Στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἦταν κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ τὸ ὄνομά του ἦταν Ὀνησιφόρος καὶ ἡ ὑπηρεσία του ἦταν νὰ σβήνη τὶς λαμπάδες, ποὺ ἔφερναν οἱ χριστιανοὶ στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου. Αὐτὸς ὅμως τὶς ἔσβηνε ἀμέσως καὶ τὶς ἔπαιρνε. Κάποια νύκτα τοῦ παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο ὁ Ἅγιος Δημήτριος καὶ τοῦ εἶπε: «Ἀδελφὲ Ὀνησιφόρε, αὐτὸ ποὺ κάνεις μὲ τὶς λαμπάδες δὲν μοῦ ἀρέσει· γνώριζε ὅτι βλάπτεις τὸν ἑαυτό σου. Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ ὁ Ὀνησιφόρος σταμάτησε προσωρινὰ νὰ ἁμαρτάνη.
Μετὰ ὅμως μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἐπανέλαβε τὴν κακὴ πράξη του. Κάποια νύχτα ἕνας χριστιανὸς πῆγε δύο ὡραῖες λαμπάδες καὶ τὶς ἄναψε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Μόλις τὶς ἄναψε καὶ παραμέρισε λίγο νὰ προσκυνήση ὁ Ὀνησιφόρος ἀμέσως πῆγε νὰ τὶς σβήση. Τότε ὁ Ἅγιος τοῦ εἶπε μὲ φοβερὴ φωνή. «Πάλι ἔτσι κάνεις, Ὀνησιφόρε;». Μόλις ἄκουσε αὐτὴ τὴν φωνὴ ὁ Ὀνησιφόρος τρόμαξε τόσο πολὺ ποὺ ἔπεσε κάτω στὴ γῆ μὲ τὸ πρόσωπο καὶ ἔμεινε σὰν νεκρός, μέχρις ὅτου πῆγε ὁ ἱερέας καὶ τὸν σήκωσε. Ὅταν συνῆλθε ἐξομολογήθηκε μὲ παρρησία τὴν ἁμαρτία του. (Ἂς τὸ λάβουν ὑπ᾽ ὄψιν τους αὐτὸ ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὸ σβήσιμο τῶν κεριῶν).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου