πλέον δεν υπάρχει θάνατος, εκεί ο άνθρωπος «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. ε: 24), εκεί ζη ήδη την αιωνίαν ζωήν. Με την Ανάστασιν του Χριστού ημείς «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άλλης βιοτής της αιωνίου απαρχήν» (Κανών του Πάσχα, ωδή ζ΄). Η αληθινή ζωή επί της γης αρχίζει ακριβώς από την Ανάστασιν του Σωτήρος, διότι είναι ζωή που δεν τελειώνει με τον θάνατον. Άνευ της Αναστάσεως του Χριστού η ανθρωπίνη ζωή δεν είναι άλλο παρά ένα αργόν ψυχομάχημα, που καταλήγει αναπόφευκτα εις τον θάνατον. Και μία τοιαύτη ζωή έγινε δυνατότης επάνω εις την γην μόνον δια της Αναστάσεως του Θεανθρώπου Χριστού. Η ζωή είναι αληθινή ζωή μόνον εν τω Θεώ. Διότι αυτή είναι αγία ζωή και ως εκ τούτου αθάνατος ζωή. Όπως μέσα εις την αμαρτίαν ευρίσκεται ο θάνατος, ούτω και εις την αγιότητα η αθανασία. Μόνον δια της πίστεως εις τον Αναστάντα Χριστόν ο άνθρωπος ζη το περισσότερον αποφασιστικόν θαύμα της υπάρξεώς του: την μετάβασιν από του θανάτου εις την αθανασίαν, από του πεπερασμένου εις την αιωνιότητα, από του Άδου εις τον Παράδεισον. Μόνον τότε ευρίσκει ο άνθρωπος τον εαυτόν του, τον αληθινόν, τον αιώνιον εαυτόν του: «απολωλώς ην και ευρέθη», διότι – «νεκρός ην και ανέζησε» (Λουκ. ιε: 24).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου