Ήταν Τρίτη όταν χάθηκε… Πέμπτη είχε πάει τώρα! Βούιξε όλος ο τόπος: «χάθηκε ο Δαβίδ! Το Άγιο παιδί του παπά»!..
Λιώσανε από την αγωνία οι δικοί του! Ένα τρίχρονο παιδάκι μόνο του; Μέσα στη νύχτα, χωρίς φαγητό; Ζούσε άραγε; Ανάπνεε το αγγελούδι τους; Που βρισκόταν; Τι συνέβη; Θεέ μου δώσε τέλος στη δοκιμασία! Που είναι ο Δαβίδ; Τι απέγινε; Έξω από το όμορφο, γεμάτο ανθρωπιά χωριό, έστεκε μια Εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου, του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Κάτι από ψηλά, φαίνεται κίνησε την σκέψη της βουρκωμένης παπαδιάς και είπε στον άντρα της:
-Πώς βρέθηκες εδώ; Τόσες μέρες που ήσουνα κρυμμένος»;
-Τι θα πει που βρισκόμουν. Δεν με βλέπετε; Είμαι στο σπίτι του Τιμίου Προδρόμου. Μ΄ έφερε ο ίδιος εδώ και κάθισε στη θέση του. Και εγώ κάθομαι και τον καμαρώνω. Δεν μου κάνει καρδιά να φύγω από κοντά του. Κι έπειτα πώς θα έφευγα μόνος μου; Δεν ξέρω το δρόμο.
-Δεν πάμε να λειτουργήσουμε την Εκκλησία αυτή παπά το Σάββατο; Αύριο το πρωί; Τον αγαπά τόσο πολύ τον Άγιο! Θα τον παρακαλέσουμε και εμείς. Να καλέσουμε όλο το χωριό. Κάποιου Αγίου η προσευχή θα φτάσει στο θρόνο του, με την πρεσβεία του Τιμίου Προδρόμου!
-Να πάμε παπαδιά, καλά που το σκέφτηκες, απάντησε εκείνος αναθαρρεύοντας!..
Την άλλη ημέρα πήρε τα άμφιά του, το πρόσφορο που είχε ζυμώσει η παπαδιά, τα ιερά σκεύη για τη Θεία Λειτουργία και με τα υπόλοιπα παιδιά πήγε στο Ναό του Τιμίου Προδρόμου, όπου σε λίγο θα ερχόταν όλο το χωριό…
Φτάνοντας χαράματα, είδαν την πόρτα της Εκκλησίας ορθάνοιχτη.
-Μπα, έκανε ο Ιερέας. Την είχα αφήσει ανοιχτή την Εκκλησία; Μπαίνει παραξενεμένος τότε μέσα και…
-Μα τι είναι αυτό Κύριέ μου; κάνει με συντριβή και πέφτει στα γόνατα κλαίγοντας!
Ξοπίσω ερχόταν και η παπαδιά, αλλά την πρόλαβε ένα παιδί:
-Μάνα κοίταξε! Ο Δαβίδ είναι μπροστά στην Εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, με τα χέρια σταυρωμένα-!!!
-Μπα, έκανε ο Ιερέας. Την είχα αφήσει ανοιχτή την Εκκλησία; Μπαίνει παραξενεμένος τότε μέσα και…
-Μα τι είναι αυτό Κύριέ μου; κάνει με συντριβή και πέφτει στα γόνατα κλαίγοντας!
Ξοπίσω ερχόταν και η παπαδιά, αλλά την πρόλαβε ένα παιδί:
-Μάνα κοίταξε! Ο Δαβίδ είναι μπροστά στην Εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, με τα χέρια σταυρωμένα-!!!
Με το χαμένο παιδί του στην γλυκιά πατρική αγκαλιά, ρώτησε ο παπάς να μάθει τι είχε συμβεί:
-Τι θα πει που βρισκόμουν. Δεν με βλέπετε; Είμαι στο σπίτι του Τιμίου Προδρόμου. Μ΄ έφερε ο ίδιος εδώ και κάθισε στη θέση του. Και εγώ κάθομαι και τον καμαρώνω. Δεν μου κάνει καρδιά να φύγω από κοντά του. Κι έπειτα πώς θα έφευγα μόνος μου; Δεν ξέρω το δρόμο.
-Μα πώς σ΄ έφερε; Αυτός είναι στην Εικόνα του.
-Α εσείς δεν ξέρετε. Σηκώνεται και περπατάει, λέει ό,τι θέλει, παρουσιάζεται και στον ύπνο σου και τότε που ξυπνάς.
-Μα τι είναι αυτά που λες παιδί μου;
-Μα αφού σας λέω. Παρουσιάστηκε εκείνη την ημέρα τα ξημερώματα στον ύπνο μου και μου είπε: «Θέλεις να έλθεις στο σπίτι μου;». Κι εγώ του λέω: «πού είναι το σπίτι σου; Εγώ σε ξέρω στην Εκκλησία στην Εικόνα σου». Και τότε μου είπε: «Έχω και σπίτι. Ακολούθησέ με και θα δεις». Σηκώθηκα γρήγορα και τον ακολούθησα.
-Α εσείς δεν ξέρετε. Σηκώνεται και περπατάει, λέει ό,τι θέλει, παρουσιάζεται και στον ύπνο σου και τότε που ξυπνάς.
-Μα τι είναι αυτά που λες παιδί μου;
-Μα αφού σας λέω. Παρουσιάστηκε εκείνη την ημέρα τα ξημερώματα στον ύπνο μου και μου είπε: «Θέλεις να έλθεις στο σπίτι μου;». Κι εγώ του λέω: «πού είναι το σπίτι σου; Εγώ σε ξέρω στην Εκκλησία στην Εικόνα σου». Και τότε μου είπε: «Έχω και σπίτι. Ακολούθησέ με και θα δεις». Σηκώθηκα γρήγορα και τον ακολούθησα.
-Μα δεν φοβήθηκες παιδί μου;
-Μα πώς να φοβηθώ, αφού ήταν ο Τίμιος Πρόδρομος κοντά μου. Με κρατούσε από το χέρι. Μόνο που τότε ήταν ζωντανός. Ίδιος όπως ήταν στην Εικόνα. Αυτός μ΄ έφερε εδώ και όταν φθάσαμε στη θέση του μπροστά, μπήκε στην Εικόνα. Ο τελευταίος λόγος που άκουσα από τα χείλη του ήταν: «Θα έλθει εδώ ο πατέρας σου το Σάββατο να τελέσει τη Θεία Λειτουργία». Γι΄ αυτό δεν γύρισα στο σπίτι. Εσάς περιμένω. Έχει τόσο γλυκιά μορφή και από την αγάπη του, που είναι γεμάτη η καρδιά του.
-Μα πώς να φοβηθώ, αφού ήταν ο Τίμιος Πρόδρομος κοντά μου. Με κρατούσε από το χέρι. Μόνο που τότε ήταν ζωντανός. Ίδιος όπως ήταν στην Εικόνα. Αυτός μ΄ έφερε εδώ και όταν φθάσαμε στη θέση του μπροστά, μπήκε στην Εικόνα. Ο τελευταίος λόγος που άκουσα από τα χείλη του ήταν: «Θα έλθει εδώ ο πατέρας σου το Σάββατο να τελέσει τη Θεία Λειτουργία». Γι΄ αυτό δεν γύρισα στο σπίτι. Εσάς περιμένω. Έχει τόσο γλυκιά μορφή και από την αγάπη του, που είναι γεμάτη η καρδιά του.
Τα μάτια του παιδιού άστραφταν και ολόκληρο το πρόσωπό του ήταν φωτισμένο. Και απορούσε, που ανησυχούσαν οι δικοί του. «Μα αφού σας είπα ήταν ο Πρόδρομος κοντά μου. Δεν με βλέπετε κάθε μέρα που πάω και στέκομαι μπροστά του; Εσύ πατέρα δεν το είδες πόσο μ΄ αγαπάει και πόσο τον αγαπάω;
Μιλούσε σαν μεγάλος. Σαν ολοκληρωμένος άνθρωπος. Σαν να είχε θεία φώτιση κι έλεγε λόγια που για την ηλικία του δεν πρέπει να ήταν γνωστά. Οι συλλογισμοί του ήταν σκεπτικό μεγάλου.
Τελέστηκε και η Θεία Λειτουργία με όλο το χωριό, μέσα σε μεγάλη κατάνυξη. Και από την ημέρα εκείνη παρακολουθούσαν όλοι με διαφορετικά μάτια αυτό το παιδί. Τι τάχα επρόκειτο να γίνει; Ποιο δρόμο θ' ακολουθούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου